Ο τρόπος με τον οποίο φτάνουν μέσα μας οι πρώτες φωνές, οι πρώτες ιστορίες, είναι πάντα ανεπανάληπτος. Θυμάμαι, παιδί, στο σχολείο, μέσα σε αίθουσες γεμάτες ανήσυχα βλέμματα, τις δασκάλες να μας συστήνουν στο έργο των σπουδαίων μεγάλων ποιητών. Και τότε ήρθε η μουσική. Του Μίκη Θεοδωράκη. Τα διαχρονικά αυτά τραγούδια, με μια δύναμη σχεδόν υπερφυσική, μας κρατούσαν ακίνητους - σαν να μας διαπερνούσαν. Κουβαλούσαν πάθη, εξορίες, μνήμες, συγκινήσεις και ελπίδες - όλα δοσμένα απλόχερα για τον ελληνικό λαό.
Σε αυτόν τον μικρό εαυτό επιστρέψαμε όσοι βρεθήκαμε το σαββατοκύριακο που μας πέρασε στο Δημοτικό Θέατρο Λυκαβηττού, για να παρακολουθήσουμε την μουσική παράσταση-αφιέρωμα στον Μίκη Θεοδωράκη «Μες στους ανθισμένους κήπους», μαζί με την Νατάσσα Μποφίλιου, σε ενορχηστρώσεις του Θέμη Καραμουρατίδη. Το πρώτο βίωμα επέστρεψε σχεδόν αναλλοίωτο, με το πάθος του να έχει μετατραπεί σε ξεσηκωμό και παραλήρημα. Και το δροσερό αεράκι της βραδιάς δεν ήταν μόνο του ουρανού, ήταν και δικό μας. Το φέραμε μαζί μας, το κουβαλήσαμε μέσα από χαραμάδες μνήμης και ρωγμές της ιστορίας. Και το φυσήξαμε με κάθε ανάσα, καθώς ψιθυρίζαμε τους στίχους.
Η παράσταση στο σύνολό της είναι ίδια με αυτήν που παρουσιάστηκε στο Ηρώδειο, στις 14 Οκτωβρίου του 2024. Το πρόγραμμα περιλαμβάνει κομμάτια από τους περισσότερους κύκλους τραγουδιών του μεγάλου συνθέτη, όπως «Τα τραγούδια του Ανδρέα», «Ρωμιοσύνη», «Επιτάφιος» «Τα Λυρικά», «Η μπαλάντα του Μαουτχάουζεν» κ.ά., μεταμορφωμένα με τέτοιο τρόπο, ώστε να δένουν οργανικά με τη ροή της δραματουργίας.

Η ώρα φτάνει και στο «κοίλον» του θέατρου εμφανίζονται η Μαρία Διακοπαναγιώτου, η Μυρτώ Βασιλείου, ο Βασίλης Προδρόμου, ο Μιχάλης Ατσάλης, ο Ηλίας Βαμβακούσης, ο Ματθαίος Μπουμπάρης και ο Γιάννης Δάφνος. Η αρχή γίνεται με το αντιδικτατορικό τραγούδι «Την Πέμπτη ήμουν λεύτερος», με μουσική υπόκρουση τα χτυπήματα των καλλιτεχνών σε μια ξύλινη πόρτα, μιμούμενοι μια σπάνια ηχογράφηση του ίδιου του Θεοδωράκη, όπου ερμηνεύει το τραγούδι με παρόμοιο τρόπο.
Το κεντρικό σκηνικό της παράστασης αποτελείται από μια περιστρεφόμενη κατασκευή, με λιτά αλλά πολυλειτουργικά στοιχεία, όπως μια στριφογυριστή σκάλα και μια αποσπώμενη πόρτα. Με κάθε περιστροφή, ο χώρος μεταμορφώνεται για να εξυπηρετήσει την αφήγηση και να μας κάνει να φανταστούμε πότε μια αυλή σπιτιού, πότε το πάλκο παλιού ενός κέντρου διασκέδασης, πότε ένα άχρονο, αφαιρετικό τοπίο φορτισμένο με μνήμη. Γύρω γύρω σκορπισμένοι θάμνοι, που θυμίζουν τις αφάνες στα ξερονήσια, όπως αυτές της Γυάρου και της Μακρονήσου. Εκτός από το να στολίζουν τη σκηνή, υπογραμμίζουν, αθόρυβα αλλά λειτουργικά, το υπαρξιακό και πολιτικό φορτίο αυτής της παράστασης και του περιεχομένου της.
