Μενού

Χρήστος Καούρης: «Δεν υπάρχει ωραιότερο πράγμα από το να είναι η μπάλα στον αέρα και εσύ να μη μιλάς»

kaouris
Φωτ.: Τζίνα Σκανδάμη
  • Α-
  • Α+

Η φωνή του Χρήστου Καούρη έπαιζε στο background μίας ολόκληρης συζήτησης που είχα με έναν φίλο για το αν το σωστό είναι να λέμε «περιγραφή του αγώνα» ή «αφήγηση του αγώνα». Το ματς δεν θυμάμαι καν ποιο ήταν, σίγουρα ήταν στη Euroleague. Θυμάμαι να λέω ότι ταιριάζει πολύ που ταυτόχρονα ακουγόταν ο Καούρης.

To ραντεβού ήταν στα εμβληματικά γήπεδα του Φωκιανού, απέναντι ακριβώς από το Καλλιμάρμαρο. Βρεθήκαμε πρωί Δευτέρας, δύο μέρες πριν εκείνος κάνει το ταξίδι στο Άμπου Ντάμπι, στο 11ο ή 12ο Final Four της καριέρας του. Αυτό που μπορεί να βγάλει για πρώτη φορά τον πολυπόθητο τελικό μεταξύ δύο ελληνικών ομάδων.

Δεν ήθελα να μιλήσουμε με παραδοσιακά μπασκετικό τρόπο και από ό,τι φαίνεται ούτε και εκείνος. Στα 45 λεπτά που κράτησε η απομαγνητοφώνηση το όνομα του Ναν, του Βεζένκοφ, του Μπαρτζώκα και του Αταμάν δεν ακούστηκε ούτε μία φορά. 

Αντιθέτως ακούστηκε το όνομα του ΛΕΞ σχολιάζοντας ένα κείμενο που έγραψα πρόσφατα. Είχε ψάξει τη δουλειά μου, είχε διαφωνήσει σε ένα σημείο της και ήθελε να το συζητήσουμε. Σαν να σου λέει με ευγενικό τρόπο ότι δεν θα άφηνε τις σκέψεις του στην τύχη αλλά και ότι σημασία έχει το περιοχόμενο. Κάπου στη μέση της κουβέντας πάτησα το rec για το νέο Personas του Bold.

Αλήθεια, εσύ ακούς ΛΕΞ;

«Ξεκίνησα να τον ακούω όταν άρχισε να γίνεται μόδα. Ο πρώιμος ΛΕΞ δεν με ξετρελαίνει. Ίσως ο 45χρονος εαυτός μου να μην αντέχει τον καταγγελτικό λόγο όταν είναι τόσο αψύς. Ίσως, επίσης, ο μη μου άπτου εαυτός μου να μην αντέχει τόση βωμολοχία - κάπως μου “κλωτσάει”. Στα 25, πάντως, θα μου άρεσε.

Σταδιακά, όμως, στον προηγούμενο και σε αυτόν τον δίσκο, αρχίζει να σχηματοποιείται σε κάτι πιο φιλικό στο αυτί μου. Ξέρω, ούτως ή άλλως, πολύ κόσμο που τον άκουσε και κατάλαβε ότι αυτό που κάνει ο ΛΕΞ τον αφορά.

Ειδικά τον τελευταίο δίσκο τον άκουσα πολύ και τον μελέτησα. Αυτό από μόνο του είναι μία επιτυχία, γιατί σπάνια πλέον ακούμε έναν ολόκληρο δίσκο. Ασχολούμαστε πιο πολύ διάσπαρτα με τη μουσική. Ένα κομμάτι εδώ, ένα εκεί, 30 δευτερόλεπτα από κάποιο.

Για μένα, αυτό ήταν και το μεγαλύτερο επίτευγμα: Με έβαλε να ακούσω έναν ολόκληρο δίσκο ξανά και ξανά για να έχω άποψη».

chris-kaouris
Φωτ.: Τζίνα Σκανδάμη

Γενικά, άκουγες ραπ;

«Ποτέ δεν άκουγα, όχι. Ως πιτσιρικάς άκουσα Ημισκούμπρια, γιατί είχαν πλάκα - και μάλιστα με έναν σατιρικό τρόπο που δεν έπαιρνε τον εαυτό του πολύ στα σοβαρά.

