Μενού
xatzidakis_gatsos
Μάνος Χατζιδάκις - Νίκος Γκάτσος | eurokinissi
  • Α-
  • Α+

Μπορεί ένας άνθρωπος να γράψει μόνο μια ποιητική συλλογή και να θεωρείται ένας από τους σπουδαιότερους ποιητές της χώρας του; Ναι. Αν τον λένε Νίκο Γκάτσο μπορεί. Ο Γκάτσος παραμένει μια ιδιαίτερη περίπτωση για τα ελληνικά γράμματα. Η «Αμοργός», η ποιητική συλλογή, για την οποία ήδη κάναμε λόγο, είναι αξεπέραστη. Λέγεται ότι την έγραψε μέσα σε μια νύχτα με το σύστημα της «αυτόματης γραφής», που χρησιμοποιούν οι σουρεαλιστές δημιουργοί. Ένα διαμάντι. Ένα φως. Μια γέφυρα που έριξε που ο ποιητής και η οποία βοηθάει τον κόσμο να περάσει στην αντίπερα όχθη. Εκεί που όλα είναι καλύτερα. Γράφτηκε μέσα στο σκοτάδι της ναζιστικής κατοχής και η αχαλίνωτη φαντασία της προκάλεσε σοκ και ενθουσιασμό ακόμα και για την τότε νεοτερική ελληνική ποίηση που ήταν «καλομαθημένη» από τους Σεφέρη, Ελύτη, Εμπειρίκο και Εγγονόπουλο.

«Τα ποιήματα είναι εύκολα. Η Ποίηση είναι δύσκολη...»

Ο Νίκος Γκάτσος γεννήθηκε στις 8 Δεκεμβρίου του 1911 (ή σύμφωνα με κάποιους άλλους 30 Απριλίου 1915) στην Κάτω Ασέα Αρκαδίας. Τα σχολικά του χρόνια τα πέρασε στην Τρίπολη. Εκεί τελείωσε δημοτικό και γυμνάσιο. Το φοβερό με τον Γκάτσο είναι πως έμαθε μόνος του, με μια μέθοδο αυτοδιδασκαλίας που ο ίδιος ανέπτυξε, Αγγλικά και Γαλλικά. Και μέσα από αυτή την προσπάθεια ήρθε σε επαφή με τα λογοτεχνικά βιβλία. Μπροστά του ανοίχτηκε ένας καινούργιος, νέο κόσμος, τον οποίο και ερωτεύτηκε.

Όταν, πλέον, έφυγε από την Αρκαδία για να έρθει στην Αθήνα, προκειμένου να γραφτεί στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου είχε ήδη μελετήσει Παλάμα και Σολωμό, ενώ μάθαινε διαρκώς νέα πράγματα για το δημοτικό τραγούδι που τόσο μελέτησε και τόσο αγάπησε. Στις αρχές της δεκαετίας του '30 δημοσίευσε τα πρώτα του ποιήματα στα περιοδικά «Νέα Εστία» (1931) και «Ρυθμός» (1933).

Ο Γκάτσος αρχίζει και γίνεται γνωστός στους κύκλους της ντόπιας διανόησης όχι ως ποιητής αλλά ως μεταφραστής. Προκαλεί αίσθηση με τον «Ματωμένο Γάμο» του Λόρκα που τον είχαν εκτελέσει οι φασίστες του Φράνκο, επτά χρόνια νωρίτερα, στη διάρκεια του Ισπανικού Εμφυλίου Πολέμου. Μπαίνει στο πάνθεον των ελλήνων δημιουργών με την «Αμοργό» που κυκλοφόρησε το 1943 και με το έργο αυτό, σύμφωνα με τους ειδικούς, κλείνει με μεγαλειώδη τρόπο ο πρώτος κύκλος τους ελληνικού υπερρεαλισμού που είχαν ανοίξει ο (πρώιμος) Ελύτης, ο Εμπειρίκος και ο Εγγονόπουλος.

Γνωριμία ζωής για τον Γκάτσο ήταν αυτή με τον παντοτινό του φίλο, τον Μάνο Χατζιδάκι ο οποίος μελοποίησε πολλά από αυτά που έγραψε ο ποιητής και στιχουργός. Ο σπουδαίος συνθέτης είχε πει για τον Γκάτσο: «Το τραγούδι είναι μια σύνδεση άριστη της μουσικής με τον στίχο. Το τραγούδι βασίζεται στη λέξη, όχι στην φθαρμένη, αλλά στην ανανεωμένη με την αρχική της δύναμη. Καταλαβαίνετε βέβαια πως δεν θα επιτυγχανόταν ένα αξιόλογο αποτέλεσμα στο τραγούδι, αν δεν είχα την τύχη από νέος να διδαχτώ και να συνεργαστώ με αληθινούς ποιητές και όχι με διεκδικητές του τίτλου του ποιητή».

