Ήμασταν τυχερές εκείνο το πρωί, πετύχαμε μια από τις λιγοστές ηλιόλουστες ημέρες του χειμώνα. Η Νεφέλη έφτασε με γκλίτερ και χρυσόσκονη στα μάτια, είχε κοιμηθεί μόνο λίγες ώρες το προηγούμενο βράδυ. Τις τελευταίες ημέρες, η ζωή της κινείται κυρίως στους ρυθμούς της δουλειάς, το προηγούμενο βράδυ, τραγουδούσε σε κάποια πόλη εκτός Αθηνών.
«Σε αυτό το μαγαζί καθόμαστε το καλοκαίρι στα τραπεζάκια έξω και κουβεντιάζουμε ως το πρωί» θα μου πει για το καφέ στο Παγκράτι όπου δώσαμε ραντεβού. Σε μια Αθήνα που αλλάζει πρόσωπα και μεταλλάσσεται συνεχώς, η αυθόρμητη κουβέντα της, μπορεί έστω και για λίγο, να κάνει τη τσιμεντούπολη να μοιάζει αλλιώς. Στην περιοχή που μεγάλωσε και ζει μέχρι σήμερα, υπάρχουν ακόμη τα σημεία που την κάνουν να νιώθει πως «η γειτονιά της» δεν έχει χαθεί.
Ιστορίες, στέκια και άνθρωποι που την έκαναν να βρει τι μουσική αγαπάει, τα ακουστικά της - ο παράδεισός της και ένα στοίχημα με τον εαυτό της, να κερδίζει τον κόσμο με τα τραγούδια της. Η Νεφέλη Φασούλη επιμένει να μας συναρπάζει.

Πώς ξεκίνησαν όλα
«Είμαι 12 χρόνια πια στον χώρο. Όταν ξεκίνησα να δουλεύω ήμουν τελείως άσχετη από μουσική. Απλώς τραγουδούσα καλά και έτσι με πήραν στη δουλειά. Η πρώτη μου δουλειά ήταν περιοδεία στα χωριά. Πήγα περιοδεία μαζί με τον Βασίλη Καζούλη και θυμάμαι χαρακτηριστικά να του λέω “Θα έρθω αλλά δεν ξέρω αν με αφήνουν οι γονείς μου”. Εκείνος θυμάμαι μου είχε πει “Αθήνα θα παίζουμε κυρίως” και το πρώτο live μας τελικά ήταν η Καστοριά. Ήταν σαν ένας οιωνός από τότε ότι εγώ θα είμαι στον δρόμο… (σ.σ. γέλια).
Τα έκανα κάπως ανάποδα τα πράγματα αλλά τελικά μου βγήκαν σε καλό. Έμαθα πρώτα στη δουλειά και ύστερα πήγα σε Ωδείο. Το έκανα όλο μαζί και σε ωραία ηλικία εν τέλει παρόλο που πήγα σχετικά σε μεγάλη ηλικία και όχι στα 15 μου. Εγώ πήγα πρώτη φορά στα 20 μου.
Έδωσα πανελλήνιες παρόλο που είχα ήδη μια σχέση με το τραγούδι και φαινόταν πως πήγαινε προς τα εκεί το πράγμα. Το οποίο (σ.σ. το τραγούδι) και οι γονείς μου το βλέπανε μια χαρά, απλώς όχι με σκοπό να βιοπορίζομαι από αυτό. Δηλαδή στις αρχές δεν πίστευαν ότι θα ζω μονάχα από το τραγούδι. Πίστευαν ότι θα έχω μια πρωινή δουλειά και το βράδυ θα κάνω ό,τι θέλω. Αλλά τελικά μπήκα τόσο βαθιά σε αυτό που δεν μπορούσα να βγω.
Όταν τελείωσα το σχολείο και πέρασα στη Νομική, επικρατούσε η πιο “μαζική κατάθλιψη” που υπήρχε στην κοινωνία. Οπότε το εκμεταλλεύτηκα και είπα θα κάνω τουλάχιστον ό,τι με κάνει χαρούμενη. Δεν ήταν καλή κατάσταση για κανέναν, ούτε για τους δικηγόρους και νομίζω βέβαια ότι αυτό ισχύει και σήμερα. Δεν είναι ότι άφησα στρωμένη δουλειά για το τραγούδι».

«Αυτή η αποδόμηση της ιδέας του σταθερού επαγγέλματος βοήθησε πολύ, ώστε να μην υπάρχουν γύρω μου λοξές ματιές για την επιλογή μου. Ήταν ένα ρίσκο που επιτρεπόταν να πάρεις γιατί δεν μπορούσες αλλιώς. Φυσικά υπάρχει αμφιβολία και είναι μια σκέψη που θέλει πολλή δουλειά με τον εαυτό σου. Αλλά είμαι πολύ χαρούμενη που πήρα το ρίσκο και δεν το έχω σήμερα απωθημένο. Αν δεν το έκανα θα ένιωθα πάντα ότι κάτι λείπει.
