Συνήθως, τα σενάρια και οι ιστορίες που σκαρώνουμε με τη φαντασία μας ως παιδιά, μπορεί να αποδειχθούν ένα μικρό μονάχα κομμάτι, όσων επιφυλάσσει στον καθένα ο χρόνος. Ή ένα δείγμα του πού πρόκειται να φτάσεις. Στην περίπτωση της Βίκυς Παπαδοπούλου, συνέβη κάπως έτσι.
Από τα πρώτα πράγματα που θα σου πει η Βίκυ Παπαδοπούλου αν τη ρωτήσεις γιατί επέλεξε να γίνει ηθοποιός, είναι πως της άρεσαν οι ιστορίες. Εκείνες που άκουγε ή έβλεπε στις ταινίες, ή ακόμη περισσότερο, αυτές που έπλαθε με τη φαντασία της. «Όταν κάναμε κατάληψη στο Λύκειο, πήρα μια κάμερα και είπα στους φίλους μου να γυρίσουμε ένα θρίλερ», θα αναφέρει στη συζήτηση και κάπου εκεί καταλαβαίνω, ότι το να εξελιχθεί η ζωή της όπως μου τη διηγείται στη συνέχεια, μοιάζει με αυτές τις καταστάσεις, που είναι αδύνατον να τις σταματήσεις.
Τη συνάντησα εκείνο το απόγευμα, στο Θεάτρο Άνεσις, είχε μόλις ολοκληρώσει την πρόβα για την παράσταση «Ο Αιών μου» - που πρόκειται να ανέβει στις 23 Απριλίου - ενώ είχαμε τρεις περίπου ώρες, μέχρι να ετοιμαστεί για την παράσταση «Ο Άνθρωπος Ελέφαντας, Έτσι τον είπαν» (η οποία θα παίζεται μέχρι και τις 13 Απριλίου).
Συζητήσαμε μεταξύ άλλων, για την απόφασή της να εξερευνήσει και τελικά να ερωτευθεί την υποκριτική και για τις δουλειές και τις πολύτιμες συνεργασίες που την καθόρισαν. Γιατί στο τέλος της ημέρας, όπως μου θα μου πει και η ίδια, αυτός είναι και ο λόγος που συνεχίζει να θέλει να κάνει μέχρι σήμερα, αυτήν τη δουλειά.

«Κάπως υπόγεια, επικοινωνούσα το ότι μ’ αρέσει το σινεμά»
«Θυμάμαι τον εαυτό μου, από μικρό παιδί, να γοητεύομαι με τις ιστορίες και τα παραμύθια, ακόμη κι αν αυτά δεν είχαν πάντα happy end. Τις ιστορίες που έβλεπα στις ταινίες, τις σκεφτόμουν σαν πιθανότητες και στη δική μου ζωή. Ακόμη και όταν τελείωνε η ταινία, έφτιαχνα στο μυαλό μου το σενάριο, με διαφορετικό τέλος. Έπλαθα μονίμως ιστορίες. Με ευχαριστούσε σε τέτοιο βαθμό, που μπορεί να μην κατέβαινα να παίξω με τη φίλη μου, γιατί ήθελα να δω μια ταινία.
Στο Λύκειο που σκεφτόμουν τι θέλω να κάνω στο μέλλον, σκεφτόμουν πως ήθελα να ασχοληθώ με κάτι που να έχει σχέση με το σινεμά. Δεν ήξερα τι ακριβώς θέλω να κάνω βέβαια γιατί ντρεπόμουν να παραδεχτώ - ακόμη και στον εαυτό μου - ότι ήθελα να γίνω σκηνοθέτης ή ηθοποιός. Σκεφτόμουν ότι ο κριτικός κινηματογράφου έχει μια «απόσταση», οπότε ήταν κάτι που έλεγα ότι θα μου ταίριαζε.
