Αρχικά να ξεκινήσουμε από τα βασικά: καταδικάζουμε απερίφραστα τα παρατσούκλια με τα οποία έχουν βαπτιστεί διάφορες περιοχές της Ελλάδας, απ' όπου και αν αυτά προέρχονται. Δεν υιοθετούμε και δεν επικροτούμε. Πάμε παρακάτω τώρα... Τα παρατσούκλια που δίνονται σε περιοχές της Ελλάδας είναι όλα «διαλεχτά» και μπορούν όσο εύκολα προκαλούν γέλιο, άλλο τόσο εύκολα να προκαλέσουν μέχρι και κάποια βεντέτα (μακριά από εμάς).
Υπάρχουν αυτοί που θυμώνουν και δεν ανέχονται να ακούνε τα παρατσούκλια που έχουν δοθεί στον τόπο καταγωγής τους. Οι περισσότεροι, ωστόσο, διασκεδάζουν με όλη αυτή την άτυπη «κόντρα» που υπάρχει ανάμεσα σε περιοχές οι οποίες στην πραγματικότητα δεν έχουν κάτι να χωρίσουν.
Η λίστα με τα παρατσούκλια που ακολουθεί είναι ενδεικτική (και σίγουρα «σηκώνει» προσθήκες) αλλά δημιουργήθηκε με κέφι και διάθεση για πείραγμα.
«Γκάτζοι» ή «Γκάτζολοι»
Στο Σουφλί του νομού Έβρου παλαιότερα υπήρχαν πολλά γαϊδούρια, τα οποία τα έλεγαν και «γκάτζους» ή «γκατζόλες». Το όνομα προέρχεται από το «Γκάτζολ» είναι ο γάιδαρος στα βουλγάρικα. Σε όλο τον Νομό Έβρου γίνονταν εκτεταμένη χρήση γαϊδάρων από τους Βούλγαρους εισβολείς. Με το τέλος του πολέμου ο Έβρος και γενικά η Θράκη γέμισαν με γαϊδούρια.
«Ακανέδες»
Το παρατσούκλι αυτό δόθηκε επειδή στην πόλη των Σερρών φτιάχνονται οι ακανέδες (ένα είδος γλυκού σαν λουκούμι).
«Ψαροκασέλες»
Οι Ξανθιώτες θέλοντας να κοροιδέψουν τους Καβαλιώτες σκέφτηκαν να το κάνουν μέσω της κύριας επαγγελματικής τους δραστηριότητά. Ψαροκασέλα, είναι το ξύλινο κιβώτιο, γεμάτο με πάγο, όπου εκθέτουν προς πώληση τα ψάρια οι ιχθυοπώλες.
«Καρντάσια» και «Παυλοκαταραμένοι»
Το κυριότερο παρατσούκλι είναι το «καρντάσι» που στα τουρκικά σημαίνει ο αδερφός. Οι Θεσσαλονικείς, ωστόσο, είναι γνωστοί και ως «Παυλοκαταραμένοι». Η λαϊκή παράδοση λέει πως, όταν ο απόστολος Παύλος ξεκίνησε να περιοδεύει στη Μακεδονία, για την ίδρυση των πρώτων χριστιανικών εκκλησιών, οι εθνικοί τον πήραν με τις πέτρες. Ο Παύλος έχασε την ψυχραιμία του και έδωσε κατάρα να μη σηκωθούν ποτέ οι πέτρες από τους δρόμους της πόλης.
«Σούρδοι»
Στα βλάχικα σούρδος σημαίνει κουφός ή/και βλάκας. Οι «αντίπαλες» περιοχές αποκαλούν έτσι τους κοζανίτες διότι όταν δεν τους συνέφερε κάτι έκαναν που δεν άκουγαν. Έκαναν τους «Κινέζους», δηλαδή, αλλά προκειμένου να μη δημιουργηθεί κάποιο διπλωματικό επεισόδιο με το Πεκίνο προτίμησαν το «Σούρδοι».
«Καϊλαριώτες»
Το παρατσούκλι αυτό για την Πτολεμαΐδα προέκυψε από το όνομα που είχε η πόλη επί τουρκοκρατίας. Τα Καϊλάρια στα τούρκικα σημαίνει «λάσπες». Με λίγα λόγια, το έβγαλαν έτσι επειδή παλαιότερα όταν έβρεχε η περιοχή γέμιζε λάσπες.