Το ερμηνευτικό σύνολο συσπειρώνει και συμβολίζει επί της ουσίας μια μπάντα του δρόμου, που θα μπορούσε να βρίσκεται σε κάθε μέρους της Μεσογείου, με οποιαδήποτε ταυτότητα. Ένα μπουλούκι περιπλανώμενο που ήρθε σαν να έχει μόλις ξεπηδήσει από παλιά λιμάνια και πέτρινα σοκάκια, που δεν γνωρίζει πατρίδα, παρά μόνο δρόμους, που περπατά πότε αργά, πότε χορευτικά, υπακούοντας στον εσωτερικό του ρυθμό. Τα ρούχα τους απλά, γεμάτα ήλιο και σκοτάδι, αλμύρα και ιδρώτα, το φέρσιμό τους λιτό, χωρίς στόμφο. Ξυπόλυτοι, σαν να θέλουν να δηλώσουν πως δεν έχουν έρθει για να επιβληθούν, αλλά για να θυμίσουν.
Μετά ο προβολέας ξεμακραίνει προς κάπου έξω από τη σκηνή, απ΄όπου βλέπουμε να βαδίζει προς το μέρος μας η Νατάσσα Μποφίλιου, σαν από κάποιο παλιό όνειρο, σαν φιγούρα μέσα στην ομίχλη της μνήμης, απ΄το στόμα της οποίας ηχούν οι μεγάλοι στίχοι του Τάσου Λειβαδίτη στο «Την πόρτα ανοίγω το βράδυ». Αμέσως μετά, ντυμένη στα λευκά, θα ερμηνεύσει «Του μικρού βοριά», ενώ θα ακολουθήσουν τα «Μαρίνα» και «Η Μαργαρίτα η Μαργαρώ». Κι εδώ είναι που σκέφτομαι για δεύτερη φορά μετά την παράσταση στο Ηρώδειο, πως αυτή η ερμηνεία στέκεται κάπως επάξια δίπλα σε αυτές, όπως της Μαρίας Φαραντούρη και της Ντόρας Γιαννακοπούλου.
Κι ενώ περίμενα να κρατήσει για τον εαυτό της την «Όμορφη πόλη», εκείνη θα πέσει στα πόδια της και θα αφήσει την Μυρτώ Βασιλείου να μας συγκινήσει με τη φωνή της, που κέντρισε την καρδιά μας σαν αγγελικός γλυκασμός, επιδεικνύοντας δύναμη, ευαισθησία και πάθος. Όποιος κι αν το ερμήνευε, όμως, δεν θα μπορούσε να σταματήσει τα δάκρυα από το να τρέχουν. Ακολουθούν τα «Μυρτιά», «Στο περιγιάλι το κρυφό» και «Δρόμοι παλιοί».

Το μπουλούκι μαζεύεται ξανά στο σκηνικό, στήνοντας τώρα τρεις καρέκλες, όπου κάθονται οι τρεις γυναίκες, ενώ από πίσω τους οι άντρες. Η Μποφίλιου ξεκινά με το «Οι μοιραίοι», μετά ο Ηλίας Βαμβακούσης θα μας ταξιδέψει με τη ζεστή του φωνή με το αθάνατο τραγούδι της ξενιτιάς, το «Φεγγάρι μάγια μου ‘κανες». Θα συνεχίσουν όλοι μαζί με το «Σαββατόβραδο» και μετά ο Γιάννης Δάφνος θα αναλάβει την πρώτη φωνή στο «Βράχο-βράχο». Ο Βασίλης Προδρόμου θα συνεχίσει με τη «Δραπετσώνα» και ο Μιχάλης Ατσάλης θα μοιράσει επιπλέον δάκρυα με το «Βρέχει στη φτωχογειτονιά».
