Μενού
  • Α-
  • Α+

Πόσο ανησυχούν στην Ταϊβάν; Σχολιαστές στα κινεζικά μέσα σπεύδουν τις τελευταίες ημέρες να περάσουν δυο μηνύματα. Από τον σοβαρό, επίσημο λόγο του Xinhua μέχρι τον γλαφυρό εθνικισμό των Global Times, η παράδοση του Αφγανιστάν στους Ταλιμπάν παρουσιάζεται να υποδηλώνει το οριστικό τέλος της αμερικανικής ηγεμονίας και την επίσης τελεσίδικη κατάρρευση της αμερικανικής αξιοπιστίας απέναντι σε φίλους και συμμάχους.

Πέρα από την αυτονόητη διάσταση του ψυχολογικού πολέμου, στον οποίο επιδίδεται το Πεκίνο, οι επισημάνσεις αυτές εμπεριέχουν μια αλήθεια: όχι τόσο η αμερικανική απόσυρση όσο η χαοτική μορφή που πήρε η πτώση του Αφγανιστάν στους Ταλιμπάν προκαλούν σοβαρά ερωτήματα για το σημερινό επίπεδο συλλογής και αξιοποίησης πληροφοριών, στρατηγικού συντονισμού και επιχειρησιακής αποτελεσματικότητας των Αμερικανών ως προς την αφγανική κρίση. Η Καμπούλ δεν είναι Σαϊγκόν, αλλά τα λάθη δεν φαίνεται να γίνονται μαθήματα. 

Η απόσυρση είχε ήδη συμφωνηθεί στις συνομιλίες της κυβέρνησης Τραμπ με τους Ταλιμπάν στο Κατάρ, συνομιλίες που οδήγησαν τον Φεβρουάριο 2020 στη συμφωνία για την αποχώρηση των αμερικανικών δυνάμεων από το Αφγανιστάν. Αλλά η ταχύτητα και οι ανεξέλεγκτες διαστάσεις της κατάρρευσης χωρίς τη διαμόρφωση μεταβατικής συνεννόησης μεταξύ των αντιπάλων στο Αφγανιστάν (κάτι που υποτίθεται ότι θα αποτελούσε το επόμενο βήμα) ούτε αναμενόταν ούτε κατέστη δυνατό να επηρεαστούν από τις ΗΠΑ. Ενώ και ο προβληματικός συντονισμός με τη Βρετανία απασχολεί ήδη πολύ σοβαρά το Λονδίνο. 

Τα βασικά ερωτήματα που συνδέονται με την πτώση της Καμπούλ την 15η Αυγούστου 2021 θα απασχολούν την Δύση για χρόνια, όσο και αν εμφανίζονται ήδη σχολιασμοί που προσπαθούν να εντάξουν το φιάσκο του Αυγούστου σε μια υποτιθέμενη αμερικανική στρατηγική, σχοινοβατώντας μεταξύ αναλυτικής και απολογητικής λειτουργίας. Στην πραγματικότητα, όπως εξηγώ από χρόνια, το σημαντικό είναι, πρώτον, να γίνει αντιληπτό ότι συνεχίζεται από την περίοδο Ομπάμα μια γενικότερη πορεία σταδιακής, επιλεκτικής και συνήθως προσεκτικής αποχώρησης των ΗΠΑ (όχι όπως στο Αφγανιστάν!) και, δεύτερον, να υπάρξει συστηματικός προβληματισμός ως προς τις επιπτώσεις και τα σενάρια στον αναδυόμενο πολυκεντρικό κόσμο με πάντοτε σημαντική αλλά όχι πια ηγεμονική αμερικανική παρουσία. 

Η κριτική που άσκησε από την Washington Post η Condoleezza Rice, καθηγήτρια στο Stanford και πρώην υπουργός Εξωτερικών, είναι χαρακτηριστική. Η απόφαση για σταδιακή απόσυρση των αμερικανικών δυνάμεων, που ελήφθη επί Τράμπ το 2020, δεν συνεπαγόταν την παράδοση του Αφγανιστάν στους Ταλιμπάν. Ούτε είναι δυνατόν να αποδοθεί σε κάποια μυστηριωδώς αυτοκαταστροφική αμερικανική «στρατηγική». Εκτός αν – σε μια νέα αποθέωση των θεωριών συνομωσίας – οι Ταλιμπάν έγιναν τώρα όχι απλώς συνομιλητές αλλά και όργανα του αμερικανικού ιμπεριαλισμού. 

Τι λοιπόν αποτελεί «θετική» έκβαση αυτή τη στιγμή για την Ουάσιγκτον; Μια εξέλιξη που θα οδηγήσει στη φετινή επέτειο της 11ης Σεπτεμβρίου με πλήρη απόσυρση από το Αφγανιστάν, χωρίς πρόσθετες απώλειες, με διάσωση των Αμερικανών και κάποιων βασικών συνεργατών τους και με φαινομενική απαλλαγή από τον τρομοκρατικό κίνδυνο τον προερχόμενο από την πολύπαθη χώρα. Όμως τι επιπτώσεις θα έχει στον πάλαι ποτέ «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας» η πτώση του Αφγανιστάν; Στην πραγματικότητα, η απάντηση εξαρτάται από τον χρονικό ορίζοντα που θέτουμε. Προφανώς οι Ταλιμπάν δηλώνουν αυτή τη στιγμή οτιδήποτε θα τους βοηθήσει να παγιώσουν την εξουσία τους. Όταν όμως παγιωθούν στην εξουσία, το μενού των επιλογών του νέου καθεστώτος πιθανότατα θα περιλαμβάνει τις σχέσεις με τρομοκρατικά δίκτυα.   