Εγώ, πάντως, ήμουν μεταλάς. Είχα μακριά μαλλιά, αν το πιστεύεις. Οι μουσικές μου καταβολές, λοιπόν, είναι έγχορδες: Συναυλίες, μαυροφορεμένοι, μαλλιά, Iron Maiden. Και τον Eddie μας τον φορέσαμε, και πλάκα κάναμε σε όσους φίλους μας άκουγαν Manowar — και τον τραγουδιστή τους, που κυνηγούσε ελάφια».

Ακόμα τους ακούνε πολλοί...

«Κάποιοι ακούνε, ναι, και επιμένουν ότι είναι το καλύτερο συγκρότημα. Εντάξει, η μουσική σου δίνει έναν τρόπο να μη μεγαλώσεις ποτέ. Έχει έναν τρόπο να σε κρατάει σε μία ψευτο-εφηβεία. 

Άκουγα πολλά πάντως. Οι πρώτοι μου δίσκοι ήταν Uriah Heep, Τζίμης Πανούσης, Steve Miller band και τα Ζεστά Ποτά».

Διαβάστε Επίσης: Οι απίθανες ιστορίες του Μπιλ Μπακάλη, του ανθρώπου πίσω από τα πιο viral βίντεο του Luben

Πάντως, αυτό το ταίριασμα ραπ και μπάσκετ, όπως στην Αμερική, δεν το έχουμε εδώ, σωστά;

«Καθόλου. Δεν έχουν συνδεθεί. Δεν έχουμε ραπ κουλτούρα στο ελληνικό μπάσκετ, μην κοροϊδευόμαστε. Οι περισσότεροι μπασκετμπολίστες ακούν κυρίως λαϊκά.

Ίσως αυτή η σύνδεση αρχίσει να γίνεται από εδώ και πέρα. Αλλά μέχρι στιγμής, σύνδεση μπάσκετ και ραπ κουλτούρας δεν υπάρχει, τουλάχιστον όχι με τον τρόπο που συμβαίνει στην Αμερική. Όπως και να το κάνουμε, είναι πολύ δυνατό το λαϊκό τραγούδι στην Ελλάδα».

Αλήθεια, εσύ έπαιζες μπάσκετ;

«Έχω παίξει μπάσκετ, ναι. Η ομάδα μου ήταν η Ευρυάλη, στην Άνω Γλυφάδα. Προπονητής μου ήταν ο Γιώργος Δημητρόπουλος, που έφυγε από τη ζωή πριν από κάποια χρόνια.

Τον γνωρίσαμε ως μάνατζερ του Γιάννη Αντετοκούνμπο, αλλά ήταν πολλά περισσότερα από αυτό. Δεν είναι τυχαίο ότι όσοι συνεργάστηκαν μαζί του έχουν όλοι έναν λόγο να μιλήσουν για εκείνον. Τον έχασα για λίγο και τον ξαναβρήκα αργότερα, με το ίδιο βλέμμα καλοσύνης».

Σε έμαθε κάτι το μπάσκετ;

«Σταμάτησα γύρω στα 15 λόγω μίας ασθένειας. Όχι ότι θα γινόμουν ιδιαίτερα καλός, αλλά το μπάσκετ μού έμαθε πράγματα. Είχα πολύ οδυνηρές ήττες και δεν εννοώ στο σκορ, μέσα στο γήπεδο.

Μιλάω για τα πράγματα που δεν μπορούσα να κάνω ή, ακόμα περισσότερο, για εκείνα που έπρεπε να κοπιάσω πολύ για να τα καταφέρω, ενώ άλλοι, καλύτεροι από εμένα, τα έκαναν με μεγάλη άνεση.

Επομένως, κατά βάση, ο αθλητισμός με έμαθε ταπεινότητα, παρά οτιδήποτε άλλο. Μαζί, βέβαια, και την αξία της συνεργασίας που την κυνηγάω ακόμα στη ζωή μου».

