Μενού
Littlefeather
Η Σατσίν Λιτλφέδερ | AP Photo
  • Α-
  • Α+

Στα Όσκαρ του 1973 δεν υπήρχε και μεγάλη αγωνία. Κυριάρχησε το κινηματογραφικό έπος του Φράνσις Φορντ Κόπολα «Ο Νονός» οπότε όλοι έψαχναν να βρουν τον δεύτερο.

Η ταινία απέσπασε 11 υποψηφιότητες και κέρδισε τρία χρυσά αγαλματίδια ανάμεσα στα οποία εκείνο της καλύτερης ταινίας και βέβαια του Α' ανδρικού ρόλου για την εκπληκτική ερμηνεία του Μάρλον Μπράντο ο οποίος με τρόπο καθηλωτικό ερμήνευσε τον Δον Βίτο Κορλεόνε, του αφεντικού της μαφιόζικης οικογένειας Κορλεόνε που ήταν γεννημένος στη Σικελία.

Όλα θα είχαν κυλήσει ομαλά εκείνη τη νύχτα της 27ης Μαρτίου του 1973 μέχρι που ο σπουδαίος ηθοποιός αποφάσισε να βάλει... φωτιά!

Η τελευταία «ζαριά» του Μάρλον Μπράντον

Στις 3 Απριλίου 1924 στην Ομάχα, στη Νεμπρασκα των Ηνωμένων Πολιτειών, γεννιέται το τρίτο παιδί της οικογένειας Μπράντο. Οι γονείς ήταν αλκοολικοί και ουδέποτε έδωσαν την προσοχή που έπρεπε τόσο στον μικρό Μάρλον όσο και στις δυο μεγαλύτερες αδερφές του.

Ο πατέρας τους, ένας αποτυχημένος μικροεπιχειρηματίας, ήταν πολύ σκληρός και κακοποιητικός απέναντι στα παιδιά του. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, πως πολλά χρόνια αργότερα ο Μάρλον είχε πει πως όταν πέθανε ο πατέρας του, το πρώτο πράγμα που σκέφτηκε ήταν «Θεέ μου, φέρ' τον πίσω ζωντανό μόνο για οκτώ δευτερόλεπτα γιατί θέλω να του σπάσω το σαγόνι»!

Από την άλλη η μητέρα του έπινε όλη μέρα, κάθε ημέρα και το μόνο που ήθελε ήταν να γίνει ηθοποιός. Προφανώς και δεν είχε καμία πιθανότητα να πετύχει. Αυτό που εκείνη ήθελε, ωστόσο, το πέτυχε ο γιος της ο οποίος από μικρός έδειξε το πόσο ατίθασος ήταν.

Πήγε σε διάφορα σχολεία αφού προκαλούσε συνέχεια φασαρίες. Δύο από αυτά τον απέβαλαν. Όταν τελείωσε φρόντισε να απαλλαχθεί και από τον στρατό. Όταν δεν είχε πια τι άλλο να κάνει αποφάσισε να ακολουθήσει τις αδερφές του στη Νέα Υόρκη. Εκεί, και τα τρία αδέρφια θα σπούδαζαν υποκριτική. Δε χρειάστηκε καιρός για να ξεχωρίσει ο Μάρλον Μπράντο.

«Υποδυόταν χωρίς πραγματικά να χρειαστεί να διδαχθεί» είχε πει για αυτόν η πρώτη του δασκάλα στην υποκριτική.

Αρχικά, ξεχώρισε μέσα από θεατρικές παραστάσεις αλλά γρήγορα τον ανακάλυψε το Χόλιγουντ. Το 1951 έκανε το «μεγάλο μπαμ» παίζοντας στην ταινία «Λεωφορείον ο πόθος» του Ηλία Καζάν, ένα έργο που είχε ερμηνεύσει και στο θέατρο.

