Μενού

«Βλέπαμε τη γιαγιά και δεν ξέραμε πως έχει πεθάνει»: Μαρτυρίες για τον φονικό καύσωνα του 1987

kasonas
  • Α-
  • Α+

Το καλοκαίρι του 1987 άρχισε ιδανικά για τη χώρα μας με το μεθύσι που προσέφερε η Εθνική ομάδα μπάσκετ, εξελίχθηκε όμως σε έναν πραγματικό εφιάλτη. Έναν μήνα μετά από το Ευρωμπάσκετ, η Ελλάδα ήρθε αντιμέτωπη με ένα φονικό κύμα καύσωνα που άφησε πίσω του, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της επoχής, τουλάχιστον 1.300 νεκρούς, με τη συντριπτική πλειοψηφία στην περιοχή της Αθήνας.

Από τις 20 Ιουλίου όταν το θερμόμετρο άρχισε να σκαρφαλώνει στους 40 βαθμούς Κελσίου, μέχρι και τα τέλη του μήνα, όταν πλέον το κύμα υποχώρησε, η χώρα είχε μετατραπεί σε καμίνι και η Αθήνα μετρούσε τις πληγές της. Οι εικόνες που μετέδιδαν τα δύο κρατικά τηλεοπτικά κανάλια, και κυρίως τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων, παραπέμπουν σε ταινία τρόμου. Δεκάδες άνθρωποι νεκροί, με τα πτώματα να μεταφέρονται με τρένα και ομαδικούς τάφους να ανοίγονται καθώς η υποδομή δεν μπορούσε να αντέξει αυτόν τον εφιάλτη. 

Η μέγιστη θερμοκρασία που μετρήθηκε στο Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών, στο κέντρο της Αθήνας, ήταν 41,9°C στις 23 Ιουλίου και στη Νέα Φιλαδέλφεια ήταν 43,6°C στις 27 Ιουλίου, η οποία ήταν και η υψηλότερη που καταγράφηκε στην περιοχή της Αθήνας. Θερμοκρασίες που ενδεχομένως σήμερα να μας φαίνονται απλώς... φυσιολογικές για την εποχή. Αρκεί όμως να αναλογιστούμε πως πριν από δυόμισι δεκαετίες τα μόνα μέσα δροσιάς ήταν οι ανεμιστήρες, τα σιντριβάνια και η σκιά των δέντρων! Τα κλιματιστικά στα σπίτια ήταν ελάχιστα καθώς αποτελούσαν αφενός μια ακριβή πολυτέλεια για τον μέσο πολίτη, αφετέρου μέχρι τότε δεν είχαν ουσιαστικά χρειαστεί.

Εκατόμβες νεκρών

Οι πρώτοι νεκροί -εννέα τον αριθμό- στην Αθήνα καταγράφηκαν στις 22 Ιουλίου και στη συνέχεια ο αριθμός άρχισε να αυξάνεται ραγδαία καθημερινά. Στις 23 Ιουλίου πέθαναν 12, στις 24 άλλοι 95 και στις 25 Ιουλίου άλλοι 250, προκαλώντας προβλήματα στην ταφή τους. Στις 26 Ιουλίου τα θύματα είχαν φτάσει τα 900, στις 27 Ιουλίου προστέθηκαν 180 και στις 28 Ιουλίου άλλα 200. Υπολογίζεται ότι 400 ηλικιωμένοι πέθαναν αβοήθητοι.

Παρόλα αυτά η Αθήνα δεν ήταν η πόλη με τις υψηλότερες θερμοκρασίες. Σύμφωνα με τις μελέτες που δημοσιεύθηκαν στη συνέχεια, η Θεσσαλονίκη υπέφερε περισσότερο. Ωστόσο ο συνδυασμός της ζέστης, της υγρασίας και του φωτοχημικού νέφους στην πρωτεύουσα, έκαναν την ατμόσφαιρα αποπνικτική. 

