Μενού
  • Α-
  • Α+

Ο τελευταίος «μεγάλος» του ελληνικού μπάσκετ, ο Βασίλης Σπανούλης, αποφάσισε λοιπόν να διπλώσει τη βαριά φανέλα με το Νο 7, να πετάξει από τη ντουλάπα τα αθλητικά ρούχα και να κάνει μια τελευταία βόλτα αναμνήσεων στη τζαμαρία των μεταλλίων και των κυπέλλων, προτού ανακοινώσει την τελική απόφαση.

Ο Βασίλης Σπανούλης, ο άνθρωπος που συνέδεσε το όνομά του με την αλλαγή στον ρου της Ιστορίας του Ολυμπιακού, είπε το μεγάλο «αντίο» στο ελληνικό μπάσκετ και βύθισε ακόμη περισσότερο στο σκοτάδι όλους αυτούς που εδώ και μια πενταετία αναρωτιούνται «και μετά;». Ολους αυτούς που από το τέλος της πρώτης δεκαετίας του 2000 είχαν αρχίσει να «ψιλιάζονται» τη δουλειά και να αντιλαμβάνονται πόσο διαφορετικό θα είναι το άθλημα, χωρίς αυτούς που το γιγάντωσαν τα τελευταία χρόνια. Ολους αυτούς που γνώριζαν ότι Διαμαντίδης και Σπανούλης βγαίνουν δύο φορές στα 50 χρόνια, αυτούς που είχαν τη γνώση και την κρίση για να αντιληφθούν πως το ελληνικό μπάσκετ αρχίζει να στερεύει από πρόσωπα και νικητές. 

Η φουρνιά των φιλάθλων που μεγάλωσε με μπάσκετ από τη δεκαετία του '80 δεν ήταν απλά τυχερή. Ενιωσε ευτυχισμένη... Ευτυχισμένη γιατί πέρασε μπροστά στα μάτια της παίκτες που ενδέχεται να συναντήσουμε ξανά σε 100 χρόνια από σήμερα. Αθλητές που γιγάντωσαν το άθλημα πρώτα με το πάθος τους και μετά με τον επαγγελματισμό τους. Πρόσωπα που γεννήθηκαν για να κάνουν πρωταθλητισμό, αθλητές που είχαν τα προσόντα να γίνουν ηγέτες και να συμπαρασύρουν το συναίσθημα εκατομμυρίων ανθρώπων που λάτρεψαν το μπάσκετ και κατ' επέκταση τις ομάδες τους.

Οι Αρειανοί ταυτίστηκαν με τον Γκάλη και τον Γιαννάκη, οι Παναθηναϊκοί με τον Διαμαντίδη και την υπόλοιπη ελίτ της πρώτης δεκαετίας του 2000, οι Ολυμπιακοί με τον ηγέτη Σπανούλη που άλλαξε τη μοίρα τους, και τώρα που όλοι οι μεγάλοι ανήκουν στο πάνθεον της Ιστορίας, αναβιώνει σε καφενειακό επίπεδο αυτή η περιβόητη συζήτηση για το ποιος ήταν τελικά ο κορυφαίος. Μια συζήτηση που αφορά περισσότερο οπαδούς και λιγότερο φιλάθλους.

Μια κουβέντα που ικανοποιεί τα βιώματα του καθενός, ανάλογα με ποια ομάδα υποστηρίζει. Μια ανταλλαγή απόψεων για την οποία δεν υπάρχει αντικειμενικό κριτήριο. Οχι, κανείς μα κανείς δεν μπορεί με αντικειμενικό κριτήριο να «βαφτίσει» κορυφαίο έναν από τους Γκάλη, Διαμαντίδη και Σπανούλη. Και δεν μπορεί γιατί απλούστατα δεν υπάρχει αντικειμενικό κριτήριο. Η παραπάνω κρίση ήταν, είναι και θα είναι υποκειμενική, από τη στιγμή που συζητάμε για ένα ομαδικό άθλημα που οι τίτλοι κερδίζονται και χάνονται από τις ομάδες και όχι από τα πρόσωπα. Η συζήτηση αυτή μπορεί να γίνει υπό όρους. Μπορεί να τεθεί στο τραπέζι, όταν ο καθένας θέσει στον συνομιλητή του τις προτεραιότητες με τις οποίες κρίνει τον «κορυφαίο».

