Μενού
  • Α-
  • Α+

«Φτηνά τη Λευτεριά δεν την πουλούν πουθενά. Ούτε και τη χαρίζουνε. Όσοι την πήραν χάρισμα τη χαράμισαν» έλεγε ο σπουδαίος Μενέλαος Λουντέμης. Κάποιοι άνθρωποι έχουν βαριά τη συνείδηση της ελευθερίας μέσα τους. Δεν μπορούν να ζουν σε καθεστώτα ανελεύθερα. Δεν το «σηκώνουν». Ένας τέτοιος άνθρωπος ήταν ο φοιτητής Κώστας Γεωργάκης ο οποίος δεν άντεξε να βλέπει την Ελλάδα να βυθίζεται στο σκοτάδι της δικτατορίας. Και κάπως έτσι αποφάσισε να θυσιάσει τα νιάτα του και να γίνει εκείνος το φως. Μια ημέρα σαν σήμερα, στη Γένοβα, μετέτρεψε το κορμί του σε λαμπάδα.

«Ντύθηκες γαμπρός, φωταγωγήθηκες σαν έθνος. Έγινες ένα θέαμα ψυχής, ξεδιπλωμένης στον ορίζοντα. Είσαι η φωτεινή, περίληψη του δράματός μας, τα χέρια μας προς την Ανατολή και τα χέρια μας προς τη Δύση. Είσαι στην ίδια λαμπάδα τη μια τ’ αναστάσιμο φως κι ο επιτάφιος θρήνος μας», έγραψε για εκείνον ο Νικηφόρος Βρεττάκος.

Ο αγώνας κατά της χούντας

Ο Κώστας Γεωργάκης ήταν ένας έντονα πολιτικοποιημένος άνθρωπος ο οποίος αν και θα μπορούσε να ζήσει αυτό που λέμε «φοιτητική ζωή» στην Ιταλία, μακριά από τα προβλήματα της Ελλάδας επέλεξε να παλέψει κατά του χουντικού καθεστώτος. Γεννημένος τον Αύγουστο του 1948 στην Κέρκυρα, ο γιος ενός ράφτη, αποφασίζει να σηκώσει στις πλάτες του μεγαλύτερο βάρος από αυτό που του αναλογούσε. Όπου σταθεί και όπου βρεθεί καταγγέλλει τους χουντικούς! Συγκρούεται ανοιχτά και έμπρακτα με τους χαφιέδες «φοιτητές» που είχε «φυτέψει» η χούντα στα ιταλικά πανεπιστήμια και είχαν φτιάξει τη δική τους οργάνωση, τη «Λέγκα». Στις 26 Ιουνίου 1970 λίγο, πριν τη θυσία του, δίνει μια ανώνυμη συνέντευξη στον Ντομένικο Γκράσι και στη Μαρία Γκράτσια Λίτσο στο περιοδικό «Sigla a» και αποκαλύπτει τα πάντα με ονόματα και διευθύνσεις.

Η ταυτότητά του αποκαλύπτεται από την κερκυραϊκή προφορά του και ο ίδιος φοβούμενος πως η χούντα θα «ξεσπάσει» πάνω στα μέλη της οικογένειάς του, αποφασίζει να κάνει κάτι ακόμα μεγαλύτερο, με προφανή στόχο να δοθεί δημοσιότητα και έτσι να προστατεύσει τους δικούς του ανθρώπους.

Όταν αντιλαμβάνεται πως ιταλοί φασίστες, συνεργάτες του καθεστώτος της Αθήνας τον παρακολουθούν αποφασίζει να «τρέξει» το σχέδιο του. Έτσι και αλλιώς, όπως έλεγε σε φίλους και συμφοιτητές, τα πράγματα στην Ελλάδα είχαν «βαλτώσει» και ο ίδιος δεν έβλεπε πως μπορεί να βγει η χώρα από αυτή την περιπέτεια. Ποιος ξέρει; Ίσως ο Γεωργάκης μέσα του πίστευε πως η δική του θυσία θα ήταν αυτή που θα άναβε το φυτίλι της αντίστασης κατά της Απριλιανής δικτατορίας.

