Μενού
lountemis
Μενέλαος Λουντέμης | YouTube
  • Α-
  • Α+

Η ιστορία του Μενέλαου Λουντέμη είναι η ιστορία μιας ολόκληρης γενιάς ανθρώπων που ονειρεύτηκαν την έφοδο στον ουρανό, σχεδόν την άγγιξαν, αλλά τελικά προδόθηκαν και έμειναν μόνοι απέναντι σε έναν εχθρό που διψούσε για εκδίκηση. Η ζωή του σημαδεύτηκε από τραγικά γεγονότα και δυσκολίες που ερχόντουσαν κατά πάνω του η μια μετά την άλλη με την ορμή που έχει ένα τσουνάμι. Διώχθηκε, εξορίστηκε, φυλακίστηκε, έχασε ακόμα και την ελληνική ιθαγένεια. Ταυτόχρονα, όμως, άφησε πίσω του ένα τεράστιο συγγραφικό έργο και τον Μέλιο του, εκείνο το παιδί που συνεχίζει ακόμα να μετράει τα άστρα.

«Κείνο το βράδυ σώπαιναν οι λύκοι, γιατί ούρλιαζαν οι άνθρωποι»

Γεννήθηκε το 1906 ή το 1912 στο χωριό Αγία Κυριακή έξω από την Κωνσταντινούπολη. Το πραγματικό του όνομα ήταν Δημήτρης Μπαλασόγλου ή Δημήτρης Βαλασιάδης. Μικρή σημασία, άλλωστε, έχουν αυτά τα βιογραφικά στοιχεία. Γόνος εύπορης οικογένειας γνώρισε σε μικρή ηλικία την απόλυτη καταστροφή όταν μετά τον ξεριζωμό και την ανταλλαγή των πληθυσμών το 1924 κατέληξε (μετά από πολλές και σκληρές περιπλανήσεις) στον χωριό Εξαπλάτανος της Έδεσσας έχοντας χάσει τα πάντα.

Λαντζέρης, λούστρος, επιστάτης στα έργα του ποταμού Λουδία (από εκεί εμπνεύστηκε και το λογοτεχνικό του ψευδώνυμο, το Λουντέμης) ήταν μερικές μόνο από τις δουλειές που έκανε για να μπορέσει να εξασφαλίσει ένα πιάτο φαγητό. Από νεαρή ηλικία είχε πολλές και έντονες πολιτικές ανησυχίες. Στρατεύτηκε στην Αριστερά και έδωσε τις μάχες του μέσα από τις γραμμές του ΚΚΕ. Για τον λόγο αυτό, άλλωστε, αποβλήθηκε από όλα τα γυμνάσια της χώρας.

Η οικογένειά του αναγκάστηκε να περιπλανηθεί ξανά πολλές φορές μέχρι που κατέληξε τελικά στην Αθήνα. Ο ίδιος είχε κάνει ήδη την εμφάνισή του στα ελληνικά γράμματα δημοσιεύοντας κάποια ποιήματα σε εφημερίδες της Έδεσσας. Στην πρωτεύουσα ήρθε σε επαφή με την αφρόκρεμα της αριστερής διανόησης. Γνωρίστηκε με τον Μαλακάση, τον Σικελιανό και βέβαια τον σπουδαίο Κώστα Βάρναλη. Το 1934 είναι μια σημαδιακή χρονιά για εκείνον. Το «Μια νύχτα με πολλά φώτα κάτω από μια πόλη με πολλά αστέρια» αποσπά διθυραμβικές κριτικές. Είναι το πρώτο του διήγημα που υπογράφει ως «Μενέλαος Λουντέμης».

Ο Λουντέμης ανέπτυξε στενή φιλία με τον καθηγητή της Φιλοσοφικής Δημήτρη Βέη, ο οποίος θα τον δεχθεί ως ακροατή στις παραδόσεις του, αφού ο Λουντέμης δεν μπορούσε να εγγραφεί στη Φιλοσοφική, καθώς δεν είχε τελειώσει το γυμνάσιο. Το 1938 ήταν ήδη ένας επιτυχημένος συγγραφέας που τιμήθηκε με το Μέγα Κρατικό Βραβείο Πεζογραφίας για τη συλλογή διηγημάτων του «Τα πλοία δεν άραξαν».

