Το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα, σημαδεύτηκε από ένα βιβλίο που χρησιμοποιήθηκε από σχεδόν όλες τις οργανώσεις ένοπλης, πολιτικής βίας που εκείνη την περίοδο δρούσαν σχεδόν σε κάθε γωνιά του πλανήτη και ειδικά στην Ευρώπη.
«Το εγχειρίδιο του αντάρτη των πόλεων» του βραζιλιάνου Κάρλος Μαριγκέλα χρησιμοποιήθηκε απ' όλες τις γνωστές οργανώσεις: «Ερυθρές Ταξιαρχίες», «Φράξια Κόκκινος Στρατός», «ΕΟ 17 Νοέμβρη» κλπ.
Ανάμεσα σε αυτά που ο Μαριγκέλα περιγράφει σαν υποχρεώσεις και καθήκοντα ενός αντάρτη πόλης, αναφέρονται και οι τρόποι με τους οποίους οι οργανώσεις αυτές έπρεπε να αυτοχρηματοδοτούνται. Πώς, δηλαδή, θα γεμίζουν τα «επαναστατικά ταμεία» τους, όπως (μάλλον υποτιμητικά) λέγεται σήμερα.
Με δεδομένο πως τα μέλη των οργανώσεων αυτών ήταν άτομα που δρούσαν στην παρανομία δύσκολα μπορούσαν να εργαστούν άρα, σύμφωνα πάντα με τον Μαριγκέλα, αυτό που θα έπρεπε να κάνουν ήταν να «απαλλοτριώνουν χρήματα από τον εχθρό».
Ένας από τους πλέον εύκολους τρόπους για να συμβεί αυτό ήταν, φυσικά, οι ένοπλες ληστείες τραπεζών. Αν και όλες οι οργανώσεις ακολουθούσαν τη συγκεκριμένη πρακτική, λίγες ήταν αυτές που είχαν παραδεχθεί, μέσα από δημόσια κείμενά τους, πως πράγματι προχωρούν σε «απαλλοτριώσεις τραπεζών».
Η «17Ν» για παράδειγμα, σε καμία από τις προκηρύξεις της δεν ανάφερε το παραμικρό για ληστείες τραπεζών. Και, όμως, μια από αυτές τις ληστείες (που, μάλιστα, είχε αιματηρή κατάληξη) έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην εξάρθρωση της οργάνωσης 18 χρόνια μετά.
Η δολοφονία του Χρήστου Μάτη
Δευτέρα 24 Δεκεμβρίου 1984. Μια ημέρα σαν σήμερα. Από το πρωί εκείνης της ημέρας, όπως γίνεται κάθε χρόνο, άλλωστε, τα πιτσιρίκια έτρεχαν χαρούμενα από σπίτι σε σπίτι προκειμένου να πουν τα κάλαντα.
Η ατμόσφαιρα ήταν γιορτινή. Ψώνια, τραγούδια, μυρωδιές από φαγητά. Μια κλασική χριστουγεννιάτικη ατμόσφαιρα, δηλαδή.
Περίπου στις 8:10 το πρωί εκείνης της ημέρας, στο υποκατάστημα της Εθνικής Τράπεζας στην οδό Τριών Ιεραρχών 119 στα Άνω Πετράλωνα, όλα κυλούσαν ήρεμα. Οι πελάτες έμπαιναν και έβγαιναν.
Φρουρός της τράπεζας ήταν ο αστυφύλακας Χρήστος Μάτης. Ο γεννημένος το 1956 στο Θεσπρωτικό Πρεβέζης, νεαρός αστυφύλακας, βρισκόταν κοντά στα ταμεία του υποκαταστήματος.
Μέσα στο υποκατάστημα της τράπεζας μπήκαν μαζί κάποια άτομα. Ένα από αυτά φορούσε στολή αστυνομικού.
Ο «ένστολος» πλησίασε τον Χρήστο Μάτη και του είπε: «Χρήστο, αυτά είναι για τη γιορτή σου»! Ήταν ένα κουτί γλυκά. Ο νεαρός αστυφύλακας από την αρχή κατάλαβε πως κάτι δεν πάει καλά καθώς γρήγορα διαπίστωσε πως από τη στολή του «συναδέλφου» του έλειπε οποιοδήποτε διακριτικό.