Είμαι έτσι και σαν άνθρωπος, κυνηγάω ό,τι θέλω. Αν βάλω και κάτι στο μυαλό μου, έχω τρομερό πείσμα για να το κάνω να συμβεί. Αυτό μάλιστα μου το έχουν επισημάνει οι άλλοι, εγώ δεν το καταλάβαινα. Βέβαια από την άλλη, δεν θα στείλω για παράδειγμα σε κάποιον καλλιτέχνη που μου αρέσει για να κάνουμε κάτι, ντρέπομαι. Θα το φέρω όμως έτσι, ώστε να συναντηθούν τελικά οι δρόμοι μας. Όπως και με τον Αντώνη Απέργη που πήγαινα όπου έπαιζε.
Θυμάμαι με τα χρόνια άρχισα να ανακαλύπτω τη μουσική που μ’ αρέσει, όπως τον Αντώνη Απέργη που βγάλαμε τελικά μαζί τον τελευταίο μου δίσκο τον "Κήπο". Μου έλεγαν κάτι φίλοι "αφού ακούς αυτό, άκου και τον Απέργη". Η καλύτερη συμβουλή που μου έχουν δώσει. Τότε εγώ είχα πάει στο Ωδείο, είχα σπουδάσει jazz αλλά καταλάβαινα ότι σαν κάτι να μου λείπει στο τραγούδι. Τον έμαθα γύρω στα 21 μου και από τότε άρχισα να τον ακούω ασταμάτητα. Πήγαινα όπου έπαιζε. Και έγινα η κολλιτσίδα “Γεια σας μπορώ να πω ένα τραγούδι;” (σ.σ. γέλια). Είναι ένα ιδιαίτερο είδος fusion αυτό που κάνει, το φολκ στοιχείο, το ανατολίτικο αλλά πολύ δυτικό επίσης. Είναι ιδιοφυής η μουσική του».

«Κάθε φορά που ανεβαίνω στη σκηνή το νιώθω σαν κάτι άλλο, διαφορετικό, το κοινό είναι ένας ζωντανός οργανισμός. Στις αρχές σκεφτόμουν για παράδειγμα “ωχ ο κόσμος δεν γελάει με τα αστεία μου”. Τον τελευταίο καιρό νιώθω και όλο και πιο σίγουρη με τον εαυτό μου. Λατρεύω τα live στις επαρχιακές πόλεις. Ειδικά όπου μαζεύονται φοιτητές, εισπράττεις μια τεράστια αγκαλιά. Γι' αυτό και κάθε χρόνο βγαίνουμε εκτός Αθηνών και συναυλίες. Πιστεύω στην επαρχία κρύβεται η δύναμη μιας χώρας.
Πιστεύω πολύ στο "στόμα με στόμα”. Άλλωστε και ο κόσμος που θα έρθει στα live μου είναι κατά βάση οι “έρχονται γιατί τους φέρνει μια φίλη τους”. Και εκεί είναι στο χέρι μου να τους κερδίσω. Πάω με τη σκέψη του “πού θα βρεθούμε εγώ και εσύ”. Είναι δικό μου challenge να τους πιάσω. Δεν γίνεται να περιμένω να έρθει ο άλλος στο live μου γνωρίζοντας απ’ έξω τα τραγούδια μου και να είναι στα κάγκελα. Φτιάχνω εγώ το έδαφος για να συναντηθούμε.
Στις αρχές με μπέρδευαν συχνά με άλλες τραγουδίστριες, είχε πολλή πλάκα. Ειδικά με τη Σεμέλη Παπαβασιλείου, Νεφέλη - Σεμέλη ξέρεις. Με την Ιουλία λιγότερο… Καλά το πιο αστείο είναι πως στο γραφείο που διοργανώνει τις συναυλίες, η μια κοπέλα από την ομάδα λέγεται Νεφέλη. Οπότε θυμάμαι πολλές φορές να μπαίνει στα μαγαζιά και να απευθύνονται σε αυτήν (σ.σ. γέλια). Εννοείται μου συμβαίνει αυτό και το γουστάρω πολύ. Γελάω πολύ με αυτό το γλυκό “τσουβάλιασμα” που μπορεί να κάνουν με τη νέα σκηνή και καλά κάνουν και το κάνουν».

«Στα social media απαντάω πάντα στα μηνύματα που μου στέλνουν. Μου είναι εποικοδομητική σαν διαδικασία. Και όσα story μου στέλνουν θα βάλω. Όσο με παίρνει και όσο προλαβαίνω θα το κάνω γιατί θέλω να είμαστε κοντά. Μ’ αρεσει που υπάρχει μια ενεργή κοινότητα και μιλάμε.