Και μετά έρχεται ο πόλεμος, η κατοχή και ο εμφύλιος. Ο Μενέλαος Λουντέμης δίνεις τις μάχες του μέσα από τις τάξεις του ΕΑΜ και αυτό θα το πληρώσει αργότερα όταν συλλαμβάνεται, δικάζεται και καταδικάζεται σε θάνατο για εσχάτη προδοσία. Η ποινή που δεν εκτελέστηκε ποτέ. Εξορίστηκε στη Μακρόνησο και στον Άη Στράτη, μαζί με το Θεοδωράκη και τον Ρίτσο. Εκεί, κάτω από αυτές τις απάνθρωπες συνθήκες, ο Λουντέμης γράφει (κυριολεκτικά) σα να μην υπάρχει αύριο. Το 1956 από τον εκδοτικό οίκο «Δίφρος» κυκλοφόρησε το εμβληματικό «Ένας παιδί μετράει τ' άστρα». Πρωταγωνιστής είναι ο Μέλιος. Ένα μικρό παιδί που δίνει ένα τιτάνιο αγώνα για να μορφωθεί απέναντι σε ένα σύστημα που το θέλει αμόρφωτο.

Από το 1958 ως και τη Μεταπολίτευση, ο Λουντέμης έζησε αυτοεξόριστος στη Ρουμανία κυνηγημένος από ένα κράτος που στο πρόσωπό του έβλεπε τον υπέρτατο εχθρό. Το 1962, δημοσιεύει ένα από τα μεγαλύτερα διαμάντια του. Ίσως το μεγαλύτερο. Ένα αιματοβαμμένο διαμάντι: Το «Οδός Αβύσσου αριθμός 0». Ο Λουντέμης συγκλονίζει με τις περιγραφές του για τα βασανιστήρια της Μακρονήσου. «Κείνο το βράδυ σώπαιναν οι λύκοι γιατί ουρλιάζανε οι άνθρωποι» γράφει και κάνει χιλιάδες ζευγάρια μάτια να δακρύσουν. Ήταν τόσο αληθινά τα όσα έγραψε και άγγιξαν τόσους πολλούς που πέντε χρόνια μετά, η χούντα των συνταγματαρχών του αφαιρεί την ελληνική ιθαγένεια!

Το συγκεκριμένο ζήτημα δε λύνεται ούτε στα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης και έτσι παρά τις εκκλήσεις για επιστροφή στην Ελλάδα ο (πικραμένος) Μενέλαος Λουντέμης γράφει, τον Απρίλιο του 1975, σε επιστολή του στην εφημερίδα «Τα Νέα»: «Τέλος πάντων, τι μου προσφέρουν, ιθαγένεια ή επαναπατρισμό; “Επαναπατρισμόν” μου απαντούν “χωρίς Ιθαγένεια”. Και τότε αποφασίζω να πεθάνω στα ξένα! Γιατί νάρθω στην Ελλάδα. Για ν’ ανεβοκατεβαίνω τις σκάλες των υπηρεσιών ζητιανεύοντας πατρίδα. Η πικρή μου εμπειρία με προφύλαξε από τέτοιες ταπεινώσεις. Είμαι πολύ άρρωστος, πολύ κουρασμένος και προ πάντων πάρα πολύ κακοπαθημένος για να παίξω εθελοντικά την κωμωδία του Δημοσίου κινδύνου. Προτιμώ να ζήσω εκπατρισμένος και ελεύθερος παρά επαναπατρισμένος και επιτηρούμενος».