Επιπλέον, δεν γνώριζε κανέναν από αυτούς τους άνδρες άρα ήταν απίθανο εκείνοι να γνωρίζουν το όνομά του, εκτός και αν είχαν παρακολουθήσει τις κινήσεις του.
Ο Μάτης έκανε μια προσπάθεια για να πιάσει το αυτόματο το οποίο είχε περασμένο στο λαιμό του. Ο «συνάδελφός» του, ωστόσο, του έριξε μια γονατιά στο στομάχι. Ο νεαρός αστυφύλακας «διπλώθηκε» αλλά και πάλι προσπάθησε να αντιδράσει, τραβώντας το υπηρεσιακό του περίστροφο.
Τότε ένας άνδρας που βρισκόταν δίπλα στον «συνάδελφο» του Μάτη έβγαλε ένα όπλο και πυροβόλησε τον αστυφύλακα στο κεφάλι.
Ο Χρήστος Μάτης σωριάστηκε νεκρός, μέσα σε μία «λίμνη» αίματος. Ο άνθρωπος που τον πυροβόλησε, έσκυψε και πήρε το όπλο του αστυφύλακα.
Στη συνέχεια οι δράστες, αφού άδειασαν τα ταμεία του υποκαταστήματος βγήκαν από αυτό και με τη βοήθεια των συνεργών τους διέφυγαν προς άγνωστη κατεύθυνση.
Άμεσα από την τράπεζα ειδοποιήθηκε ασθενοφόρο αλλά όταν αυτό έφτασε ήταν ήδη πολύ αργά. Ο Χρήστος Μάτης είχε αφήσει την τελευταία του πνοή.
Η εξάρθρωση της «17Ν» και το όπλο του Μάτη
Αμέσως μετά τη ληστεία, η αστυνομία εξαπέλυσε ένα τεράστιο ανθρωποκυνηγητό προκειμένου να συλλάβει τους δράστες της επίθεσης. Το πρώτο διάστημα, ωστόσο, έψαχνε ανάμεσα σε άτομα του κοινού ποινικού δικαίου να βρει τους δράστες.
Από τη βαλλιστική εξέταση, άλλωστε, είχε διαπιστωθεί πως το όπλο με το οποίο δολοφονήθηκε ο Μάτης είχε χρησιμοποιηθεί ξανά μια φορά στο παρελθόν, μερικούς μήνες πριν την αιματηρή ληστεία, σε μια συμπλοκή αγνώστων με αστυνομικούς.
Η σύνδεση με τη «17Ν» έγινε τον Ιανουάριο του 1989 όταν με το ίδιο όπλο η οργάνωση είχε πυροβολήσει στα πόδια τον εισαγγελέα Κώστα Ανδρουλιδάκη. Τότε ήταν που αυτό που πολλοί μέσα στην αστυνομία υποψιάζονταν, ότι δηλαδή η «17Ν» κάνει ληστείες τραπεζών προκειμένου να αυτοχρηματοδοτείται, επιβεβαιώθηκε με ξεκάθαρο τρόπο.
Τη νύχτα της 29ης Ιουνίου 2002 έγινε η έκρηξη στα εκδοτήρια της Minoan Flying Dolphins, στο λιμάνι του Πειραιά. Από την έκρηξη αυτή τραυματίστηκε ο Σάββας Ξηρός. Τα γεγονότα από εκεί και πέρα είναι λίγο πολύ γνωστά. Ο Ξηρός πολυτραυματίας και με την ζωή του να κρέμεται από μια κλωστή μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο όπου οι γιατροί έδωσαν μάχη για να τον κρατήσουν στη ζωή.
Μέσα σε μια τσάντα που είχε μαζί του ο Ξηρός και είχε ακουμπήσει σε ένα παγκάκι κοντά στο σημείο της έκρηξης οι αστυνομικοί εντόπισαν – ανάμεσα στα άλλα αντικείμενα - μια αρμαθιά κλειδιά και ένα παλιό, δύσχρηστο 38άρι περίστροφο στη βάση του οποίου υπάρχει χαραγμένος ο σειριακός αριθμός: 100367!
