Μενού
  • Α-
  • Α+

Δεν είχα κανονίσει και πολλά. Δυο τηλέφωνα όλα κι όλα και τα υπόλοιπα μου είπαν άφησέ τα επάνω μας. Άνοιξα το παντζούρι να βεβαιωθώ για τον καιρό και ο αθηναϊκός ουρανός με καθησύχασε. Εδώ οι προβλέψεις δεν πέφτουν ποτέ έξω. Ένα κατάλευκο διαυγές φως μπούκαρε με φόρα στο υπνοδωμάτιο και ξύπνησε την Λάουρα που κουλουριαζόταν νωχελικά στην άκρη του κρεβατιού. Ένα καλό τέντωμα και μια γρήγορη ματιά στον καθρέφτη. Τα δώδεκα χρόνια στο Παρίσι μου είχαν αφήσει αν μη τι άλλο κάποια εμφανή σημάδια στο σώμα. Μια χαλαρότητα σαν crème brûlée, γκρι κρόταφοι κι ένα μέτωπο φαρδύ σαν τα Ηλύσια Πεδία. 

Στο backpack μπήκε πρώτο το μαγιό, μια πετσέτα I love Chalkidiki, ξεχασμένη από κάτι ένδοξες διακοπές των 90s και ένα αντηλιακό με βαθμό 50, μιας και το γκρίζο Παρίσι μου είχε στερήσει κάθε ανεκτικότητα στον ήλιο. Τελευταίες βγήκαν οι παγοκύστες από την κατάψυξη και μπήκαν στο άδειο ψυγειάκι που σκόπευα να γεμίσω στον δρόμο. Το παλιό Clio έκαιγε στον ήλιο. Μόλις έβαλα μπρος το ράδιο στρίγκλισε μια διαφήμιση κι έπειτα σκόρπισε ελληνικές καλοκαιρινές μελωδίες. Μετά από τα πρώτα χιλιόμετρα, αρκετά ώστε να δροσίσει το τιμόνι και να πιάσω κάπως θερμοκρασία στο κάθισμα, η φωνή του GPS υπερίσχυσε ενός νησιώτικου για να με ενημερώσει πως σε 3 χιλιόμετρα έστριβα αριστερά για το καινούριο Lidl στην Πειραιώς.

Με τη λίστα στο χέρι, έκανα πρώτη στάση μαναβική που απλωνόταν πολύχρωμη μπροστά μου. Θυμόμουν πως η Χριστίνα αγαπούσε το πεπόνι, ο Μίλτος τα βερίκοκα και ο Νότης τις φράουλες και ό,τι ήταν κόκκινο. Οι μυρωδιές χτύπησαν τα ρουθούνια μου με το που πέρασα μπροστά από τους πάγκους με τα χρωματιστά καλοκαιρινά κάλλη. «Θεέ μου τι χρώματα ξοδεύεις για να μη σε βλέπουμε» σκέφτηκα σε μια ελεύθερη παραλλαγή Ελύτη, καθώς γέμιζα το καλάθι μου.

Πώς γίνεται η όσφρηση να σε μεταφέρει τόσο μακριά; Τόσο πίσω; Από την ανθισμένη βερικοκιά στην πίσω αυλή του παππού, μέχρι τις πρώτες διακοπές στην Ανάφη, ένα καλοκαίρι με μόνη αποσκευή μια ψάθινη τσάντα, με μια πετσέτα που είχε λερωθεί από ώριμα κεράσια. Έβαλα τις αναμνήσεις μου σε μια τάξη και κατευθύνθηκα στον αγαπημένο μου διάδρομο με τα τουρσάκια, τις κόκκινες πιπεριές στα βάζα, τις ελιές και φυσικά τα ντολμαδάκια γιαλαντζί. Άπλωσα και τα δύο χέρια και άρπαξα δύο συσκευασίες, με μια αθώα παιδικότητα, θαρρείς και κάποιος θα μου τις έπαιρνε. Η Χριστίνα είχε πει κάποτε πως το πιο σημαντικό άτομο στην παρέα ήταν αυτό που έφερνε τα ντολμαδάκια. Χαμογέλασα από μέσα μου.

