Η μετά την καραντίνα εποχή, καταγράφει αναμφισβήτητα θετικό πρόσημο για τα θεατρικά δρώμενα στην Αθήνα. Περισσότερες σκηνές, παλιά θέατρα που επαναλειτουργούν, διαμορφωμένοι εκ νέου χώροι που φιλοξενούν παραστάσεις. Σε όλη τη χώρα σήμερα, υπάρχουν περίπου 220 σκηνές, ενώ μόνο στην Αθήνα, βρίσκουμε τις 152. Ο κόσμος αγαπά το θέατρο, τη θεατρική εμπειρία αλλά και όλα αυτά που συνοδεύουν μια παράσταση. Το πριν και το μετά. Το θέατρο είναι στην πραγματικότητα μια τελετουργία.
Είναι ο κόσμος απ' έξω που περιμένει να μπει, είναι αυτά τα λεπτά αναμονής μέχρι να ακούσεις το τρίτο κουδούνι, είναι το διάλειμμα που επιτείνει την αγωνία, είναι μια σειρά γεγονότων που συνθέτουν την εμπειρία. Είναι και αυτό που έρχεται στο τέλος, η στιγμή που ενεργοποιείται μια σύμβαση μεταξύ του κοινού και των συντελεστών της παράστασης. Μια σιωπηρή αλλά αμοιβαία συμφωνία που προβλέπει ρητά τις θέσεις των δύο μερών.
Στο τέλος της παράστασης οι άνθρωποι χειροκροτούν. Πώς μπορεί να ερμηνευθεί κάθε φορά αυτή η κίνηση από την πλευρά των θεατών προς τους συντελεστές; Υπάρχει κάποιος άγραφος κανόνας και ένα savoir vivre που ακολουθούμε; Πώς μεταβολίζεται από τους ανθρώπους του χώρου; Μιλήσαμε με ανθρώπους του χώρου και συλλέξαμε διαφορετικές προσεγγίσεις και αποχρώσεις πάνω στο θέμα.
Για την ιστορία, η πρακτική του χειροκροτήματος στο τέλος των θεαμάτων, εμφανίστηκε σε θέατρα και ομιλίες στην Αρχαία Ρώμη. Για τους Ρωμαίους, το χειροκρότημα ήταν περισσότερο ένα ηχητικό μέτρο δημοφιλίας. Με το πέρασμα του χρόνου, αυτή η σύμβαση έμεινε, αποτελώντας και αντικείμενο μελέτης. Μια ομάδα ερευνητών από το Πανεπιστήμιο της Ουψάλα στη Σουηδία, παρατήρησε τον τρόπο με τον οποίο το χειροκρότημα μπορούσε να εξαπλώνεται και να μεταφέρεται από τον έναν στον άλλον, «σαν ίωση». Ξεκινάει να χειροκροτεί ένας και μετά ακολουθεί το πλήθος.

Για τους συντελεστές μιας παράστασης, το χειροκρότημα είναι σίγουρα κάτι παραπάνω. «Στο τέλος των παραστάσεων το χειροκρότημα δεν αφορά μόνο το θέαμα που είδαμε, σίγουρα χειροκροτάμε και γι’ αυτό και μάλιστα αν μας άρεσε πολύ ζητωκραυγάζουμε κιόλας, αλλά χειροκροτάμε επίσης και το άνοιγμα ψυχής που κάνει ο κάθε καλλιτέχνης, τη ζωντανή έκθεσή του στο κοινό» μου λέει ο ηθοποιός Χάρης Χιώτης.
«Το χειροκρότημα για μας τους ηθοποιούς ειναι μια στιγμή επαλήθευσης της ενεργής παρουσίας του κοινού καθ' όλη τη διάρκεια της παράστασης» θα προσθέσει η ηθοποιός Ηλιάνα Μαυρομάτη σε σχετική ερώτηση για το πως τελικά ενεργοποιείται το χειροκρότημα.
«Η στιγμή που καταλαβαίνουμε πώς συνδέθηκαν με αυτό που παρακολούθησαν, αν ήταν έντονη, βαθιά η εμπειρία τους, αν κουράστηκαν, αν μετακινήθηκαν εσωτερικά, αν συμμετείχαν ενεργά σε αυτό που βίωσαν μαζί μας. Η λεγόμενη και τροφή του καλλιτέχνη, είναι πράγματι στιγμή λύτρωσης και ανταμοιβής».
«Μερικές φορές οι άνθρωποι χειροκροτούν επειδή θέλουν να στείλουν ένα μήνυμα. Άλλες φορές, οι άνθρωποι μπορεί να χειροκροτούν όχι λόγω εσωτερικής επιλογής αλλά μάλλον λόγω κοινωνικής πίεσης» είχε πει ο Alan Crawley, διδάκτορας του τμήματος Επικοινωνίας του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια, που ασχολήθηκε με το φαινόμενο.
«Έχω δει ανθρώπους να κοιμούνται σε όλη την παράσταση και στο τέλος να ξυπνάνε και να χειροκροτούν»
Υπάρχει κι αυτή η οπτική. «Πάντα σκεφτόμουν ότι είναι περίεργο το χειροκρότημα στο θέατρο. Βασικά το γεγονός ότι ό,τι κι αν γίνει στο τέλος το κοινό θα χειροκροτήσει μου φαινόταν κακή συνήθεια. Έχω δει ανθρώπους να κοιμούνται σε όλη την παράσταση και στο τέλος να ξυπνάνε και να χειροκροτούν. Οπότε, δεν ξέρω πόσο είναι μια πραγματική αναγνώριση της δουλειάς μας ή απλά μια συνήθεια. Και γιατί δεν χειροκροτάμε τον σερβιτόρο όταν μας φέρνει τον καφέ μας. Κι αυτός κι εμείς τη δουλειά μας κάνουμε» μου σχολιάζει εύστοχα ο σκηνοθέτης Γιώργος Κουτλής.
