Μενού
Σκοτεινό σπίτι
Σκοτεινό σπίτι | Shutterstock
  • Α-
  • Α+

Υπάρχουν στοιχειωμένα σπίτια στην Αθήνα και τον Πειραιά; Η σύντομη απάντηση είναι «όχι, τι βλακείες είναι αυτές». Υπάρχουν όμως και λίγο πιο περίπλοκες απαντήσεις, που κάνουν αυτούς που πιστεύουν στα στοιχειωμένα σπίτια να νιώθουν, έως και δικαιωμένοι.

Ας τις καταγράψουμε, με θράσος μεγαλύτερο κι από εκείνο του Φοξ Μόλντερ στα «Χ-Files».

Στο Κολωνάκι, «το πτώμα αποβιώσαντος ανθρώπου» προκαλεί ταραχές

ελευθερια

Το 1961, στην οδό Δύμης 4, στο Κολωνάκι,, «ηκούοντο τη νύκτα φοβεροί θόρυβοι ανεξήγητοι». Ψυχοφοσιολόγος συμβούλεψε τα τέσσερα άτομα που έμεναν στο σπίτι να απομακρυνθούν, ενώ ο ρεπόρτερ της εφημερίδας Ελευθερία, αναρωτιέται για πόσο χρόνο θα πρέπει να εφαρμοστεί ένα τέτοιο μέτρο.

Σύμφωνα πάντως, με το μέλος της εταιρείας Ψυχικών Ερευνών, Ερνέστο Μποτσάνο, τα φαινόμενα δεν θα μπορούσαν να παύσουν, πριν επιτευχθεί επικοινωνία μεταξύ ανθρώπων εν ζωή και του ανθρώπου που έχει απεβιώσει, και προκαλεί αυτούς τους «φοβερούς θορύβους».

Χ-Files δηλαδή, κανονικά. 

Βίλα Καζούλη

Όπως αναφέρεται στη Μηχανή του Χρόνου, την περίοδο της γερμανικής κατοχής η έπαυλη, κατόπιν κατάληψης των Γερμανών, διετέλεσε φρουραρχείο των SS. Θρύλοι περί φαντασμάτων εντός της έπαυλης μοιάζουν ολοένα και πιο αληθινοί στο άκουσμα των μεσαιωνικών βασανιστηρίων εις βάρος των συλληφθέντων αντιστασιακών. Οι εφιαλτικοί μέθοδοι των SS οδήγησαν στον θάνατο 12 Ελλήνων, οι οποίοι θάφτηκαν στον κήπο της έπαυλης.

Φήμη που έρχεται να ενισχύσει την ύπαρξη φαντασμάτων, αποτελεί η δολοφονία της δημοσιογράφου Χούλια, από τους Γερμανούς, έξω ακριβώς από την έπαυλη.

Κάποιοι ισχυρίζονται ότι τις νύχτες στις σκοτεινές γωνίες της κάποτε λαμπερής και γεμάτης ζωή έπαυλης, περιπλανώνται οι σκιές των νεκρών του πολέμου, σε έναν αστικό μύθο που κρατάει ακόμα, οκτώ δεκαετίες μετά την Κατοχή. 

Bίλα Λεβίδη

Μαζικές συλλήψεις και βασανιστήρια ανταρτών φαίνεται πως συνέβησαν στο Λόφο Λεβίδη και πιο συγκεκριμένα, στην επιταγμένη από τους Γερμανούς, βίλα του απόστρατου συνταγματάρχη Δημήτριου Λεβίδη, ως αντίποινα για τους θανάτους Γερμανούς στρατιωτών. Στο πέρασμα των δεκαετιών, η βίλα χρησιμοποιήθηκε ως σκηνικό για γυρίσματα ταινιών, και ύστερα ερήμωσε. Πολλά έχουν ακουστεί για πνεύματα, και «κακές ενέργειες» που στοιχειώνουν το χώρο της, χωρίς όμως κάτι να έχει επιβεβαιωθεί. 

Η έπαυλη Μαυρομιχάλη

Οι μύθοι γύρω από την οικία Μαυρομιχάλη είναι άπειροι. Ίσως διαφοροποιούνται ελαφρά με το πέρασμα των ετών, αλλά η ουσία παραμένει ίδια: Θρυλείται πως μέσα στο σπίτι κυκλοφορεί το πνεύμα μιας κοπέλας ντυμένης στα λευκά, που βιάστηκε από έναν άντρα, πιθανότατα Τούρκος από την εποχή της Τουρκοκρατίας. Υπάρχουν επίσης φήμες πως από το σπίτι των Μαυρομιχαλάιων ξεκινούν υπόγειες στοές που καταλήγουν είτε στην Ύδρα είτε στο νησάκι της Σταλίδας. Άλλες τοπικές διηγήσεις αναφέρουν πως ένα τρανσέξουαλ εκδιδόμενο άτομο ονόματι Στέλιος ή Άντζελα, συνευρισκόταν με πελάτες του εκεί ή και πως στους χώρους της έπαυλης έχει διαπραχθεί δολοφονία.