Στο δρόμο επίσης θα κάτσω για φωτογραφίες ή να μιλήσω. Αν νιώσω φυσικά ότι κάποιος παρεμβαίνει στον χώρο μου θα το δείξω. Θα το πω, δεν ντρέπομαι και θα γελάσουμε με αυτό. Ανθρώπινο είναι. Είναι σε ελεγχόμενη φάση γενικά. Αυτό εν τω μεταξύ με την αναγνωρισιμότητα ξεκίνησε όταν έλειπα στην Νέα Υόρκη. Ήταν τότε με το κομμάτι “ ο κόσμος σου” του Δεληβοριά. Τότε ήταν και μια φάση που όποια συμμετοχή έκανα, πήγε καλά. Με τον Σπύρο Γραμμένο, με το Παιδί Τραύμα…
Τώρα μου είναι πιο εύκολο να διαχειριστώ αυτό που συμβαίνει με την έκθεση, τα live και την αναγνωρισιμότητα. Στην αρχή ήμουν πιο αμήχανη, υπερίσχυε το άγχος. Ένιωθα πιο χαμένη, τα δύο πρώτα χρόνια είχα χάσει τελείως τη χαρά που έχει αυτό που κάνω, μου φαινόταν δύσκολο να έχω μια μεγάλη ομάδα όπως τώρα. Όσο μεγαλώνω, περνάω και εγώ καλά μαζί με τον κόσμο και περιμένω πως και πως πότε θα έρθει η μέρα να παω στον Σταυρό του Νότου για παράδειγμα».
«Οι άνθρωποι σήμερα έχουν την ανάγκη να ακούσουν τους καλλιτέχνες να παίρνουν θέση για όσα συμβαίνουν γύρω μας. Ακόμη και αυτό που θεωρείται αυτονόητο, σε αυτή τη χώρα είναι σχετικό. Βλέπουμε τι γίνεται κάθε μέρα γύρω μας.
Συνεχώς χρειάζεται να μιλάμε, όλα απέχουν ένα βήμα από το παρουσιαστούν όπως θέλουν αυτοί. Νιώθω όμως καμιά φορά πως επειδή κάποια media δεν επιτελούν πάντα αυτόν τον ρόλο, συχνά μας πετάνε το μπαλάκι, για να τα πούμε εμείς και να κρατήσουμε εμείς τις ισορροπίες. Ή κάποιοι επειδή βλέπουν ότι δεν τα λένε τα media και τους πνίγει το δίκιο, σου λένε ας τα πω εγώ.
Δεν το λέω βέβαια σαν κάτι απόλυτο, ο καθένας πράττει όπως νιώθει. Και οι καλλιτέχνες κάνουν κάτι άλλο άλλωστε, κινητοποιούν το συναίσθημα μέσω της τέχνης τους. Με το έργο μιλάνε οι καλλιτέχνες και γι’ αυτό τους ακολουθεί ο κόσμος. Για παράδειγμα, το τραγούδι του Φοίβου για τα Τέμπη, έστειλε κατευθείαν το μήνυμα όπως έπρεπε. Γι’ αυτό και εγώ προτιμώ να είμαι πάνω στη σκηνή και να τραγουδάω γι’ αυτά τα θέματα παρά να πηγαίνω σε συνεντεύξεις. Δηλαδή και σε συνεντεύξεις θα βγω μόνο αν υπάρχει ένα σημείο αναφοράς, όπως είναι η δουλειά μου».
Στο τέλος της ημέρας
«Αυτό που με χαλαρώνει περισσότερο απ’ όλα, το ιδανικό μου, είναι περπάτημα με ακουστικά και μουσική. Το περπάτημα στο κέντρο της Αθήνας με συνδέει με τα παιδικά μου χρόνια. Μεγάλωσα μέσα στο κέντρο, πήγαινα φροντιστήριο στο κέντρο, οπότε όλο αυτό μου είναι οικείο. Ειδικά το Παγκράτι, είναι το σπίτι μου. Από μουσική, ακούω τα πάντα. Ό,τι κυκλοφορεί. Από Kendrick Lamar μέχρι Καλογεράκια. Τελευταία έχω τρελαθεί με το κομμάτι “Κάβουρας” από τον Μιχάλη Καλογεράκη και τον Σταύρο Τσαντέ.
Μ’ αρέσει να βγαίνω πολύ και τα βράδια όταν δεν δουλεύω. Αυτήν την περίοδο ας πούμε βγαίνω κάθε βράδυ. Το βρίσκω πολύ χαλαρωτικό. Είμαι όμως και μοναχική. Δηλαδή αυτό που σου λέω τώρα, μπορεί να το κάνω και μόνη μου. Είναι ένας χρόνος που τον χρειάζομαι».
7 & 21 Μαρτίου, Σταυρός του Νότου
Εισιτήρια more.com
Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.