Είναι απαραίτητο για έναν αθλητικογράφο να παίζει μπάσκετ;

«Είναι χρήσιμο. Δεν είναι απαραίτητο. Χρήσιμο είναι κυρίως γιατί προσφέρει μια συναισθηματική συνάφεια. Στο τοπ επίπεδο, στην Ευρωλίγκα, το ότι έχεις παίξει μπάσκετ στα 12 σου δεν σημαίνει τίποτα. Για να καταλάβεις πραγματικά, πρέπει να διαβάσεις, να ρωτήσεις, να ψάξεις θεωρία.

Πάντως, αν το αγαπάς αρκετά για να κάνεις αυτό το σχεδόν σχιζοφρενές επάγγελμα, με τον έναν τρόπο ή τον άλλον, θα έχεις παίξει λίγο. Και αν έχεις παίξει, ακόμα και με τους φίλους σου, γίνεσαι λιγότερο αυστηρός, λιγότερο κάθετος με αυτό που βλέπεις».

Να σε φανταζόμαστε 7 χρονών να ρίχνεις σουτάκια και να περιγράφεις το ματς;

«Όχι, καθόλου. Δεν το έκανα και δεν μου είχε περάσει ποτέ από το μυαλό ότι θα το έκανα τελικά και ως επάγγελμα. Ούτως ή άλλως δεν ήξερα τι ήθελα να γίνω όταν μεγαλώσω, το ανακάλυψα αρκετά μεγάλος.

Δεν ήξερα ειλικρινά τι ήθελα να κάνω με τη ζωή μου. Ήμουν από τα άτυχα-τυχερά παιδιά που ήταν καλά σε αρκετά πράγματα χωρίς τρομερή προσπάθεια. Δεν είχα όμως αυτού του είδους το κάλεσμα».

kaouris
Φωτ.: Τζίνα Σκανδάμη

Και πώς προέκυψε;

«Σπούδασα Βιολογία, δεν τα βρήκαμε. Έκανα για 3-4 χρόνια αρκετές δουλειές, δούλεψα και σε ψιλικατζίδικο. Πέρασα κάποια δύσκολα χρόνια με την έννοια ότι έβλεπα τον εαυτό μου ως κάποιον που έχει δυνατότητες αλλά δεν ξέρει τι να τις κάνει. Ένιωθα ότι αυτό το πράγμα θα μαραθεί, αν δεν διοχετευτεί κάπου. 

Εντέλει, εμφανίστηκε η μητέρα μου, σε ένα από τα μάλλον κατώτατα σήμεια μου, και μού πρότεινε να κάνω μία προσπάθεια στη δημοσιογραφία. Δεν ήταν καν δικό μου, δεν παίρνω καν τα εύσημα. Το είδα αυτό σαν μία σχεδία που βρίσκεις στον ωκεανό. Δεν ένιωσα, δηλαδή, ποτέ ότι είμαι γεννημένος γι’ αυτό. 

Πήγα όμως εκεί με την απόλυτη σοβαρότητα. Είχα περάσει καλά στη φοιτητική ζωή και ένιωθα ότι η δημοσιογραφία θα ήταν κάτι σαν τελευταία ευκαιρία. Τελικά με κράτησε ο χώρος και είμαι εδώ τώρα να μιλάμε».

Κάποια στιγμή από περιγραφή αγώνα που να σου είχε μείνει;

«Είχα συγκλονιστεί με μία ατάκα του Σπυρόπουλου. Έκανε μία μετάδοση Champions League από τη Σεβίλλη και ξεκίνησε με το φοβερό “εδώ στις όχθες του Γουαδαλκιβίρ”. Για κανέναν λόγο σε εποχές προ ίντερνετ κάποιο παιδί στην ηλικία μου δεν ήξερε τι είναι ο Γουαδαλκιβίρ. Αυτή η παράξενη λέξη έγινε για εμένα κάτι μυθικό, κάτι σαν δράκος».

Το πρώτο ματς που περιέγραψες, το θυμάσαι;

«Είναι Φλεβάρης του 2008 και στην Αθήνα χιονίζει πολύ. Στη Nova είμαι περίπου έξι μήνες. Σε αντίθεση με πολλούς συναδέλφους, έχω καταφέρει να φτάσω στη δουλειά. Στα γραφεία επικρατεί πανικός και όλοι κάνουν τα πάντα. Στις 22:00 το βράδυ έχει ένα ισπανικό παιχνίδι. Κατά τις 21:30 σηκωνόμαστε να φύγουμε.