Ο Πύργος των Ονείρων

Ο Κουρτάλης πούλαγε υφάσματα, κι έβγαζε καλά χρήματα απ' αυτή τη δουλειά. Είχε φιλοδοξίες όμως για τον εαυτό του. Ήθελε να γίνει τραγουδιστής της όπερας. Αργότερα θέλησε να γίνει και δήμαρχος, αλλά δεν τα κατάφερα.

Ύστερα κλείστηκε στο σπίτι του, στην οδό Σμολένσκι 4, στο Νέο Φάληρο. Πέθανε κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες. Κάποιοι κάτοικοι της περιοχής έλεγαν κατά καιρούς πως αν περάσεις από το σπίτι θα ακούσει κάποιον να τραγουδάει, πίσω από τα κλειστά πατζούρια. Μα αν πας να αγγίξει την αυλόπορτα η φωνή θα ακουστεί σκληρή: «Μακριά. Ο πύργος είναι δικός μου».

Σήμερα το ακίνητο έχει νέο ιδιοκτήτη. Δεν παίρνουμε και όρκο ότι οι φωνές έχουν σταματήσει για πάντα.
 

Το νεοκλασικό της ζωγράφου στην Καλλιθέα

λασκαριδου


«Με συγχωρείτε, η ομορφιά σας με θάμπωσε»

«Κι εμένα η δική σας...» (αφήγηση της ζωής της Σοφίας Λασκαρίδου και του έρωτα της για τον Περικλή Γιαννόπουλο, στην εφημερίδα «Εμπρός», το 1931. 

Γύρω από το όνομα της ζωγράφου Σοφίας Λασκαρίδου υπάρχει εδώ και χρόνια ένας θρύλος. Περνώντας κάποιος από την οδό Λασκαρίδου στην Καλλιθέα συναντά ένα εντυπωσιακό διώροφο νεοκλασικό, στο οποίο η ζωγράφος έζησε τα πιο δημιουργικά της χρόνια.

Ο Περικλής Γιαννόπουλος, ένας δημοσιογράφος με ιδέες μπροστά από την εποχή του, ένας άντρας που την αγάπησε πολύ, δεν μπόρεσε να αντέξει το γεγονός ότι η Λασκαρίδου βρισκόταν μακριά του, και αυτοκτόνησε. Ήταν το 1910. 

Έπειτα από αυτό η Λασκαρίδου βυθίστηκε στο πένθος. Κατέρρευσε. Σφράγισε τα πατζούρια για να μην μπαίνει φως στο σπίτι και έζησε έτσι μέχρι να πεθάνει. Συνεχώς λένε πως καθόταν σε μια κουνιστή πολυθρόνα σε ένα σκοτεινό δωμάτιο και έλεγε επαναλαμβανόμενα το όνομα του Γιαννόπουλου. Όταν πέθανε, δώρισε το σπίτι της στο δήμο Καλλιθέας, εκεί όπου σήμερα στεγάζεται η Δημοτική Πινακοθήκη.  

Ο θρύλος λέει πως στο σπίτι περιφέρεται τα βράδια το φάντασμα της, γεμάτο ενοχές για τον θάνατο του δημοσιογράφου.

Στο Μετς ακούγονται φωνές βασανισμένων ανταρτών

Στο σπίτι του πολιτευτή Μπακόπουλου, ύστερα από την κατάκτηση της Αθήνας από τους Γερμανούς, κατά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, εγκαταστάθηκε η φρουρά της Γκεστάπο. Εκεί κατέληγαν αρκετοί αντάρτες που συλλαμβάνονταν από τους Γερμανούς, για να βασανιστούν, συνήθως μέχρι θανάτου.

Ο θρύλος λέει πως οι αλύτρωτες φωνές τους ακούγονται μέχρι και σήμερα. 

Τα κακά πνεύματα στο Παγκράτι

Σπίτι Παγκράτι

Αύγουστος του 1930 και το Παγκράτι ζει τρομακτικές στιγμές. Στην οδό Αστυδάμαντος 39, στο σπίτι του Γιάννη Τομπόπουλου, συμβαίνουν ακατανόητα πράγματα, και το «όπου φύγει φύγει» είναι η μόνη διαφυγή. 