Το 1953 έγινε ίνδαλμα για τα αγόρια και αφίσα στα κοριτσίστικα δωμάτια με τον ταινία του Λάζλο Μπένεντεκ «Ο Ατίθασος», οδηγώντας τη θρυλική μοτοσικλέτα Triumph Boneville και φορώντας ένα δερμάτινο μπουφάν.

Το 1954 κέρδισε το πρώτο του Όσκαρ για την ερμηνεία του στην ταινία «Το λιμάνι της αγωνίας» όπου υποδυόταν τον Τέρι Μαλόι, έναν λιμενεργάτη και πρώην αποτυχημένο μποξέρ που αποφάσισε να παλέψει ενάντια στη διαφθορά.

Ο Μάρλον Μπράντο έφτασε στην κορυφή μέσα σε μόλις μια πενταετία και όλα έδειχναν πως δεν έχει «ταβάνι». Τη δεκαετία του 1960, ωστόσο, όλα ήρθαν τούμπα.

Ο ατίθασος χαρακτήρας του τον οδήγησε σε πολλά λάθη, τόσο επαγγελματικά όσο και προσωπικά, με αποτέλεσμα να βρεθεί από το ζενίθ στο ναδίρ. Πολλοί βγήκαν και είπαν τότε πως ο Μπράντο θα εξαφανιστεί τόσο ξαφνικά όσο εμφανίστηκε. Ήταν, πλέον, και επίσημα το «μαύρο πρόβατο» της βιομηχανίας του κινηματογράφου που δε δέχεται τόσο εύκολα όσο νομίζουν κάποιοι τις αντισυμβατικές συμπεριφορές.

Με τον Μάρλον Μπράντο να είναι πλέον σχεδόν 50αρης εμφανίστηκε ο Φράνσις Φορντ Κόπολα ο οποίος σχεδίαζε να μεταφέρει στον κινηματογραφικό την επική γκαγκστερική τριλογία του «Νονού» και οραματίστηκε πως στη θέση του αρχιμαφιόζου Δον Κορλεόνε εκείνος ο ατίθασος ηθοποιός που όλοι θεωρούσαν ξοφλημένο θα είναι η ιδανική επιλογή.

Για τον ίδιο τον Μάρλον Μπράντο, το έργο αυτό έμοιαζε (και ίσως να ήταν) η τελευταία ζαριά. Ή θα κέρδιζε τα πάντα ή θα έχανε τα πάντα. Μέση κατάσταση δεν υπήρχε. Και τελικά έφερε «εξάρες» και κέρδισε τα πάντα.

Μέσα από αυτό τον σκληρό χαρακτήρα του Δον Κορλεόνε ο Μάρλον Μπράντο «ξαναγεννήθηκε» και επισκίασε ηθοποιούς όπως ο Πίτερ Ο’Τουλ, ο Μάικλ Κέιν και ο Λόρενς Ολίβιε που επίσης εκείνη τη χρονιά διεκδικούσαν το όσκαρ καλύτερης αντρικής ερμηνείας!

Στην πραγματικότητα, ωστόσο, δεν διεκδικούσαν τίποτα. Ο Μάρλον Μπράντο είχε γράψει κινηματογραφική ιστορία και είχε καπαρώσει το Όσκαρ ήδη από την... πρεμιέρα του «Νονού».

Η βραδιά που «τίναξε στον αέρα» την τελετή απονομής των Όσκαρ

Αυτό ήταν το δεύτερο Όσκαρ για τον Μάρλον Μπράντο, ωστόσο, όλοι θεωρούσαν πως ήταν το σημαντικότερο αφού τον ανέβαζε ξανά στην κορυφή, ακριβώς την εποχή που όλοι τον θεωρούσαν τελειωμένο.

Έτσι, λοιπόν, οι περισσότεροι εκτιμούσαν πως ο Μάρλον Μπράντο τη βραδιά της 27ης Μαρτίου θα έκανε μια εντυπωσιακή εμφάνιση στην τελετή απονομής των Όσκαρ για να πάρει το... αίμα του πίσω για τα όσα είχε ακούσει. Η αλήθεια είναι πως εκείνη τη βραδιά, πράγματι, ο Μάρλον Μπράντο, ήταν τόσο εντυπωσιακός που έμεινε στην ιστορία.