Τα φώτα σβήνουν και η Μποφίλιου τώρα, καθισμένη στην κορυφή της σκάλας, ερμηνεύει acapella το «Μέρα μαγιού». Εδώ θα μπορούσε να χωρέσει και το «Βασίλεψες αστέρι μου». Νομίζω μου έλειψε και σίγουρα θα προσέδιδε επιπλέον συγκίνηση στην ενότητα. Το ευρηματικό περιστρεφόμενο σκηνικό του καλλιτέχνη Κωνσταντίνου Λαμπρίδη, βοηθάει δραματουργικά στην αφήγηση της παράστασης. Ακολουθεί μια ηχογράφηση, όπου ο Αντώνης Φλούντζης, Έλληνας κομμουνιστής, αντιστασιακός και γιατρός, ακούγεται να εξιστορεί την εκτέλεση των 200 την Πρωτομαγιά του 1944 στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής από τις ναζιστικές δυνάμεις Κατοχής. Η Μαρία Διακοπαναγιώτου, γυναίκα της εποχής εκείνης, κραυγάζει τα ονόματα των χαμένων: «Δημήτρη», «Γιώργη», «Ηλέκτρα», «Περικλή», «Νίκο», «Άρη», «Αντώνη», «Γρηγόρη», «Ηρώ», «Χρήστο», «Λουκμάν, «Μιχάλη», «Ναπολέων, «Παύλο». Ονόματα που μας θυμίζουν πως το παρελθόν διαρκώς επιστρέφει. Ονόματα-πληγές και ονόματα-σύμβολα. Από την Ηρώ Κωνσταντοπούλου και τον Ναπολέων Σουκατζίδη, στον Λουκμάν, τον Γρηγορόπουλο και τον Παύλο Φύσσα. Ξεκινά το «Το μπλόκο της Καισαριανής», ένα τραγούδι που έγραψε ο Θεοδωράκης, σε στίχους του Νότη Περγιάλη, για το θεατρικό έργο του δεύτερου «Αυτό το δέντρο δεν το λέγανε υπομονή», που ανέβηκε το 1974 στο θέατρο «Κάβα» από το θίασο Νίκου Χατζίσκου και Τιτίκας Νικηφοράκη.
Τα φώτα σβήνουν πάλι. Πνευστοί, πένθιμοι ήχοι από τρομπέτα, σαξόφωνο, τρομπόνι. Η Μαρία Διακοπαναγιώτου και η Μυρτώ Βασιλείου σηκώνουν την πόρτα από το έδαφος και περπατούν κρατώντας την ωσάν να φέρει πάνω της το σώμα ενός νεκρού. Την νεκρική πομπή συνοδεύουν οι μουσικοί Γιώργος Κάστανος, ο Κωνσταντίνος Σαπούνης και Ευάγγελος Χαμρίστσακ, οι οποίοι μπαίνουν στη σκηνή ακολουθούμενοι από τον Νίκο Μποφίλιου, ο οποίος θα καθίσει σε μια καρέκλα για να ερμηνεύσει το «Στα περβόλια». Μέλος εδώ και χρόνια του μουσικού συνόλου «Ρωμιοσύνη», ενός από τα μακροβιότερα σχήματα, ο Νίκος Μποφίλιος γνωρίζει πολύ καλά πώς να ερμηνεύει τα μεγάλα έργα και δη του Θεοδωράκη.
Η ενορχήστρωση στο «Το τρένο φεύγει στις 8», απαλλαγμένη από περιττές επιδείξεις, αλλά με έναν ρυθμό, σαν να νιώθεις ένα φανταστικό τρένο να κυλά στις ράγες, τιμά το πρώτο συναίσθημα του τραγουδιού. Η Μυρτώ Βασιλείου χτυπάει τα χέρια της στο σκαμπό της, ο Ματθαίος Μπουμπάρης πετάει φλόγες με το ακορντεόν του, ο Μποφίλιος σιγοντάρει την κόρη του. Μαζί θα κλείσουν κι αυτήν την πράξη με το «Κάποτε θα ‘ρθουν», του Παύλου Σιδηρόπουλου, με μια κιθάρα και την Μποφίλιου καθισμένη στα πόδια του. Η σκηνή αυτή ήταν το δώρο που μόνο ένας πατέρας, ένας έμπειρος δηλαδή άνθρωπος, μπορεί να προσφέρει στο παιδί του, που τώρα κάνει τη ζωή του. Το δώρο της αλήθειας του κόσμου. Τίποτε δεν είναι πιο πολιτικό, πιο ποιητικό, πιο ελπιδοφόρο από αυτή τη σκηνή.