Πολλά πράγματα είχαν αλλάξει, αλλά κάποιες εφηβικές συνήθειες, όπως το να κάνω την Χριστίνα χαρούμενη, ήταν ακόμα βαθιά χαραγμένες στο υποσυνείδητό μου. Μια πολίτικη σαλάτα, ελιές με γέμιση πιπεριά, αγγουράκια τουρσί προστέθηκαν στο καλάθι που άρχισε να βαραίνει εξίσου από τα ψώνια κι από τη λαχτάρα. Και τέλος δυο τσιπουράκια Άμετρο, για να μετρήσουμε τις στιγμές μας: ένα «με» για να πούμε αυτά που περάσαμε παρέα και ένα «άνευ» για τα τόσα χρόνια απουσίας.

Τελευταία στάση ο φούρνος. Με μια χάρτινη σακούλα στο ένα χέρι ψάρευα ψωμάκια και τα αγαπημένα μου πρέτσελ που γυάλιζαν το ένα δίπλα στο άλλο. Μια χαμογελαστή υπάλληλος πλησίασε από το βάθος του φούρνου και γέμισε την προθήκη μπροστά μου με αχνιστά, φρεσκοψημένα κρουασάν βουτύρου. Η γλύκα από το άρωμά τους ήρθε και κάθισε χαμηλά στον οισοφάγο μου, όπου και ένιωθα μια γαργαλιστική επιθυμία. Όλο το Παρίσι απλωνόταν ξανά μπροστά μου. Και μάλιστα με 0,49€ το ένα. Κάθε κρουασάν και μια ανάμνηση. Τα δώδεκα χρόνια λησμονιάς της πατρίδας, είχαν πάρει τη δική τους βουτυρένια γεύση και είχαν πασπαλιστεί με στιγμές δίπλα στον Σηκουάνα, με βροχερά πρωινά στο καφέ της γειτονιάς μου, με γαλλικά jazz bars όπου περνούσα τα μοναχικά κατά πλειοψηφία βράδια μου.

Και τώρα, που η λησμονιά της πατρίδας ήταν παρελθόν, τώρα που το ελληνικό καλοκαίρι με καλούσε αχόρταγο, συνειδητοποιούσα πως ένα κομμάτι μου είχε μείνει πίσω, σε μια γειτονιά της Μονμάρτης και ξεπηδούσε μέσα από αφράτα κρουασάν. Γέμισα τη σακούλα και πήρα και ένα στο χέρι. Το δάγκωσα χωρίς να μπορώ να περιμένω. Μια μπουκιά Παρίσι. «Θα το πληρώσω» είπα στην υπάλληλο και σκάσαμε και οι δύο στα γέλια. 

Βγήκα από το Lidl, με το ψυγειάκι μου γεμάτο Ελλάδα και την χαρτοσακούλα μου γεμάτη παριζιάνικες μπουκιές. Στην παραλία της Αγίας Μαρίνας, με περίμεναν ήδη. Ο Μίλτος έστηνε την ομπρέλα, ο Νότης δοκίμαζε με το πόδι την θάλασσα και η Χριστίνα έτρεχε κατά το μέρος μου. Ήταν όλοι τόσο αλλιώτικοι και ταυτόχρονα ακριβώς οι ίδιοι.

«Έφερα ντολμαδάκια γιαλαντζί» ψέλλισα ενώ ακουμπούσα το ψυγειάκι στην άμμο. Η Χριστίνα γέλασε και μου έδειξε τη μικρή της που έπαιζε στην άμμο. «Τα λατρεύει, όπως κι εγώ, βρήκε να μοιάξει». Στρώσαμε τις ψάθες, άνοιξα το ψυγειάκι και ο καθένας άρπαξε το κατιτίς του, όπως ακριβώς το περίμενα: ο Μίλτος τα βερίκοκα, ο Νότης τις φράουλες και η Χριστίνα βάλθηκε να κόβει το πεπόνι. Άνοιξα την χαρτοσακούλα και πήρα εκείνο το μισοφαγωμένο κρουασάν. Έκλεισα τα μάτια και για λίγο άκουγα ταυτόχρονα το ακούραστο Αιγαίο και τον μακρινό Σηκουάνα, σε μια γευστική συμφωνία από βούτυρο, δροσερό πεπόνι και θαλασσινή αλμύρα.

Google News

Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.

BEST OF LIQUID MEDIA