Ο Γκάτσος, όμως, μεγαλούργησε ως στιχουργός. Πρώτο του τραγούδι στη δισκογραφία ήταν το «Χάρτινο το φεγγαράκι» σε μικρό δίσκο με τη φωνή της Μούσχουρη, το '58, γραμμένο μια δεκαετία πριν για το «Λεωφορείον ο Πόθος». Μέχρι τότε τού ήταν άγνωστη η σχέση του με το τραγούδι και τα πνευματικά δικαιώματα. Όταν ο Χατζιδάκις του έδωσε 300 δραχμές από την τότε ΑΕΠΙ, έτσι κατάλαβε ότι μπορεί και να βιοπορίζεται.

Το έργο του είναι εντυπωσιακό σε ποσότητα και ποιότητα. Ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Μάνος Χατζιδάκις, ο Σταύρος Ξαρχάκος, ο Δήμος Μούτσης, ο Λουκιανός Κηλαηδόνης και άλλοι συνθέτες μελοποίησαν στίχους του, που τραγουδήθηκαν από δημοφιλείς καλλιτέχνες και έγιναν μεγάλες επιτυχίες. «Οι στίχοι των τραγουδιών του, πραγματικά ποιήματα οι περισσότεροι, μας διδάσκουν τί πάει να πει αρρενωπότητα της δημοτικής παράδοσης, οργανική λειτουργία της ομοιοκαταληξίας, ήθος της ελληνικής» είχε πει ο Ελύτης. Και πράγματι η ομοικοκαταληξία με την οποία συνέθετε ο Γκάτσος, μας χάρισε κάποια από τα πιο λαμπερά διαμάντια του ελληνικού τραγουδιού. «Γειά σου χαρά σου, Βενετιά, βγήκα σε θάλασσα πλατιά και τραγουδώ στην κουπαστή, σ’ όλο τον κόσμο ν’ ακουστεί. Φύσα, αεράκι, φύσα με, μη χαμηλώνεις, ίσαμε, να δω στην Κρήτη μια κορφή, που ’χω μανούλα κι αδελφή», που ακούσαμε με τη φωνή του Αρχάγγελου της Κρήτης, του Νίκου Ξυλούρη.

Ο Γκάτσος ήταν ένας άνθρωπος με ευαισθησίες. Περιέγραψε με τρόπο μοναδικό την καταστροφή της ελληνικής υπαίθρου. «Εκεί που φύτρωνε φλησκούνι κι άγρια μέντα, κι έβγαζε η γη το πρώτο της κυκλάμινο, τώρα χωριάτες παζαρεύουν τα τσιμέντα και τα πουλιά πέφτουν νεκρά στην υψικάμινο. Εκεί που σμίγανε τα χέρια τους οι μύστες ευλαβικά πριν μπουν στο τελεστήριο, τώρα πετάνε τ’ αποτσίγαρα οι τουρίστες και το καινούργιο παν να δουν διυλιστήριο», έγραφε στον «Εφιάλτη της Περσεφόνης».

Αλλά ήταν και άνθρωπος με χιούμορ. Η σύζυγός του, Αγαθή Δημητρούκα, είχε πει σε παλαιότερη συνέντευξή της πως το «καίγομαι – καίγομαι» το οποίο μελοποίησε ο Σταύρος Ξαρχάκος για την ταινία το «Ρεμπέτικο», ο Γκάτσος το είχε γράψει σε μια κόκκινη Royal γραφομηχανή την οποία είχε πάει δώρο στην Αλεξία, την τότε 8χρονη κόρη, του πολύ καλού του φίλου, του Σωτήρη Μουστάκα. Ο Γκάτσος, λοιπόν, θεωρούσε αυτό το τραγούδι... σκυλάδικο και έλεγε:  «Να δείτε που ο κόσμος δεν καταλαβαίνει, οι συνθέτες δεν καταλαβαίνουν, το ίδιο και οι τραγουδιστές, και θα το θεωρήσουν αριστούργημα αυτό».