Τελικά, ο Μενέλαος Λουντέμης ανέκτησε την ελληνική ιθαγένεια και επέστρεψε στην Ελλάδα το 1976. Η υποδοχή του στα σύνορα ήταν υποδοχή ήρωα. «Ήταν μια επιστροφή θρίαμβος όπως ακριβώς θα το ήθελε και όπως ακριβώς του άξιζε», έγραφε η πολυαγαπημένη του μοναχοκόρη Μυρτώ. Δεν πρόλαβε, όμως, να χαρεί αυτόν τον θρίαμβο για πολύ. Ο Μενέλαος Λουντέμης υπέστη καρδιακή προσβολή και πέθανε μέσα στο αυτοκίνητό του καθώς βρισκόταν στη Λεωφόρο Βουλιαγμένης. Το ημερολόγιο έδειχνε 22 Ιανουαρίου 1977.

«Φτηνά τη Λευτεριά δεν την πουλούν πουθενά...»

Τον Μάρτιο του 1956 το εκδικητικό μετεμφυλιακό κράτος σέρνει σε δίκη τον Μενέλαο Λουντέμη κατηγορούμενο για «προπαρασκευαστικές πράξεις εσχάτης προδοσίας». Η κατηγορία στηριζόταν στο βιβλίο του «Βουρκωμένες μέρες» και συγκεκριμένα στο διήγημα «Οι λύκοι ανεβαίνουν στον ουρανό». Οι μάρτυρες κατηγορίας κατέθεσαν πως το βιβλίο του «προπαγανδίζει τας πολιτικάς του ιδέας, θίγει την έννοια του κράτους, κλονίζει την εμπιστοσύνη του λαού στη Δικαιοσύνη και καλλιεργεί το μίσος».

Ένας άλλος σπουδαίος των Ελληνικών γραμμάτων, ο Κώστας Βάρναλης χωρίς να τον καλέσει κανείς πήγε ως μάρτυρας υπεράσπισης. Το τι έγινε εκείνη την ημέρα στο δικαστήριο το περιέγραψε ο ίδιος ο Λουντέμης, χρόνια αργότερα, στο βιβλίο του «Ο Κονταρομάχος».

«Κωνσταντίνος Βάρναλης» φώναξε ο κλητήρας. Ο Βάρναλης τον κοιτούσε με χλευαστική απάθεια. «Δάσκαλε! Εσένα φωνάζουν» του είπαν. «Εμένα; Τότε τι ''Κωνσταντίνος'' λέει αυτός ο… άντε ας μην το πω». «Περάστε κ. Βάρναλη», του είπε ο Εισαγγελέας. Ο Βάρναλης πλησίασε κάτω απ’ την έδρα με το χέρι στ’ αφτί προκειμένου να δείξει πως δεν ακούει καλά. Ο πρόεδρος ρώτησε. «Πιο δυνατά!» φώναξε ο Βάρναλης.

Πρόεδρος: «Έστω. Είναι ένοχος ο κατηγορούμενος;»

Βάρναλης: «Ένοχος; Όχι! Για να ‘ναι ένοχος ένας συγγραφέας πρέπει να δίνει αρνητικές απαντήσεις στις τρεις παρακάτω ερωτήσεις: Πρώτον: Ζώντας σε μια κοινωνία αδικίας με ποιους θα πάει; Με τους αδικητές ή με τους αδικημένους; Δεύτερο: Αν ο λαός πέσει στα δεσμά της τυραννίας με ποιους θα συνταχθεί; Με τον τυραγνισμένο ή με τον τύραννο; Και τρίτο και τελευταίο: Αν η Πατρίδα πάει σ’ εθνική σκλαβιά ποιους θα βοηθήσει; Τους κατακτητές ή τους κατακτημένους; Δηλαδή με τους κιοτήδες θα πάει ή με τα παλικάρια; Γνωρίζω τον κατηγορούμενο από έφηβο. Τον γνωρίζω σαν συγγραφέα, και σαν Έλληνα. Και σας δηλώνω κατηγορηματικά: Και στις τρεις ερωτήσεις ο κατηγορούμενος έδωσε αυτές τις απαντήσεις. Δεν είναι ένοχος».[…]

Σύνεδρος: «Εις ένα από τα υπό κατηγορίαν κείμενά του και συγκεκριμένα εις το υπό τον τίτλον ''Οι λύκοι ανεβαίνουν στον ουρανό''»…

Βάρναλης: «Ε;»

Σύνεδρος: «Ο συγγραφεύς – δια να σώσει την τρυφεράν Ειρηνούλαν από την βουλιμίαν των αφεντικών της – την παραδίδει εις τας χείρας των εργατών».

