Μενού
skiadopoulos_skali
Γιώργος Σκιαδόπουλος - Τζούλι Μαρί Σκάλι | eurokinissi
  • Α-
  • Α+

Πάντα οι ημέρες που ακολουθούν την εορταστική περίοδο των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς είναι περίεργες. Μετά από τις κραιπάλες, τα γεμάτα φαγητά και γλυκά τραπέζια, τους χορούς και τα γλέντια, οι άνθρωποι προσπαθούν να μπουν σε έναν... ρυθμό. Η επιστροφή στην κανονικότητα δεν είναι ποτέ εύκολη υπόθεση.

Τις περισσότερες φορές χρειάζονται αρκετές ημέρες μέχρι κάποιος να το πετύχει αυτό. Κάποιες άλλες, ωστόσο, η σκληρή πραγματικότητα σε αναγκάζει να «προσγειωθείς» απότομα και σοκαρισμένος να παρακολουθείς την εξέλιξη μιας υπόθεσης που μοιάζει να είναι βγαλμένη από θρίλερ.

Ότι, δηλαδή, έγινε τον Ιανουάριο του 1999.

Ένας παράφορος έρωτας...

Η ιστορία ξεκινάει τον Νοέμβριο του 1997. Ο, τότε, 24χρονος Γιώργος Σκιαδόπουλος εργάζεται ως Γ' Μηχανικός στο κρουαζιερόπλοιο Galaxy που κάνει κρουαζιέρες στην Καραϊβική. Αυτό ήταν το πρώτο του ταξίδι του αμέσως μετά το τέλος των σπουδών του στην Ανώτερη Δημόσια Σχολή του Εμπορικού Ναυτικού.

Εκεί θα γνωρίσει την, τότε, 28χρονη Τζούλι Μαρί Σκάλι, μια Αμερικανίδα, πρώην μοντέλο, που βρισκόταν σε ταξίδι αναψυχής με τον σύζυγό της Τιμ Νιστ, έναν ευκατάστατο αρχιτέκτονα εξωτερικών χώρων από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Το ζευγάρι ήταν παντρεμένο επτά χρόνια και μαζί είχαν αποκτήσει ένα κοριτσάκι, την Κέιτ, ηλικίας 3 ετών τότε.

Όταν ο Σκιαδόπουλος συναντήθηκε, τυχαία, μέσα στο κρουαζιερόπλοιο, με την Τζούλι, «μαρμάρωσε». Την ερωτεύτηκε παράφορα από την πρώτη στιγμή. Τα αισθήματα ήταν αμοιβαία. Η Τζούλι ανταποκρίθηκε στην πολιορκία του νεαρού ναυτικού. Η ερωτική περιπέτεια που έζησαν μέσα στο κρουαζιερόπλοιο δεν τελείωσε εκεί.

Η Τζούλι με τον σύζυγό της επέστρεψε στις ΗΠΑ (έμεναν στο Νιου Τζέρσεϊ) αλλά κράτησε επαφή με τον Σκιαδόπουλο. Όταν κάποια στιγμή εκείνος έπιασε με το καράβι το λιμάνι στο Πουέρτο Ρίκο εκείνη έκανε ένα ταξίδι πολλών χιλιομέτρων για να συναντήσει τον κρυφό έρωτά της. Μετά από λίγους μήνες η Τζούλι το παίρνει απόφαση και ζητάει από τον άνδρα της να χωρίσουν.

Η Τζούλι και ο Σκιαδόπουλος ζουν ένα παράφορο έρωτα που δεν υπολογίζει ούτε χιλιομετρικές αποστάσεις, ούτε κοινωνικές νόρμες. Εκείνη ετοιμάζει τα πάντα για το διαζύγιο και εκείνος τη συστήνει παντού ως αρραβωνιαστικιά του.

Τον Σεπτέμβριο του 1998 ο Σκιαδόπουλος ταξιδεύει στις ΗΠΑ προκειμένου να επισημοποιήσουν τη σχέση τους. Πηγαίνει να γνωρίσει τους γονείς της, ώστε να τους ζητήσει την άδεια για να την παντρευτεί.

Η μητέρα της Τζούλι είναι η πρώτη που αντιδρά σε αυτή τη σχέση και λέει πως ο στόχος του Σκιαδόπουλου, από την αρχή, ήταν να χωρίσει την Τζούλι από τον άνδρα της, ώστε, μαζί να «τρώνε» τη μεγάλη διατροφή που θα της έδινε ο Τιμ Νιστ. Το ζευγάρι, ωστόσο, ζούσε σε έναν δικό του κόσμο και δεν υπολόγιζε τη γνώμη των άλλων.