Υπήρχαν αναφορές πως οι ράγες των τρένων έλιωναν, η άσφαλτος «ρουφούσε» όποιον περπατούσε, ενώ ακόμη κι εκείνοι που επέλεγαν να βαδίζουν κάτω από τα πεύκα για να εκμεταλλευτούν τη σκιά -και τη χαμηλότερη θερμοκρασία- κινδύνευαν από τα κουκουνάρια στα δέντρα που έσκαγαν!

Το κύμα καύσωνα κράτησε αρκετές ημέρες, με το θερμόμετρο να δείχνει καθημερινά 40 βαθμούς Κελσίου, τις θερμές ώρες της ημέρας όμως και η νύχτα ήταν ανυπόφορη με τον υδράργυρο να μην πέφτει κάτω από τους 31 βαθμούς Κελσίου!

Τα πρωτοσέλιδα και τα ρεπορτάζ εκείνων των ημερών είναι αδιάψευστος μάρτυρας των γεγονότων. Ωστόσο οι μνήμες όλων όσοι έζησαν εκείνες τις ημέρες μπορούν να σκιαγραφήσουν ακόμη καλύτερα τον Ιούλιο του 1987. Το Reader ζήτησε από 12 ανθρώπους να γυρίσουν τη μνήμη τους 36 χρόνια πίσω. Σε πολλές περιπτώσεις, όπως θα δείτε, οι αναμνήσεις είναι πραγματικά τραγικές. Ιδιαίτερα για εκείνους που έχασαν αγαπημένα τους πρόσωπα. «Η γιαγιά μου είχε έρθει να μας δει, έπαθε εγκεφαλικό και τελικά πέθανε στον Ευαγγελισμό» θα μας πουν, ενώ πολλοί ήταν εκείνοι που εντόπισαν νεκρούς συγγενείς τους που είχαν την ατυχία να ζουν μόνοι τους.

Τα δελτία ειδήσεων της εποχής, έφτασαν στο σημείο να καλούν ονομαστικά δεκάδες οικογένειες, που ήταν διακοπές, να επικοινωνήσουν με το αστυνομικό τμήμα της περιοχής τους για «σοβαρή οικογενειακή υπόθεση», που σήμαινε πως κάποιος δικός τους άνθρωπος πέθανε από την ζέστη.

«Νομίζαμε πως καθόταν για να δροσιστεί αλλά είχε πεθάνει...»

«Ήμουν 25 ετών, με μωρό 2,5 ετών και να προσπαθώ να την δροσίσω. Μόλις την έβαζα στην κούνια της γινόταν μούσκεμα στον ιδρώτα. Φοβόμουν πολύ, δεν είχαμε ούτε ανεμιστήρα ούτε κλιματιστικό. Ο σύζυγος μου δούλευε στην οικοδομή και έτρεμα μην του έρθει λυποθυμία. Δύσκολες ημέρες που πέρασαν αλλά άφησαν φόβους πολλούς. Αυτό που δεν θα ξεχάσω όμως ποτέ ήταν μια γιαγιά στην απέναντι πολυκατοικία που καθόταν δυο ημέρες στην πολυθρονίτσα της. Εμείς νομίζαμε πως καθόταν εκεί για να δροσιστεί. Δυστυχώς όμως όπως μάθαμε είχε πεθάνει εκεί και μέσα στο σπίτι. Και ο σύζυγος της...».

Κατερίνα Κ.

«Ήμουν 11 χρόνων και δούλευα στην παραθαλάσσια ταβέρνα του πατέρα μου. Ένα παράπηγμα από λαμαρίνες και ξύλα με πέντε φωτιές πετρογκάζ να δουλεύουν ταυτόχρονα! Θυμάμαι ότι ήμουν έτοιμη να λιποθυμήσω και είχα κάτσει δίπλα από έναν καταψύκτη για να δροσιστώ και μου έλεγε η μητέρα μου "φύγε τώρα και πήγαινε βούτα στη θάλασσα"! Μα και η θάλασσα ζεστή ήταν...»

Γεωργία Κ.

