Μενού
akropoli_nazi
Η ναζιστική σημαία κυματίζει στην Ακρόπολη | Τύπος της εποχής
  • Α-
  • Α+

Την ημέρα που οι ναζιστικές ορδές ανακοίνωσαν την κατάληψη της Κρήτης, του τελευταίου ελεύθερου εδάφους της Ελλάδας, δυο φοιτητές αποφάσισαν με μια ριψοκίνδυνη και συμβολική κίνηση να δείξουν πως τίποτα δεν είχε τελειώσει. Ήταν μια πράξη, με στοιχεία ηρωισμού και άγνοιας κινδύνου, που έκανε έστω και για λίγο το ηθικό να αναπτερωθεί και αυτοί που ακόμα και σήμερα την αμφισβητούν είναι αυτοί που ποτέ δεν τη συγχώρησαν...  Μια ημέρα σαν σήμερα, πριν από 82 χρόνια, ο Μανώλης Γλέζος και ο Λάκης Σάντας, έγραψαν με χρυσά γράμματα τα ονόματα τους στην ιστορία αυτού του τόπου.

Η σημαία, η μυστική σπηλιά και η οργή των Ναζί

Στα τέλη του Μάη του 1941 ολόκληρη η Ελλάδα παρακολουθούσε και έπαιρνε κουράγιο από την ηρωική μάχη που έδιναν οι Κρήτες απέναντι στα ναζιστικά στρατεύματα. Όσο η Κρήτη άντεχε, τόσο οι υπόλοιποι Έλληνες έπαιρναν κουράγιο. Το πρωί της 30ης Μαΐου, ωστόσο, ήρθαν τα κακά μαντάτα. Η είδηση πως η μεγαλόνησος έπεσε στα χέρια των ναζί, σκόρπισε θλίψη και απογοήτευση. Για δυο φοιτητές, ωστόσο, το άκουσμα της είδησης αυτής σήμαινε ώρα για δράση. Ο Μανώλης Γλέζος και ο Λάκης Σάντας, είχαν μέρες πριν καταστρώσει ένα παράτολμο σχέδιο. Μια ημέρα, όντας καθισμένοι στο Ζάππειο και κοιτάζοντας απέναντι, τη σβάστικα να κυματίζει στην Ακρόπολη, είπαν πως αυτό το πανί πρέπει να κατέβει από εκεί. Και άρχισαν την έρευνα. Προσπάθησαν να βρουν ένα τρόπο ώστε και τη σημαία να κατεβάσουν και χαμπάρι να μην τους πάρουν οι Γερμανοί και να φύγουν σαν κύριοι από το σημείο.

Πήγαν στην Εθνική Βιβλιοθήκη και αναζήτησαν οτιδήποτε σχετικό με τον Ιερό Βράχο. Έπεσαν με τα μούτρα στο διάβασμα και ανακάλυψαν πως η μόνη διαδρομή που έπρεπε να ακολουθήσουν για να μη γίνουν αντιληπτοί από τους Γερμανούς φρουρούς ήταν μέσω του Πανδρόσειου Άντρου. Πρόκειται ουσιαστικά για μια σπηλιά (στην πραγματικότητα μια μικρή τρύπα) που βρίσκεται πάνω από τη Μυκηναϊκή Κρήνη. Βρίσκεται μέσα σε μια φυσική σχισμή, που δημιουργήθηκε όταν αποκολλήθηκε μεγάλο τμήμα του βράχου. Ο μόνος τρόπος προσέγγισης της ήταν μέσω μιας σκάλας η οποία για καλή τύχη των Γλέζου και Σάντα δεν φαινόταν από τους φρουρούς ή τα περίπολα. Η κλίμακα αυτή σχετίζεται σύμφωνα με περιγραφές του Παυσανία με την εορτή των Αρρηφορίων, όπου νεαρά κορίτσια μετέφεραν νερό από την Ακρόπολη προς το Ιερό της Αφροδίτης και του Έρωτα.