Δεν μοιραζόμουν βέβαια ότι ήθελα να ασχοληθώ με τον κινηματογράφο. Μόνο όταν κάναμε κατάληψη στο Λύκειο, είχα πάρει μια κάμερα και είπα στους φίλους μου να γυρίσουμε ένα θρίλερ στο Ρέμα του Χαλανδρίου. Τελικά μόνο θρίλερ δεν βγήκε γιατί γελάσαμε πάρα πολύ, έχω ακόμη το υλικό.
Ή θυμάμαι πρότεινα συνέχεια να πάμε σινεμά. Όταν συζητούσαμε τι θα δούμε με τους φίλους μου στο Λύκειο, εγώ πρότεινα εν τω μεταξύ πιο σινεφίλ ταινίες, όπως το «Μυστικό Λουλούδι» του Αλμοδοβάρ. Κάπως έτσι, υπόγεια, επικοινωνούσα το ότι μ’ αρέσει το σινεμά».
Σκέφτηκα να προσεγγίσω τον χώρο, πρώτα μέσω της υποκριτικής. Λέω λοιπόν μια μέρα στους γονείς μου ότι θέλω να σπουδάσω σε δραματική σχολή. Εγώ εν τω μεταξύ, εκτός παρέας, ήμουν εξαιρετικά ντροπαλή, οπότε ήταν απότομο και ξαφνικό και γι’ αυτούς. Αλλά, επειδή έχω υπέροχους γονείς και ξέρανε ότι μ’ αρέσει πολύ να βλέπω ταινίες μου είπαν απλώς «Ακολούθησέ το και δες που θα σε βγάλει».
Έδωσα Πανελλήνιες αλλά δεν ήθελα να γράψω και καλά και να περάσω κάπου, γιατί θα έπρεπε να πάω. Έτσι και στα μαθήματα που δεν ήμουν τόσο καλή, έκανα αυτό ήξερα καλύτερα: Έγραφα ιστορίες. Θυμάμαι στα Λατινικά, έγραψα τρεις σελίδες την ιστορία της ζωής μου. Και σκεφτόμουν μετά «Άραγε θα μπει στη διαδικασία να διαβάσει την ιστορία μου;» (σ.σ γέλια).

«Όταν μπήκα στη δραματική σχολή, είχα ελάχιστη επαφή με το θέατρο, οπότε είπα ότι θα πηγαίνω κάθε μέρα ώστε να δω όσες πιο πολλές παραστάσεις μπορώ. Ε και κάπως έτσι το ερωτεύτηκα. Την εποχή εκείνη, υπήρχε μια αντίληψη γύρω γύρω ότι η τηλεόραση ήταν “κατώτερη” απ’ ότι το θέατρο, αν και εγώ δεν το κατάλαβα ποτέ. Ευτυχώς σήμερα έχει αλλάξει αυτή η νοοτροπία. Είναι ένα διαφορετικό μέσο που όπως στα άλλα, μπορείς να εξελιχθείς.
Μπορώ να αισθανθώ όμορφα με μια δουλειά μου στο θέατρο, στην τηλεόραση ή στο σινεμά και αντίστοιχα να απογοητευτώ και στα τρία. Ήμουν τυχερή γιατί από τις αρχές κι όλας, έκανα και σινεμά και θέατρο και τηλεόραση».
«Αν έπρεπε να φτιάξω ένα παζλ για τη ζωή μου, αυτό θα ήταν με τους ανθρώπους που έχω συνεργαστεί»
«Θυμάμαι στις αρχές όταν έπρεπε να δώσω συνέντευξη - και είναι ένας λόγος που δεν έβγαινα και στην τηλεόραση συχνά - με έπιανε μια ταχυκαρδία και συστολή. Υπήρχε μια σύγκρουση στο να μην θέλω να δείξω και κάτι άλλο από αυτό που είμαι, αλλά και να μην αποκαλύψω και τον πραγματικό εαυτό μου. Φοβόμουν μην εκτεθεί ένα κομμάτι του εαυτού μου, άσχετα από τις ερωτήσεις ή τις απαντήσεις, γιατί απλώς δεν ήθελα να το ανοίξω».
