Μενού
  • Α-
  • Α+

Ενώπιον ενός σκληρού διλήμματος βρίσκονται οι ηγέτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που προσπαθούν να ισορροπήσουν ανάμεσα στην επιθυμία τους να φρενάρουν την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία μέσω της περαιτέρω αυστηροποίησης των κυρώσεων στη Μόσχα, βάζοντας ζωηρά πλέον στο τραπέζι το ενδεχόμενο εμπάργκο στο πετρέλαιο από τη Μόσχα και των κινδύνων που εγκυμονεί αυτή η κίνηση για την παγκόσμια οικονομία και τις ελλείψεις στα τρόφιμα.  Είναι ενδεικτικό ότι μόλις τέθηκε στο τραπέζι η πιθανότητα του εμπάργκο στο ρωσικό πετρέλαιο οι τιμές εκτοξεύτηκαν στα 115 δολάρια το βαρέλι, ενώ το Κρεμλίνο απειλεί με σκληρά αντίποινα και επιπτώσεις που θα διαταράξουν  σημαντικά την παγκόσμια αγορά πετρελαίου.

Όσο περνούν εξάλλου οι μέρες και το χάσμα μεταξύ Ρωσίας και Δύσης μεγαλώνει, αυξάνονται και οι αναλυτές που θεωρούν ότι η Δύση δεν μπορεί να επιβάλλει κυρώσεις που θα πλήττουν στο μέγιστο δυνατό βαθμό τη Ρωσία χωρίς να κινδυνεύσει η χρηματοπιστωτική και οικονομική σταθερότητα των δυτικών χωρών.

Διαβάστε ακόμη: Τι εισάγει και τι εξάγει η Ελλάδα σε Ρωσία, Ουκρανία, Λευκορωσία – Ζοφερό το περιβάλλον για τις πωλήσεις στο εξωτερικό 

Περιορισμός της ανάπτυξης - αύξηση του πληθωρισμού

Είναι ενδεικτικό, πως το ενδεχόμενο εμπάργκο στο ρωσικό πετρέλαιο κρίνεται από τους αναλυτές ως σενάριο εφιάλτης και σοκ για την παγκόσμια οικονομία, το μέγεθος του οποίου είναι αδύνατον να υπολογιστεί με βεβαιότητα. Σίγουρα όμως λένε θα οδηγήσει σε ακόμα πιο υψηλές τιμές και ελλείψεις τροφίμων στην Ευρώπη. Λαμβάνοντας υπόψη ως βάση σεναρίου έναν περιορισμό της τάξης του 20% στις εισαγωγές καυσίμων (όχι μόνο πετρελαίου) από τη Ρωσία, εκτιμάται πως οι συνέπειες θα μεταφραστούν σε μείωση  της ανάπτυξης κατά 1% και αντιστοίχως αύξηση 2,5% στον πληθωρισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης.  Επιπλέον, το ενδεχόμενο του εμπάργκο ενέχει σημαντικούς κινδύνους και για μία σειρά κλάδων όπως αυτοί της ενέργειας, των μεταφορών, της κατασκευής πλαστικών, καθώς και εκείνων των μετάλλων και χημικών, η παραγωγή των οποίων εξαρτάται από το πετρέλαιο.  

Οι ειδικοί επισημαίνουν πως τα ευρωπαϊκά κράτη μέλη θα πρέπει να προετοιμάζονται σε κάθε περίπτωση για μία παρατεταμένη περίοδο υπερβολικά υψηλού πληθωρισμού. Κι αυτές οι αναλύσεις προκαλούν τρόμο, καθώς ροκανίζουν τα εισοδήματα και εκτινάσσουν τις τιμές βασικών προϊόντων στα ράφια σε μια στιγμή που οι πολίτες βρίσκονται ήδη αντιμέτωποι με το ηλεκτροσόκ των λογαριασμών ηλεκτρικού ρεύματος και φυσικού αερίου, ενώ και οι εθνικές κυβερνήσεις - όπως η ελληνική -  πασχίζουν να δημιουργήσουν δημοσιονομικό χώρο για τη στήριξή τους, έχοντας ήδη εξαντλήσει πολύτιμους πόρους για την πανδημία.

