Μενού
  • Α-
  • Α+

Αυξάνεται η νευρικότητα και η ανησυχία στην Τουρκία για την ανατροπή των ισορροπιών ισχύος στο Αιγαίο λόγω των εξελισσόμενων στρατηγικής σημασίας εξοπλιστικών προγραμμάτων των Ενόπλων Δυνάμεων και της αδυναμίας, την ίδια στιγμή, της Αγκυρας να έχει πρόσβαση σε σύγχρονα αμερικανικά μαχητικά αεροσκάφη. Τα γρήγορα αντανακλαστικά, που επέδειξε η χώρα μας προχωρώντας σε προμήθειες οπλικών συστημάτων, αξίας άνω των 14 δις ευρώ, και η αδιέξοδη αν όχι αυτοκαταστροφική εξωτερική πολιτική του Τούρκου προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στρέφοντας τους πάντες εναντίον του έχουν διαμορφώσει νέα δεδομένα στους στρατιωτικούς συσχετισμούς στην περιοχή μας. 

Ο πρωτοφανής εκνευρισμός στις δημόσιες τοποθετήσεις των Τούρκων αξιωματούχων προδίδει τον έντονο προβληματισμό, που υπάρχει στη γείτονα, για την πραγματικότητα αυτή καθώς τα περιθώρια αντίδρασης της Αγκυρας στην αδιαμφισβήτητη αεροπορική υπεροχή της Πολεμικής Αεροπορίας το επόμενο διάστημα στενεύουν. Στο πλαίσιο αυτό, το τουρκικό καθεστώς επιχειρεί με κάθε μέσο να παρουσιάσει την αποτυχία της τουρκικής διπλωματίας στο επίπεδο των στρατιωτικών εξοπλισμών ως αθέτηση συμφωνιών εκ μέρους των ΗΠΑ, οι οποίες κατά τους Τούρκους, έχουν επιλέξει τη χώρα μας ως βασικό στρατηγικό τους εταίρο στην Ανατολική Μεσόγειο

«Αλλάζουν οι ισορροπίες στο Αιγαίο;» - «Ναι»

Ενδεικτική του κλίματος, που έχει διαμορφωθεί στην Αγκυρα αναφορικά με το ισοζύγιο στρατιωτικής ισχύος και την επικίνδυνη πορεία, που έχουν πάρει οι ελληνοτουρκικές σχέσεις, είναι η συνέντευξη, που παραχώρησε στην κρατική Τουρκική Ραδιοφωνία Τηλεόραση (TRT) ο γνωστός αμυντικός αναλυτής Αρντά Μεβλούτογλου. Δεδομένου ότι ο κρατικός ραδιοτηλεοπτικός φορέας της γείτονα αποτελεί τον επίσημο δίαυλο της τουρκικής προπαγάνδας το ερώτημα, «αλλάζουν οι ισορροπίες στο Αιγαίο;», στο οποίο κλήθηκε να απαντήσει ο Αρντά Μεβλούτογλου, δίνοντας καταφατική απάντηση, έχει τη δική σημασία. Ο μεγάλος φόβος των Τούρκων, που μέρα με τη μέρα γίνεται πεποίθηση, είναι πως η Ελλάδα αναδεικνύεται σε νέο «μεγάλο εταίρο» της Ουάσιγκτον στην περιοχή με τη δημόσια συζήτηση να επικεντρώνεται στη διαπίστωση ότι η πολιτική ισορροπίας των ΗΠΑ έχει διαταραχθεί υπέρ της Αθήνας. 

Η συνέντευξη Μεβλούτογλου στην TRT ξεκινά με την καταγραφή της απάντησης της ελληνικής πλευράς στο μήνυμα της Αγκυρας, «αν δεν καθίσετε φρόνιμα θα έρθουμε ένα βράδυ ξαφνικά», που είναι, «έχουμε αεροπορική υπεροχή, θα τους συντρίψουμε». Η Τουρκία έχει επενδύσει στην εθνική αμυντική βιομηχανία της, σε μεγάλο βαθμό και λόγω του αμερικανικού εμπάργκο ενώ «η Αθήνα επέλεξε μια διαφορετική κατεύθυνση τα τελευταία χρόνια. Ποντάρει περισσότερο σε εξοπλισμούς και εντάσσει αρκετά προηγμένα συστήματα στο οπλοστάσιο της. Το 2020 η Ελλάδα δαπάνησε 530 εκατ. ευρώ σε εξοπλισμούς. Το 2021 το ποσό αυτό ξαφνικά ξεπέρασε τα 2,52 δισ. ευρώ. Πέρυσι το πόσο, που δαπανήθηκε ήταν 3,37 δισ ευρώ».