Μέσα στη σπηλιά είχαν τοποθετηθεί ξύλινες σκαλωσιές από Αμερικανούς αρχαιολόγους οι οποίοι προπολεμικά πραγματοποιούσαν ανασκαφές. Αυτές τις σκαλωσιές χρησιμοποίησαν οι δύο φοιτητές για να αναρριχηθούν στην Ακρόπολη. Το σχέδιο ήταν έτοιμο. Η αφορμή (με την κατάληψη της Κρήτης) δόθηκε. Τώρα έμενε το δύσκολο κομμάτι. Η πράξη. Το ίδιο κιόλας βράδυ, οι δυο φίλοι με «όπλα» τους ένα φανάρι και ένα μαχαίρι, ξεκινούν τη ριψοκίνδυνη αποστολή τους. Ξεκίνησαν περίπου στις 9:30 το βράδυ και όταν πλέον η τεράστια ναζιστική σημαία έπεφτε στα χέρια τους το ρολόι έδειχνε σχεδόν μεσάνυχτα. Την πήραν μαζί τους, την έκρυψαν μέσα στη σπηλιά και ακολούθησαν τον ίδιο δρόμο για να επιστρέψουν στα σπίτια τους.

Οι τρεις δικαστές που «μπέρδεψαν» τους Ναζί

Και αν όλα τα παραπάνω είναι λίγο – πολύ γνωστά, αυτό που δεν είναι τόσο γνωστό είναι η ιστορία των τριών Ελλήνων δικαστών στους οποίους οι Ναζί είχαν αναθέσει τις ανακρίσεις για το περιστατικό που τους ρεζίλεψε. Από την πρώτη στιγμή, προφανής στόχος των τριών δικαστών, ήταν όλα να παραμείνουν στο σκοτάδι αλλά με τέτοιο τρόπο που να μην κινδυνέψει κάποιος. Ο εισαγγελέας Πλημμελειοδικών Αθήνας Ηλίας Μικρουλέας, ο πρωτοδίκης - ανακριτής του 11ου τμήματος Β. Δαβίλας και ο αντεισαγγελέας Πρωτοδικών Αναστάσιος Καραμούτζος, όλοι τους γερμανομαθείς, ήταν αυτοί που ανέλαβαν το έργο της ανάκρισης και πάνω στους ώμους τους έπεσε το βάρος των αντιποίνων καθώς οι Γερμανοί τους ξεκαθάρισαν πως αν οι ένοχοι δε βρεθούν, τότε θα την πληρώσει ο Αθηναϊκός λαός. Το δικαστικό θρίλερ που ακολούθησε το περιέγραψε με τρόπο συνταρακτικό ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Δημήτρης Γατόπουλος στο βιβλίο του «Ιστορία της Κατοχής», απόσπασμα του οποίου μπορείτε να διαβάσετε παρακάτω:

«Η είδησις δημοσιεύθηκε στις εφημερίδες με χτυπητούς τίτλους και συγχρόνως δόθηκε προς δημοσίευση ανακοινωθέν της Ανωτάτης Γερμανικής Στρατιωτικής Διοικήσεως, διά του οποίου ανηγγέλλοντο αυστηρά μέτρα περιορισμού της κυκλοφορίας του πληθυσμού, ως τιμωρία για το πρώτο τούτο σαμποτάζ. Οι αστυνομικές αρχές μέσα σε μια ατμόσφαιρα εκνευρισμού άρχισαν προσχηματικά τις ανακρίσεις, ταυτόχρονα διετάχθησαν να κινηθούν και οι δικαστικές αρχές με γοργό ρυθμό.

Ο ανακριτής του 11ου ανακριτικού τμήματος πρωτοδίκης κ. Β. Δαβίλας πήρε επείγουσα παραγγελία από τον Εισαγγελέα των Πλημμελειοδικών Αθηνών, όπως σπεύσει επί τόπου και ενεργήσει ανακρίσεις μαζί με τον αντιεισαγγελέα κ. Αναστ. Καραμούτζον. Και οι δύο δικαστικοί ήσαν κάτοχοι της Γερμανικής γλώσσης και τούτο τους εβοήθησε πολύ στη δύσκολη και επικίνδυνη δουλειά τους, διά την οποία προηγήθη μεταξύ των η δέουσα συνεννόησις.