Σύμφωνα με τις πολυάριθμες μαρτυρίες των ενοίκων και των περιοίκων, κάθε βράδυ μετά τις 9:30, το εν λόγω σπίτι βομβαρδιζόταν από συνεχείς και θορυβώδεις ρίψεις από πέτρες, τούβλα και κοτρώνες. Εικάζεται πως στο σπίτι κυκλοφορούσε ένα άγριο πνεύμα, που προσπαθούσε με κάθε τρόπο να διώξει τους κατοίκους του. 

Κάποιοι, από τις γειτονικές κατοικίες, είχαν επηρεαστεί τόσο πολύ από αυτό το παράξενο γεγονός,  που  που κάθε βράδυ, γύρω στις 9:00, έτρεχαν να πιάσουν θέση σε κάθε ταράτσα, σε κάθε ύψωμα, σε κάθε παράθυρο και βεράντα, από όπου ήταν ορατό το προαύλιο της οικίας, στο οποίο τελούνταν ο απόκοσμος λιθοβολισμός.

Οι δημοσιογράφοι επισκέφτηκαν την οικία Τομπόπουλου και συνάντησαν τον ένοικό της, τον ενοικιαστή Β. Κωττούλια, κατά του οποίου, όπως φαινόταν, στρεφόταν η επίθεση του επικίνδυνου πνεύματος. Εκείνος, σαστισμένος και ιδιαιτέρως προβληματισμένος, τους εξήγησε πως οι λιθοβολισμοί είχαν κάτι σαν «πρόγραμμα». Συγκεκριμένα, γίνονταν γίνονταν τα τρία τελευταία βράδια, από τις 9:30 περίπου μέχρι τα μεσάνυχτα, οπότε και έπαυαν μυστηριωδώς, και στόχος τους ήταν μια μεγάλη γλάστρα στην εξώπορτα του σπιτιού του, αλλά και το τραπέζι, όπου ο Τομπόπουλος έτρωγε μαζί με την οικογένεια του. Ήταν κάποιο πνεύμα με τρολ διάθεση;

Στη συνέχεια, τους έδειξε τον πελώριο σωρό από πέτρες, που είχε συγκεντρωθεί κατά τη διάρκεια των τριών ημερών και τους επισήμανε πως έμοιαζαν με εκείνες που βρίσκονταν δεξιά σε μερικά ερείπια, μόνο που έπεφταν ανεξήγητα καυτές, σαν να είχαν βγει από τον κρατήρα ηφαιστείου. Επίσης, τους υπέδειξε το διπλανό οικόπεδο, από όπου κατέφταναν ορμητικά οι πέτρες. 

παγκρατι φαντασμα

Η είδηση δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ, στις 08/08/1930

Στο σημείο είχαν φτάσει ως και 20 αστυνομικοί με πολιτικά, έχοντας κατά νου πως πρόκειται για κάποιο φαρσέρ. Όμως δεν βρέθηκε κανείς, και οι πέτρες συνέχισαν να πέφτουν βροχή. Ήταν από κάποιο χέρι αόρατο; Κανείς δεν έμαθε ποτέ.

Μια άλλη ένοικος του σπιτιού, η Γ. Νουχάγιερ, πρόσθεσε: «Αυτό που μας συμβαίνει είναι τρομερό! Δεν ξέρουμε τι να κάνουμε, πού να σταθούμε… Νομίζει κανείς πως οι πέτρες βγαίνουν μέσα από τη γη! Και βγαίνουν ζεστές, καυτές! Δεν αγγίζονται!

Οι δημοσιογράφοι αποχώρησαν κι αυτοί σταυροκοπούμενοι, ενημερώνοντας τον Άγγελο Ταναγρα, τον Πρόεδρο της Εταιρίας Ψυχικών Ερευνών, ώστε να ασχοληθεί περαιτέρω με αυτό το παράξενο φαινόμενο, που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε και «πολτεργκάϊστ του Παγκρατίου».

Ένα φάντασμα που φωνάζει, κλαίει και σβήνει τα φώτα, στην οδό Μαυρομιχάλη

«Το φάντασμα του σπιτιού ενεφανιζόταν ως λευκή κόρη, εννοούσε να σβύνη τα φώτα. Αυτό ιδίως το ανακάλυψεν ο κύριος Μπεν. Ήταν η ενδέκατη νυκτερινή, όταν ηθέλησε να ανάψει ένα κερί εις το δωμάτιον του. Εχάλασε πολλά σπίρτα, έως ότου το κατόρθωσε. Μόλις το κατόρθωσε, ησθάνθη μια πνοήν η οποία του έσβυσε το κερί, ενώ από πουθενά δεν εφυσά, διότι όλα ήσαν κατάκλειστα».