«Τα παπούτσια μου κολλούσαν στην άσφαλτο»

«Ήμουν 2ο έτος, φοιτήτρια. Ζούσα στα Γιάννενα, τόπος καταγωγής μου. Η ζέστη ήταν ανυπόφορη και πρωτόγνωρη. Ούτε το βράδυ δρόσιζε, η θερμοκρασία δεν κατέβαινε κάτω από 30 βαθμούς. Θυμάμαι ότι πέθαινε κόσμος και έμεναν άταφοι καθώς δεν προλάβαιναν να τους θάψουν. Η άσφαλτος στο χωριό μου, έλιωνε όταν πατούσα πάνω. Θυμάμαι τη μητέρα μου πως, πήγε να πάρει τα αυγά από τις κότες και έσπασαν 2-3 πάνω στην άσφαλτο και ψήθηκε το ασπράδι! Η τηλεόραση έδειχνε ράγες από τα τρένα να στραβώνουν. Ήμασταν χωρίς air condition,  ούτε καν ανεμιστήρες. Κοιμόμασταν έξω, στα μπαλκόνια αλλά και πάλι ήταν τραγικό».

Φωτεινή Λ.

«Το 1987 ήταν η πρώτη μου χρονιά στη δουλειά. Τότε, αν δεν κλείναμε έναν χρόνο εργασίας δεν παίρναμε άδεια. Έτσι εργαζόμουν όλο εκείνο το καταραμένο καλοκαίρι. Βέβαια ήμουν 21 ετών και η ζέστη δεν με ενοχλούσε. Αυτό που μου έχει μείνει από τον καύσωνα είναι, ότι τα μεσημέρια που ανέβαινα την οδό Ακαδημίας για να πάρω το λεωφορείο που έκανε τέρμα πίσω από το ΕΚΠΑ, τα παπούτσια μου κολλούσαν στην άσφαλτο. Δεν θυμάμαι αν έλιωναν οι σόλες μου ή η άσφαλτος. Τα μεσημέρια ακουμπούσα τη γλώσσα στα χείλια για να μην ξεραθούν τελείως και η γλώσσα μου ένιωθε την αφόρητη ζέστη, σχεδόν σαν κάψιμο. Το άλλο που θυμάμαι πολύ καλά είναι ότι τα βράδια πηγαίναμε με τους φίλους μου στο Μεγάλο Καβούρι και παίρναμε μπύρες από τις καντίνες και καθόμασταν όρθιοι στο νερό μέχρι το γόνατο ως τις 2 τα ξημερώματα. Όταν φεύγαμε η παραλία ήταν γεμάτη κόσμο. Όλη τη νύχτα οι παραλίες είχαν κόσμο. Το τελευταίο -και χειρότερο- που μου έχει μείνει από τότε ήταν τα ρεπορτάζ στην τηλεόραση, που έλεγαν ότι τα ψυγεία των νεκροταφείων είχαν γεμίσει. Δεν προλάβαιναν να θάψουν τους νεκρούς. Μακάρι να μην ξαναζήσουμε τίποτα απ' όλα αυτά».

Χρήστος Λ.

GALLERY
kaysonas-1987
kaysonas-1987
kaysonas-1987
kaysonas-1987
kaysonas-1987
kaysonas-1987
kaysonas-1987
kaysonas-1987
kaysonas-1987

«Μακάρι να με είχαν ξεχάσει στο σπίτι σαν τον Macaulay Culkin!»