Λέμε επικίνδυνη, γιατί πραγματικά ήταν γεμάτη από φοβερούς και άγνωστους κινδύνους η δουλειά αυτή. Από την πρώτη στιγμή ο διοικητής της Γκεστάπο Τόυμπελ, ο πολύς Τόυμπελ, με τις χαρακτηριστικές σπαθιές στο πρόσωπο, είχε ειπεί καθαρά και ξάστερα στους δικαστικούς: - Αν δεν βρεθούν οι ένοχοι, θα πληρώσει ακριβά ο Αθηναϊκός λαός!...

Η προσοχή των δικαστικών και των καταδιωκτικών αρχών εσταμάτησε εις ένα πολύ ενδιαφέρον τυχαίο περιστατικό, που κάπως θα διεφώτιζε δήθεν το σκοτεινό μυστήριο της κλοπής της σημαίας και θα έδινε εις τους Γερμανούς ελπίδες για την ανακάλυψη του τολμηρού ανθρώπου, που αναστάτωσε την αθηναϊκήν κοινωνία με τις φοβερές και τρομερές απειλές του Τόυμπελ. [...]

Οι πρώτες λοιπόν ενέργειες εστράφηκαν σκόπιμα στην ''άσπρη κούρσα''. Κατά τις μαρτυρίες των φυλάκων της Ακροπόλεως και άλλων διαβατών που έτυχε να είναι εκεί κοντά κατά τη σεληνοφώτιστη εκείνη νύχτα, που έγινε η κλοπή της σημαίας, εθεάθη –τυχαίο γεγονός– κατά τας 11τη νύκτα, μια κομψή άσπρη κούρσα να ανεβαίνει τον δρόμο προς την Ακρόπολι. Στην κούρσα αυτή, που την οδηγούσε στρατιωτικός με στολή Γερμανού αξιωματικού, επέβαινε νεαρά κυρία με φόρεμα σπορ χωρίς καπέλο. Η μυστηριώδης κούρσα έφθασε μέχρι του σημείου που μπορούσε να προχωρήσει τροχοφόρο και εκεί εσταμάτησε.

Οι μαρτυρίες είπαν ότι διέκριναν… καθαρά το ζευγάρι να ανεβαίνει τις σκάλες προς τον Παρθενώνα και να χάνεται ανάμεσα στα ιερά ερείπια. Κανείς απ’ αυτούς δεν μπόρεσε να ξεκαθαρίσει πότε το ζευγάρι εγκατέλειψε την Ακρόπολη. Ολοι όμως συμφωνούσαν στο γεγονός ότι η σημαία βρισκόταν στον κοντό της.

Την εποχή εκείνη δεν φρουρείτο η Γερμανική σημαία από τιμητική φρουρά, όπως συνέβη αργότερα μετά το κρούσμα της κλοπής της. Η “άσπρη κούρσα” έμεινε στη θέση της ώς τις πρώτες πρωινές ώρες και εκεί την είδε για τελευταία φορά ο φύλακας της Ακροπόλεως, που ήταν και ο κυριότερος μάρτυρας στην συνταρακτική αυτή υπόθεση. Όταν ξημέρωσε, η χιτλερική σημαία είχε εξαφανισθεί».

Το «μυστηριώδες ζευγάρι» και οι δήθεν έρευνες

«Ετσι, λοιπόν, εδίδετο η εντύπωσις πως το μυστηριώδες ζευγάρι άφησε την Ακρόπολη έπειτα από πολύωρη ρομαντική αναψυχή μεταξύ της 4ης και της 6ης πρωινής ώρας. Δηλαδή κατά τας ώρας της απηγορευμένης κυκλοφορίας. Και όμως κανένα μάτι δεν εβρέθηκε να ειδεί τίποτε άλλο, κανένα αυτί να ακούσει και κανένα στόμα να μιλήσει!

