Μενού
  • Α-
  • Α+

Σαν σήμερα, την 1η Αυγούστου του 1819, στη Νέα Υόρκη γεννήθηκε ο άνθρωπος που συνέγραψε το απόλυτο αριστούργημα της παγκόσμιας λογοτεχνίας: Ο «Μόμπι Ντικ» του Χέρμαν Μέλβιλ είναι πολλά παραπάνω από ένα μεγάλο αμερικανικό μυθιστόρημα ή μια ιστορία της θάλασσας. Είναι μια πανανθρώπινη ιστορία για το θυμό, την εκδίκηση, την τύφλωση, τα ανθρώπινα πάθη και την επιβίωση.

Το αξιοπερίεργο όμως της όλης υπόθεσης είναι πως όταν δημοσιεύθηκε, το μυθιστόρημα θεωρήθηκε ως μια τεράστια εμπορική αποτυχία και όταν πέθανε ο συγγραφέας του, το 1891, δεν τυπωνόταν καν. Η φήμη του άρχισε να εξαπλώνεται στις αρχές του 20ού αιώνα, με την εκατονταετηρίδα της γέννησης του Μέλβιλ. Ηταν τότε που ο Ουίλιαμ Φώκνερ δήλωσε ότι ευχόταν να το είχε γράψει ο ίδιος και ο Ντ. Χ. Λώρενς το αποκάλεσε ως «ένα από τα πιο περίεργα και υπέροχα βιβλία στον κόσμο» και «το σπουδαιότερο βιβλίο που έχει γραφτεί για τη θάλασσα». Αξίζει εδώ να σημειωθεί πως η εναρκτήρια φράση στο βιβλίο «Λέγε με Ισμαήλ» είναι ανάμεσα στις πιο διάσημες της παγκόσμιας λογοτεχνίας. 

Ποιος ήταν ο Χέρμαν Μέλβιλ

Γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη, το τρίτο από τα οχτώ παιδιά των Αλλαν και Μαρία Γκάνσφουρτ Μέλβιλ. Ο πατέρας του ήταν επιχειρηματίας ενώ η μητέρα του (το γένος Ganesvoort) καταγόταν από παλιά ολλανδική οικογένεια με εξέχουσα θέση στην τοπική κοινωνία. Αν και ο πατέρας του ήταν ένας πολύ αισιόδοξος άνθρωπος, η «θετική» αυτή στάση που είχε απέναντι στη ζωή σπάνια τον οδηγούσε σε επιχειρηματικές επιτυχίες. Ως αποτέλεσμα, η οικογένεια Melville αναγκαζόταν να εξαρτάται οικονομικά και να λαμβάνει υποστήριξη από τον στενό συγγενικό κύκλο. Ο Χέρμαν Μέλβιλ πήγε σχολείο στην Ακαδημία Όλμπανι από τον Οκτώβριο του 1830 έως τον Οκτώβριο του 1831 και ξανά από τον Οκτώβριο του 1836 έως τον Μάρτιο του 1837 και μετά έγινε γραφιάς και δάσκαλος.

Ο πατέρας του τελικά χρεοκόπησε και πέθανε όταν ο Χέρμαν ήταν μόλις δώδεκα ετών, αναγκάζοντάς τον να εγκαταλείψει το σχολείο για να βοηθήσει την οικογένεια. Έτσι ο Μέλβιλ, έφηβος ακόμα, μπάρκαρε σ' ένα εμπορικό καράβι όπου δούλεψε ως καμαρότος μεταξύ Νέας Υόρκης και Λίβερπουλ. Όταν ξαναγύρισε στην Αμερική, εργάστηκε πάλι ως δάσκαλος για ένα διάστημα. Ο πόθος του όμως για περιπέτειες δεν έσβησε κι έτσι μια μέρα τα παράτησε όλα και πήγε ως ναύτης στο φαλαινοθηρικό "Acushnet" (Ακούσνε).

Τον Ιούλιο του 1842, κι αφού έμεινε 18 μήνες στο "Ακούσνε", ο Μέλβιλ πήδηξε ένα πρωί από το καράβι ενώ ήταν αγκυροβολημένο στις νήσους Μαρκέζας του Νότιου Ειρηνικού Ωκεανού. Η σκληρή ζωή πάνω στο φαλαινοθηρικό και η επιθυμία του να εξερευνήσει τα νησιά, ήταν οι αιτίες που τον έσπρωξαν σ' αυτή τη φυγή. Για κάποιο διάστημα έζησε μαζί με τους ιθαγενείς Τύπη που, όπως είπε αργότερα ο ίδιος, ήταν καννίβαλοι. Δεν είναι ξεκαθαρισμένο αν ο Μέλβιλ υπήρξε φιλοξενούμενός τους ή αιχμάλωτός τους. Πάντως μία μέρα έφυγε από τα νησιά με μία αυστραλέζικη σκούνα. Η ιστορία της παραμονής του στις Μαρκέζας, περιγράφεται στο βιβλίο του "Typee", το οποίο ολοκλήρωσε το 1845 αλλά συνάντησε πολλές δυσκολίες για τη δημοσίευσή του.

