Αν σε ολόκληρη την Ιστορία υπάρχει μια δολοφονία γαλαζοαίματου, οπουδήποτε στην Ευρώπη ή τον κόσμο, που να είναι η επιτομή της ειρωνείας, τότε αυτή θα ήταν της πριγκίπισσας Σίσσυ η οποία το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της το πέρασε καταπιεσμένη, δυστυχισμένη και μελαγχολική από τα διαδοχικά χτυπήματα της μοίρας.
Δυστυχώς, για την ίδια, ωστόσο, η ζωή της φαινόταν παραμυθένια και ως αυτοκράτειρα της Αυστρίας και βασίλισσα της Ουγγαρίας, ένα σύμβολο εξουσίας που αυτόματα την έκανε στόχο στα μάτια των αναρχικών που εκείνη την εποχή προσπαθούσαν με δυναμικές ενέργειες να αναπτύξουν ένοπλη προπαγάνδα.
Μια ημέρα σαν σήμερα, στις 10 Σεπτεμβρίου 1898, οι δρόμοι της πριγκίπισσας Σίσσυ και του αναρχικού Λουίτζι Λουκένι, διασταυρώθηκαν. Εκείνος ήθελε έναν εξουσιαστή νεκρό. Και βρήκε τον στόχο του στο πρόσωπο σε μια γυναίκα που έζησε για πολλά χρόνια μέσα σε έναν εφιάλτη, εξαιτίας του τίτλου της.
Η θλιμμένη πριγκίπισσα
Η Ελισάβετ Αμαλία Ευγενία γεννήθηκε στο Παλάτι του Δούκα Μαξιμιλιανού στο Μόναχο στις 24 Δεκεμβρίου 1837. Ήταν το τέταρτο παιδί και η δεύτερη κόρη του δούκα της Βαυαρίας Μαξιμιλιανού Ιωσήφ και της πριγκίπισσας Λουδοβίκας της Βαυαρίας η οποία ήταν η θεία του βασιλιά της Ελλάδας Όθωνα.
Σε σχέση με τους υπόλοιπους γαλαζοαίματους εκείνης της περιόδου που τηρούσαν ευλαβικά το πρωτόκολλο, η Σίσσυ είχε την τύχη να μεγαλώσει με δυο ανθρώπους που σιχαινόταν ότι είχε να κάνει με όλα αυτά και προτιμούσαν να ταξιδεύουν και να περνάνε ατελείωτο χρόνο στην ύπαιθρο και στη φύση.
Το περιβάλλον στο οποίο μεγάλωσε η Σίσσυ απείχε έτη φωτός από αυτό που πρόσταζε η βαυαρική Αυλή. Ο πατέρας της ήταν απείθαρχος... εκ πεποιθήσεως και αυτό πέρασε και στα παιδιά του. Ήθελε να ζουν τη ζωή τους μακριά από νόρμες.
Και πράγματι έτσι ζούσαν όλοι τους. Αυτή ήταν και η ζωή της Σίσσυ. Το θέμα με τη νεαρή γαλαζοαίματη, ωστόσο, ήταν πως όλα αυτά τερματίστηκαν απότομα και με τρόπο εξαιρετικά σκληρό και οδυνηρό.
Το 1853, η Αρχιδούκισσα της Αυστρίας, Σοφία, μια εξαιρετικά σκληρή και αυταρχική γυναίκα, αποφάσισε πως είχε έρθει η ώρα, ώστε, να παντρευτεί ο γιος της, ο 23χρονος Φραγκίσκος Ιωσήφ. Απ' όσες υποψήφιες είχε δει αυτή που της είχε τραβήξει την προσοχή ήταν η αδερφή της Σίσσυ, η Ελένη.
Μπορεί η σκληρή Αρχιδούκισσα να ήξερε για τη ζωή που έκαναν εκείνα τα κορίτσια αλλά είχε επιλέξει την Ελένη ως μέλλουσα νύφη.
Η επιλογή αυτή, βέβαια, έγινε χωρίς να ερωτηθεί η Ελένη ή ο Φραγκίσκος Ιωσήφ. Δεν τους... «έπεφτε» και λόγος, άλλωστε. Όταν, όμως, οι δυο οικογένειες βρέθηκαν από κοντά προκειμένου να επισημοποιήσουν τη «σχέση» των δυο νέων και να κανονίσουν τις λεπτομέρειες του γάμου ο Φραγκίσκος Ιωσήφ «μαγεύτηκε» από την ομορφιά της Σίσσυ.