Για κάποιον μπορεί να είναι οι τίτλοι της ομάδας του στο παρκέ. Για κάποιον άλλον μπορεί να είναι η επίδραση που είχε ο αγαπημένος του παίκτης στη δική του ομάδα. Για κάποιον τρίτο μπορεί να είναι η επιρροή που είχε ο αθλητής στο σύνολο του ελληνικού μπάσκετ. Και οι τρεις δίκιο θα έχουν, αλλά ο καθένας το δικό του (υποκειμενικό) δίκιο... Καμία από τις παραπάνω απόψεις δεν είναι «σωστή» ή «λάθος», καμία από τις παραπάνω σκέψεις δεν αποτελεί αντικειμενικό κριτήριο «κορυφαίου». Και το βασικότερο; Αποτελεί μια συζήτηση, η οποία αν γίνει σε σοβαρή βάση, αδικεί όλους εκείνους που έγραψαν τη δική τους Ιστορία όλα αυτά τα χρόνια, αφήνοντας το δικό τους στίγμα. Από τον Παναγιώτη Γιαννάκη, τον Παναγιώτη Φασούλα και τον Φάνη Χριστοδούλου μέχρι τους πιο πρόσφατους σε Παναθηναϊκό και Ολυμπιακό.

Ο Διαμαντίδης άλλαξε το μπάσκετ

Προσωπικά θεωρώ ότι ο Διαμαντίδης άλλαξε το μπάσκετ και συνδιαμόρφωσε με τους συμπαίκτες του μια διαφορετική κουλτούρα φιλάθλων. Εκπαίδευσε έναν ολόκληρο λαό στο να αντιληφθεί πως στο μπάσκετ δεν κερδίζει αυτός που βάζει τους περισσότερους πόντους, αλλά αυτός που παίζει περισσότερο έξυπνα. Αλλαξε το μπάσκετ, γιατί μαζί με τον Παπαλουκά, δημιούργησαν εντελώς διαφορετικά δεδομένα στον τρόπο με τον οποίο παίζεται το άθλημα τα τελευταία 20 χρόνια.

Ο Διαμαντίδης αποτελεί μια σφραγίδα για το ελληνικό μπάσκετ. Είναι αυτό το «πλήρες» που έβγαζε στο γήπεδο και το οποίο δεν μπορεί να περιγραφεί εύκολα με λόγια, αν δεν είχες κάνει συμπαίκτης του. Ηταν αυτό το «τέλειο» που αναζητά να βλέπει ένας προπονητής στο παρκέ και το οποίο δεν γνώριζε ο απλός φίλαθλος μέχρι τη στιγμή που πήρε τον Παναθηναϊκό στην πλάτη του... Τα χνώτα του Διαμαντίδη ταίριαξαν με τα χνώτα των Παναθηναϊκών... Δεν ήταν απλά ένας μεγάλος παίκτης, ήταν και μια προσωπικότητα που ταίριαξε στη φιλοσοφία των φιλάθλων, ένας άνθρωπος που το χαμηλό προφίλ του δημιούργησε ένα διαφορετικό μοντέλο αθλητή, εντελώς ξεχωριστό απ' αυτά που γνωρίζαμε μέχρι σήμερα.