«Σιγά σιγά εκπαιδεύτηκα και σε αυτό και άρχισα να καταλαβαίνω το πραγματικό του μέγεθος. Το μαθαίνεις κι αυτό πως πάει. Τότε ήταν και μια εποχή που έδιναν βάρος πολύ στο προσωπικό lifestyle του καθενός. Και ίσως να με είχε τρομάξει, μιας και το έβλεπα να το κάνουν σε άλλους πολύ έντονα».
«Στον κόσμο από την άλλη, ήμουν πάντα πολύ δεκτική. Είτε μου έλεγαν κάτι που τους άρεσε είτε κάτι που δεν τους άρεσε. Γιατί αισθανόμουν ότι το λένε με ενδιαφέρον. Το να μπει ο άλλος στη διαδικασία να έρθει να σου μιλήσει έξω, κάτι σημαίνει».
Με τον Χριστόφορο Παπακαλιάτη και τη σειρά “Δυο Μέρες Μόνο” στο Mega, άρχισε να συμβαίνει αυτό πολύ έντονα, ήταν μια δουλειά που γενικότερα μού έδωσε άλλωστε ώθηση για επόμενες δουλειές και φυσικά, σε ένα δεύτερο στάδιο, με την ταινία “Το Τανγκό των Χριστουγέννων” σε σκηνοθεσία Νίκου Κουτελιδάκη, ένα φοβερό βιβλίο που μεταφέρθηκε στο σινεμά και έντυσε με την υπέροχη μουσική του ο Γιάννης Αιόλου, που κάθε φορά που την ακούμε, πραγματικά μάς ταξιδεύει».

«Πριν το "Δυο Μέρες Μόνο" δεν γνωριζόμασταν με τον Χριστόφορο Παπακαλιάτη. Στη σειρά που έκανα τότε με τον Νίκο Περάκη, κάποια επεισόδια τα είχε σκηνοθετήσει η Πηγή Δημητρακοπούλου, η οποία τότε θα συνεργαζόταν με τον Χριστόφορο, θα έκανε τα πρώτα επεισόδια αν θυμάμαι καλά. Η Πηγή Δημητρακοπούλου λοιπόν με πρότεινε και ο Χριστόφορος αφού με είχε δει στη σειρά, με πήρε τηλέφωνο για τον ρόλο της Σοφίας. Τότε ήμουν 23 χρονών. Αυτό που θυμάμαι από τότε είναι ότι ήθελα να είμαι πολύ καλή στη δουλειά, να μην απογοητεύσω κανέναν... Το γύρω γύρω, δεν το αντιλαμβανόμουν.
Τους ανθρώπους με τους οποίους συνεργάστηκα στην αρχή της καριέρας μου, τον Νίκο Περάκη, την Πηγή Δημητρακοπούλου, τον Χριστόφορο Παπακαλιάτη, τον Παναγιωτόπουλο που κάναμε μαζί την πρώτη μου ταινία μεγάλου μήκους, αλλά και κάθε άνθρωπο που έχω δουλέψει μαζί, τους μνημονεύω γιατί αυτοί είναι που συνέβαλαν στο να συνεχίσω πρώτα απ’ όλα, να θέλω να είμαι σε αυτήν τη δουλειά, γιατί έχω δουλέψει με πολύ ωραίους ανθρώπους.
Με έχουν βοηθήσει όχι μόνο σαν ηθοποιό, αλλά και σαν άνθρωπο σκέφτομαι, ίσως και ερήμην τους. Αν έπρεπε να φτιάξω ένα παζλ για τη μέχρι τώρα πορεία μου, αυτό θα ήταν με τους ανθρώπους που έχω συνεργαστεί.