Η επόμενη ενότητα ξεκινά με το «Το σφαγείο». Τακ τακ εμείς, τακ τακ κι εκείνοι. Σήμερα εμείς, αύριο εκείνοι. Ακολούθως, καθισμένοι στο κέντρο της σκηνής, στα γόνατά τους, θα απαγγείλουν ένα πεζό κείμενο, χτυπώντας τα χέρια τους στην ξύλινη πόρτα. Ακούμε μεταξύ άλλων το εξής: «Με κάνανε κουκκίδα, σαν μια τελεία σε ένα κείμενο. Όλοι και όλα σταματούν σε εμένα. Θέλω να σηκωθώ στον ουρανό και θα το κάνω. Εγώ θα σας κοντύνω. Δικιά μου θα κάνω τη ζωή που μου αξίζει. Δικό μου θα κάνω το δίκιο. Ο ουρανός μου αρχίζει από τη γη που πάνω της πατώ». Και μετά, με τον ίδιο ήχο, θα τραγουδήσουν τα «Όταν σφίγγουν το χέρι» και «Θα σημάνουν οι καμπάνες». Και σειρά έχουν τα «Είμαστε δυο» και «Το γελαστό παιδί», για το οποίο χάρηκα που κράτησαν την αλλαγή στους στίχους με το «οι φασίστες» αντί για το «οι εχθροί μας».
Το σκηνικό αλλάζει και η Μαρία Διακοπαναγιώτου στέκεται μπροστά από τους υπόλοιπους. Κάτι που πρέπει να σχολιαστεί είναι πως δεν έπαιρνα τα μάτια μου από πάνω της για το μεγαλύτερο μέρος της παράστασης. Το βλέμμα της διαρκώς υγρό από τη συγκίνηση καθ’ όλη τη διάρκεια. Στο σημείο αυτό της παράστασης, τα συναισθήματά της είχαν φτάσει ομολογουμένως στο απόγειό τους. Σε μια ανατριχιαστική στιγμή, η Μποφίλιου έρχεται και τυλίγει στους ώμους της μια παλαιστινιακή κεφίγια.
Εκείνη, ξεκινά το μονόλογό της. Μια μητέρα που μπαίνει σε μια βάρκα μαζί με τα παιδιά της. Προσφύγισσα, εκτοπισμένη, διωγμένη, ξεριζωμένη. «Το νερό μας τράβαγε κάτω, ώσπου πήρε κι εσένα από την αγκαλιά μου. Δεν μπόρεσα, αγάπη μου, σε έχασα». Τα δάκρυα κυλούν τώρα αβίαστα από τα μάτια της. «Σκάβουν το χώμα οι πετεινοί, σκάβουν ζητώντας την αυγή», ξεκινά η Μποφίλιου με την «Παντέρμη», από το “Romancero Gitano”, μια οιμωγή που μπλέκεται αρμονικά με τη συμμετοχή της Διακοπαναγιώτου, η οποία, εκτός από τραγούδι, συνδυάζει άψογα και μια θεατρική ερμηνεία γεμάτη κίνηση και φρενίτιδα, που θυμίζει τσιγγάνικο χορό. Και η ενότητα κλείνει με το “Antonio Torres Heredia I”. Ένας πραγματικός ύμνος δια χειρός Λόρκα, σε μετάφραση Ελύτη και μελοποίηση Θεοδωράκη.