Βλέπω τότε τον συνάδελφό μου, τον Γιώργο τον Στεφανόπουλο, και τον ακούω να λέει στο τηλέφωνο: “Εγώ δεν συμφωνώ με αυτό, αλλά δική σας η απόφαση.” Κλείνει το τηλέφωνο και μου λέει: “Θα κάνεις μετάδοση το Μπιλμπάο - Ατλέτικο Μαδρίτης”.

Τον κοιτάω, φεύγει όλο το αίμα από το σώμα μου, και μετά αρχίζω να τρέχω για να βρω τις ενδεκάδες που δεν ξέρω καν από πού να τις πάρω. Μου τις δίνει τελικά ο συνάδελφος που θα έκανε τη μετάδοση, και μάλιστα μου εξηγεί ποια ονόματα προφέρονται με “θ” και ποια με “σ”, γιατί ο ένας Ισπανός είναι από 'δω, ο άλλος από 'κει.

Μπαίνω, φοράω την κάσκα, και νομίζω ακόμα ότι μου κάνουν πλάκα. Θυμάμαι τον σκηνοθέτη να λέει: “Βγαίνουμε σε ένα λεπτό”. Εκεί άρχισα να σκέφτομαι ότι, αν ήταν πλάκα, θα μου το είχαν πει ήδη.

Όταν πια φτάσαμε στο “5, 4, 3, 2, 1”, είχα δύο επιλογές: το κόκκινο και το μπλε χάπι. Είτε να βγάλω την κάσκα και να αρχίσω να τρέχω στο χιόνι μέχρι όλα να θολώσουν είτε να μιλήσω. Τελικά, έβγαλα ένα ολόκληρο ημίχρονο στο οποίο ζητούσα συγγνώμη ανά τέσσερα λεπτά.

Όταν τελείωσα, έμεινα με το στόμα ανοιχτό, μην μπορώντας να πιστέψω ότι μόλις είχα περιγράψει αγώνα».

Είναι μία δουλειά που θέλει προετοιμασία, ακόμα και αν είσαι έμπειρος;

«Έχει μελέτη, ναι. Όσο πιο νωρίς είσαι μέσα στη σεζόν, τόσο περισσότερη μελέτη θέλει. Είναι καινούριες οι ομάδες, καινούρια τα πρόσωπα, ίσως και καινούριοι οι κανονισμοί. Χρειάζεται ο τηλεθεαυτής όλα τα εισαγωγικά για το τι γίνεται φέτος. Όσο προχωράει η σεζόν, υπάρχει επανάληψη, οπότε το διάβασμά σου στρέφεται κυρίως στην επικαιρότητα: τραυματίες, παράδοση, βαθμολογίες.

Φτιάχνεις στην αρχή τα βιογραφικά των παικτών για να μην κάνεις την ίδια δουλειά συνέχεια, και μετά προσπαθείς να μη γίνεις ο κουραστικός που πρέπει να τα πει όλα»

Άρα περίπου πόση ώρα να υπολογίζω;

«Έχει ένα δίωρο-τρίωρο προετοιμασία. Στα μεγάλα ματς, έχει όσο αντέχεις».

chris-kaouris
Φωτ.: Τζίνα Σκανδάμη

Δηλαδή;

«Το 2017 που έκανα τον τελικό της Ευρωλίγκας ανακάλυψα ότι πρέπει να βάζεις ένα όριο και στη μελέτη. Τότε είχα μπει τόσο πολύ σε αυτό το rabbit hole, ώστε το κεφάλι μου κάηκε και δεν ήμουν φρέσκος να βγω να περιγράψω παιχνίδι. Έκατσα μισή ώρα και κοίταγα έξω. Πρέπει να είσαι πνευματικά παρών».

