Καλοκαίρι του 1988, Λάρισα. Ένα ξανθό αγοράκι έρχεται στη ζωή και παίρνει το όνομα Βασίλης. 19 χρόνια μετά, βαφτίζεται ξανά, με νονό την ανάγκη των Ελλήνων ρεπόρτερ να ρίξουν το λαδάκι τους πάνω σε οτιδήποτε φρέσκο και ζωντανό περπατάει στο τερέν.
Και το όνομα αυτού: Έλληνας Μέσι. Μια κολυμπήθρα που πήγε να πνίξει τον Βασίλη Κουτσιανικούλη μέσα στα βαθιά νερά των μεγάλων προσδοκιών, για ένα νεό παιδί που είχε μόλις φύγει από το πατρικό του.

Από τον Ηρακλή Χάλκης μέχρι σήμερα, ο Κούτσια έχει πάρει πολλές μεταθέσεις. Το καλοκαίρι του 2009, ο ΠΑΟΚ βγάζει από τα ταμεία του 1,2 εκατομμύρια και στην πτήση από Κρήτη για Θεσσαλονίκη, ο ενθουσιασμένος Βασίλης ίπταται πάνω από αρκετές πόλεις, οι οποίες έγιναν βάση του τα επόμενα χρόνια. Λάρισα, Βόλος, Δράμα, Καρδίτσα, Τρίκαλα.
Σε εκείνη την πτήση με προορισμό το αεροδρόμιο Μακεδονία, δεν είχε ιδέα. Πόσοι εικοσάρηδες έχουν ιδέα για το μέλλον, άλλωστε. 16 χρόνια μετά, η ζωή τον βρίσκει στην Εύβοια και την Κάρυστο, για χάρη της τοπικής ομάδας που στοχεύει στην άνοδο και στα ντελικάτα σαλόνια της Γ’ Εθνικής.
Η ΑΟ Καρύστου παρουσιάζει τον Κουτσιανικούλη «ως πρεσβευτή της πόλης». Για τους συμπαίκτες του, είναι απλά ο Βασίλης, ο Κούτσια.
«Είναι πολύ καλό το κλίμα. Δέσαμε με τα παιδιά, βοηθάμε όσο μπορούμε, δεν γίνεται αλλιώς», μου λέει χαμογελαστός και ήρεμος.
Κάθε μέρος που έχει δίπλα του θάλασσα φαντάζει ιδανικό για απόσυρση. Μια σκέψη που δεν έχει περάσει ποτέ από το μυαλό του Βασίλη.


«Αν δεν είχα κίνητρο θα είχα σταματήσει, δεν θα έπαιζα. Πάντα επιλέγω ομάδες που έχουν κίνητρο. Έκανε υπέρβαση εδώ ο πρόεδρος για να έρθω, έχω και δύο παιδιά, η γυναίκα μου είναι στη Λάρισα, κάναμε όλοι υπερβάσεις, και εμείς και η ομάδα. Δεν είναι εύκολο. Ο μεγάλος είναι 7,5 χρονών και καταλαβαίνει πάρα πολλά και θέλει να είναι μαζί σου, τον είχα φέρει εδώ και του άρεσε και δεν ήθελε να φύγει. Θα κάνουμε λίγο υπομονή».
Στα 36 του, θεωρείται πλέον βετεράνος, αλλά η εικόνα του και η φυσική του κατάσταση, φέρνει περισσότερο σε πρωτοετή. Δεν έχει κάνει δουλειά όμως μόνο στο σώμα, αλλά και στο mindset.
«Έχεις μπει σε μια διαδικασία να θέλεις να βοηθήσεις πλέον, την ομάδα και τα παιδιά που αγωνίζονται. Το βλέπω πιο στρογγυλά τώρα που έχουν περάσει τα χρόνια. Το επίπεδο είναι πιο χαμηλό οπότε υπάρχει και μια χαλαρότητα σε αυτό, αλλά η ομάδα φτιάχτηκε για Γ' Εθνική. Από το Γενάρη που ήρθαμε 3-4 παιδιά που έχουμε παίξει και πιο ψηλά, άλλαξε η ομάδα επίπεδο σε όλους τους τομείς. Ετοιμάζεται κάτι μεγαλύτερο, θα γίνουν πράγματα και στο γήπεδο, έχει και πολλά παιδιά στις ακαδημίες, είναι πολύ θετικό αυτό για το μέλλον»