Στις 13 Οκτωβρίου η Τζούλι παίρνει το πολυπόθητο, για εκείνη, διαζύγιο και επιστρέφει στην Αθήνα για να προετοιμάσει τον γάμο της. Είναι τόσο «τυφλωμένη» από τον έρωτα της για τον Σκιαδόπουλο που πριν φύγει από τις ΗΠΑ υπογράφει το χαρτί που παραχωρεί την πλήρη κηδεμονία της κόρης της στον πρώην σύζυγό της. Με την υπογραφή αυτή πήρε και τα πρώτα 150.000 δολάρια που προέβλεπε η συμφωνία με τον Νιστ.

Την ίδια ώρα ο Σκιαδόπουλος αφήνει τη δουλειά στο κρουαζιερόπλοιο και πιάνει δουλειά ως ταξιτζής στην Καβάλα (όπου θα έμενε το ζευγάρι και θα γινόταν και ο γάμος) για να είναι συνέχεια μαζί με την αγαπημένη του.

Για μερικές ημέρες το ζευγάρι ζει έναν παραμυθένιο έρωτα. Μέχρι που ξαφνικά το «ροζ συννεφάκι» εξαφανίζεται και η πραγματικότητα εμφανίζεται μπροστά τους πιο σκληρή από ποτέ. Η Τζούλι αρχίζει και έχει ενοχές που εγκατέλειψε την κόρη της. Όλα ήταν έτοιμα για τον γάμο. Είχε αγοράσει μέχρι και το νυφικό αλλά, πλέον, οι δεύτερες σκέψεις κυριαρχούν στο μυαλό της.

Παράλληλα, η ζωή στην Καβάλα δεν ήταν ακριβώς αυτό που φανταζόταν. Η μετάβαση από το κοσμοπολίτικο Νιού Τζέρσεϊ στη μικρή επαρχιακή πόλη της Ελλάδας, ήταν εξαιρετικά πιο δύσκολη από αυτό που φανταζόταν.

Ο Σκιαδόπουλος αντιλαμβάνεται πως κάτι δεν πάει καλά και προτείνει στην Τζούλι να πάνε ένα ταξίδι στην Αθήνα, ώστε, να διασκεδάσουν, να ξεφύγουν, να δει εκείνος τη μητέρα του και εκείνη να παραλάβει κάποια πράγματα που της είχαν στείλει οι δικοί της από τις ΗΠΑ. Το ημερολόγιο έδειχνε 8 Ιανουαρίου 1999.

«Τη σκότωσα γιατί ένιωθα πως μου ανήκει»

Το ζευγάρι μπαίνει στο αυτοκίνητο και ξεκινά για την Αθήνα. Τότε η Τζούλι λέει στον Σκιαδόπουλο πως μετάνιωσε, πως δε θέλει να παντρευτούν και πως θέλει να γυρίσει πίσω στις ΗΠΑ για να είναι μαζί με την κόρη της. Παράλληλα, του λέει πως δεν θέλει να χωρίσουν και πως αν θέλει μπορεί να πάει μαζί της. Ο Σκιαδόπουλος χάνει τη γη κάτω από τα πόδια του. Δεν μπορούσε να φύγει από την Ελλάδα διότι δεν είχε υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία.

Σταματάει το αυτοκίνητο στο 132ο χιλιόμετρο της Εθνικής Οδού Καβάλας – Θεσσαλονίκης. Λέει στην Τζούλι πως θέλει να μιλήσουν, βάζει το αυτοκίνητο σε έναν χωματόδρομο και πάνω στην έντονη κουβέντα που είχαν τη χαστουκίζει! Εκείνη αντιδρά έντονα και αρχίζει να φωνάζει. Ο Σκιαδόπουλος την αρπάζει από το κεφάλι και της κλείνει το στόμα για να μην ακουστούν. Λίγο αργότερα η Τζούλι σταματάει να κουνιέται. Ο Σκιαδόπουλος την είχε πνίξει.

Όταν κατάλαβε τι είχε κάνει δεν πήγε να παραδοθεί. Έβαλε το πτώμα στο πορτ παγκάζ και πηγαίνει μερικά χιλιόμετρα πίσω (προς Καβάλα) όπου υπήρχε ανοιχτό ένα βενζινάδικο. Αγοράζει δυο μπιτόνια και επιστρέφει στο σημείο που είχε πνίξει την Τζούλι. Βγάζει το πτώμα από το αυτοκίνητο και επιχειρεί να το κάψει. Δεν τα καταφέρνει. Αφήνει το πτώμα εκεί και επιστρέφει στην Καβάλα. Στο σπίτι της γιαγιάς του υπάρχει μια μεγάλη βαλίτσα. Παίρνει τη βαλίτσα και επιστρέφει στον τόπο του εγκλήματος. Προσπαθεί να ολοκληρώσει το κάψιμο αλλά και πάλι δεν τα καταφέρνει. Βάζει το μισοκαμμένο πτώμα στη βαλίτσα. Το κεφάλι, ωστόσο, εξέχει. Το κόβει με ένα αλυσοπρίονο. Κλείνει τη βαλίτσα με το ακέφαλο πτώμα και το πετάει σε μια λίμνη. Το κεφάλι της Τζούλι το πέταξε στην παραλία Καλαμίτσα.