Έχεις καμία συμβουλή γι’ αυτό;

«Δεν υπάρχει πιο ωραίο πράγμα από το να είναι η μπάλα στον αέρα και εσύ να μη μιλάς. Να προλάβεις δηλαδή να τελειώσεις τη φράση σου και εσύ μαζί με τον κόσμο που βλέπει το παιχνίδι να βλέπετε την μπάλα στον αέρα. Να τον αφήσεις ήσυχο να δει από μόνος του πού θα σκάσει, αν θα μπει ή όχι».

Υπάρχει ένα κομμάτι performance στη δουλειά αυτή;

«Έχει performance, ναι. Το έχει όμως από ένα σημείο και μετά. Πρώτα πρέπει να είσαι τεχνικά επαρκής και μετά, όταν το έχεις κατακτήσει σίγουρα αυτό, μπαίνεις και στη διαδικασία του performance. Αυτό εμένα μου το έμαθε πολύ ο Καραλής, χωρίς να κάνουμε ποτέ τη συζήτηση.

Κάθε φορά που άκουγα τον Γιάννη ήταν λες και σε έπαιρνε αγκαλιά και σου έλεγε “ωραία, έλα να δούμε το ματς”. Σου εξηγούσε και περνούσες ωραία, δεν είχε δασκαλίστικο ύφος. Αυτό εγώ το ήθελα πολύ. Δεν θα είμαι ένας από εσάς - αυτό δεν γίνεται. Δεν θα είμαι όμως και καθισμένος στον άμβωνα να σας εξηγήσω με την άπειρη μπασκετική μου σοφία. Και δεν χρειάζεται να είσαι απόλυτα σοβαρός.

Πάντα χωράει ένα αστείο σε μία περιγραφή. Στην Ελλάδα λιγότερο από αλλού αλλά πάντα χωράει. Ο αθλητισμός έχει δράμα, ξύλο, αγωνία αλλά μπορεί να έχει και κάτι αστείο. Ξεκίνησα, λοιπόν, να το κάνω και αυτό έχοντας στο μυαλό μου ότι θέλει και μία ισορροπία για να μην το παρακάνεις».

Δεν μπορώ να μη σε ρωτήσω για τον στίχο των TXC. Πώς προέκυψε;

«Αυτό το λέω πάρα πολλά χρόνια και το λέω για τον αντίθετο λόγο από αυτό που τον είπα στο παιχνίδι. Το λέω συνήθως για τους τοξικούς τύπους, αυτούς που είναι σε μία μόνιμη αρνητική κατάσταση που ό,τι λύση και να τους δώσεις ή θα βρουν το πρόβλημα που απομένει ή ό,τι και αν γίνει θα το δουν αρνητικά, άσχημα.

Εκείνη τη στιγμή μου ήρθε στο μυαλό τυχαία, το έπιασαν στο Twitter και μετά ανακάλυψαν κιόλας ότι έγινε την ίδια μέρα που είχε βγει ο δίσκος των Terror X Crew».

Μετά υπάρχει και το άλλο σήμα κατατεθέν σου, το «για το ματς»…

«Το “για το ματς” είναι καθαρά θέμα τεχνικής. Το θέμα είναι να τελειώσεις μία φράση χωρίς φωνήεν. Αν τελειώσεις μία φράση με φωνήεν, τότε είναι εύκολο να σου βγει τσιριχτό. Αν πεις “για τη νίκηηη” μπορεί να σου φύγει η φωνή. Το ξέρω γιατί το έχω κάνει. Αν τελειώσεις σε “ς” είναι κοφτό, αποκλείεται να μην μπορείς να το χειριστείς όσο δυνατά και αν το πεις.

Έψαχνα, λοιπόν, να βρω έναν τρόπο να τελειώσω τα παιχνίδια και αυτό μου καθόταν καλύτερα. Λόγω μίας καλής νεράιδας μου έσκασαν και πολλά τέτοια παιχνίδια, ώστε κάπως καθιερώθηκε»

Ποιο είναι το πιο δύσκολο ματς που έχεις περιγράψει;

«Το πιο δύσκολο παιχνίδι που έχω περιγράψει είναι το τέταρτο παιχνίδι των play-offs, Παρτίζαν-Ρεάλ Μαδρίτης πριν από δύο χρόνια. Την ίδια μέρα είχε γίνει μία επίθεση σε δημοτικό σχολείο στο Βελιγράδι. Το σημαντικότερο παιχνίδι στη νεότερη ιστορία της Παρτίζαν έγινε την ίδια μέρα με μία ανείπωτη τραγωδία.

