Οι άγραφοι νόμοι των κοινωνιών της επαρχίας, συχνά παραπέμπουν σε «άλλο κόσμο», αν τολμήσουμε να τους συγκρίνουμε με όσα συμβαίνουν στην καθημερινότητα των μεγαλουπόλεων όπως η Αθήνα. Το έγκλημα που διέπραξε ο Γιάννης Μούτος το 1991 στις κοινότητες Μύτικα και Κάνδηλα Αιτωλοακαρνανίας, μπορεί σε κάποιους να μοιάζει εξωπραγματικό, σαν να έχει βγει από ταινία, είναι όμως μια πραγματική εφαρμογή αυτών των άγραφων νόμων, μέσα από το μυαλό ενός ανθρώπου που είχε ξεφύγει προ πολλού από τη λογική.
Ήταν 15 Φεβρουαρίου 1991, όταν το μοιραίο συμβάν ξεκίνησε από ένα καφενείο στον Μύτικα.
Όλα έγιναν ως εξής:
Μετά από έναν καβγά στο καφενείο με τα αδέρφια Θανάση και Λεωνίδα Κατσιπάνο, ο Μούτος ένιωσε προσβεβλημένος. Μάλιστα μέσα στη λογομαχία, δέχτηκε κι ένα χαστούκι. Με το μυαλό θολωμένο και με εκδικητική μανία έφυγε για το σπίτι του, πήρε την καραμπίνα του, ένα περίστροφο και ένα μαχαίρι. Ήθελε να πει εκείνος την τελευταία λέξη.
Η κόρη του, βλέποντάς τον σε αυτήν την κατάσταση, προσπάθησε να τον σταματήσει, να βάλει τέλος στον καυγά. Κάλεσε το καφενείο για να προειδοποιήσει τα αδέρφια, αλλά ήταν ήδη αργά.
Ο Μούτος έφτασε στο καφενείο οπλισμένος, όμως τα αδέρφια είχαν καταφέρει να ξεφύγουν. Τίποτα δεν τον εμπόδισε από το να στραφεί προς τα σπίτια τους, περίπου τέσσερα χιλιόμετρα μακριά.
Κατευθύνθηκε πρώτα στο σπίτι του Θανάση Κατσιπάνου, στην κοινότητα Κανδήλα. Η 27χρονη σύζυγός του, Δήμητρα, είχε κλειδώσει την πόρτα, ελπίζοντας να προστατεύσει τα παιδιά της. Όμως, ο Μούτος ήταν αποφασισμένος. Παραβίασε την πόρτα, μπήκε στο σπίτι και αφού μαχαίρωσε την Δήμητρα, πυροβόλησε τα δύο μικρά κορίτσια της.
Η φρικτή επίθεση συνεχίστηκε στο σπίτι του Λεωνίδα Κατσιπάνου, όπου πυροβόλησε την κατάκοιτη πεθερά του και έπειτα καταδίωξε και σκότωσε τη σύζυγό του, Γεωργία. Το λουτρό αίματος συνέβη μπρος στα μάτια έντρομων περαστικών.
Η κοινότητα της Κανδήλας υπέστη ένα φρικτό, συλλογικό σοκ, ενώ ο δράστης όταν κατάλαβε τι είχε κάνει, επέστρεψε στο σπίτι του και αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει.
Ο έμπειρος δημοσιογράφος και συγγραφέας, Πάνος Σόμπολος στο βιβλίο του «Τα εγκλήματα που συγκλόνισαν την Ελλάδα» έχει γράψει για το έγκλημα αυτό:
«Φτάνοντας στο χωριό, μιλήσαμε με κατοίκους και συγγενείς των θυμάτων, κι εκείνο που θυμάμαι χαρακτηριστικά είναι ο φόβος και ο τρόμος που βασίλευε παντού στα γύρω χωριά. Η περιοχή ήταν ανάστατη. Όλοι μιλούσαν για το μακελειό, για αυτό το πρωτοφανές γεγονός που είχε τρομοκρατήσει την περιοχή. Από την αστυνομία μου είπαν ότι το κακό είχε γίνει για κτηματικές διαφορές που είχε ο δράστης με την οικογένεια των θυμάτων.