Είμαστε στο Σεπτέμβριο του 1913, στην οδό Μαυρομιχάλη, στα Εξάρχεια, και η εφημερίδα ΣΚΡΙΠ έχει δημοσιεύσει το ρεπορτάζ μιας αλλόκοτης υπόθεσης. Το πνεύμα, αυτή η «πνοή» που αισθανόταν ο κύριος Πάνος Μπεν, οδήγησε τελικά την οικογένεια του στο να ξενοικιάσει το σπίτι στο οποίο ζούσε μαζί με τα δύο αδέλφια, τη γυναίκα και τα τρία παιδιά του, μόλις έξι μήνες μέσα στο συμβόλαιο τους.

μαυρομιχάλη φαντασμα2

Θρυλείται πως έγινε ο παρακάτω διάλογος μεταξύ του ιδιοκτήτη και του ενοικιαστή. 

-Μα, έπρεπε να μου το πεις, φίλε μου, ότι θα έφευγες από το σπίτι μου.
-Λέγονται, καημένε, τέτοια πράγματα; Να μετακομίζω έπειτα από έξι μόνο μήνες, επειδή το σπίτι σου έχει φαντάσματα;
-Σσστ… Δεν πρέπει να μας ακούσουν. Θα γράψουμε κάποιον άλλο λόγο στο συμβόλαιο για τη διάλυση της συμφωνίας μας. Θα πούμε, δηλαδή, ότι φεύγεις, επειδή το σπίτι δεν έχει νερό.

Ο συμβολαιογράφος ετοίμασε το έγγραφο, που ανέφερε ότι η μίσθωση λύθηκε εξαιτίας του ότι το σπίτι δεν έφερε τα οριζόμενα υπό του συμβολαίου. Ακολούθως, υπέγραψαν και οι δυο και κατόπιν, αποχώρησαν μαζί, συνομιλώντας εγκάρδια.

μαυρομιχαλη 3

Μαρτυρίες από μικροέμπορο που διατηρούσε μαγαζί δίπλα στην οικία του κυρίου Μπεν, ανέφεραν πως ένα βράδυ η αδελφή του, βρέθηκε πεσμένη στο πάτωμα και αναίσθητη, δίπλα από το κρεβάτι της και λίγους μήνες μετά, πέθανε ανεξήγητα. Στους μήνες που έζησε εκεί η οικογένεια Μπεν, η Φανή, σύντροφος του Πάνου, ήρθε αντιμέτωπη με το πνεύμα, ένα βράδυ όπου ξαφνικά και χωρίς λόγο, μετακινήθηκε ένα ολόκληρο έπιπλο με πιάτα και ποτήρια και έσπασαν όλα, ένα προς ένα. 

Στο πέρασμα των μηνών, ο Πάνος Μπεν, ήρθε ο ίδιος σε επαφή με το πνεύμα που είχε καταλάβει το σπίτι του, αλλάζοντας θέσεις στα έπιπλα, προκαλώντας φθορές σε όλο το σπίτι, ουρλιάζοντας τα ξημερώματα. Μέσα από το ρεπορτάζ της εφημερίδας ΣΚΡΙΠ, καταγράφουμε τα παρακάτω. 

μαυρομιχαλη φαντασμα

«Ακριβώς έξω από την κρεβατοκάμαρά του, είδε το ειδεχθέστερο θέαμα της ζωής του. Μια νεαρή γυναίκα, με κατάλευκα φορέματα, περπατούσε με το κεφάλι μισοκομμένο, ενώ από τον λαιμό της κυλούσαν αίματα. Ο κύριος Μπ. ένιωσε τα δόντια του να κροταλίζουν απ’ τον τρόμο. Μα, δεν άντεχε πια την παρατεταμένη φρίκη και ρώτησε δυνατά:

-Μα, επιτέλους! Τι γυρεύεις πια σ’ αυτό το σπίτι;
-Εσένα θέλω…, αποκρίθηκε με βραχνή φωνή η υπερφυσική οπτασία.»