Οπως αναφέρει ο Αρντά Μεβλούτογλου, μετά την ένταξη Ελλάδας και Τουρκίας στο ΝΑΤΟ το 1952 και οι δυο χώρες έχουν εξοπλίσει τον στρατό τους σχεδόν εξολοκλήρου με αμερικανική βοήθεια. «Στους εξοπλισμούς, τα όπλα και τη χρηματική βοήθεια που προσέφεραν στην Τουρκία και την Ελλάδα, οι ΗΠΑ τήρησαν ορισμένα κριτήρια έχοντας υπόψη και τον περιφερειακό ανταγωνισμό. Δόθηκαν ίδια ή παρόμοια οπλικά συστήματα εντός συγκεκριμένου αριθμητικού ορίου. Και οι δύο χώρες έχουν λάβει περίπου την ίδια χρονική περίοδο τα F-104 Starfighter, F-102 Delta Dagger, F-4E Phantom II και F-16 Fighting Falcon».

Η αναλογία 7 προς 10 έχει ανατραπεί 

Δεν είναι μυστικό ότι οι ΗΠΑ διατηρούσαν μια ισορροπία, που είναι γνωστή στο κοινό ως «αναλογία 7 προς 10», στη βοήθεια όπλων που χορηγούσε στην Τουρκία και την Ελλάδα. «Η αναλογία αυτή προέκυψε με τη διαπίστωση και τη σύγκριση της ποσότητας των στρατιωτικών βοηθειών που χορηγήθηκαν στις δυο χώρες μετά το 1947, από τον τότε πρωθυπουργό της Ελλάδας, Κωνσταντίνο Καραμανλή». Μετά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο το 1974, «ο Καραμανλής έθεσε αυτή την αναλογία ως διαπραγματευτικό χαρτί στο τραπέζι και η αναλογία απέκτησε σάρκα και οστά με το έγγραφο ΄Αρχές για τη μελλοντική αμυντική συνεργασία ΗΠΑ-Ελλάδας΄ της 15ης Απριλίου 1976, ύστερα από έντονες διπλωματικές πιέσεις. Η Τουρκία αντέδρασε, αλλά στην πράξη η αναλογία 7 προς 10 συνεχίστηκε».

Με την επανίδρυση της αμυντικής βιομηχανίας της Τουρκίας από τις αρχές της δεκαετίας του ’80 και ειδικότερα την ανάπτυξη της παραγωγικής ικανότητας της μετά τη δεκαετία του ’90, «μειώθηκε με γοργούς ρυθμούς η στρατιωτική βοήθεια, που λάμβανε από τις ΗΠΑ. Κατά συνέπεια, δεν υπήρχε δυνατότητα εφαρμογής αυτής της αναλογίας εξισορρόπησης στην πράξη». Ο Τούρκος αμυντικός αναλυτής διαπιστώνει ότι οι τουρκοαμερικανικές σχέσεις έχουν επιδεινωθεί τα τελευταία χρόνια λόγω ζητημάτων όπως «η PYD/PKK, η Ανατολική Μεσόγειος, τα S-400 και τα F-35 καθώς και ο αρχηγός της FETÖ» με τη χώρα μας «να εκμεταλλεύεται καλά τα παράθυρα ευκαιρίας που δημιούργησαν τα περιφερειακά ζητήματα ασφαλείας και με γοργούς ρυθμούς ανέπτυξε τις σχέσεις της με περιφερειακούς παίκτες όπως το Ισραήλ, η Αίγυπτος, η Ιταλία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα καθώς επίσης και με μεγάλες εκτός περιοχής δυνάμεις όπως οι ΗΠΑ και η Γαλλία».

Ειδικότερα, «επί διακυβέρνησης Τραμπ, η στρατιωτική συνεργασία μεταξύ Ουάσινγκτον-Αθήνας ενισχύθηκε. Η Ελλάδα κατέστη βασικός εταίρος των ΗΠΑ στην Ανατολική Μεσόγειο και τη Μαύρη Θάλασσα. Αντανάκλαση αυτής της κατάστασης στην πολεμική αεροπορία μπορεί να θεωρηθεί ο εκσυγχρονισμός των ελληνικών F-16 σε επίπεδο F-16V, τα ελικόπτερα ένοπλης αναγνώρισης OH-58D, τα θετικά σημάδια για την προμήθεια F-35 και η αύξηση των κοινών ασκήσεων και εκπαιδεύσεων».