«Φύγαμε από το νησί μου τη Χίο, όπου μέναμε μόνιμα και ήρθαμε στον Πειραιά για να δούμε συγγενείς. Πολύ... έξυπνο, από όποια άποψη και να το δει κανείς! Έχετε δει τα καρτούν που λιώνουν λες και είναι παγωτό; Έτσι ήμουν. Ανέπνεα και στην εκπνοή ένιωθα σαν τους δράκους που βγάζουν φλόγες από τα ρουθούνια. Κοιμόμασταν στην ταράτσα και τώρα σκέφτομαι πόσο καλά θα ήταν να με είχαν... ξεχάσει όπως τον Macaulay Culkin στο Home alone. Δεν είχα όμως καθόλου τύχη. Η λατρεμένη γιαγιάκα τότε ήθελε να μας ευχαριστήσει και ο φούρνος έκαιγε 24 ώρες το 24ωρο. Λογικά ζω από θαύμα... Ήθελαν να πάμε και για ψώνια, βέβαια. Σπουδαία ευκαιρία που ήμασταν Αθήνα. Να πάμε και λίγο κέντρο, να ρισκάρουμε, να μπούμε σε κανένα Γκινες γιατί θα είχαμε την πρωτιά επειδή θα ήμασταν επιζήσαντες; Ποιος ξέρει... Ρωτάω τώρα πια αφού επιβίωσα και έφτασα τα 45, “ρε μάνα γιατί είχατε κάνει αυτή τη βλακεία τότε;” Ε δεν ξέραμε.....Τι δεν ξέρατε; Οπότε τώρα έχω ανοσία στον καύσωνα, στην ανοησία, σε όλα...».

Ειρήνη Μ.

kaysonas-1987-1

«Θεσσαλονίκη, Ιούλιος 1987. Η πρώτη μου καλοκαιρινή εργασία σε φίλο του πατέρα μου που διατηρούσε βιοτεχνία ρούχων στον Βαρδάρη. Συγκεκριμένα στο σιδερωτήριο, στις πρέσες, όπου η θερμοκρασία άγγιζε τους 50 βαθμούς χωρίς υπερβολές. Για κλιματισμό ή ανεμιστήρες ούτε λόγος! Μέχρι να τελειώσει το οκτάωρο και οι υπερωρίες -γιατί τότε οι βιοτεχνίες εξήγαγαν σε όλη την Ανατολική Ευρώπη- δεν ένιωθες χέρια και πόδια από το πρήξιμο και την κάψα. Στην επιστροφή με το λεωφορείο έβλεπα συνανθρώπους στα όρια της λιποθυμίας και όλοι συζητούσαν για τον καταστροφικό αυτό καύσωνα, ρίχνοντας νερό πάνω τους από τα μπουκαλάκια που κρατούσαν. Ήμουν τόσο εξαντλημένη από το συνδυασμό ζέστης και κούρασης που κοιμόμουν μέχρι το άλλο πρωί σε ένα ράντζο στο μπαλκόνι μας και δεν θυμάμαι τίποτα άλλο. Αυτό που θυμάμαι όμως, ήταν ότι ο πατέρας μου κρατούσε "μούτρα" για αρκετό καιρό στο φίλο του με τη βιοτεχνία γιατί τοποθέτησε τη μοναχοκόρη του - εμένα δηλαδή - στο χειρότερο πόστο μέσα στον καύσωνα!».

Κατερίνα Σ.

«Το καλοκαίρι του '87 δούλευα στα αμπάρια ενός πλοίου. Εκεί κόβαμε λαμαρίνες με οξυγόνο και οι θερμοκρασίες ήταν τέτοιες που όταν βγαίναμε για διάλειμμα στο κατάστρωμα με 45 βαθμούς, τρέμαμε από το κρύο!».

Κώστας Β.

«Από τους πρώτους που βάλαμε air condition»

«Το καλοκαίρι του '87, είχα μόλις τελειώσει το λύκειο και είχα γράψει Πανελλήνιες. Δε θυμάμαι τον εαυτό μου να ζεσταίνεται ιδιαίτερα - ζεσταίνονται οι 18άρηδες;- αλλά θυμάμαι ότι ήταν η μητέρα μου μου στο νοσοκομείο και θα έμπαινε για ένα δύσκολο χειρουργείο. Ο πατέρας μου φοβούμενος από τον καύσωνα και όλα αυτά που συνέβαιναν αλλά και επειδή η μαμά μου θα επέστρεφε στο σπίτι για να αναρρώσει, πήγε και αγόρασε χωρίς να ρωτήσει κανέναν ένα επιδαπέδιο air condition της εποχής. Κάλεσε μάστορα να το περάσει στο σαλόνι, έγινε ένα σπίτι μπάχαλο, το καθαρίσαμε όμως μαζί με το μπαμπά μου και υποδεχτήκαμε τη μαμά μου με δροσερές θερμοκρασίες για να αντέξει στην ανάρρωσή της. Όλο το σόι λοιπόν συζητούσε πόσο μεγάλη αγάπη έτρεφε ο μπαμπάς στη μαμά, που ήταν από τους πρώτους που πέρασε air condition για να περάσει τις μέρες του καύσωνα όσο γίνεται πιο ανώδυνα...».