Πολύ σημαντικό κομμάτι του παζλ είναι και ο Πάνος Κοκκινόπουλος. Μας έδινε τη δυνατότητα να πειραματιστούμε με ρόλους τους οποίους ίσως δεν θα είχαμε τη δυνατότητα σε μια άλλη σειρά κάποιων επεισοδίων να κάνουμε. Με τον Κοκκινόπουλο συνεργάστηκα αρκετά μέσα στα χρόνια, είχα κάνει το πρώτο επεισόδιο και όταν είχα ξεκινήσει με τον Χριστόφορο και μετά κι άλλα επεισόδια στη 10η Εντολή και στον 3ο Νόμο. Ήταν πραγματικά απολαυστικό να παίζεις σε επεισόδιο του Κοκκινόπουλου. Για μια εβδομάδα που διαρκούσαν τα γυρίσματα, είχαμε έναν τρομερό ενθουσιασμό από την αρχή ως το τέλος».

Η συνάντηση με τον Γιάννη Οικονομίδη
«Την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Οικονομίδη, το “Σπιρτόκουτο”, δεν την είχα προλάβει στο σινεμά και την είχα πάρει σε βιντεοκασέτα από το βίντεο κλαμπ. Στην επόμενη ταινία του, ανέβηκα στη Θεσσαλονίκη που έκανε πρεμιέρα και εκεί αφού βγήκα από το σινεμά, βλέπω τον Γιάννη με διάφορο κόσμο και πήγα να του πω συγχαρητήρια… Μ’ άρεσε πάρα πολύ, αλλιώς δεν θα το έκανα.
Κάποια στιγμή στο μέλλον τυχαία χαιρετηθήκαμε κάπου και έναν χρόνο μετά με παίρνει τηλέφωνο και μου λέει ότι κάνει μια ταινία το “Μικρό Ψάρι” (2014) και πως θα ήθελε να το δοκιμάσουμε. Έτσι ξεκινήσαμε. Πήγαμε και στο Φεστιβάλ του Βερολίνου και ζήσαμε γενικά, απίστευτες στιγμές. Στην Ελλάδα βέβαια η “Μπαλάντα της Τρύπιας Καρδιάς” (2020) έκανε μεγαλύτερη αίσθηση.
Μ’ αρέσει πολύ ο τρόπος που δουλεύει ο Γιάννης. Αυτό που κάνει με τις ταινίες του είναι κόντρα σε αυτό που είναι και ο ίδιος μέσα του, με την έννοια ότι είναι ένας πολύ τρυφερός άνθρωπος, παρόλο που δείχνει πολύ αυστηρός. Αυτό με γοητεύει. Μέσα από τις πρόβες αρχίσαμε να κάνουμε και παρέα. Είναι ένας τρομερά έξυπνος καλλιτέχνης. Ξέρει ακριβώς πως να σου βγάλει αυτό που θέλει και πως να σε φτάσει στο σημείο που θέλει, με ήρεμο τρόπο και σωστή καθοδήγηση. Αν βλέπει ότι δεν το κάνεις καλά, θα το πάει μέσω άλλου δρόμου. Δεν θα σου πει “βρίσε”. Έχει φοβερή αντίληψη. Οφείλω να πω πάντως πως και μένα το μπινελίκι δεν μου είναι κάτι ξένο ή δύσκολο, στην Ελλάδα ζω (σ.σ. γέλια).

«Μια φορά στη ζωή μου είπα πως θέλω πολύ να δουλέψω με άνθρωπο και ήταν για τον Robert Wilson. Και μου το έφερε η ζωή. Θυμάμαι να βλέπω παράστασή του και να λέω ότι είναι από τα πιο μαγικά πράγματα που έχω δει στη ζωή μου και πώς για κάτι τέτοιο, μακάρι να ήμουν στο εξωτερικό. Και έρχεται μια μέρα που με παίρνουν τηλέφωνο από το Εθνικό Θέατρο και μου λένε για οντισιόν του Wilson για την παράσταση “Οδύσσεια”. Πάω στην οντισιόν φυσικά έχοντας ως δεδομένο ότι αποκλείεται να με πάρει. Τελικά με πήρε και εκεί είπα πως αυτό είναι δώρο, πάρ’ το και ευχαριστήσου το».