Η Ελλάδα με το F-35 θα αποκτήσει αεροπορική υπεροχή 

Για τους Τούρκους η αποπομπή τους από το πρόγραμμα των F-35 και η επικείμενη ένταξη της Ελλάδας σε αυτό με την Πολεμική Αεροπορία να ετοιμάζεται να εντάξει στις τάξεις της τα προσεχή χρόνια το stealth μαχητικό αποτελεί το μείζον ζήτημα της έντασης με την Ελλάδα και στην ουσία με τις ΗΠΑ. «Αυτό το αεροπλάνο αποτελεί τη βάση του μεταμοντέρνου Ατλαντικού Τείχους, που χτίζεται πάνω σε μια γραμμή, που ξεκινάει από το πιο βόρειο σημείο της Ευρώπης, τη Νορβηγία και τη Φινλανδία και εκτείνεται στην Πολωνία, τη Γερμανία και την Τσεχία και, στο εγγύς μέλλον, στην Ελλάδα και στη βάση Ακρωτηρίου στην Κύπρο. Επομένως, η προμήθεια F-35 είναι πάρα πολύ σημαντική για την Ελλάδα, όχι μόνο για να αποκτήσει αεροπορική υπεροχή έναντι της Τουρκίας στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο, αλλά ταυτόχρονα και ως προς τη γεωστρατηγική της θέση»

«Οι Ελληνες θα επιτεθούν στην Τουρκία την επόμενη 5ετία»

Η προειδοποίηση, που διατυπώνει συχνά ο Τούρκος υπουργός Αμυνας Χουλουσί Ακάρ, ότι, «δεν θα επιτρέψουμε ένα τετελεσμένο στο θέμα της Ελλάδας», δεν είναι τυχαία. Είναι σαφής η πρόθεση της Αγκυρας να εμφανίσει τη χώρα μας ως επιτιθέμενη και στο πλαίσιο της «νόμιμης άμυνας» η Τουρκία να απαντήσει στρατιωτικά δικαιολογώντας με αυτό τον τρόπο τους επεκτατικούς σχεδιασμούς της. Μάλιστα, ορισμένοι κύκλοι στη γείτονα υποστηρίζουν ότι η Ελλάδα δε θα τολμήσει μια μακροχρόνια θερμή σύγκρουση με την Τουρκία, ωστόσο «θα είναι εκείνη που θα επιτεθεί πρώτη σε κατάλληλο περιβάλλον και ύστερα θα διατηρήσει τη θέση της μετά την παρέμβαση των ΗΠΑ, της ΕΕ και του ΝΑΤΟ». Την άποψη αυτή υιοθετεί και ο Αρντά Μεβλούτογλου σημειώνοντας: «Υπό τις συνθήκες αυτού του κλίματος στα επόμενα 5-7 χρόνια, θεωρώ υψηλό τον κίνδυνο η Ελλάδα, βασιζόμενη στις ισχυρές στρατιωτικές και πολιτικές σχέσεις με τη Δύση και την εκσυγχρονισμένη ναυτική και αεροπορική της ισχύ, να τολμήσει ένα σενάριο, που μπορεί να έχει σύντομη διάρκεια αλλά να δώσει τη μέγιστη ζημιά και θα δείξει την Τουρκία ως επιθετική ή ένοχη στο διεθνές περιβάλλον».

Οι Τούρκοι ελπίζουν σε οικονομική κρίση στην Ελλάδα λόγω των εξοπλισμών

Είναι τέτοια η ανησυχία στην Αγκυρα για τους στρατιωτικούς εξοπλισμούς της χώρας μας, που οι Τούρκοι δείχνουν ότι πλέον ποντάρουν σε μία νέα κρίση της ελληνικής οικονομίας. Η ρητορική αυτή κατά βάση υποστηρίζει ότι τα εξοπλιστικά προγράμματα της ελληνικής κυβέρνησης σύντομα θα μετατραπούν πάλι σε μια πολύ σοβαρή οικονομική κρίση. Ο Τούρκος αναλυτής υπερθεματίζει υπενθυμίζοντας ότι μετά την Κρίση των Ιμίων το 1996, η Ελλάδα επιδόθηκε σε ένα πολύ εντατικό και θεαματικό εξοπλιστικό πρόγραμμα. 

«Κατά τη φρενίτιδα αυτή, που κράτησε μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 2000, η Ελλάδα προμηθεύτηκε μεγάλο αριθμό όπλων και εξοπλισμών από τις ΗΠΑ, τη Γερμανία και τη Γαλλία. Ωστόσο, η αγορά αυτών των συστημάτων επιβάρυνε αρκετά τον προϋπολογισμό και αύξησε περαιτέρω τα προβλήματα συντήρησης, που είχαν ήδη χρόνιο χαρακτήρα. Παρατηρούμε μια παρόμοια κατάσταση στις εξοπλιστικές δράσεις και τα τελευταία χρόνια». 

Επισημαίνει δε, ότι «αν και το κόστος χρηματοδότησης της αρχικής αγοράς είναι χαμηλό με τη βοήθεια της πολιτικής συγκυρίας, το κόστος συντήρησης και επιμελητείας των συστημάτων, που αγοράστηκαν, μακροπρόθεσμα θα επιβαρύνει σημαντικά την ελληνική οικονομία. Η Αθήνα έχει εισέλθει σε έναν φαύλο κύκλο και έχει αυξήσει ακόμα περισσότερο την εξάρτηση της από το εξωτερικό».


 

Google News

Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.

BEST OF LIQUID MEDIA