Μιλάμε για 18.000 μαυροφορεμένους στο γήπεδο. Όλοι είναι με λουλούδια και δεν ακούγεται τίποτα. Είναι το απόλυτα παράταιρο σε ένα γήπεδο που πάντα γίνεται κοσμοχαλασιά. Φτάνει στο δικό μου μπουθ στην Αθήνα αυτή η ατμόσφαιρα και δεν ξέρω καθόλου πώς να το διαχειριστώ. Ένιωθα ότι αυτό που έκανα ήταν λάθος, σαν προσβολή στη μνήμη των θυμάτων

Ήταν τρομερά δύσκολη περίσταση».

kaouris
Φωτ.: Τζίνα Σκανδάμη

Δεν θυμόμουν ότι ήσουν εσύ στην περιγραφή. Ρώτησα σκεπτόμενος τον τραυματισμό του Λεσόρ στο ΟΑΚΑ…

«Ναι, αυτό ήταν το δεύτερο πιο δύσκολο. Όχι τόσο γιατί έγινε κάτι φοβερό, ήταν ένας τραυματισμός. Κυρίως για το πώς γιγαντώθηκε από 18.000 κόσμο, από τις αντιδράσεις των ανθρώπων στα social media. 

Δεν έχω δει πολλούς τραυματισμούς που να είναι τόσο σοκαριστικοί. Φαινόταν πολύ πιο σοβαρός από ό,τι ήταν. Και, εντάξει, όταν βλέπεις τους παίκτες των δύο ομάδων αγκαλιασμένους στο κέντρο και ο ένας να προσεύχεται, πρέπει να είσαι αναίσθητος για να μη σε πάρει μαζί του αυτό.

Αυτή είναι η δύναμη της συλλογικής εμπειρίας. Είκοσι άτομα λιποθύμησαν εκείνο το βράδυ. Όταν βγήκαν από το γήπεδο, μπορεί να απορούσαν να με τους εαυτούς τους “εγώ το έπαθα αυτό;”.

Απλά είναι το συναίσθημα, η δύναμη του αθλητισμού. Κάθενας από όσους βρίσκονται στο γήπεδο είναι πολλαπλασιαστής και κοινωνός του. Σαν να ήταν όλοι μαζί και όταν βγήκαν από το γήπεδο, απλά ξύπνησαν από ένα κακό όνειρο. Εκείνη η αδελφοσύνη που ένιωσαν οι οπαδοί του Παναθηναϊκού εκείνη την ημέρα ήταν κάτι ανατριχιαστικό».

Πάω στο κομμάτι του ποδοσφαίρου. Έχετε λίγο οι μπασκετικοί έναν ελιτισμό ή αυτό είναι μύθος;

«Οι μπασκετικοί πράγματι κάποιες φορές θεωρούμε τους εαυτούς μας πιο ειδήμονες. Δεν είμαστε. Έχει να κάνει πολύ με τα stats τα οποία μπήκαν πλέον και στο ποδόσφαιρο που μπήκαν στην ορολογία τους. 

Πιστεύω ότι όλο αυτό ξεκίνησε περισσότερο τη δεκαετία του 1990, επειδή οι μπασκετικοί ταξίδευαν. Αυτό έδωσε την αίσθηση ανωτερότητας των μπασκετικών, ήταν ένα τεράστιο πλεονέκτημα αυτό. Αλλά σιγά τώρα. Με τον αθλητισμό ασχολούμαστε, μην τρελαινόμαστε».

Με το ποδόσφαιρο πώς τα πας εσύ;

«Έχω πιάσει τον εαυτό μου να κουράζεται κάποιες φορές με το ποδόσφαιρο, να με δυσκολεύει ένα ματς ακριβώς λόγω της έλλειψης δράσης. Έχω γίνει junky της ταχύτητας και του μονίμως κάτι συμβαίνει. Έχω συνήθισει να με ταϊζει το παιχνίδι 140 κατοχές. Αυτό δεν συμβαίνει με το ποδόσφαιρο.