Ο τραγικός θάνατος του πατέρα του, που τον συγκλόνισε

«Τ’ αστέρι του Βοριά θα φέρει ξαστεριά, μα πριν φανεί μεσ’ απ’ το πέλαγο πανί, θα γίνω κύμα και φωτιά, να σ’ αγκαλιάσω, ξενιτιά. Κι εσύ, χαμένη μου πατρίδα μακρινή, θα μείνεις χάδι και πληγή, σαν ξημερώσει σ’ άλλη γη».  Αναφορά στην ξενιτιά που τόσο τον πλήγωσε. Ο πατέρας του Γκάτσου, ο κυρ Γιώργος όπως τον έλεγαν στο χωριό τους, αναγκάστηκε να φύγει για τις ΗΠΑ για να βοηθήσει οικονομικά την οικογενεια του. Άφησε πίσω του την οικογένεια του. Τη σύζυγό του, την Βασιλική, την κόρη του και βέβαια τον μικρό του, τον Νίκο.

Δύσκολη η ζωή, ακόμα πιο δύσκολη η επιβίωση με όρους αξιοπρέπειας. Ο πατέρας του Νίκου ταξίδευε συχνά στην Ελλάδα προκειμένου να βλέπει την οικογένεια του. Το 1916 καθώς έκανε για μια ακόμα φορά αυτό το ταξίδι (από την Ελλάδα προς τις Ηνωμένες Πολιτείες), εν πλω, έπαθε πνευμονία. Πάνω στο καράβι και προφανώς χωρίς ιδιαίτερη ιατρική φροντίδα, ο Γιώργος Γκάτσος, πάλεψε σκληρά για να μείνει στη ζωή αλλά δεν τα κατάφερε. Περίπου δυο ώρες πριν φτάσει στο λιμάνι της Νέας Υόρκης, ξεψύχησε.

Το πιο τρομακτικό είναι πως, όπως συνηθιζόταν εκείνη την εποχή, ο καπετάνιος έδωσε εντολή το πτώμα του να ριχτεί στη θάλασσα. Οι συγγενείς του δεν κατάφεραν να τον κηδέψουν. Να τιμήσουν τον άνθρωπο τους. Ήταν ένα σκληρό πλήγμα για όλους αλλά περισσότερο για τη σύζυγό του, την Βασιλική. Σαν ηρωίδα αρχαιοελληνικής τραγωδίας όταν, περίπου ένα μήνα μετά το τραγικό συμβάν, έμαθε για τον θάνατο του συζύγου της, θρήνησε τόσο πολύ και τόσο έντονα που τρόμαξε τον μικρό Νίκο. Το παιδί τρόμαξε τόσο πολύ που τα χέρια του άρχισαν να τρέμουν. Και δεν σταμάτησαν μέχρι την 12η Μάη του 1992!

Ο θάνατος του πατέρα του και ο θρήνος της μητέρας του σημάδεψαν μια για πάντα τον Νίκο Γκάτσο. Είναι δεδομένο πως τον πατέρα του σκεφτότανε, όταν, μεγάλος πια σε ηλικία και καταξιωμένος, έγραφε «Σε πελαγίσιο μνήμα, χαράζω τον σταυρό, θα τραγουδάει το κύμα κι εγώ θα καρτερώ» ή το άλλο του τραγούδι σε μουσική Μίκη Θεοδωράκη «Φέρτε μου την θάλασσα να την προσκυνήσω, φέρτε μου τον ήλιο της να προσευχηθώ. Έθρεψα τα σπλάχνα σου, κύμα πελαγίσιο, με χιλιάδες μνήματα μέσα στο βυθό». Ακόμα και οι τελευταίοι στίχοι που έγραψε στη ζωή του το 1991, λίγο πριν πεθάνει ο ίδιος, ήταν για τον πατέρα του και για το μοιραίο του εκείνο ταξίδι: «Θέλω τον κόσμο ν’ αγκαλιάσω, μ’ ένα ζεστό φιλί, κι από τη δύση μου να φτάσω, ως την ανατολή. Μα είναι φίδι το ταξίδι, είναι χολή μαζί και ξίδι, σ’ ένα μεγάλο αγκάθινο σταυρό. Όμως εγώ δεν κάνω πίσω, ούτε τον δρόμο μου θ’ αφήσω, ώσπου λιμάνι σίγουρο να βρω».   

Google News

Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.

BEST OF LIQUID MEDIA