Το διακύβευμα 

Πέρα από τον μεγάλο κερδισμένο, το Πακιστάν, πολλές χώρες στην ευρύτερη περιοχή βλέπουν θετικά την ανάληψη της εξουσίας από τους Ταλιμπάν. Το Κατάρ, η Τουρκία, η Κίνα, η Ρωσία, ακόμη – υπό προϋποθέσεις – και το Ιράν βλέπουν στο νέο καθεστώς έναν κάπως απρόβλεπτο αλλά πολύ σημαντικό παράγοντα αποδιοργάνωσης του ρόλου της Δύσης στην Ασία.  

Γι’ αυτό και αποτελεί σοβαρό λάθος η απόδοση ενός δήθεν στρατηγικού υπόβαθρου σε αυτό που, στην πραγματικότητα, παραμένει το φιάσκο της Καμπούλ. Δυστυχώς η απαιτητική έννοια της «στρατηγικής» χρησιμοποιείται συχνά και χωρίς επίγνωση του περιεχομένου της. Με απλά λόγια, η αναφορά σε στρατηγική προϋποθέτει την αντίληψη ότι οι δρώντες έχουν στόχους διαφόρων προτεραιοτήτων και επιπέδων, στόχους τους οποίους προσπαθούν να υλοποιήσουν μέσα σε πλαίσια τα οποία εξελίσσονται υπό την επίδραση εν μέρει των ίδιων αυτών δρώντων. Ακόμη όμως και αν θεωρήσουμε ότι οι στόχοι αυτοί είναι σαφείς και τα μέσα που έχουν επιλεγεί για την επίτευξή τους είναι τα κατάλληλα, παρουσιάζονται δυο ειδών προβλήματα. Πρώτον, υπάρχουν και άλλοι δρώντες που επιδιώκουν παράλληλα να υλοποιήσουν δικούς τους στόχους μέσα στα ίδια εξελισσόμενα πλαίσια και τα λάθη που παρατηρούνται σε αυτό το πεδίο των αλληλεπιδράσεων δεν συσχετίζονται πάντοτε με την ισχύ των δρώντων. Με άλλα λόγια, και οι μεγάλες δυνάμεις κάνουν σοβαρά λάθη, αλλά συνήθως τα λάθη αυτά δεν αποβαίνουν καταστροφικά για τις ίδιες.

Δεύτερον, η συνθετότητα των αλληλεπιδράσεων, εσωτερικών και εξωτερικών, μπορεί να οδηγήσει και σε μετατοπίσεις των στόχων. Στο τέλος μιας περιόδου εξωτερικών συγκρούσεων και εσωτερικής πολιτικοποίησης τους, εν προκειμένω είκοσι χρόνια μετά την πτώση των Ταλιμπάν το 2001 στο πλαίσιο της καταπολέμησης της τρομοκρατίας, υπάρχει ο πειρασμός να επανερμηνευθούν όλες οι κινήσεις από τη σκοπιά της έκβασης, από τη σκοπιά του τέλους. 

Από τη σκοπιά, δηλαδή, του Αυγούστου 2021: στόχος επετεύχθη (;), το Αφγανιστάν δεν αποτελεί κίνδυνο ως προς την τρομοκρατία, οι ΗΠΑ μπορούν να αποσυρθούν στον υπερπόντιο ρόλο τους και εάν στο μεταξύ οι Αφγανοί δεν τα κατάφεραν να «εκσυγχρονιστούν», αυτό αποτελεί εσωτερικό τους ζήτημα. Στην πραγματικότητα, όμως, μια τέτοια προσέγγιση λειτουργεί ως μηχανισμός άρνησης, εκλογίκευσης αλλά και νομιμοποίησης εναλλασσόμενων επιλογών. 

Όμως οι μήνες που έρχονται δεν προσφέρονται για εξωραϊσμούς και εκλογικεύσεις. Μείωση της αξιοπιστίας προς τα έξω, ρωγμές της συμμαχίας προς τα μέσα: αυτή, συνοπτικά, είναι η εικόνα της Δύσης μετά το φιάσκο της Καμπούλ. Το καθεστώς στην Άγκυρα θα επιχειρήσει να εκμεταλλευτεί αυτό το νέο, ευρύχωρο τοπίο. Μόλις προχθές ο πρόεδρος Ερντογάν αναφέρθηκε σε «μοντέλο Λιβύης» για το μέλλον της τουρκικής στρατιωτικής παρουσίας στο Αφγανιστάν. Ο ελληνοτουρκικός συντονισμός για τις μεταναστευτικές και προσφυγικές ροές από το Αφγανιστάν, εάν τελικώς υπάρξει, θα αποτελέσει ένα προφανώς θετικό αλλά μάλλον παρενθετικό επεισόδιο.   

*Ο Κώστας Α. Λάβδας είναι Καθηγητής Ευρωπαϊκής και Συγκριτικής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και έχει διατελέσει, μεταξύ άλλων, senior research fellow στη London School of Economics και κάτοχος της Έδρας Ελληνικών και Ευρωπαϊκών Σπουδών «Κωνσταντίνος Καραμανλής» στη Fletcher School of Law and Diplomacy της Μασαχουσέτης.

Google News

Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.

BEST OF LIQUID MEDIA