«Μ’ αρέσει πολύ να παίζω ομαδικά»
«Δεν ένιωσα ποτέ ότι χάνω την ισορροπία μεταξύ δουλειάς και πραγματικότητας ή, ότι είμαι κάποια, ή “τέλεια” σε αυτό που κάνω. Νομίζω ότι αυτό έχει να κάνει και με το δικό μου περιβάλλον. Δεν υπήρχε ποτέ άνθρωπος που να είχε ποτέ την νοοτροπία, “Εγώ είμαι κι άλλος κανένας”. Πάντα όλοι γύρω μου δουλεύουν για το καλύτερο και κάπως έτσι μεγάλωσα και εγώ.
Με ενδιαφέρει πάντα η δουλειά, όχι το γύρω γύρω. Δεν ήθελα από μικρή να είμαι το κέντρο της προσοχής και τώρα ακόμη, λέω πάντα "Κοιτάξτε τη δουλειά μας" και "Παίζουμε". Είναι συνολικό αυτό που κάνουμε και εξαρτώμαστε ο ένας από τον άλλον. Μ’ αρέσει πολύ να παίζω ομαδικά».
Όλα αυτά τα χρόνια, έχω σταθερές, ξανασυνεργάζομαι με ανθρώπους, έχω κρατήσει φιλίες από το χώρο. Όχι μόνο ηθοποιούς, αλλά και από τα συνεργεία, από τεχνικούς, από τη σχολή… Παράλληλα, χαίρομαι πάντα όταν γνωρίζω ανθρώπους μέσω της δουλειάς και τρώω κολλήματα εξάμηνο παρά εξάμηνο όταν γνωρίσω συνάδελφο που ταιριάζουμε (σ.σ. γέλια).
Πολύ σπάνια μου έχει συμβεί να πω δεν θέλω να συνεργαστώ ξανά με κάποιον. Έχω συμπεράνει πάντως μέσα σε όλα αυτά τα χρόνια πως, αν δεν είσαι εσύ ο ίδιος ανταγωνιστικός, δεν μπορεί να γίνει ο άλλος. Έχει τύχει να συνεργαστώ με άνθρωπο που είναι τρομερά ανταγωνιστικός, αλλά επειδή εγώ δεν είμαι, δεν ήταν μαζί μου. Αυτό τουλάχιστον μου έχει συμβεί εμένα».
«Δεν αναπολώ ούτε σκέφτομαι το παρελθόν με νοσταλγία. Ανυπομονώ για όσα έρχονται. Μ’ αρέσει να σκέφτομαι μπροστά και να κάνω σενάρια, οπότε δεν έχω χρόνο για να κοιτάω πίσω. Το να γυρίζω πίσω και να λέω τι ωραία που ήταν τότε, προσφέρει μόνο θλίψη. Εγώ θέλω δράση.
Πάντα προσπαθώ να σκέφτομαι τι θα βελτιώσω από εδώ και πέρα και να είμαι προετοιμασμένη για το μέλλον. Καμιά φορά το σκέφτομαι και υπερβολικά βέβαια γιατί είμαι εκνευριστικά συνεπής. Υπάρχει και μια αταξία μέσα μου σε κάποια κομμάτια και το αφήνω γιατί χρειάζεται. Δεν μπορώ και δεν θέλω να έχω τον έλεγχο στα πάντα».