Όπως μου είπαν κάτοικοι του χωριού, των αλλεπάλληλων φόνων είχε προηγηθεί απόπειρα ανθρωποκτονίας γύρω στη 1:30 μετά το μεσημέρι. Συγκεκριμένα είχε προηγηθεί σοβαρό επεισόδιο σε καφενείο του κοντινού παραθαλάσσιου χωριού Μύτικας, που απείχε περίπου τέσσερα χιλιόμετρα από την Κανδήλα. Εκεί ο Μούτος είχε αποπειραθεί να σκοτώσει τα αδέλφια Θανάση και Λεωνίδα Κατσιπάνο, πυροβολώντας εναντίον τους με περίστροφο, χωρίς να τους πετύχει.
Μετά την απόπειρα, ο Μούτος έφυγε από τον Μύτικα για το σπίτι του στην Κανδήλα. Περίπου δύο ώρες αργότερα, άνοιξε ο κύκλος του αίματος – ο Μούτος οπλίστηκε σαν αστακός, με καραμπίνα, περίστροφο και μαχαίρι, και τράβηξε για τα Κατσιπανέικα. Πήγε στο σπίτι του Θανάση Κατσιπάνου, όπου ξέκανε την οικογένειά του, σκοτώνοντας τη μάνα και τις δύο κορούλες του.
Όπως μας έλεγαν οι χωριανοί, η Δήμητρα που ήταν βαριά τραυματισμένη, πριν ξεψυχήσει δέχθηκε χτυπήματα και με μαχαίρι από τον δράστη. Για τις αδελφούλες μας είπαν οι αστυνομικοί και οι κάτοικοι ότι η Κωνσταντίνα υπέκυψε αμέσως στα τραύματά της, ενώ η Μαριάννα ξεψύχησε την ώρα που διακομιζόταν στο νοσοκομείο μέσα στο αυτοκίνητο.
Όμως ο αδίστακτος δράστης δεν σταμάτησε εκεί. Δεν ικανοποίησε την εκδικητική του μανία και τράβηξε, μετά το σπίτι του Θανάση Κατσιπάνου, για το σπίτι του αδελφού του Λεωνίδα, με σκοπό να ξεκάνει όποιον έβρισκε εκεί. Ενημερώθηκε όμως η γυναίκα του έγκαιρα και, φτάνοντας ο οπλοφόρος στο σπίτι, βρήκε μόνο την κατάκοιτη μάνα του Κατσιπάνου, Κωνσταντίνα, την οποία πυροβόλησε και τραυμάτισε σοβαρά, αλλά τελικά η γυναίκα γλίτωσε.
Αλλά και πάλι δεν σταμάτησε εδώ ο φονιάς. Τράβηξε προς το σφαιριστήριο, όπου είχε καταφύγει η Γεωργία Κατσιπάνου για να γλιτώσει. Πυροβόλησε μια φορά απέξω και στη συνέχεια μπήκε μέσα και, μπροστά στα μάτια περίπου δεκαπέντε νεαρών, την ξαναπυροβόλησε και τη σκότωσε.
Φεύγοντας από το σφαιριστήριο, πέρασε μπροστά από τρία καφενεία της Κανδήλας, και μάλιστα στο ένα από αυτά κάποιοι χωριανοί, με κίνδυνο της ζωής τους, προσπάθησαν να του πάρουν τα όπλα, χωρίς όμως και να τα καταφέρουν. Πήγε στο σπίτι του και μέσα σε ένα δωμάτιο αυτοπυροβολήθηκε με την ίδια φονική καραμπίνα. Συγχωριανοί του και αστυνομικοί τον παρέλαβαν και τον μετέφεραν στο νοσοκομείο της Πρέβεζας.
Κάποιοι από τους κατοίκους της Κανδήλας μας είπαν ότι σε κάποια φάση, ενώ σκόρπιζε τον θάνατο, ο Μούτος προσπάθησε να σκοτώσει κι άλλους συγχωριανούς του. Τελικά, παραπέμφθηκε σε δίκη και καταδικάστηκε σε βαρύτατες ποινές».
Ο Γιάννης Μούτος αυτοπυροβολήθηκε με την καραμπίνα. Όμως η αστυνομία πρόλαβε να φτάσει έγκαιρα. Ο 71χρονος διακομίστηκε στο νοσοκομείο, όπου και διέφυγε το θάνατο. Στη συνέχεια οδηγήθηκε σε δίκη για τα εγκλήματα του. Ο Μούτος καταδικάστηκε σε τετράκις ισόβια. «Αν προλάβαινα, θα τους σκότωνα όλους» είπε στο Κακουργοδικείο.
Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.