Η προπόνηση έχει ξεκινήσει με το κλασικό τρεξιματάκι στο μισό του γηπέδο, το οποίο ο Βασίλης σκιπάρει για χάρη μας. Καθόμαστε στον πάγκο και τα λέμε και οι συμπαίκτες του περνούν από μπροστά μας και φωνάζουν το όνομα του. «Κούτσια, παιχτάρα». «Ήρεμα ει», απαντάει.
«Το να σου λένε ότι είσαι ένας ωραίος άνθρωπος, είναι αυτό που μένει στο τέλος, δεν θα παίζεις πάντα μπάλα, κατάλαβες; Αναφέρουν όλα όσα έχεις κάνει, αλλά το βασικό είναι να ξέρεις ότι μιλάς σε έναν άνθρωπο, όχι σε "κάποιον".


Ανέκαθεν όλα τα χρόνια ήμουν ένας χαμηλών τόνων τύπος. Ποτέ δεν είδα τον εαυτό μου ως κάτι διαφορετικό από κάποιον άλλον, είτε έπαιζα στον ΠΑΟΚ, είτε σε άλλες κατηγορίες. Μετά όταν έκανα οικογένεια και ήρθαν και τα παιδιά δε με ενδιέφερε καθόλου το κομμάτι του ποιός είσαι και τι έχεις κάνει. Είμαστε εδώ τώρα και αγωνιζόμαστε για αυτό.
Είναι πολύ σημαντικό να μένεις μετριόφρων και καλό παιδί, κι όχι ο έτσι και έτσι τύπος που δεν μιλάει πολύ. Δεν έχω κόμπλεξ, θα μιλήσω με όλους. Δες για παράδειγμα τον Μανωλά, πήγε στο χωριό του να παίξει ενώ έχει παίξει Τσάμπιονς Λιγκ, στο τοπ επίπεδο. Έχω μούρλα με το ποδόσφαιρο και με το να είμαι καλά σωματικά, μου λένε κάποιοι φαίνεσαι πιτσιρικάς ακόμα. Όσο δεν "ξεφτιλίζομαι" και λέω ότι δε μπορώ, θα συνεχίσω να παίζω. Είναι τρόπος ζωής».

Το παρατσούκλι «Έλληνας Μέσι» στην αρχή του άρεσε και είχε πλάκα, αλλά στην πορεία δεν του φαινόταν καθόλου αστείο. Χρειάζεται και λίγο φρένο μου λέει, αναφερόμενος και στην περίπτωση του Καρέτσα.
«Θεωρώ ότι δεν κάνει σε κανένα κακό. Τότε ήμασταν στην ίδια ηλικία με τον Μέσι. Υπήρχε μια βαρύτητα όταν σου βάζουν την ταμπέλα. Τώρα είναι τόσο διαφορετική η κατάσταση που μαθαίνει ένας μικρός να ζει μέσα από αυτό, δεν του είναι κάτι ξαφνικό. Δεν υπάρχει το βάρος της ταμπέλας, έχει ξεπεραστεί.
Από το τίποτα ξαφνικά να υπάρχει ένας ντόρος και μετά πάλι παύση. Τώρα ο Καρέτσας παίζει στην ομάδα του και κάνει παπάδες, δεν γράφει κανείς κάτι. Χρειάζεται ένας συγκρατημένος ενθουσιασμός. Είναι φοβερό, το καταλαβαίνω, είναι 17 χρονών και μπήκε μέσα σαν έτοιμος παίκτης στα 25 του».