Προσωπικά, η τελευταία ενότητα αυτής της παράστασης, είναι και η πιο αγαπημένη μου, δοσμένη μαεστρικά με έναν απόλυτο, επικό και συγκινητικό τρόπο και εμβατηριακό χαρακτήρα. Τέσσερα τραγούδια από την εποποιία του «Άξιον Εστί». Πρώτα ένα απόσπασμα από το «Προφητικόν»: «Και θα ’ρθουνε χρόνια χλωμά και αδύναμα μέσα στη γάζα. Και θα ’χει καθένας τα λίγα γραμμάρια της ευτυχίας». Μετά τα «Ανοίγω το στόμα μου», «Της αγάπης αίματα», «Της δικαιοσύνης ήλιε νοητέ» και «Ένα το χελιδόνι».
Και όπως βλέπω τον κόσμο να κατεβαίνει από τα διαζώματα για να φύγει, βλέπω και το βλέμμα της Μποφίλιου να τους πιάνει απορημένη. Και συμφωνώ μαζί της. Όχι, δεν αποχωρείς την ώρα της προσευχής. Ακόμα κι αν δεν πιστεύεις, οφείλεις να δείξεις σεβασμό στους υπόλοιπους. Γιατί μόνο σαν προσευχή ακούστηκαν. Αυτό το μέρος της παράστασης βιώνεται από τον θεατή ως λειτουργία και ιερουργία, που δονεί το σώμα και την ψυχή και αυτόματα ξυπνά υπόγεια ρεύματα νοσταλγίας, θυμού, περηφάνιας, αλλά και πανάρχαιου πείσματος για ελευθερία και τρέλας για ζωή. Πραγματικό δώρο.
Δεν θα μπορούσε να ολοκληρωθεί αυτή η καλλιτεχνική σκέψη-αφιέρωμα χωρίς την «Μπαλάντα του Μαουτχάουζεν» για το τέλος. Ερμηνευμένο σαν σε στάση προσοχής στη μία πλευρά, χωρίς όργανα, σχεδόν στις χαμηλότερες φωνητικές συχνότητες των ερμηνευτών, από το υπογάστριο, δημιούργησε μια αίσθηση πένθους, αλλά και εσωτερικής δύναμης. Την ώρα της υπόκλισης, εκεί, στο θέατρο Λυκαβηττού, που μόλις είχε ποτιστεί με μνήμη και προσευχές, υψώθηκε πολύ λιτά η σημαία της Παλαιστίνης, δένοντας ουσιαστικά την παράσταση με το τώρα, με το παρόν του κόσμου. Το σύνθημα; Λευτεριά στην Παλαιστίνη. Γιατί η τέχνη είναι και στάση, εκτός από αισθητική. Είναι στάση και φωνή.

Οι σκηνοθετικές οδηγίες του Άγγελου Τριανταφύλλου μετατρέπουν την παράσταση σε έναν αδιάσπαστο ιστό, που συνδέει το παρελθόν με το παρόν, το προσωπικό με το πολιτικό. Χωρίς να επιβάλει, φωτίζει τις ιστορίες των τραγουδιών, αφήνοντας το συναίσθημα και τη μουσική να μιλήσουν από μόνα τους, πετυχαίνοντας μια αρμονική ισορροπία ανάμεσα στην ποιητική διάσταση και τη δραματική ένταση.
Η ερμηνεία της Νατάσσας Μποφίλιου είναι αυτό που περιμένεις: η κλασική, συγκινητική, επαγγελματική, άριστη απόδοση της Νατάσσας Μποφίλιου. Δεν είναι μίμηση, καθώς δεν προσπαθεί να αναμετρηθεί με τις τεράστιες σκιές των πρώτων ερμηνειών, όπως της Φαραντούρη και του Μπιθικώτση. Σε καμία περίπτωση, δεν θα το ήθελε και η ίδια. Τραγουδά κουβαλώντας την εμπειρία της, την εποχή της και τη δική της ευαισθησία. Γίνεται ερωτευμένο κορίτσι, αδελφή, σύζυγος, μάνα. Αυτό που μας λέει είναι: «Έτσι ζει μέσα μου ο Θεοδωράκης».