«Απόγονοι της Γιουργίας»
Για τους Φλωρινιώτες αυτό δεν είναι ακριβώς παρατσούκλι αλλά ίσως η χειρότερη βρισιά. Η Γιούργα ήταν η Γεωργία στα φλωρινιώτικα. Ήταν η μεγαλύτερη πόρνη της Φλώρινας. Enough said.
«Παγουράδες»
Λένε πως παλιά στη λίμνη στα Γιάννενα καθρεπτιζόταν το φεγγάρι και οι Γιαννιώτες έτρεχαν με τα παγούρια για να μαζέψουν το μαγικό νερό! Μια άλλη εκδοχή είναι πως επιχείρησαν να αδειάσουν την λίμνη με παγούρια, όταν κυκλοφόρησε η φήμη, πως στον βυθό της υπήρχε θησαυρός.
«Νεραντζοκώληδες» ή «Νεραντζόκωλοι»
Εεεεεεχμμμ ναι. Δε χρειάζεται πολύ ανάλυση εδώ. Οι κακές γλώσσες (Γιαννιώτικες) λένε πως πιθανότατα αυτό το παρατσούκλι προέκυψε επειδή στην Άρτα έχουν πολλά νεράτζια και μεγάλους πισινούς (με το συμπάθιο).
«Κασέρια» ή «Σακαφλιάδες»
Κασέρια λόγω του τοπικού τυριού και Σακαφλιάδες λόγω του Σακαφλιά τον οποίο ως γνωστόν σκοτώσανε στα Τρίκαλα, στα δυο στενά και τα λοιπά και τα λοιπά.
«Πλατυποδαράδες» ή «Πλατύποδες» ή «Τυρόγαλα»
Λέγεται πως οι Λαρισαίοι όντας καμπίσιοι, τα πόδια τους είναι πλατιά αφού ο κάμπος είναι επίπεδος και δε βοηθάει στον σχηματισμό καμάρας στο πόδι. Αντιεπιστημονικές υπερβολές. Το τυρόγαλα, από την άλλη, βγαίνει απ’ το τοπικό προϊόν και πιθανότατα πρόκειται για κυρίως γηπεδικό παρατσούκλι.
«Αυστριακοί»
Με τη συνθήκη του Κιουτσούκ-Καϊναρτζή, δόθηκε στα ελληνικά πλοία το δικαίωμα να εμπορεύονται, είτε με τη ρώσικη, είτε με την αυστριακή σημαία. Ενώ όλοι διάλεξαν τη ρώσικη (λόγω θρησκείας) οι φίλοι μας οι Βολιώτες (με τα πεντανόστιμα πεϊνιρλί) διάλεξαν την αυστριακή. Αυτή είναι μια από τις εκδοχές. Υπάρχουν κι άλλες. Όλες τους έχουν αναφορά στη στενή σχέση του Βόλου με την Αυστρία. Λαρισαίοι και Βολιώτες «σφάζονται». Just saying.
«Καβουροζούμηδες»
Παλιότερα οι κάτοικοι της Αμφιλοχίας εξαιτίας της φτώχειας, έπιαναν καβούρια, τα έβραζαν, και έπιναν το ζουμί τους. Πού να ήξεραν οι άνθρωποι...
«Καβουράδες»
Λέγεται ότι κάποτε οι κάτοικοι της Λιβαδειάς γκρέμισαν μια γέφυρα για να σώσουν ένα καβούρι. Συγκινητικό και ηρωικό αν μη τι άλλο αλλά «παίζει» και να μην είναι αλήθεια. «Παίζει».
«Χαμουτζήδες»
Έτσι λένε οι Βορειοελλαδίτες, όσους κατοικούν από την Αθήνα και κάτω. Και πώς προέκυψε; «Χάμω» – «Εκεί χάμου» – «Χαμουτζήδες». Ευκολάκι.
«Γκάγκαροι»
«Γκάγκαρο» ήταν το βαρύ ξύλο, κάτι σαν μεντεσές φανταστείτε, που ήταν κρεμασμένο με σκοινί πίσω από τις αυλόπορτες, τις οποίες έκλεινε με το βάρος του. «Γκάγκαρος» λεγόταν επί Τουρκοκρατίας, περιπαικτικά, ο Αθηναίος της ανώτερης κοινωνικής τάξης, ο οποίος στην πόρτα του είχε γκάγκαρο. Σήμερα είναι δηλωτικό του βέρου Αθηναίου.
«Μινάρες»
Αυτό είναι βρισιά ή στην καλύτερη περίπτωση μια υποτιμητική λέξη για τους Πατρινούς. «Μινάρας» είναι μια πιο «ελαφριά» εκδοχή της πιο διάσημης ελληνικής λέξης.