Στη συνέχεια ο Σκιαδόπουλος επέστρεψε στο σπίτι του στην Καβάλα. «Το πρώτο που σκέφθηκα ήταν να εξαφανίσω την Τζούλι με κάθε τρόπο και στη συνέχεια να δώσω ένα τέλος στη ζωή μου. Έτσι δε θα γινόταν γνωστό ότι ο Γιώργος Σκιαδόπουλος δολοφόνησε μ' αυτό τον τρόπο την αγαπημένη του.

Έπρεπε, λοιπόν, να δικαιολογήσω την απουσία της κι αυτό που σκέφτηκα ήταν να δηλώσω μια εξαφάνιση, με σκοπό να κερδίσω χρόνο και τελικά να βρω τη δύναμη να αυτοκτονήσω. Κι όχι ν' αποφύγω τις συνέπειες της πράξης μου. Δηλώνω την εξαφάνιση και από εκείνη τη στιγμή οι ίδιοι οι συγγενείς μού προτείνουν να πάω στις εκπομπές του Χαρδαβέλλα και της Νικολούλη» είχε πει ο ίδιος μέσα από τη φυλακή το 1999.

Ο Σκιαδόπουλος εμφανίζεται στην εκπομπή και λέει πως στη διάρκεια του ταξιδιού προς την Αθήνα η Τζούλι πήγε να αγοράσει φαγητό από φαστφουντάδικο στην Ομόνοια και από τότε... άνοιξε η γη και την κατάπιε. Ο Σκιαδόπουλος παρακαλούσε οποιονδήποτε γνώριζε κάτι για την εξαφάνισή της να επικοινωνήσει με την εκπομπή και να το αναφέρει!

Για 18 ολόκληρες ημέρες ο Σκιαδόπουλος προσπαθούσε να κρύψει το φρικτό έγκλημά του. Για την αστυνομία το μόνο ερώτημα που υπήρχε ήταν πότε θα «σπάσει» και θα ομολογήσει. Ποτέ δεν υπήρξε άλλος ύποπτος. Μόνο ο Σκιαδόπουλος. Και τελικά τη 19η ημέρα «έσπασε» και ομολόγησε τα πάντα και με κάθε λεπτομέρεια.

«Ήταν ο μεγάλος έρωτας της ζωής μου. Όταν μου είπε πως θα χωρίζαμε, λίγες ημέρες πριν παντρευτούμε, έχασα τη γη κάτω από τα πόδια μου (…). Είχα χτίσει το όνειρο της ζωής μου γύρω από τη Τζούλι και έβλεπα ότι καταρρίπτεται. Αισθήματα, λογική, εκείνη τη στιγμή είχαν μπει όλα στο περιθώριο. Δεν ήμουν σε θέση να σκεφθώ. Ήμουν τελείως εκτός ελέγχου, δεν ήξερα τι έκανα. Η Τζούλι συνέχιζε να είναι αρνητική. Όχι, Γιώργο, μην επιμένεις. Δεν μπορώ, μη με πιέζεις» θα πει σε συνέντευξη του μέσα από τη φυλακή και σε ερώτηση για το αν ένιωθε ότι του ανήκει η Τζούλι θα παραδεχθεί:

«Είχα λόγους να το νιώθω. Φτάνει η Τζούλι στην Ελλάδα κι αφήνει πίσω τον άντρα της, το σπίτι της, αφήνει κυρίως την κορούλα της, την Κέιτι, αφήνει την πατρίδα της και ακολουθεί εμένα. Αυτό είναι πολύ μεγάλο για μένα».

Ο ίδιος υπέδειξε στους αστυνομικούς το σημείο που πέταξε τη βαλίτσα με το πτώμα της Τζούλι και το σημείο που πέταξε το κεφάλι της. Η βαλίτσα βρέθηκε. Το κεφάλι δε βρέθηκε ποτέ.

Ο Σκιαδόπουλος το 1999 δικάστηκε και πρωτόδικα καταδικάστηκε σε ισόβια. Το 2002 στο Εφετείο η ποινή του μειώθηκε σε 23 χρόνια λόγω πρότερου έντιμου βίου και καλής διαγωγής μετά την πράξη.

Παρακολουθούσε μαθήματα του Ελεύθερου Πανεπιστημίου και βυζαντινής μουσικής. Αποφυλακίστηκε το 2009 με περιοριστικούς όρους. 

Google News

Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.

BEST OF LIQUID MEDIA