Όταν έφτασε η ώρα για την απονομή του Όσκαρ Α' ανδρικού ρόλου, την παρουσίαση ανέλαβαν ο Ρότζερ Μουρ και τη Σουηδέζα Λιβ Ούλμαν. Μετά από αυτά τα γνωστά, δήθεν αυθόρμητα, αστειάκια που κάνουν μεταξύ τους οι παρουσιαστές, διάβασαν τα ονόματα των υποψηφίων, άνοιξαν τον φάκελο and the oscar goes to... καμία έκπληξη: Στον Μάρλον Μπράντο για την ερμηνεία στην ταινία «Ο Νονός».

Στο αμέσως επόμενο δευτερόλεπτο οι κάμερες που κάλυπταν την τελετή αντί να στραφούν πάνω στον Μάρλον Μπράντο, στράφηκαν σε μια νεαρή ινδιάνα η οποία φορώντας τα παραδοσιακά ρούχα της φυλής των Απάτσι.

Ο εκφωνητής είπε πως πρόκειται για τη Σατσίν Λιτλφέδερ η οποία σκυθρωπή και με λίγο τρακ, βρέθηκε δίπλα στον Ρότζερ Μουρ, για να παραλάβει το Όσκαρ για λογαριασμό του Μάρλον Μπράντο. Αυτή ήταν η πρώτη έκπληξη. Η δεύτερη και μεγαλύτερη ήρθε μερικά δευτερόλεπτα αργότερα. Η νεαρή Ινδιάνα της φυλής των Απάτσι, όταν ο Ρότζερ Μουρ επιχείρησε να της δώσει το Όσκαρ, άπλωσε ευγενικά το χέρι της και τον σταμάτησε!

Βρισκόταν εκεί για να πει πως ο Μάρλον Μπράντο αρνείται να παραλάβει το Όσκαρ που κέρδισε! «Γεια σας. Ονομάζομαι Σατσίν Λιτλφέδερ. Είμαι Απάτσι και πρόεδρος της Εθνικής Επιτροπής για τη Θετική Εικόνα των Γηγενών Αμερικάνων.

Εκπροσωπώ τον Μάρλον Μπράντο απόψε και μου ζήτησε (με έναν μεγάλο λόγο που δεν μπορώ να σας διαβάσω τώρα εξαιτίας του χρόνου αλλά ευχαρίστως θα μοιραστώ με τους δημοσιογράφους αμέσως μετά) να σας πω ότι δυστυχώς δεν μπορεί να δεχτεί αυτό το πολύ γενναιόδωρο βραβείο.

Και ο λόγος είναι η αντιμετώπιση των Αμερικανών Ινδιάνων σήμερα από την κινηματογραφική βιομηχανία» είπε αρχικά η νεαρή Ινδιάνα και σε εκείνο το σημείο μια μικρή μερίδα των παρευρισκόμενων άρχισε να την αποδοκιμάζει, ενώ άλλοι τη χειροκροτούσαν θερμά. Εκείνη ζήτησε συγγνώμη και ολοκλήρωσε αυτό που ήθελε να πει.

Όπως είναι φυσικό ο σάλος που προκλήθηκε ήταν τεράστιος. Την επόμενη της πολυσυζητημένης εκείνης βραδιάς, οι New York Times δημοσίευσαν ολόκληρη την επιστολή του Μάρλον Μπράντο ο οποίος όσο και αν προκάλεσε πέτυχε αυτό που ήθελε αφού άνοιξε η συζήτηση από την οποία προέκυψε πως η απεικόνιση των ινδιάνων ως βάρβαρων και πολεμόχαρων ανθρώπων δεν ήταν τίποτε άλλο παρά μια ρατσιστική προπαγάνδα πίσω από την οποία καλύπτονταν όλα τα μεγάλα εγκλήματα που διέπραξαν οι αποικιοκράτες ευρωπαίοι ενάντια στους γηγενείς αμερικανούς.