«Τρελονερίτες»
Και με αυτά και με αυτά φτάσαμε στη Χαλκίδα με τα «τρελά» νερά της. Προέρχεται από το φαινόμενο της παλίρροιας. Τα «τρελά» νερά του Ευρίπου, λένε ότι έχουν πειράξει και τα μυαλά των κατοίκων.
«Κωλοπλένηδες»
Οι μουσουλμάνοι θεωρούσαν βρώμικους τους «Φράγκους» επειδή (μεταξύ άλλων) έτρωγαν χοιρινό χωρίς μετά να καθαρίζουν τον… πισινό τους όταν πήγαιναν στην τουαλέτα. Άγνωστο πως το γνώριζαν αυτό και πιθανότατα δε θέλουμε να μάθουμε κιόλας. Οι Ναυπλιώτες πάντως επισκέπτονταν τα τουρκικά λουτρά και έτσι οι Aργείτες άρπαξαν την ευκαιρία για να τους κολλήσουν το παρατσούκλι.
«Πράσα» ή «Πρασάδες»
Και τα αντίποινα δεν άργησαν να έρθουν. Οι Ναυπλιώτες έδωσαν αυτό το παρατσούκλι στους Aργείτες επειδή καλλιεργούσαν πολλά πράσα και επειδή, όπως έλεγαν, έτρωγαν το πράσο με το οποίο χτυπούσαν το γαϊδούρι τους.
«Σκορδάδες» και «Αβγοζύγηδες»
Παραγωγή σκόρδων ίσων «σκορδάδες». Δε χρειάζεται και ιδιαίτερη φιλοσοφία. Το «αβγοζύγηδες», προκύπτει από το γεγονός πως οι πρώτοι Αρκάδες πουλούσαν τα αβγά όχι ανά κομμάτι αλλά η τιμή τους καθοριζόταν από το βάρος τους.
«Μπόχαλοι»
Στην Κω το μπουκάλι το λένε μποχάλι και «κοίτα Μιχάλη μου, το χάλι μου» που έλεγε και το γνωστό άσμα.
«Τσαμπίκοι»
Η λέξη «Τσαμπίκα», σύμφωνα με την παράδοση προέρχεται από τη λέξη «τσάμπα», που στην τοπική διάλεκτο της Ρόδου σημαίνει φωτιά, σπίθα. Δεν είναι κακό, πάντως.
«Παγανέλια» και «Φραγκολαντζέρηδες»
Η ρίζα του προέρχεται είτε κατά μια εκδοχή από το παγανέλι (η σωστή ονομασία είναι «μπραγανέλι») που ήταν τα ανακατεμένα μικρόψαρα, (μπαρμπούνια, λιθρίνια, πέρκες, μουρμούρια κ.λπ.). είτε από το «φαναγκρέλι» (είδος μικρού μελωδικού πουλιού, τα οποίο οι κυνηγοί όταν τα έπιαναν τα έβαζαν σε κλουβιά και τα πωλούσαν και τα έλεγαν «παγανέλια»). Οι Κερκυραίοι λέγονται υποτιμητικά και «Φραγκολαντζέρηδες» δηλαδή υποτακτικοί των Φράγκων, των δυτικών.
«Γκαζμάδες» ή «Κασμάδες»
Σύμφωνα με τον θρύλο, όταν ήταν να φτιαχτεί το αεροδρόμιο της Μυτιλήνης (στο Πολιχνίτο) ο δήμαρχος κάλεσε τους κατοίκους να πάνε να βοηθήσουν με δικά τους μέσα χρησιμοποιώντας ως παράδειγμα τους «γκαζμάδες». Και έτσι έγινε. Πήγαν όλοι κρατώντας γκαζμάδες. Μόνο γκαζμάδες, οι σατανάδες.
«Πετσιά» ή «Πέτσακες»
Έτσι ονόμαζαν με προφανή υποτιμητική διάθεση τον ορεσίβιο και «πρωτόγονο» χωρικό της Κρήτης που κατέβαινε στις πόλεις με τσαμπουκά και κατακτητικές διαθέσεις. Επίσης, για τους Ηρακλειώτες υπάρχει και το Σουμπερίτες επειδή στην κατοχή ο αδίστακτος ναζί Φριτς Σουμπερτ είχε εκεί την έδρα του. Και επειδή μιλάμε για Κρήτη, για να μην έχουμε τίποτα ιστορίες, είναι ξεκάθαρο πως αυτά καλό είναι να μη λέγονται.
Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.