Λεωφόρος Συγγρού, Σάββατο πρωί, γύρω στις 11. Περνάω με το αυτοκίνητο από τη Στέγη λίγες ώρες πριν ξεκινήσει η παράσταση των Nat Randall και Anna Breckon “The Second Woman” όπου η Στεφανία Γουλιώτη θα χωρίσει 100 φορές από 100 διαφορετικούς παρτενέρ - άντρες ή μη δυαδικά και queer άτομα - μέσα σε 24 ώρες.
Σκέφτομαι δυνατά «Τι να κάνει άραγε η Στεφανία τώρα;» - αναρωτιόμουν απλώς πώς προετοιμάζεται κάποιος για ένα τόσο απαιτητικό project. Πού να ήξερα ότι αυτή ακριβώς η απορία θα μετατρεπόταν σε ανησυχία και θα με ακολουθούσε πεισματικά κάθε φορά που, ενάντια στα θέλω μου, έφευγα για λίγο από τη Στέγη κατα τη διάρκεια της παράστασης και μέχρι να επιστρέψω ξανά στο χώρο που έγινε σε ελάχιστο χρόνο κάτι παραπάνω από το comfort place μου. Αυτή η χαλαρότητα με την οποία έφευγες και ξαναγυρνούσες όποτε ήθελες, τουλάχιστον αν ησουν κάτοχος 24ωρου εισιτηρίου, σου έδινε εξ αρχής την αίσθηση του οικείου, ήταν πιο σπίτι σου από το σπίτι σου.
Η παράσταση διαδραματίζεται σε ένα ροζ δωμάτιο-κουτί μέσα στο οποίο αλληλεπιδρά το ζευγάρι και ακριβώς δίπλα μια οθόνη προβάλλει την live κινηματογράφησή της αλά Rothko. Η Στεφανία Γουλιώτη, σαν άλλη Μαρίνα Αμπράμοβιτς στο “The Artist Is Present”, ξεκινά την κάθε σεκάνς με γυρισμένη πλάτη χωρίς να έχει ιδέα ποιος θα μπει στο δωμάτιο - άλλωστε δεν είχε προηγηθεί καμία πρόβα με τους συμμετέχοντες! Η πόρτα ανοίγει, κάποιος διαφορετικός άνθρωπος μπαίνει μέσα, την πλησιάζει και τότε εκείνη γυρνά και τον αντικρίζει για πρώτη φορά. Το αν θα δει κάποιον εντελώς άγνωστο, τον κολλητό της ή τον Μπάρακ Ομπάμα είναι εξίσου πιθανό και αυτή ακριβώς την αγωνία τη ζούμε κ εμείς μαζί της παρακολουθώντας από κάτω. Το ευρύ φάσμα από το οποίο επιλέχθηκαν οι συμμετέχοντες - οδηγία των δημιουργών - είναι ένα πολύ ενδιαφέρον σχόλιο όχι μόνο στη ρευστότητα των φύλων και της σεξουαλικότητας, αλλά και των ηλικιών, των επαγγελμάτων, των τάξεων, της αναπηρίας, της εθνικότητας.
Ο διάλογος, παρότι κοινός στα περισσότερα σημεία, άφηνε χώρο στον εκάστοτε παρτενέρ να πλάσει μια προσωπικότητα για τον ήρωά του - αυτόν που του άνηκε μόνο για 8 λεπτά - και να αναπτύξει μια μοναδική δυναμική με την Βιρτζίνια (Στεφανία Γουλιώτη) που κατα κανόνα είχε χαοτική απόκλιση από την προηγούμενη ή την επόμενη. Μια δυναμική που χτιζόταν από το μηδέν, ανέβαζε εντάσεις μέχρι να εκτονωθεί χορεύοντας το Taste of Love με κάθε πιθανό και απίθανο τρόπο και νομοτελειακά να εξαφανιστεί για πάντα όταν η πόρτα έκλεινε και ο επόμενος παρτενέρ ετοιμαζόταν να μοιραστεί μαζί μας τι κανει και τι σκέφτεται. Στα 3-4 λεπτά της μετάβασης από την μια σεκανς σε μια ίδια - αλλά καθόλου ίδια - επόμενη, η Στεφανία επανέφερε τον χώρο στην αρχική του κατάσταση και συνολικά μάζεψε από το πάτωμα περισσότερα νούντλς απ όσα θα είχε μαζέψει αν έκανε βάρδια σε κάποιο ασιατικό εστιατόριο.
Αυτή η λούπα γέννησης και θανάτου σε έκανε να ισορροπείς συναισθηματικά ανάμεσα στην ελπίδα και τη ματαίωση
Το ζευγάρι έτρωγε νουντλς κάθε φορα, έπινε ουίσκι κάθε φορά, εκείνη τον αγαπούσε κάθε φορά κι εκείνος της απαντούσε «ναι, είναι αλήθεια, όντως μ’αγαπας» κάθε φορά στην ίσως πιο δυσκολη ερμηνευτικά ατάκα του ανδρικού χαρακτήρα της παράστασης. Η αρκετά περίπλοκη Στεφανία Γουλιώτη δεν ήταν καθόλου Second Woman σε όλο αυτό και με αφοπλιστική συνέπεια φρόντιζε να διατηρεί το ρυθμό έχοντας να αντιμετωπίσει στην πλειοψηφία τους ερασιτέχνες, δηλαδή κανονικούς ανθρώπους, που πατούσαν στο σανίδι και βρίσκονταν αντιμέτωποι με έναν συναισθηματικό και ερμηνευτικό χείμαρρο μέσα σε ένα κόκκινο φόρεμα.