Στη συνέχεια ακολούθησαν και άλλες περιπέτειες στη ζωή του Χέρμαν Μέλβιλ. Ο Μέλβιλ έγινε αρχηγός μίας ανταρσίας και αργότερα αλήτευε έναν χρόνο στην Ταϊτή. Την περιπέτειά του αυτή, την αναφέρει στο βιβλίο του "Omoo", (Όμοο). Το 1843, ο Μέλβιλ πήγε στη Χαβάη, όπου έπιασε δουλειά σ' ένα γραφείο και σ' ένα βιβλιοπωλείο. Σύντομα όμως έφτασε στη Χονολουλού το παλιό του πλοίο, το "Ακούσνε", που έψαχνε για λιποτάκτες. Φοβούμενος μήπως τον βρουν και τον ξαναπάρουν στο φαλαινοθηρικό, ο Μέλβιλ έσπευσε να μπει στο αμερικάνικο πολεμικό πλοίο "USS United States" ως απλός ναύτης. Δεκατέσσερις μήνες αργότερα έφτασε στο λιμάνι της Βοστώνης.

Τότε άρχισε να ασχολείται σοβαρά με το γράψιμο. Μετά την έκδοση των βιβλίων του "Τύπη" και "Όμοο" έγινε διάσημος ως ο άνθρωπος που γλύτωσε από τους ανθρωποφάγους. Τα επόμενα έργα του ήταν τα "Μαρντί", "Κόκκινη Φλόγα" και "Το Άσπρο Σακάκι". Το τελευταίο είναι η περιγραφή της ζωής του πάνω στο αμερικανικό πολεμικό στο οποίο διαμαρτύρεται και κατακρίνει τις βαρβαρότητες και ιδιαίτερα το μαστίγωμα, το οποίο συνηθιζόταν τότε στα σκάφη του αμερικανικού ναυτικού.

Στις 4 Αυγούστου 1847, ο Μέλβιλ παντρεύτηκε την Ελίζαμπεθ Σω, κόρη του Lemuel Shaw, προέδρου του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Μασαχουσέτης και φίλου του πατέρα του από το κολλέγιο. Απέκτησαν μαζί 4 παιδιά: δύο αγόρια και δύο κορίτσια, ενώ αγόρασαν και ένα αγροτόσπιτο στο Πίτσφιλντ της Μασαχουσέτης. Εκεί γνώρισε και συνδέθηκε στενά με τον διάσημο συγγραφέα Ναθάνιελ Χόθορν. Σ' αυτόν αφιέρωσε ο Μέλβιλ το "Μόμπι Ντικ", το οποίο εκδόθηκε το 1851. Ακολούθησαν και άλλα του έργα όπως ο "Πιέρ", "Ο Έμπιστος" και ο "Μπίλι Μπαντ". Αλλά η φήμη του σαν συγγραφέα ξέπεσε τα τελευταία χρόνια. Το 1866 αναγκάστηκε να γίνει τελωνειακός στη Νέα Υόρκη για να ζήσει. Έμεινε σ' αυτή τη θέση 19 χρόνια.

Το 1878 εξέδωσε ένα ποίημά του με 16.000 στίχους σχετικά με την επίσκεψή του στους Αγίους Τόπους. Ο Χέρμαν Μέλβιλ πέθανε στις 28 Σεπτεμβρίου 1891 στη Νέα Υόρκη από καρδιακή προσβολή. Τα βιβλία του είχαν σχεδόν ξεχαστεί απ' όλους. Μόνο αργότερα, το 1920, ανανεώθηκε το ενδιαφέρον του κοινού για τα έργα του Μέλβιλ. Σήμερα αναγνωρίζεται πλέον ως ένας από τους πιο διάσημους Αμερικανούς συγγραφείς και το βιβλίο του "Μόμπι Ντικ" θεωρείται ένα από τα καλύτερα έργα του κόσμου.

Google News

Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.

BEST OF LIQUID MEDIA