Χωρίς να απομακρύνεται στιγμή από το πολιτικό και ποιητικό βάθος του έργου, το ψαχουλεύει με τα υλικά της, το φέρνει κοντά μας και το φωτίζει με την έμφυτη θεατρική της δύναμη. Και μας θυμίζει πόσο αναγκαίο είναι σήμερα. Είναι χιλιοειπωμένο αυτό, αλλά το τάλαντο της φωνής της δεν περιορίζεται μόνο στην τεχνική αρτιότητα και την μεγάλη της έκταση, αλλά στο ότι αξιοποιεί αυτά ως ένα συναισθηματικό εργαλείο έκφρασης και λύτρωσης αμφοτέρωθεν.
Επιστρατεύοντας όργανα, όπως κιθάρες, ακορντεόν, μπουζούκι, κοντραμπάσο, τύμπανα, σαξόφωνο, κλαρινέτο, τρομπέτα, τρομπόνι, ντέφι, η ενορχήστρωση της παράστασης κουβαλά στοιχεία από διάφορα μέρη της Μεσογείου, γεφυρώνοντας το λυρικό με το λαϊκό στοιχείο και διατηρώντας ταυτόχρονα μια «αστική» χροιά. Ο Θέμης Καραμουρατίδης δεν επιχείρησε να αναπαραγάγει το έργο του Θεοδωράκη απλώς με ένα καινούργιο ηχόχρωμα.
Αυτό που κατάφερε είναι να το αναπνεύσει εκ νέου, διατηρώντας τον σεβασμό στο πρωτότυπα τραγούδια, φιλτράροντάς τα όμως μέσα από τα βιώματά του και τη σύγχρονη ενορχηστρωτική του ματιά. Το αποτέλεσμα είναι μια πλούσια, υβριδική σχεδόν, παλέτα, που φέρνει κοντά όλα τα είδη και δημιουργεί ένα ηχητικό τοπίο γεμάτο αντιθέσεις, εντάσεις, συγκινήσεις. Μου άρεσε που δόθηκε έμφαση στην αφήγηση και τον παλμό, με τα τύμπανα απλώς να υπηρετούν τις φωνές το τραγούδι και το σαξόφωνο κάπως να «σχολιάζει» την αφήγηση. Και φυσικά το μπουζούκι, ο πυρήνας του «λαϊκού» Θεοδωράκη, που στάθηκε σε έναν διακριτικό διάλογο με τα υπόλοιπα όργανα.
Η Κασέτα του Μελωδία 99.2 για τον Μίκη Θεοδωράκη μεταμορφώθηκε σε μια συγκλονιστική νέα αφήγηση της μουσικής και του έργου του σπουδαίου συνθέτη. Και μόνο ως «εγγυητές» της ελπίδας μπορώ να χαρακτηρίσω τους ανθρώπους αυτής της ομάδας, με πρωτεργάτες τη Νατάσσα Μποφίλιου και τον Θέμη Καραμουρατίδη, που μπόρεσαν να πιάσουν το σφυγμό της ζωής του έργου του Θεοδωράκη και να τον χαρίσουν χωρίς εκπτώσεις στο κοινό. Χωρίς να το εξορύσσουν βίαια, γιατί το έχουν μέσα τους. Χωρίς να το κατεργάζονται, γιατί δεν έχει ανάγκη από στολίδια. Χωρίς να το «πουλάνε» ή να το «εμπορεύονται» γιατί δεν ανήκει σε καμία αγορά. Χωρίς να το αποτιμούν. Γιατί είναι πολιτισμός.
Τι σου αξιώνει η κατανόηση του οικομενικού έργου του Θεοδωράκη; Μια ολόκληρη ζωή γεμάτη ευαισθησία, βούληση ανθρωπιά. Από ένα πανίσχυρο αποθεματικό «εξετάσεων» στη μέχρι τώρα διαδρομή τους, οι συντελεστές αυτής της παράστασης κατέθεσαν μια υψηλής και πρώτης ποιότητας προσωπική μαρτυρία στην τράπεζα του χρόνου, για την οποία θα μιλάμε ξανά και ξανά στα χρόνια που έρχονται. Καμία πρόθεση να ψευτίσουν το οτιδήποτε, μόνο να λυτρωθούν και να νιώσουν πιο αληθινοί. Πιο αληθινοί από χθες. Πιο νέοι από το αύριο.
Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.