«Ο κόσμος είναι πολύ κουρασμένος και δεν ασχολείται τόσο με το τι συμβαίνει γύρω του»
«Χρησιμοποιώ πολύ τα μέσα μεταφοράς στην Αθήνα για να κινούμαι και παρατηρώ τον κόσμο. Συχνά, εμπνέομαι και αποτυπώνω κινήσεις ή εκφράσεις, έχω κατακλέψει τον κόσμο για ρόλους, από μικροκινήσεις μέχρι outfits, κουρέματα... (σ.σ. γέλια).
Αυτό που βλέπω πάντως είναι πως ο κόσμος είναι πολύ κουρασμένος και δεν ασχολείται τόσο με το τι συμβαίνει γύρω του. Από την άλλη, με συγκινεί πολύ όταν βλέπω γύρω μου την ευγένεια, την αλληλεγγύη, την προσφορά στον άνθρωπο, στα ζώα και τη φύση… Όταν εκτιμάς τα πράγματα, εκτιμάς και την ίδια σου τη ζωή».
Η Αθήνα όσο περνάει ο καιρός, μου φαίνεται όλο και πιο δύσβατη. Τόσο για τους πεζούς, όσο και για τα αυτοκίνητα. Υπάρχουν όμορφα σημεία της πόλης, σαν μια όαση στην έρημο, όπως η περιοχή στου Μακρυγιάννη και στο Κουκάκι, αλλά, σε σχέση με αυτό που θα μπορούσε να είναι, με απογοητεύει.
Από την άλλη, αγαπώ πολύ το Χαλάνδρι που μένω γιατί έχει πράσινο και κρατάει ακόμη την αίσθηση της γειτονιάς. Μ’ αρέσει η “βαβούρα” του κέντρου και οι περισσότεροι φίλοι μου μένουν κέντρο, αλλά μ’ αρέσει μετά να γυρνάω στη γειτονιά μου. Το Ρέμα του Χαλανδρίου είναι σαν καταφύγιο για μένα από μικρή και πάω συχνά και μόνη μου».
Η παράσταση και τα επόμενα σχέδια
«Παίζω στην παράσταση "Ο Άνθρωπος Ελέφαντας, Έτσι τον είπαν" σε σκηνοθεσία Δημήτρη Αγιοπετριτή – Μπογδάνου, από Τετάρτη ως Παρασκευή στο Θέατρο Άνεσις και ως την Κυριακή 13/4. Είναι ένα νέο θεατρικό έργο της Τζούλιας Διαμαντοπούλου, βασισμένο στα τεκμήρια που αφήσαν πίσω τους οι πραγματικοί πρωταγωνιστές της ιστορίας, που έγινε γνωστή μέσα από την ταινία του David Lynch.
Παράλληλα, κάνουμε πρόβες για την παράσταση "Ο Αιών μου" που θα ανέβει επίσης στο Θέατρο Άνεσις από τις 23/4, ένα έργο που έγραψε και σκηνοθετεί ο Παύλος Παυλίδης και παίζουν οι Κώστας Φιλίππογλου, Γιώτα Φέστα, Κωνσταντίνος Ασπιώτης, Ειρήνη Μακρή, Μιχάλης Πανάδης και εγώ.
Είναι ένα σύγχρονο έργο για τον αιώνα μας, για τις γενιές πριν και μετά από εμάς, μια οικογενειακή γιορτή που μέσα σε αυτήν βλέπουμε την παθολογία της ελληνικής οικογένειας και τα θέματα που μας ταλανίζουν σήμερα. Είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα παράσταση μέσα από τα μάτια ενός νέου ανθρώπου, που θέτει τα ζητήματα του τώρα και του τι έχουν επιφέρει οι επιλογές παλαιότερων γενεών στη δική μας γενιά και αντίστοιχα πως οι δικές μας επιλογές θα επηρεάσουν τον κόσμο στο μέλλον».

(Η φωτογράφιση της συνέντευξης πραγματοποιήθηκε στο Θέατρο Άνεσις)
Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.