Δε νοσταλγεί, ούτε και έχει χτίσει ένα βασίλειο στο παρελθόν του. Καμιά φορά όμως, σκέφτεται το πώς θα ήταν να είναι 17 χρονών σήμερα.
«Πιστεύω θα ήμουν πολλά λέβελ πάνω. Οι συνθήκες είναι καλύτερες, οι ομάδες δίνουν βάση στο νέο αίμα. Εμείς ήμασταν σε φάση τότε αν βγει, βγήκε. Θα ήταν πολύ διαφορετικά, δεν έχω απωθημένα, παρά μόνο να έφευγα στο εξωτερικό.
Έκανα μια προσπάθεια όταν ήμουν 23 στην Χαλ, δεν πέτυχε. Δεν το κυνήγησα πολύ, έμεινα εντός. Δεν μου έκατσε, δεν το κυνήγησα; Δεν ξέρω. Δεν βλέπω τίποτα από τα παλιά. Ασχολούμαι πολύ με τα σόσιαλ και το twitch. Φτιάχνω πολύ υλικό, άσχετο με το ποδόσφαιρο».
Μπορεί να ψήθηκε με το κόνσεπτ που του πρότεινα να σχολιάζει highlights από παλιούς του αγώνες, όπως το 2-3 στο ΟΑΚΑ με τον Παναθηναϊκό, αλλά γενικώς «έχει στη ζωή του ένα μότο, οτιδήποτε έχει γίνει, πέρασε».
«Δε μπορώ να μπαίνω στο τρυπάκι αν το έκανα σωστά ή λάθος, κοιτάω το παρόν και την επόμενη μέρα. Υπάρχει πολλή ανάλυση τώρα, ξέρεις τι έκανες σωστά και τι λάθος. Εμείς δεν είχαμε τέτοια, παίζαμε μπάλα, αυτό ήταν. Τώρα κάνεις ένα σπριντ και σου λένε έπιασες 34-35 χιλιόμετρα. Τότε έβλεπες έναν να τρέχει, λες οκ, γρήγορος.
Έχει πάει πολύ στο αθλητικό, το επιστημονικό, να γίνει τέλειο. Έχει χαθεί λίγο το ρομαντικό, το ταλέντο, η αλητεία. Έχει χαθεί, κακά τα ψέματα. Παίκτες αλήτες αν έχουν μείνει κάποιοι τώρα θα είναι στα τελειώματα, δεν βγαίνουν πια.
Εγώ είχα τον Πάμπλο (Γκαρσία). Δεν είχα καλύτερο. Μπουνιές, κλωτσιές, ξύλο, αλητεία. Κάνε τώρα κάτι, πάει επιτόπου στο VAR ο διαιτητής και δρόμο. Υπήρχε άλλη μαγεία, πιο αλήτικη. Τον έζησα δυο χρόνια στα καλά του».
Γυρνάει το χρόνο σε σκηνικά που θα μπορούσαν να έχουν πάει πολύ λάθος, αν δεν είχε τόσο γρήγορα πόδια.

«Αυτό που έχω βιώσει πάρα πολύ και στον ΟΦΗ και στον ΠΑΟΚ ήταν οι εισβολές στα γήπεδα. Έμπαιναν μέσα και όποιος προλάβει, τώρα είναι απαγορευτικό, ούτε κατά διάνοια. Αν γίνει, τελείωσε μια ομάδα με τους νόμους που υπάρχουν.
Το έχω ζήσει και από τη μία και από την άλλη. Έχουμε φτάσει στο 90'φεύγα να λέμε στους οπαδούς 'μη μπείτε γιατί χάνει η άλλη ομάδα και σωζόμαστε, ηρεμήστε, μη μπείτε μέσα να τα κάνετε όλα λίμπα".
Αν είσαι στην έδρα σου σώζεσαι, αλλιώς φυσούνα, κλείδωμα μέσα κι αν φας και καμία, έφαγες. Έχει αλλάξει τελείως όμως τώρα το ποδόσφαιρο. Δεν έχουμε και καλό ιστορικό στην Ελλάδα, για αυτό αυστηροποιούνται οι νόμοι».
Η ομάδα έχει ξεκινήσει ασκήσεις με μπάλα οπότε η κουβέντα μας φτάνει στο τέλος, για να μπει να κάνει προπόνηση. Τελευταία ερώτηση, εντός του κόνσεπτ, να περιγράψει μια φάση από γκολ που έχει βάλει σα να την βλέπει τώρα.
«Μέσα στη Τούμπα, χάναμε 0-1 από τον Ολυμπιακό. Από κόρνερ, χάνουν πάνω στη γραμμή εξ επαφής, το βγάζει ο Κοντρέρας, διώχνει ο Γκαρσία, μου έρχεται η μπάλα, κλωτσοπάσα εγώ στον Φωτάκη, στραβοκλωτσιά ο Φωτάκης, μου έρχεται η μπάλα, βγαίνει ο Πάρντο, τσαφ, 1-1, πάρτο, ημίχρονο, γεια σας.
Εκείνη την ώρα νιώθεις θεός. Να βάζεις γκολ σε ντέρμπι είναι το απόλυτο συναίσθημα για ένα ποδοσφαιριστή, δε μπορεί να το καταλάβει κάποιος αν δεν έχει παίξει και να στο πω με λόγια τώρα δεν θα το καταλάβεις. Κρατάω το παιδί μέσα μου με αυτό τον τρόπο, ακόμα και τώρα σε αυτό το επίπεδο αν βάλω γκολ θα το πανηγυρίσω. Εντάξει, μην είναι ένα 5-0 παρατημένο, κατάλαβες».
Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.