Ολοι εβοήθησαν τους δικαστικούς. Η Γκεστάπο έτσι ικανοποιήθηκε κάπως που κινήθηκαν οι Ελληνικές αρχές και την ικανοποίηση αυτή δεν την απέκρυψε στους δικαστικούς με μόνη τη διαφορά πως ο Τόυμπελ ζητούσε πάντα γρήγορη ανακάλυψη και σύλληψη των προσώπων που τόλμησαν, καθώς έλεγε, το “ασύλληπτο αυτό ανοσιούργημα!”

Τας ενέργειας των αρχών παρακολουθούσε άγρυπνα ο Τόυμπελ, χωρίς ν’ αντιληφθεί καθόλου την πραγματική προσπάθεια των δικαστικών. Οι αυτοψίες επί τόπου διεδέχοντο η μία την άλλη, χωρίς τα συμπεράσματα να είναι ικανοποιητικά. Οι μάρτυρες ήσαν λιγομίλητοι και τα λίγα λόγια που έλεγαν στην ανάκριση δεν είχαν καμιά σχέση με την υπόθεση. Ετσι, οι μέρες περνούσαν χωρίς τίποτε το συγκεκριμένο να έρχεται εις φως.

Οι Γερμανοί αστυνομικοί ήρχισαν, στο μεταξύ, έρευνα προς ανεύρεση της μυστηριώδους “άσπρης κούρσας”, μα εις μάτην, γιατί αυτή η κούρσα-φάντασμα δεν ανευρέθη πουθενά. Καμιά “άσπρη κούρσα” δεν υπήρχε στην Αθήνα. Η υπηρεσία της τροχαίας κινήσεως δεν εσημείωνε στα βιβλία της αυτού του είδους κούρσα. Και το μυστήριο γινότανε ακόμη σκοτεινότερο. Αι ανακρίσεις διήρκεσαν όλον, σχεδόν, τον Ιούνιον του 1941 και η παρέλκυσις από τας τότε δικαστικάς αρχάς έγινε κατά τον αριστοτεχνικότερον τρόπον.

Ποιος λοιπόν ήταν ο δράστης της κλοπής της Γερμανικής σημαίας από την Ακρόπολη; Ο ανακριτής με τον εισαγγελέα και με τη βοήθεια των αστυνομικών εκινήθηκε δεξιά, εκινήθηκε αριστερά, μα έδειξε ότι σκόνταψε επάνω σε αδιαπέραστα σκοτάδια. Και έκλεισε τη δικογραφία με την κατηγορία της “κλοπής Γερμανικής σημαίας” κατ’ αγνώστων!

Ο αρχηγός της Γκεστάπο, όταν πληροφορήθηκε πως η ανάκρισις σταμάτησε, επισκέφθηκε τον ανακριτή ο ίδιος στο γραφείο του και θέλησε να μάθη τι έβγαινε από τη δικογραφία. Εκεί πληροφορήθηκε ότι τίποτε το συγκεκριμένο δεν έφερε σε φως η ανάκρισις και έπρεπε να στραφούν οι υπόνοιες προς άλλες κατευθύνσεις, πράγμα που και ο Τόυμπελ παραδέχθηκε και έτσι έστειλε στο Βερολίνο έκθεση με περιεχόμενο που δεν εβάρυνε καθόλου τον Αθηναϊκό λαό.

Η Ελληνική Δικαιοσύνη είχε κερδίσει τον πρώτο αγώνα της αντιστάσεώς της και είχε προσφέρει την ηρωική αυτή υπηρεσία στον ελληνικό λαό. Τα σύγνεφα που είχαν σκεπάσει αγρίως απειλητικά τον Αττικόν ορίζοντα απεμακρύνθησαν και οι οδυνηρές συνέπειες της κλοπής της χιτλερικής σημαίας δεν έθιξαν κανένα Έλληνα. Σιγά σιγά έτσι και ο περιορισμός της κυκλοφορίας του πληθυσμού χαλαρώθηκε και η υπόθεση από τους Γερμανούς εντελώς ξεχάστηκε».

Google News

Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.

BEST OF LIQUID MEDIA