Ντίνα Κ.

kaysonas-1987-2

«Τον Ιούλιο του 1987 έκανα προετοιμασία για την τρίτη λυκείου που θα ερχόταν! Όλα τα φροντιστήρια τότε είχαν συμφωνήσει ώστε να ξεκινάμε τα μαθήματα νωρίς το πρωί, για να μην μας πιάνει η πολλή ζέστη! Ευτυχώς ήμασταν στην επαρχία δεν βιώσαμε τον καύσωνα όπως κάτω στην Αθήνα! Να φανταστείτε κλιματιστικό βάλαμε το 1997, δέκα χρόνια μετά!».

Χαρούλα Δ.

«Καλούσαν τους συγγενείς από την τηλεόραση»

«Τότε είχαμε δύο κανάλια στην τηλεόραση και τις ειδήσεις τις βλέπαμε κυρίως στην ΕΡΤ1. Όταν ξεκινούσαν αναφέρονταν εκατοντάδες νεκρούς. Κάποια στιγμή έλεγαν "παρακαλείται ο κύριος τάδε που παραθερίζει στο τάδε μέρος, να επικοινωνήσει με τους οικείους του για σοβαρή οικογενειακή του υπόθεση"! Επειδή δεν υπήρχαν κινητά, οι οικογένειες που παραθέριζαν δεν επικοινωνούσαν συχνά με τους δικούς τους που έμειναν πίσω στην πόλη, και προφανώς υπήρχαν άτομα που δεν τα κατάφεραν με τον καύσωνα».

Βαγγέλης Γ.

«Η μαμά μου έπαθε θερμοπληξία εκείνο το καλοκαίρι και την προλάβαμε στο τσακ. Λίγα λεπτά να είχαμε αργήσει και θα είχε άλλη κατάληξη. Στο νοσοκομείο ήταν σαν ταινία τρόμου. Όλοι ήταν ζαλισμένοι, μισομιλάγανε, άλλοι “κοιμόντουσαν”. Δυστυχώς οι περισσότεροι πέθαναν και μαζί τους και κάποιοι από το προσωπικό που έτρεχε για να βοηθήσει. Θυμάμαι απέναντι ήταν το γραφείο τελετών και έπαιρνε μαζικά τους ανθρώπους. Δεν θα ξεχάσω που ακουμπήσαμε σε ένα αυτοκίνητο που είχε μείνει στον ήλιο και καήκαμε, πάθαμε κανονικό έγκαυμα. Ευτυχώς πλέον υπάρχουν τα air condition».

Έλλη Σ.

«Γεμίζαμε τα στρώματα θαλάσσης, τα φουσκωτά, με νερό, και σε αυτά κοιμόμασταν στο μπαλκόνι. Γονείς, γιαγιά, γατιά, όλοι μαζί. Ανεμιστήρες με πάγο, ανοιχτές όλες οι πόρτες και τα παράθυρα μπας και κάνει λίγο ρεύμα. Δεν φοβόμασταν κιόλας τότε μη μπει κανένας, που με τι κουράγια να έμπαινε δηλαδή, κοτόπουλο θα ήταν και αυτός από την ζέστη! Αργά το απόγευμα, που έπεφτε ο ήλιος, πηγαίναμε πάντα στην παραλία. Τα περισσότερα δραματικά τα ακούγαμε και τα διαβάζαμε στις ειδήσεις».

Πάνος Οικ.

kaysonas-1987

* Ευχαριστούμε πολύ τα μέλη του γκρουπ «Αναμνησεις απο τις δεκαετιες 1980-1990 flash back» στο facebook που μοιράστηκαν μαζί μας τις ιστορίες τους από τον καύσωνα του 1987.

Google News

Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.