Το θέμα δεν ήταν πόσο αντέχεις να δεις, αλλά πόσο αντέχεις να μη δεις
Και εύλογα θα αναρωτιέται κάποιος που πέρασε το ΣΚ του στον πραγματικό κόσμο, πώς γίνεται να βλέπεις την ίδια σκηνή συνεχώς χωρίς να βαρεθείς ούτε δευτερόλεπτο. Είναι κάτι που ακόμα δεν έχω καταφέρει να αποκρυπτογραφήσω και μάλιστα αυτο που συνέβαινε ήταν ακριβώς το αντίθετο. Όσο έβλεπες, τόσο καταλάβαινες σε μεγαλύτερο βάθος, τόσο δημιουργούσες οικειότητα με το κείμενο και τη συνθήκη και τόσο περισσότερο ήθελες να δεις κι άλλο, κι άλλο, κι άλλο. Εθισμός. Δεν ήταν ακριβώς fomo, ήταν το ότι δεν άντεχες να μην είσαι εκεί - να πας δηλαδή εσύ να κοιμηθείς, να ξεκουραστείς και η παράσταση να παίζει. Κάπως έτσι κατέληξα στις 4 το ξημέρωμα να λέω “Τι, θα πάμε να κοιμηθούμε και θα αφήσουμε τη Στεφανία μόνη;».
Η Στεφανία ωστόσο μόνο μόνη δεν ήταν με την αίθουσα σχεδόν γεμάτη στο slot 02:00-04:00 - όσο γεμάτη τη βρήκα και το πρωί της Κυριακής, όταν επέστρεψα με τύψεις που χρειάστηκα ύπνο και έχασα τον χωρισμό της με τον Μάκη Παπαδημητρίου και αγωνία για το τι γινόταν όσο έλειπα. Πώς τους πέταγε τα νουντλς στο κεφάλι; Τι της απαντούσαν όταν τους ρωτούσε αν τη θεωρούν αρκετή; Κατάφερε να στραβοπατήσει χωρίς να στραβοπατήσει; Πώς χόρεψαν; Έπαιρναν οι άντρες το 50αρικο φεύγοντας; Και τελικά την αγαπούσαν ή μήπως δεν την αγάπησαν ποτέ;
Εν τω μεταξύ η παράσταση μόνο κωμωδία δεν είναι και τα (πολλά) σημεία που το κοινό γελούσε είχαν να κάνουν ακριβώς με αυτή την οικειότητα και την απόλυτη γνώση της στιχομυθίας που θα ακολουθούσε. Ένα ξεφύσημα, ένα κούνημα του κεφαλιού ή μια ανεπαίσθητη παύση ήταν αρκετά για να μας δώσουν το τουίστ της χημείας του ζευγαριού την δεδομένη στιγμη. Σε κάποια ευφυέστατα σημεία, οι παρτενέρ μπορεί να έκαναν ένα meta σχόλιο «Δεν έχω κοιμηθεί καθόλου» ή «Σκέφτομαι ότι είσαι με άλλους άντρες και κάνεις τα ίδια που κάνουμε μαζί και τρελαίνομαι» ή ένα επίκαιρο σχόλιο «Συγγνώμη που άργησα, είχα πάει στη Βίσση στο Καλλιμάρμαρο» και νομίζω αυτά ακριβώς τα στοιχεία είναι που επιδιώκουν οι δημιουργοί να αντλήσουν κάνοντας ένα casting με άτομα από την τοπική κοινωνία. Το ευρύ φάσμα από το οποίο προέρχονται οι παρτενέρ δίνει αντίστοιχα στην πρωταγωνίστρια έναν τεράστιο λευκό καμβά που γεμίζει σταδιακά όσο περνούν οι ώρες με διάφορα ευρήματα της στιγμής αφού τα αντανακλαστικά που απαιτούνται γι αυτό το ρόλο είναι επιπέδου αυτοσχεδιαστικού project.
Όταν για παράδειγμα μπήκε στο δωμάτιο ένας τυφλός, τον ρώτησε εκείνη αν θέλει να πιει ένα ποτό (ατάκα που κανονικά λέει ο άντρας ο οποίος βάζει και το ποτό), άδειασε τα νουντλς στο τραπέζι αντί να του τα πετάξει στο πρόσωπο, βρισκόταν κοντά του ώστε να την αντιλαμβάνεται στο χώρο και του άνοιξε την πόρτα για να φύγει. Ολα με απόλυτη ευστροφία, τρυφερότητα, φροντίδα και κυρίως σεβασμο.