«Το έκανα με θάρρος, αξιοπρέπεια και ειλικρίνεια»

Η ενόχληση του «κατεστημένου» ήταν τέτοια που όταν, λίγες ημέρες μετά από εκείνη την ιστορική (μη) απονομή, η Λιτλφέδερ επισκέφθηκε τον Μπράντο στο σπίτι του κάποιοι άνοιξαν πυρ εναντίον της πόρτας του σπιτιού του ηθοποιού.

Η νεαρή Απάτσι μπήκε σε μαύρη λίστα και έγινε στόχος εκστρατείας δυσφήμησης από πολλά συντηρητικά ΜΜΕ των ΗΠΑ, τονίζοντας πως δεν είναι καν ινδιάνα ενώ το περιοδικό Playboy δημοσίευσε γυμνές φωτογραφίες της ηθοποιού από μια φωτογράφιση που είχε ξεκινήσει - μαζί με άλλες ινδιάνες - αλλά είχε ακυρωθεί.

Η Σατσίν Λιτλφέδερ μέχρι και τον Οκτώβριο του 2022 που έφυγε από τη ζωή, δε σταμάτησε να αγωνίζεται για τα δικαιώματα των Ινδιάνων, γενικότερα για τα ανθρώπινα δικαιώματα.

«Δεν ήταν παράσταση. Ήταν μια πραγματική διαμαρτυρία. Νομίζω πως αυτό ήταν που ξάφνιασε τους ανθρώπους, το ότι ήταν τόσο αληθινό. Μέχρι και σήμερα συγκινεί τον κόσμο. Είχα παρακολουθήσει στο παρελθόν τα Όσκαρ από την τηλεόραση όπως όλοι οι άνθρωποι αλλά αυτή ήταν η πρώτη μου φορά στην τελετή απονομής των βραβείων. Τα κατάφερα, έχοντας δώσει την υπόσχεση στον Μάρλον Μπράντο ότι δε θα ακουμπήσω καν το Όσκαρ. Αλλά καθώς έφευγα από τη σκηνή το έκανα με θάρρος, αξιοπρέπεια και ειλικρίνεια. Το έκανα με τους τρόπους των προγόνων μου και με τους τρόπους των ιθαγενών γυναικών.

» Βρέθηκα αντιμέτωπη με κινήσεις χεριών από το κοινό που σχημάτιζαν στερεοτυπικά ένα τόμαχωκ και άτομα που με αποκαλούσαν με διάφορα ονόματα και τους αγνόησα όλους. Συνέχισα να περπατάω μπροστά με κάποιους φρουρούς ασφαλείας δίπλα μου και κράτησα το κεφάλι μου ψηλά.

Ο Μάρλον είχε επικοινωνήσει μαζί τους πριν τα Όσκαρ και τους είχε ζητήσει να παρακολουθήσουν την απονομή. Και το έκαναν. Όταν με είδαν στη σκηνή, να αρνούμαι αυτό το Όσκαρ ως απάντηση στα στερεότυπα της κινηματογραφικής βιομηχανίας, αυτό θα έσπαγε το μποϊκοτάζ των Μέσων. Όλοι θέλουν να μάθουν την πραγματική ιστορία πίσω από την επίμαχη βραδιά των Όσκαρ το 1973.

Όλοι θέλουν να μάθουν τι συνέβη εκείνη τη βραδιά που ματαίωσε τα σχέδια του FBI. Μερικές φορές όταν δε σου αρέσει το μήνυμα, σκοτώνεις τον αγγελιοφόρο» είχε πει σε συνέντευξη που είχε δώσει στο Variety.

Περίπου 50 χρόνια μετά η Αμερικανική Ακαδημία Κινηματογράφου της ζήτησε συγγνώμη. «Εμείς οι Ινδιάνοι είμαστε πολύ υπομονετικοί άνθρωποι» είχε απαντήσει η ίδια χαμογελώντας.

Google News

Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.

BEST OF LIQUID MEDIA