Μάταια η Σοφία προσπάθησε να αλλάξει γνώμη στον γιο της. Εκείνος ήταν αμετακίνητος και μάλιστα της έδωσε «τελεσίγραφο» πως ή θα παντρευτεί τη Σίσσυ ή δε θα παντρευτεί καθόλου.
Μπροστά σε αυτό το αδιέξοδο η Σοφία έκανε ένα βήμα πίσω και δέχθηκε τη Σίσσυ ως νύφη της. Τη δέχθηκε αλλά ουδέποτε την αποδέχτηκε και φρόντιζε από εκείνο το σημείο και έπειτα να της το δείχνει με τρόπο σκληρό και σε κάθε ευκαιρία.
Κάπως έτσι η Σίσσυ βρέθηκε από ένα περιβάλλον ελεύθερο από κανόνες και πρωτόκολλα σε ένα περιβάλλον ασφυκτικής πειθαρχίας. Ήδη από το πρώτο καιρό εμφάνισε σημάδια μελαγχολίας. Είχε όλα τα σημάδια που έδειχναν πως πάσχει από κατάθλιψη αλλά κανείς δεν μπόρεσε (ή δεν ήθελε) να τα αντιμετωπίσει.
Η Σίσσυ βρέθηκε σε μια εξαιρετικά δυσάρεστη θέση. Τον Μάρτιο του 1855 γέννησε την πρώτη κόρη της, τη Σοφία. Ένα χρόνο αργότερα γέννησε την Γκιζέλα. Την ανατροφή των παιδιών της την ανέλαβε αποκλειστικά η Αρχιδούκισσα της Αυστρίας καθώς τη θεωρούσε ανίκανη να τα μεγαλώσει όπως θα έπρεπε.
Τα πράγματα έγιναν ακόμα χειρότερα όσο ο καιρός περνούσε και η Σίσσυ δεν μπορούσε να «χαρίσει» στον Φραγκίσκο Ιωσήφ τον διάδοχο του θρόνου.
«Τι μου συνέβη»;
Σε ένα ταξίδι τους στην Ουγγαρία οι δυο κόρες της Σίσσυ αρρώστησαν. Η Γκιζέλα ανάρρωσε γρήγορα, η Σοφία, ωστόσο, πέθανε λίγο καιρό αργότερα. Το γεγονός αυτό ήταν καθοριστικό για την ήδη εύθραυστη ψυχική υγείας της Σίσσυ η οποία προσπαθούσε να βρίσκει τρόπους να ξεφεύγει από τη σκοτεινή πραγματικότητα την οποία βίωνε.
Αν και ήδη από το 1858 η Σίσσυ είχε φέρει στη ζωή τον πολυπόθητο διάδοχο, τον οποίο ονόμασαν Ροδόλφο, η σχέση της με την πεθερά της δεν έφτιαξε ποτέ.
Όσο η Σίσσυ βρισκόταν κοντά της εμφάνιζε κρίσεις άγχους, ενώ είχε αρχίσει να παρουσιάζει και διάφορα ψυχοσωματικά. Κάθε φορά που ταξίδευε μακριά από εκείνη η κατάσταση της υγείας της βελτιωνόταν αισθητά.
Στο μεταξύ, όπως είναι απόλυτα φυσιολογικό, η σχέση της με τον Φραγκίσκο Ιωσήφ γινόταν ολοένα και χειρότερη με τις φήμες να θέλουν τον σύζυγό της να την απατά με μια διάσημη ηθοποιό της εποχής.
Όταν η Σίσσυ διαπίστωσε πως δεν είχε τίποτα να χάσει άρχισε να εκφράζει ανοιχτά φιλελεύθερες απόψεις και συχνά εργαζόταν (φανερά ή κρυφά) προκειμένου να εδραιώσει μια ειρηνική σχέση με την Ουγγαρία κάτι που την έφερε σε ακόμα πιο μεγάλη ρήξη με την πεθερά της. Οι Ούγγροι, όμως, τη λάτρευαν (και εξακολουθούν ακόμα και σήμερα να τη λατρεύουν). Ο βασικός λόγος ήταν πως η Σίσσυ ήταν εκείνη που, με τις ενέργειές της οδήγησε στην επίτευξη του Αυστροουγγρικού Συμβιβασμού (Ausgleich) του 1867, χρονιά που στέφθηκε και βασίλισσα της Ουγγαρίας.
