Πώς είναι να πεθαίνεις στο γ’ πρόσωπο ενικού του παθητικού αορίστου του ρήματος «κοιμῶμαι»; Πιθανότατα δεν θα τα μάθουμε ποτέ γιατί κάποια προνόμια αποδίδονται σε συγκεκριμένες ομάδες. Γι’ αυτό ακριβώς και είναι «προνόμια». Εν προκειμένω, για παράδειγμα, το ρήμα «εκοιμήθη» δίνεται αποκλειστικά σε ανθρώπους της Εκκλησίας και συνήθως σε υψηλόβαθμους.
Έτσι, ο Μητροπολίτης πρώην Θεσσαλονίκης, ο Άνθιμος, «εκοιμήθη» στα 91 του χρόνια, κάτι που είναι σίγουρα πολύ δύσκολο ως γλωσσικό τύπος να χρησιμοποιηθεί για οποιονδήποτε κοινό θνητό. Για την ακρίβεια, αν χρησιμοποιηθεί μπορεί ως και να εκληφθεί για προσβολή ή τουλάχιστον για άκομψη πλάκα. Ο κύριος Βαγγέλης που είχε το μπακάλικο δεν εκοιμήθη. Απλά πέθανε ο άνθρωπος.
Ο τρόπος που λειτουργεί η γλώσσα είναι ένα από τα πιο συναρπαστικά πράγματα που μπορείς να βρεις στον κόσμο. Ο τύπος «εκοιμήθη» είναι καταφανώς ένας ευφημισμός, μία σύνδεση μεταξύ ύπνου και θανάτου (που είναι πανάρχαιος) και είναι δάνειο από το εκκλησιαστικό λεξιλόγιο στη δημοσιογραφία (που είναι λιγότερο πανάρχαιο).
Διαβάστε ακόμη: Η ελληνική μακαρονάδα στις δέκα καλύτερες του κόσμου: «Έσπασε» την ιταλική υπεροχή
Γιατί όμως «εκοιμήθη»;
Τι σημαίνει; Αυτός που πεθαίνει δεν βιώνει ένα οριστικό τέλος. Απλώς αναμένει τη Δευτέρα Παρουσία και τη μεταθανάτιο ζωή η οποία εξάλλου είναι βασικός πυλώνας στις περισσότερες θρησκείες και δη στη χριστιανική. Εξού και αυτό που όλοι λέμε «νεκροταφείο» στην είσοδό του γράφει «Κοιμητήριο».
Θα ήμασταν βέβαια τρομερά στενόμυαλοι να θεωρήσουμε ότι το «εκοιμήθη» είναι απλά ένας ευφημισμός που χρησιμοποιούμε για να ταΐσουμε τον φόβο μας για τον θάνατο. Το καθαρευουσιάνικο αυτό απολίθωμα που είναι δύσκολο να το κλίνεις αν δεν ήσουν της Θεωρητικής στο σχολείο, δίνει ένα συγκλονιστικά ευλαβικό τόνο.
Μία χρονική αύξηση, δηλαδή ένα απλό γράμμα το ε- μαζί με μία περίεργη κατάληξη (-η σε ρήμα) δίνουν μία πνευματική υπόσταση στο ρήμα. Σαν να είναι γραμμένο στα κατάστιχα της αρχαιότητας, σαν αυτά τα δύο περίεργα για τον ομιλητή της Νέας Ελληνικής στοιχεία να έχουν προκύψει από τους πεθαμένους των αιώνων και να μας παραδίδονται άμεσα.
Θα μπορούσε να πει κανείς ότι το «εκοιμήθη» είναι το ευθέως αντίθετο του σκληρού ρήματος «ψόφησε» το οποίο χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον στις underground κουλτούρες από πάνκηδες ή οπαδούς και παρατηρώ να χρησιμοποιείται συχνά-πυκνά σε συζητήσεις γιατρών οι οποίοι λόγω επαγγέλματος πρέπει να αποβάλουν κάθε πνευματικότητα στον θάνατο. Πολύ απλά για να μην τρελαθούν.
Κάπου στη μέση βρίσκεται το πιο καθημερινό «πέθανε» το οποίο είναι σίγουρα λιγότερο βαρύ από το ουσιαστικό «θάνατος», μιας και το χρησιμοποιούμε και σε πιο απλά πράγματα. «Πέθανα από την κούραση». Όταν δε πάω στο κρεβάτι για να ξεκουραστώ δεν «εκοιμήθην». Απλώς κοιμήθηκα. Εδώ που τα λέμε, άλλο να περιμένεις τη μεταθανάτιο ζωή και άλλο το απογευματινό σου καπουτσίνο.
Το ζήτημα εν προκειμένω είναι κατά πόσο είναι δίκαιο η πνευματικότητα ενός ζητήματος καθολικού, του πιο καθολικού από κάθε άλλο στην ανθρώπινη φύση, πρέπει να είναι προνόμιο μόνο για συγκεκριμένους. Είτε όλοι μαζί «εκοιμήθημεν» είτε όλοι μαζί θα πεθάνουμε. Ως προς το αν θα ξαναξυπνήσουμε ας κρατήσουμε την κουβέντα αλλού.
Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.