Ελλείψεις τροφίμων & εκτίναξη των τιμών

Μία επιπλέον μεγάλη απειλή που έρχεται στο προσκήνιο είναι αυτή της επάρκειας των τροφίμων και άλλων υλικών, καθώς Ρωσία και Ουκρανία κατέχουν τεράστιο μερίδιο στην παγκόσμια αγορά εξαγωγών. Είναι χαρακτηριστικό πως οι δύο χώρες εξάγουν παγκοσμίως το 69% του ηλιελαίου, το 25% των σιτηρών, το 24% σε κριθάρι και το 14% του καλαμποκιού. Ενώ ήδη 20 τόνοι σιτηρών αξίας 6 δισεκατομμυρίων δολαρίων παραμένουν εγκλωβισμένοι στα λιμάνια της Ουκρανίας εξαιτίας του πολέμου και ακόμη μεγαλύτερες ποσότητες λιπασμάτων βρίσκονται σε Ρωσία και Λευκορωσία. Όλα αυτά μεταφράζονται αυτομάτως και στην εκτίναξη των τιμών. Σύμφωνα με τους New York Times μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία οι τιμές ορισμένων λιπασμάτων αυξήθηκαν κατά 40%, του κριθαριού κατά 33% και του σιταριού κατά 21%.

Επισιτιστική κρίση προ των πυλών

Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Τροφίμων και Γεωργίας κρούει τον κώδωνα του κινδύνου, μιλώντας για μία πρωτοφανή επισιτιστική κρίση που βρίσκεται προ των πυλών, καθώς το πρόβλημα των τιμών σοκ στα ράφια είναι ήδη υπαρκτό, ενώ και διεθνείς οργανισμοί προειδοποιούν πως η κρίση στα τρόφιμα θα είναι βαθύτερη της ενεργειακής κρίσης που βιώνει ο πλανήτης.  Ο Υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης, Γιώργος Γεωργαντάς, πάντως διαβεβαίωσε πρόσφατα ότι δεν τίθεται κανένα ζήτημα επισιτιστικής επάρκειας της χώρας μας λόγω του πολέμου, τονίζοντας πως υπάρχει ήδη συνεργασία με τους  φορείς εισαγωγών τη χώρας για τη διεύρυνση των αγορών που ήδη χρησιμοποιούνται, προκειμένου να καλυφθούν οι 250.000 τόνοι δημητριακών που εισάγονται από τη Ρωσία και την Ουκρανία.

Πάντως, ο συνδυασμός εκτίναξης των τιμών των πρώτων υλών, ο «πάγος» στις εξαγωγές από την ουκρανική και ρωσική αγορά και η απαγόρευση ή ο περιορισμός εξαγωγής σιτηρών από ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες υπό τον κίνδυνο ασφάλειας τροφίμων, είναι ένα «παζλ» που ανησυχεί τους εκπροσώπους της ελληνικής αλευροβιομηχανίας και αρτοποιίας.  Αν και τονίζουν ότι οι αλευροβιομηχανίες έχουν αποθέματα τουλάχιστον για δύο ακόμα μήνες και ότι υπάρχουν εναλλακτικές πηγές, συνεπώς δεν τίθεται – τουλάχιστον προς ώρας – ζήτημα για έλλειψη σε αλεύρι ή σιτάρι στην αγορά, δηλώνουν έντονα προβληματισμένοι για το μεγάλο κόστος. Κι αυτό γιατί όπως επισημαίνουν τα μεταφορικά για μεγάλο φορτίο από άλλες μεγάλες παραγωγικές χώρες όπως οι ΗΠΑ, ο Καναδάς και η Αυστραλία, είναι πολλαπλάσια σε σχέση με την εισαγωγή από ευρωπαϊκή χώρα.

Google News

Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.

BEST OF LIQUID MEDIA