Μπορώ να ανακαλέσω αρκετές στιγμές να κάθομαι δίπλα σε κάποιον που δυσανασχετούσε καθ' όλη τη διάρκεια του έργου αλλά στο τέλος να δίνει το χειροκρότημά του. Έχει τύχει ακόμη να κάθομαι δίπλα με άνθρωπο που κοιμάται, άλλον που δεν ντρέπεται μέχρι και να κοιτάει το κινητό του. Στο κοινό υπάρχει τεράστια ποικιλία θεατών και αισθητικών κριτηριών, άρα και τεράστιες αποκλίσεις ως προς το πώς εισπράττουμε το εκάστοτε θέαμα. Όμως με όλους αυτούς μπορεί να συναντηθούμε κάπου στη μέση. Είναι τελικά θέμα ευγένειας ή υπάρχει κάποιος άγραφος κανόνας γύρω από αυτό;

«Απ' την άλλη έχει και κάτι ρομαντικό» σκέφτεται ο σκηνοθέτης Γιώργος Κουτλής. «Όπως καμιά φορά στις προσγειώσεις των αεροπλάνων χειροκροτάμε τον πιλότο που μας ταξίδεψε σώους, έτσι κι εδώ το χειροκρότημα ίσως είναι ένα ευχαριστώ γι αυτό το ταξίδι που προηγήθηκε. Και, ναι, τελικά αν και πάντα χειροκροτάει το κοινό, καταλαβαίνεις τη διαφορά. Ακούς στον ήχο τη συγκίνηση ή τον ενθουσιασμό. Είναι διαφορετικό. Οπότε ναι, το αν έχει ακουμπήσει μια παράσταση το κοινό μπορείς να το ακούσεις στο χειροκρότημα. Έτσι κι αλλιώς θέατρο χωρίς κοινό δεν υπάρχει. Και το χειροκρότημα του κοινού είναι κατά κάποιο τρόπο το ευχαριστώ του γι αυτό που έζησε».
Για τον ηθοποιό Θάνο Τοκάκη, το χειροκρότημα δεν είναι θέμα ευγένειας αλλά περισότερο ανταπόδοσης. «Αφού ολοκληρωθεί αυτή η κατάθεση επί σκηνής από την πλευρά των ηθοποιών, υπάρχει αυτή η συνθήκη. Ο θεατής χειροκροτά και ανάλογα με το πόσο έχει επηρεαστεί από αυτό που είδε, υπάρχει μια αντίστοιχη ανταποδοτικότητα και ένα ξέσπασμα».
Ο ίδιος σαν θεατής θα χειροκροτήσει σε κάθε παράσταση που θα βρεθεί. «Είτε μου αρέσει κάτι είτε όχι, θα χειροκροτήσω επειδή ξέρω πολύ καλά την άλλη πλευρά, αυτή του ηθοποιού και γνωρίζω πως ό,τι και να έχει γίνει, όλοι οι συντελεστές μιας παράστασης έχουν προσπαθήσει να επικοινωνήσουν κάτι με τον θεατή. Και αυτό και μόνο είναι μια πράξη που χρήζει χειροκροτήματος. Είναι σημαντικό το χειροκρότημα γιατί είναι κάτι ψυχικό, όχι εγκεφαλικό. Είναι κάτι σχεδόν ζωώδες και για τις δυο μεριές. Το τελικό αποτέλεσμα το κρίνει το κατά πόσο ο θεατής θα μπει στη διαδικασία να εκφράσει αυτό που αισθάνθηκε, από το πόσο δυνατό είναι το χειροκρότημά του».
Για τον Χάρη Χιώτη, «όταν συμβαίνουν από σκηνής και ενώνουν τις παραστάσεις με τους θεατές είναι άξια αναγνώρισης και χειροκροτήματος ασχέτως του αν ταυτιστήκαμε ή όχι. Εξάλλου δεν ταυτιζόμαστε όλοι με όλες τις αλήθειες, αρκεί που τις αναγνωρίζουμε. Αυτό από μόνο του μας κάνει καλύτερους ανθρώπους, και σίγουρα αξίζει το χειροκρότημα μας».
Κάποιες φορές νιώθεις πως το χειροκρότημα φεύγει από σένα και από τα όρια της χώρου και περνάει σε μια αλλη διάσταση. «Το πιο ιδιαίτερο και σημαντικό σαν εμπειρία χειροκρότημα, το έχω εισπράξει στην παράσταση «Αθήνα Χατζηεσμέρ, ετών 17», στο σκοπευτήριο Καισσαριανής, όταν οι περίπου 500 άνθρωποι που βρεθήκαμε εκείνο το βράδυ, συγκινηθήκαμε βαθιά και δεν σταματήσαμε, από κοινού από ένα σημείο και μετά, να χειροκροτούμε για περίπου 15 λεπτά, πέρα από την δική μας προσπάθεια, των ερμηνευτών και συντελεστών της παράστασης, τον αγώνα και τη μνήμη των ανθρώπων που εκτελέστηκαν τον Μάιο του ‘44 σε εκείνον ακριβώς τον τοίχο που είχαμε απέναντι μας» θυμάται η Ηλιάνα Μαυρομάτη.
Στο τέλος της ημέρας, αυτή είναι και η μαγεία του θεάτρου. Η συμμετοχή.
Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.