Σε κάθε περίπτωση, ξημερώματα της 19 Σεπτεμβρίου 1970, ο Κώστας Γεωργάκης έβαλε μπροστά το σχέδιο του το οποίο και θα τον οδηγούσε στην αθανασία και θα τοποθετούσε το ονοματεπώνυμό του ανάμεσα στους μεγάλους αγωνιστές της Ελευθερίας.

Μια θυσία δίχως προηγούμενο

Αργά τη νύχτα της 18ης Σεπτεμβρίου, ο Γεωργάκης που πλέον έχει πάρει την απόφασή του, γράφει ένα γράμμα στον πατέρα του, χαρίζει το αντιανεμικό του μπουφάν στην αρραβωνιαστικιά του Ροζάνα και φεύγει από το σπίτι του. Βάζει μπροστά το 500αράκι Φίατ του, στο παρμπρίζ του οποίου είχε κολλημένη τη φωτογραφία του Ανδρέα Παπανδρέου, και περίπου στις 3 τα ξημερώματα φτάνει στην πλατεία Ματεότι και σταματάει το όχημα μπροστά από το Παλάτσο Ντουκάλε, όπου στεγάζονταν τα δικαστήρια της πόλης.

Βγάζει από το πορτμπαγκάζ του αυτοκινήτου του τρία μπιτόνια με βενζίνη και κρατώντας τα στα χέρια φτάνει στη μεγάλη στοά. Τότε ρίχνει βενζίνη στα ρούχα του και με ένα σπίρτο ανάβει τη φωτιά. Μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου οι φλόγες τον είχαν «καταπιεί».

Εκείνη την ώρα δεν υπήρχαν πολίτες στο σημείο. Μοναδικοί αυτόπτες μάρτυρες της θυσίας του, τέσσερις οδοκαθαριστές οι οποίοι έτρεξαν να τον βοηθήσουν. Όταν έφτασαν κοντά του, όμως, εκείνος με όση δύναμη του είχε απομείνει φώναξε: «Ζήτω η ελεύθερη Ελλάδα». Όταν η φωτιά έσβησε ο Γεωργάκης ζούσε ακόμα. Μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο αλλά οι γιατροί δεν μπορούσαν να κάνουν κάτι. Περίπου 10 ώρες αργότερα, ο Κώστας Γεωργάκης ξεψύχησε.

Όταν οι Ιταλοί ταυτοποίησαν τον νεαρό φοιτητή ειδοποίησαν τον πατέρα του να πάει στην Ιταλία γιατί ο γιος του είχε πέσει θύμα τροχαίου ατυχήματος και έδινε μάχη για να κρατηθεί στη ζωή. Όταν έφτασε στην Ιταλία, εντελώς τυχαία (από έναν υπάλληλο του αεροδρομίου), ο τραγικός πατέρας μαθαίνει την αλήθεια. Την επόμενη ημέρα στη Γένοβα έπρεπε να πάει στο νεκροτομείο.

Η μαρτυρία του τραγικού πατέρα στον ερευνητή της υπόθεσης Κωνσταντίνο Παπουτσή είναι συγκλονιστική: «Ήρθε η ώρα αυτή και με συνόδευσε στο νεκροτομείο ο ιερέας. Μου ζήτησε ο ιατροδικαστής να κάνω αναγνώριση. Ήταν καμένος, δηλαδή κάρβουνο, καμένος μέχρι και τρία εκατοστά βάθος. Ναι, αυτό είναι το παιδί μου… Αυτός είναι ο Κώστας μου. Έκανα τον σταυρό μου, τον φίλησα και κατέρρευσα».

Η σορός του νεαρού φοιτητή έμεινε άταφη για τέσσερις ολόκληρους μήνες. Ο πρόξενος απαιτούσε από τον πατέρα να διαβάσει κατασκευασμένη δήλωση στην ΑΝΣΑ, με αντάλλαγμα να πάρει τη σορό του παιδιού του στην Κέρκυρα. Εκείνος φυσικά και αρνήθηκε. Τελικά, το άψυχο σώμα του φοιτητή μεταφέρθηκε κρυφά στην Κέρκυρα με το πλοίο «Αστυπάλαια», τον Ιανουάριο του 1971. Η ταφή του έγινε στο Α’ Νεκροταφείο Κέρκυρας.

Google News

Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.

BEST OF LIQUID MEDIA