Η Σίσσυ προσπαθούσε να «γεμίσει» τη ζωής κάνοντας πολλά ταξίδια στο εξωτερικό ενώ η σχέση της με τον άνδρα της από ένα σημείο και έπειτα ήταν εντελώς... φιλική. Τα κουτσομπολιά, άλλωστε, για τις σχέσεις που μπορεί να είχε με διάφορους «κοινούς θνητούς» έδιναν και έπαιρναν.
Η χαριστική βολή για τη Σίσσυ ήρθε στις 30 Ιανουαρίου του 1889 όταν ο γιος της, αρχιδούκας Ροδόλφος βρέθηκε νεκρός στο Μάγιερλινγκ. Σύμφωνα με την επικρατέστερη εκδοχή, ο 30χρονος Ροδόλφος, αυτοκτόνησε μαζί με την ερωμένη του, Μαρία Βρετσέρα. Λέγεται πως αυτοκτόνησαν καθώς όπως εκείνος έτσι και εκείνη ήταν παντρεμένη και δεν μπορούσαν να ζήσουν τον έρωτά τους. Υπάρχει, βέβαια, και η εκδοχή της πολιτικής δολοφονίας αλλά χωρίς να υπάρχουν συγκεκριμένα στοιχεία.
Μέσα σε αυτή την τραγωδία, η Σίσσυ βρήκε το δικό της καταφύγιο στην Κέρκυρα. Εκεί, στον γραφικό οικισμό Γαστούρι, αγόρασε την έπαυλη ενός ντόπιου, την γκρέμισε και στη θέση της έχτισε το δικό της ανάκτορο. Το περίφημο Αχίλλειο. Μελετούσε με πάθος τον Όμηρο και ερχόταν σε επαφή με τη φύση μακριά από τη σκληρή πραγματικότητα.
Όσο και αν προσπάθησε, ωστόσο, με το χαμό του γιου της, η Σίσσυ έχασε κάθε ενδιαφέρον για τη ζωή και μέχρι το τέλος φορούσε μόνο μαύρα ρούχα προκειμένου να δείχνει το πένθος της.
Στις 10 Σεπτεμβρίου 1898, η 61χρονη Αυτοκράτειρα βρισκόταν στη Γενεύη και έκανε τον καθιερωμένο περίπατό της μέχρι να έρθει το πλοίο για το Μοντρέ, τότε εμφανίστηκε από το πουθενά, ο αναρχικός (από την Ιταλία) Λουίτζι Λουκένι και της κάρφωσε στο στήθος ένα αιχμηρό αντικείμενο που έμοιαζε με βέλος.
Ο Λουκένι δεν ήθελε να σκοτώσει, συγκεκριμένα τη Σίσσυ. Ήθελε να σκοτώσει έναν οποιονδήποτε γαλαζοαίματο προκειμένου στη συνέχεια να συλληφθεί, να οδηγηθεί σε δίκη και εκεί να αναλύσει τα πολιτικά του πιστεύω.
Η Σίσσυ δεν πέθανε αμέσως. Κατάφερε να κρατηθεί στη ζωή για μία ώρα. Το τραύμα της ράγισε το πλευρό, τρύπησε τον πνεύμονα και το περικάρδιο και διαπέρασε την καρδιά. Τα τελευταία της λόγια ήταν «Τι μου συνέβη»;
Όταν η κυρία επί των τιμών που βρισκόταν δίπλα της, επιχείρησε να ανοίξει τον κορσέ της Σίσσυ προκειμένου να αναπνεύσει καλύτερα η αιμορραγία από το τραύμα αυξήθηκε και έχασε τις αισθήσεις της χωρίς να καταφέρει να συνέλθει.
Η κηδεία της Σίσσυ έγινε στη Βιέννη. Λέγεται πως ο Φραγκίσκος Ιωσήφ ουδέποτε κατάφερε να ξεπεράσει την απώλειά της και έμεινε – μέχρι τέλους – σκιά του εαυτού του.
Από την άλλη ο Λουκένι, συνελήφθη και οδηγήθηκε σε δίκη, όπως επιθυμούσε, αλλά ουδέποτε του επέτρεψαν να απολογηθεί για να μη μετατρέψει το δικαστήριο σε βήμα για πολιτικό λόγο. Μεταφέρθηκε σε φυλακές της Γενεύης και εκεί περίπου δέκα χρόνια αργότερα ένας από τους φύλακες βρήκε και κατέστρεψε τα απομνημονεύματά του! Αυτό ήταν κάτι που δεν άντεξε ο Λουκένι. Στις 19 Οκτωβρίου 1910 βρέθηκε κρεμασμένος στο κελί του.
Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.