Σπανούλης: Ο μεγαλύτερος ηγέτης

Ο Σπανούλης είχε ένα μοναδικό χάρισμα, πρωτοφανές στην Ιστορία του ελληνικού μπάσκετ. Τα ηγετικά του προσόντα δεν τα είχε κανείς άλλος. Ουδείς μπορούσε να δουλέψει μυαλό και σώμα με τον τρόπο που το έκανε ο αρχηγός του Ολυμπιακού. Κανείς δεν μπορούσε να βάλει το «θέλω» του για τη νίκη πιο ψηλά απ' ό,τι το έβαζε ο Σπανούλης. Αυτή η νοοτροπία που «χτίστηκε» από μικρό παιδί, ήταν το κλειδί της επιτυχίας για να αλλάξει η ιστορία του Ολυμπιακού και του ελληνικού μπάσκετ. Είχε πει κάποτε ο Μάνος Παπαδόπουλος, τζένεραλ μάνατζερ επί χρόνια στον Παναθηναϊκό, πως όσα λεφτά κι αν ξόδευε ο Ολυμπιακός δεν θα μπορούσε να χτυπήσει τον Παναθηναϊκό, αν δεν είχε πάρει τον Βασίλη Σπανούλη. Κι έτσι είναι... Αυτό που έδωσε ο «Kill Bill» στους «ερυθρόλευκους» ήταν πιο δυνατό από τους πόντους που έβαλε και τα τρίποντα που έβαλε. Η νοοτροπία νικητή που επέβαλε στα αποδυτήρια του Ολυμπιακού, καθιστά αναμφισβήτητα τον Σπανούλη ως τον κορυφαίο παίκτη στην Ιστορία του μπασκετικού τμήματος... Παίκτης με τον αθλητικό εγωισμό του Σπανούλη δύσκολα θα ξαναβγάλει το ελληνικό μπάσκετ. Αθλητής που μέσα στο παρκέ μπορεί να διαχειρίζεται τόσο σωστά τα συναισθήματά του, δύσκολα θα υπάρξει ξανά.

Γκάλης: Αλλαξε τη ζωή μιας χώρας

Προσωπικά, αν έπρεπε με το πιστόλι στον κρόταφο να απαντήσω στην καφενειακή συζήτηση «Σπανούλης, Διαμαντίδης ή Γκάλης;», θα επέλεγα την τρίτη επιλογή. Θα επέλεγα «Γκάλης» θέτοντας το κριτήριο του ποιος είχε τελικά τη μεγαλύτερη επιρροή στο άθλημα. Ποιος ήταν δηλαδή εκείνος που γιγάντωσε περισσότερο το ελληνικό μπάσκετ, ποιος ήταν αυτός που σήκωσε μια χώρα στην πλάτη του και μέσα σ' ένα βράδυ «έχτισε» εκατομμύρια γήπεδα σε όλη την Ελλάδα. Θεωρώ ότι ο Διαμαντίδης και ο Σπανούλης θέρισαν εκεί που ο Νικ και η παρέα του '87 έσπειραν...

Η επιτυχία του 1987, αλλά και τα όσα ακολούθησαν με τον Αυτοκράτορα Αρη που έκλεινε τον κόσμο στο σπίτι του κάθε Πέμπτη βράδυ, αποτελούν τη φλόγα που έκαναν το ελληνικό μπάσκετ τεράστιο τα τελευταία 40 χρόνια. Οι περισσότεροι της νέας γενιάς θα πουν «άλλες εποχές» ή θα αναρωτηθούν «μπορούσε ο Γκάλης να παίξει με τις σημερινές συνθήκες;». Δεν υπάρχει απάντηση θα πω εγώ, όπως δεν υπάρχει κι ένα κριτήριο για να αποφασίσουμε ποιος τελικά είναι ο κορυφαίος. Ο καθένας το κρίνει με τα δικά του δεδομένα, τα δικά του βιώματα και τον τρόπο που αρέσκεται να βλέπει το άθλημα... Και στο κάτω - κάτω μικρή σημασία έχει, όταν θα τα ξαναδούμε σε καμιά 50αριά χρόνια από σήμερα...

    

Google News

Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.

BEST OF LIQUID MEDIA