Εξακολουθώ όμως να πιστεύω ότι η απροβλεπτότητα του ποδοσφαίρου δεν μπορεί να συγκριθεί με τίποτα. Η δικαιοσύνη του μπάσκετ είναι ταυτόχρονα και το μεγαλύτερο μειονέκτημά του. Στο ποδόσφαιρο δεν ξέρεις ποτέ τι μπορεί να συμβεί και αυτό είναι μαγικό».

Πάντως νιώθω ότι τουλάχιστον στο Twitter η τοξικότητα του μπάσκετ ξεπερνάει αυτή του ποδοσφαίρου. Σε επηρεάζει;

«Η τοξικότητα είναι πάρα πολύ έντονη και με επηρεάζει. Είναι σχεδόν σουρεαλιστικό ότι αγοράστηκε από τον πιο πλούσιο άνθρωπο του κόσμου και έχει στην κατοχή του το πιο επιδραστικό μέσο από άποψη πολιτικής επίδρασης.

Εμένα η σωτηρία μου και ο τρόπος με τον οποίο μπορώ να δω τα social είναι ένα fire and forget πράγμα. Γράφω, ποστάρω αλλά δεν αλληλεπιδρώ. Δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν άνθρωποι που αξίζουν την αλληλεπίδραση. Σημαίνει ότι είναι δύσκολο να κολυμπήσω σε μία θάλασσα τοξικότητας και χυδαιότητας για να βρω αυτόν με τον οποίο μπορώ να αλληλεπιδράσω»

chris-kaouris
Φωτ.: Τζίνα Σκανδάμη

Είμαστε Δευτέρα λίγο πριν ένα Final Four που ίσως και να φέρει έναν ελληνικό τελικό. Τι θα σημάνει αυτό το ματς;

«Θα είναι ΤΟ ματς σε επίπεδο συλλογικό. Δεν υπάρχει δεύτερο (βγάζω προφανώς τα κατορθώματα της Εθνικής Ομάδας). Θα είναι και γενικότερα ένα από τα σημαντικότερα αθλητικά γεγονότα στην ιστορία του ελληνικού αθλητισμού».

Θα το αντέξει αυτή η χώρα;

«Δεν πιστεύω ότι είμαστε έτοιμοι να το αντέξουμε. Θα φάμε τις σάρκες μας, θα τσακωθεί κόσμος, θα χαλάσουν φιλίες. Θα γίνουν γενικά διάφορα υστερικά μεσογειακά πράγματα. Δεν έχουμε την μπασκετική παιδεία να το ευχαριστηθούμε έστω και ελάχιστα. Θα μας ταλαιπωρήσει περισσότερο από ό,τι θα το διασκεδάσουμε.

Θα είναι πάντως ένα crash-test. Κάτι που έρχεται χωρίς πολλά μέτρα ασφαλείας. Σαν να πηγαίνεις να κάνεις κάτι πολύ επικίνδυνο με το αυτοκίνητό σου και δεν έχεις ζώνες και αερόσακους».

Το μπάσκετ πια πληρώνει τους λογαριασμούς στο σπίτι σου. Νιώθεις την ίδια αγάπη γι’ αυτό από τότε που έγινε επάγγελμα;

«Στο σπίτι αθλητικά δεν παίζουν ποτέ. Σε ετήσια βάση -πλην Εθνικής- θα παίξουν στο σπίτι μου 3-4 αγώνες στους οποίους θα φάω από τον ελεύθερο χρόνο μου. Δεν έχει μειωθεί η αγάπη μου όμως. Ο αθλητισμός έχει το μαγικό να φτιάχνει κάθε φορά και μία νέα ιστορία και κάθε αγώνας είναι μία νέα ιστορία που ανακαλύπτεις. 

Πλέον όμως δεν παύει να είναι μία δουλειά. Δεν μπορώ να τη δω με τον ίδιο ενθουσιασμό που έβλεπα μπάσκετ ως θεατής. Είναι το τίμημα που πληρώνει κανείς. Πάντως τη μαγεία δεν την έχει χάσει».

Google News

Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.