Το πνεύμα συνέχισε να «τρολάρει» σατανικά, την άτυχη οικογένεια. Ένα βράδυ, η Φανή, έχοντας κακό προαίσθημα, έτρεξε έντρομη προς την κάμαρα που κοιμόντουσαν τα δύο αδέλφια. Αυτό που αντίκρυσε, την άφησε άναυδη. Η Ευγενία Μπεν, και ο Νότης, το τρίτου από τα αδέλφια της οικογένειας, κείτονταν ξαπλωμένοι στο πάτωμα, με τα σώματα τους ασάλευτα και χωρίς ανάσα. Ο Νότης συνήλθε μόνος του, πρώτος. Η Φανή και ο Πάνος τον κοίταζαν και δεν μπορούσαν να πιστέψουν. Είχε χάσει εκατοστά από το ύψος του. Μια «δύναμη» τον είχε κάνει ανεξήγητα κοντύτερο. Η Ευγενία συνήλθε λίγο αργότερα, κάνοντας λόγο για ένα «μαύρο πράγμα, ζωώδες» που εισέβαλε στο δωμάτιο τους και σκοτείνιασε τα πάντα. Λίγους μήνες μετά, η Ευγενία πέθανε, από μια ασθένεια που κανένας γιατρός δεν κατάφερε να κατανοήσει. Είχε αποκτήσει φόβο και αποστροφή για τους ανθρώπους. 

«Κολασμένες» παρουσίες, σε λαϊκή συνοικία του Πειραιά

stoixeiomeno

Το 1906, ένα σπίτι στον Πειραιά, στη συνοικία του Βάβουλα, επί της οδού Ράλλη, θεωρούνταν στοιχειωμένο και οι ένοικοι, όσο και οι περίοικοι, είχαν χάσει τον ύπνο και την ησυχία τους. Υποχθόνια πράγματα συνέβαιναν, πίσω από κλειστές πόρτες. Και κανένας δεν μπορούσε να μιλήσει γι' αυτα δημοσίως, από φόβο μη χαρακτηριστεί τρελός. 

Αυτή ήταν λοιπόν η αφορμή ώστε στις 19 Νοεμβρίου εκείνης της χρονιάς, οι ένοικοι του να αναγκαστούν να το εγκαταλείψουν, λύνοντας συμβόλαια και συμφωνίες και πληρώνοντας βαριά χρηματική αποζημίωση.

Ο κύριος Βυζάντιος (ναι, αυτό ήταν το όνομα του) που διέμενε εκεί μαζί με την οικογένειά του, ήταν ένας άνθρωπος σοβαρός, γνωστός και επιφανής Πειραιώτης, ο οποίος δήλωσε τα εξής:

«Κανείς στο σπιτικό μας δεν πιστεύει στα φαντάσματα. Εν τούτοις, μόλις μετακομίσαμε σε τούτο το σπίτι, από την πρώτη στιγμή αρχίσαμε να ακούμε υποχθόνιους κρότους, αόρατα βήματα και τρομακτικές συνομιλίες. Προσπαθήσαμε να βρούμε μια λογική εξήγηση για όλα τούτα τα μυστηριώδη, μα εις μάτην!»

«Μάλιστα, η οικογένεια του μεσαίου πατώματος, όπως και εκείνη του υπογείου, μας βεβαίωσαν πως οι παράξενοι θόρυβοι ακούγονταν διαρκώς εδώ και καιρό κι έτσι, η προηγούμενη οικογένεια που κατοικούσε στο άνω πάτωμα αναγκάστηκε κι αυτή να μετοικήσει για την ίδια αιτία».

Ο κύριος Βυζάντιος, προσηλώνοντας το βλέμμα του στο κενό, με φανερή την αγωνία στο πρόσωπό του, συνέχισε:

«Πολλές νύχτες άκουγα βαριά βήματα στην ταράτσα και δυνατούς κρότους, ξαφνικούς και κολασμένους, που μας έκοβαν την ανάσα. Παραφύλαξα, λοιπόν, εγώ ο ίδιος για να ανακαλύψω την αιτία, αλλά δε διέκρινα τίποτα περίεργο.

Μα, ατυχώς, η γυναίκα μου λιποθύμησε επανειλημμένως, νομίζοντας ότι είχε δει ένα απαίσιο φάντασμα μέσα στο σπίτι, το οποίο εμφανιζόταν μετά τους μυστηριώδεις κρότους. Τα παιδιά μου, επίσης, είναι φοβισμένα και δείχνουν ολοφάνερα πως υποφέρουν.

Το σπίτι μας δείχνει να είναι στοιχειωμένο. Συνεπώς, δίχως δεύτερη σκέψη, ακόμα κι αν έπρεπε να καταβάλλω αποζημίωση τριών μηνών, προτίμησα να μετακομίσουμε, προκειμένου να βρούμε τη χαμένη ηρεμία μας» δήλωσε με πίκρα.


Με στοιχεία από Strange Press

 

Google News

Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.

BEST OF LIQUID MEDIA