To “The Second Woman” είναι ένα πείραμα
Όχι μόνο για εκείνους που βρίσκονται πάνω στη σκηνή αλλά και για τους θεατές και αυτό το πείραμα τρέχει ταυτόχρονα σε δύο επίπεδα. Στο πρώτο, σε αυτό της βασικής πλοκής, αποτυπώνεται η πολυπλοκότητα των ανθρωπίνων σχέσεων, το πώς δύο ξεχωριστές προσωπικότητες δημιουργούν μια μοναδική συνθήκη μεταξύ τους που ποτέ δεν μπορεί να επαναληφθεί απόλυτα ακόμα κι αν ο ένας από τους δύο λέει και κάνει ακριβώς τα ίδια πράγματα. Η Βιρτζίνια ακολουθεί κάθε φορά σχεδόν πιστά το κείμενο, αλλά η ερμηνευτική προσέγγιση της Στεφανίας Γουλιώτη πλάθεται ανάλογα με το ποίον έχει απέναντί της στο εκάστοτε 8λεπτο. Ο τόνος της φωνής, το ύφος, η κινησιολογία, οι εκφράσεις - έχει άλλωστε ένα μοναδικό ταλέντο να ερμηνεύει με τους μύες του προσώπου.
Στο δεύτερο επίπεδο, αυτό που λειτούργησε περισσότερο μέσα μου, οι θεατές έχουν απέναντί τους έναν άνθρωπο, μια ηθοποιό που ερμηνεύει για 24 συνεχόμενες ώρες. Τους νοιάζει. Μας νοιάζει. Πώς νιώθει, αν κουράστηκε, αν έχει αηδιάσει από το τσάι που μοιάζει με ουίσκι, αν θα ξαναφάει ποτέ στη ζωή της νούντλς και τέτοια. Εκείνη, σαν να μην την ακουμπάει τίποτα από όλα αυτά, συνεχίζει με την ίδια ενέργεια. Ο διάλογος σε εμάς από κάτω πήγε περίπου έτσι: «Έχω απορία πώς θα είναι σε 20 ωρες», «Ίδια θα είναι», «Έπρεπε να πάρουν μια πιο αδύναμη προσωπικότητα για το ρόλο». Δεν έπρεπε. Ήταν η απόλυτη επιλογή γι’ αυτόν το ρόλο. 'Ηταν τρομερά ενδιαφέρον να παρακολουθέις την εξέλιξή της μέσα στο 24ωρο. Φορά με τη φορά χαλάρωνε περισσότερο, ωσπού αργα το βράδυ του Σαββάτου είχε πια απασφαλίσει εντελώς και είχε αφεθέι στη ροή. Το πρωί της Κυριακής η εξάντληση έκανε τα ξεσπάσματα της με κλάμματα και νευρικά γέλια και η τόσο ανθρώπινη αυτη συνθήκη σε συνδυασμό με την αμηχανία των αντρων απέναντί της, κινούταν στα όρια του σουρεαλισμόυ. Η διαχωριστική γραμμή πραγματικότητας και μυθοπλασίας είχε θολώσει για τα καλά.
Το πιο ουσιαστικο, κατα τη γνωμη μου, αποτύπωμα του έργου έχει να κάνει με αυτό το δεύτερο επίπεδο. Μια γυναίκα που την ακουμπούν 100 διαφορετικοί άντρες μέσα σε 24 ώρες. Όχι η Βιρτζίνια, η Στεφανία Γουλιώτη, γιατί εκείνη ακουμπούν οι 100 διαφορετικοί ανδρες και μαζί της χορεύουν. Πώς να νιώθεις όταν κάθε 12 λεπτά σε ακουμπάει ένας διαφορετικός άγνωστος; Πώς νιώθει μια γυναίκα όταν την ακουμπάει κάποιος χωρίς τη θέληση της; Βγαίνοντας από τους όρους της παράστασης, δηλαδή, αυτή η σκέψη είναι ισοπεδωτική και ίσως το πιο δυνατό στοιχείο της παράστασης που ακουμπάει με σαφήνεια πάνω στη σημερινή πατριαρχικότατη κοινωνία. Τόσο δυνατό, όσο το standing ovation στο τέλος και τα γηπεδικά χειροκροτήματα ενθάρυνσης και ουρλιαχτά αποθέωσης που συνόδευσαν τις τελευταείες της εισόδους στη σκηνή.
Στεφανία Γουλιώτη, σε ευχαριστούμε για αυτό που μας έκανες να νιώσουμε
Θα αναρωτιόμαστε για πολλές μέρες ακόμα «Τι να κάνει τώρα η Στεφανία» και θα νιώθουμε για πάντα μια υπερβατική σύνδεση μαζί σου, αλλά και με όσους ακόμα ζήσαμε μαζί αυτή την εμπειρία που δεν μπαίνει σε λόγια, παρότι τόση ώρα αυτό προσπαθώ να πετύχω. Η παράσταση δυστυχώς ολοκληρώθηκε. Ήρθε το τέλος του κόσμου; Όχι, δεν ήρθε το τέλος του κοσμου!
Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.