Αυτός ο αριθμός ήταν που έκανε τον τότε αρχηγό της Ελληνικής Αστυνομίας, αντιστράτηγο Φώτη Νασιάκο να τηλεφωνήσει στον Μιχάλη Χρυσοχοΐδη και να του πει: «υπουργέ, έχουμε τη 17Ν»! Το όπλο αυτό ήταν το υπηρεσιακό περίστροφο του Χρήστου Μάτη!
Το ερώτημα, βέβαια, για ποιον λόγο ο Σάββας Ξηρός «κουβαλάει» μαζί του σε μια βομβιστική ενέργεια ένα παλιό και δύσχρηστο 38άρι το οποίο θα «προδώσει» αμέσως την ταυτότητα της οργάνωσης στην οποία ανήκει και δεν επιλέγει να πάρει ένα όπλο πιο σύγχρονο το οποίο σίγουρα θα μπέρδευε τις αρχές (τουλάχιστον) στην πρώτη φάση των ερευνών τους, παραμένει μέχρι και σήμερα αλλά είναι και μια «άλλη κουβέντα».
Την περίοδο της εξάρθρωσης της «17Ν» και προανακριτικά είχε προκύψει πως ο άνθρωπος που δολοφόνησε τον Χρήστο Μάτη ήταν ο Δημήτρης Κουφοντίνας και πως σε εκείνη τη ληστεία συμμετείχαν ο Σάββας Ξηρός, ο Πάτροκλος Τσελέντης, ο περιβόητος «Κόμης» της οργάνωσης και άλλοι.
Στη δίκη, ωστόσο, υπήρξε μια μεγάλη ανατροπή. Όσοι αυτόπτες μάρτυρες κατέθεσαν, είπαν πως αναγνώρισαν στο πρόσωπο του Δημήτρη Κουφοντίνα τον δράστη που φορούσε την ψεύτικη στολή του αστυνομικού. Πρακτικά αυτό σημαίνει πως άλλος ήταν ο άνθρωπος που δολοφόνησε τον Μάτη.
Ο συνήγορος πολιτικής αγωγής και δικηγόρος της οικογένειας του αστυφύλακα, κ. Σταύρος Γεωργίου, είχε δηλώσει τον Σεπτέμβριο του 2003 πως εκείνος που είχε δολοφονήσει τον Χρήστο Μάτη δεν ήταν ο Κουφοντίνας αλλά ο Πάτροκλος Τσελέντης ο οποίος, πάντως, στη δική του κατάθεση είχε πει πως δεν μπήκε ποτέ στο εσωτερικό της τράπεζας και πως παρέμενε στην πόρτα.
Επιπλέον, στη διάρκεια της δίκης είχε προκύψει και ένα άλλο ζήτημα. Ένας από τους μάρτυρες είχε καταθέσει πως μια γυναίκα ήταν αυτή που μπήκε μέσα στο ζαχαροπλαστείο (το οποίο βρισκόταν σε κοντινή απόσταση από το υποκατάστημα της τράπεζας), είχε αγοράσει τα γλυκά και στη συνέχεια η ίδια τα είχε παραδώσει στον άνθρωπο με την στολή του αστυνομικού (σσ: εννοεί τον Δημήτρη Κουφοντίνα, σύμφωνα με το κατηγορητήριο).
Η εμπλοκή της γυναίκας στην αιματηρή ληστεία, πάντως, είχε προκύψει από την πρώτη στιγμή αφού αυτό είχε καταθέσει και ο τότε 75χρονος ιδιοκτήτης του ζαχαροπλαστείου, Μιχάλης Χαβατζόγλου που είχε κάνει λόγο για «μια κοντή γυναίκα και κάπως γεμάτη στη σωματική της διάπλαση».
Εμπλοκή γυναίκας, ωστόσο, ουδέποτε αποδείχθηκε. Όπως δεν αποδείχθηκε και ποιος τελικά ήταν αυτός που πυροβόλησε και σκότωσε τον Χρήστο Μάτη.
Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.