Βάρναλης: «Καλά κάνει».

Σύνεδρος: «Δε θα μπορούσε, έξαφνα, να την παραδώσει εις χείρας εκείνων οίτινες είναι εντεταλμένοι για την φρούρησιν της τιμής των…»

Βάρναλης: «Ποιονών. Των χωροφυλάκων;»

Σύνεδρος: «Βεβαίως».

Βάρναλης: «Όχι! Θα την πουλούσαν στο μπουρδέλο».

Σύνεδρος: «Κύριε Βάρναλη…»

Βάρναλης: «Τη γνώμη μου δε ζητήσατε; Τη γνώμη μου είπα. Ξέρω, εσείς έχετε άλλην γνώμη. Αλλά δεν είσθε σεις ο μάρτυρας».

Πρόεδρος: «Κύριε Βάρναλη, πιστεύετε πως ο κατηγορούμενος συμφωνεί με αυτό το είδος υπεράσπισης που του κάνετε;»

Βάρναλης: «Ρωτήστε τον εσείς. Αν συμφωνεί μαζί σας, τότε εγώ φεύγω».

Πρόεδορς: «Τίποτε άλλο κ. Βάρναλη. Μπορείτε ν’ αποσυρθείτε».

Βάρναλης: «Κοιτάξτε μην τύχει και τον αθωώσετε ''λόγω αμφιβολιών''! Αν οι Νόμοι σας καταδικάζουν αυτές τις αρετές καταδικάστε τον! Δεν έχει κανένα ελαφρυντικό. Κανένα! Σας το λέω εγώ»!

Σε ότι αφορά τη στάση του ίδιου του Λουντέμη στο δικαστήριο, αφού διαβάστηκε το κατηγορητήριο, ερωτώμενος από τον πρόεδρο περί της ενοχής του, απάντησε: «Ναι, είμαι ένοχος. Όχι όμως γι’ αυτά που έγραψα, αλλά γι’ αυτά που δεν έγραψα και ακριβώς γιατί δεν τα έγραψα. Κατηγορούμαι ότι έγραψα για τους απλούς ανθρώπους, για τους ανθρώπους του μόχθου, για τους φτωχούς. Μα για ποιους έπρεπε να γράψω; Εγώ αυτούς γνώρισα, αυτούς αγάπησα, μαζί τους μοιράστηκα και τις χαρές και τις πίκρες μου. Δίπλα τους γεύτηκα κι εγώ την πίκρα της εκμετάλλευσης και της κοινωνικής αδικίας και ήταν οι μόνοι που μου συμπαραστάθηκαν. Γι’ αυτό και αισθάνομαι φταίχτης που δεν έγραψα όσα έπρεπε να γράψω γι’ αυτούς».

Στην απολογία του, ο Λουντέμης έκανε μια αναδρομή στη ζωή του περιγράφοντας το δράμα του, που δεν είναι ξέχωρο από το δράμα ενός ολόκληρου λαού. Όταν φτάνει να μιλήσει για το παιδί του, τη Μυρτώ, όταν ο ίδιος βρισκόταν στη Μακρόνησο, ο πρόεδρος τον διέκοψε και του είπε: «Απορώ πώς δεν υπογράψατε μια δήλωση για να σώσετε από τη δοκιμασία εσάς και το παιδί σας». Τότε ο Λουντέμης του απάντησε: «Χρειάστηκαν εκατομμύρια χρόνια για να γίνουν τα τέσσερα πόδια δύο. Δε θα τα κάμω πάλι τέσσερα εγώ»!

Google News

Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.

BEST OF LIQUID MEDIA