Μενού
riankour
Αντιτρομοκρατική στην οδό Λουίζης Ριανκούρ μετά από επίθεση τον Δεκέμβριο του 2010 | eurokinissi
  • Α-
  • Α+

Υπάρχει μια γυναίκα που «έδωσε» την «Ε.Ο 17 Νοέμβρη» στο «πιάτο» της Ελληνικής Αστυνομίας αλλά οι αστυνομικοί κατάφεραν και έχασαν τα μέλη της οργάνωσης μέσα από τα χέρια τους. Αν στην πρόταση που μόλις διαβάσατε βάλουμε στο τέλος ένα ερωτηματικό αλλάζει όλο το νόημα και τον πρώτο λόγο έχουν τα σενάρια και οι θεωρίες συνωμοσίας. Υπάρχει μια γυναίκα που «έδωσε» την «Ε.Ο 17 Νοέμβρη» στο «πιάτο» της Ελληνικής Αστυνομίας αλλά οι αστυνομικοί κατάφεραν και έχασαν τα μέλη της οργάνωσης μέσα από τα χέρια τους; Ορίστε. Ήδη μια αμφιβολία έχει αρχίσει και σχηματίζεται. Και είναι μόνο μια από τις πολλές γιατί το φιάσκο της Λουίζης Ριανκούρ είναι γεμάτο από τέτοιες αμφιβολίες.

Το φιάσκο της Λουίζης Ριανκούρ

Το πρωί της 22ας Μαρτίου 1992 ο τότε νέος αρχηγός της Ελληνικής Αστυνομίας Στέφανος Μακρής πήγε στο γραφείο του όπως κάθε ημέρα. Ξαφνικά, σύμφωνα με τα θρυλούμενα, δέχεται ένα τηλεφώνημα που θα τον ταράξει. Στην άλλη άκρη της τηλεφωνικής γραμμής υπάρχει μια άγνωστη γυναίκα η οποία του λέει πως έχει πληροφορίες για την επόμενη δράση της «17 Νοέμβρη»! Αυτή ήταν η ευκαιρία που περίμεναν όλοι στην ΕΛΑΣ. Μια ευκαιρία να βρεθούν κοντά σε μέλη της οργάνωσης «φάντασμα». Επικρατεί αναβρασμός και όλοι ετοιμάζονται.

Η γυναίκα, είπε στον τότε αρχηγό της αστυνομίας πως τα μέλη της 17Ν την επόμενη ημέρα το πρωί στις 8 θα επιχειρούσαν να εκτελέσουν έναν δικαστικό λειτουργό. Αν κάτι πήγαινε στραβά στα σχέδιά τους θα συγκεντρώνονταν στην οδό Λουίζης Ριανκούρ. Η πληροφορία αξιολογείται ως σοβαρή και το σχέδιο της ΕΛΑΣ μπαίνει σε πλήρη εφαρμογή. Το δύσκολο κομμάτι των συλλήψεων αναλαμβάνει η ΕΚΑΜ ενώ επικεφαλής της όλης επιχείρησης αναλαμβάνει ο διοικητής της. Έτσι μια ημέρα σαν σήμερα, στις 23 Μαρτίου 1992 όλα είναι έτοιμα για τη μεγάλη ώρα της ΕΛΑΣ.

Σύμφωνα με όσα είχαν δει τότε το φως της δημοσιότητας και γράφτηκαν στον Τύπο της εποχής, όλα πήγαιναν όπως τα είχε υπολογίσει η Ελληνική Αστυνομία. Όλα κυλούσαν ομαλά. Τόσο ομαλά που αστυνομικοί και μέλη της 17Ν βρέθηκαν να πίνουν καφέ στο ίδιο παγκάκι! Και οι δυο πλευρές φαίνεται να περίμεναν την κατάλληλη στιγμή για να κάνουν την κίνησή τους. Και ξαφνικά τα μέλη της 17Ν (που προφανώς είχαν υπολογίσει ένα τέτοιο ενδεχόμενο), μπερδεύουν τους αστυνομικούς, επιβιβάζονται σε ένα βανάκι και διαφεύγουν χωρίς να τους πειράξει κανείς!

Ο Δημήτρης Κουφοντίνας ήταν ένα από τα μέλη της οργάνωσης που ήταν εκείνο το πρωινό στη Λουίζης Ριανκούρ. Στο βιβλίο του «Γεννήθηκα 17 Νοέμβρη» (εκδόσεις Λιβάνη) περιγράφει το πως το φιάσκο από ένα αιματοκύλισμα απείχαν μόνο μερικά δευτερόλεπτα.

«Έφτασε ο οδηγός της καμιονέτας (σσ: εννοεί το άσπρο βαν που χρησιμοποίησε η οργάνωση), κατέβηκε και πήγε να καθίσει σε ένα κοντινό παγκάκι. Εμείς μέσα στο χώρο φόρτωσης είδαμε από το κουρτινάκι που κάλυπτε το πίσω τζάμι της ένα Fiat, ασφαλίτικο, με τρεις κλασικούς ασφαλίτες όρθιους απ΄ έξω. Είχαν κάνει πηγαδάκι, πίνοντας καφέ από τα αιώνια πλαστικά ποτηράκια τους. Τότε ο ένας ξεκίνησε, αργά και βαριεστημένα, με το κυπελλάκι τον καφέ στο χέρι, να έρχεται προς την καμιονέτα. Ταυτόχρονα ο ένας από τους άλλους δυο, έδειξε με τα μάτια τον οδηγό μας που μόλις είχε καθίσει στο παγκάκι. Ο πρώτος ασφαλίτης είχε φτάσει ήδη στην καμιονέτα και είχε κολλήσει το πρόσωπό του στο πίσω τζάμι προσπαθώντας να δει μέσα. Σαραντάρης, γεμάτος δεν φαινόταν εκπαιδευμένος εκαμίτης. Δεν το ήξερε, αλλά από την άλλη πλευρά στο τζάμι ακουμπούσε η κάννη ενός αυτόματου όπλου, οπλισμένου, δίχως ασφάλεια, με δυο γεμάτους γεμιστήρες. Ένα άλλο σημάδευε σταθερά τους άλλους δυο ασφαλίτες», αναφέρει ο Δημήτρης Κουφοντίνας και στη συνέχεια, κάνει μια ανάλυση για το πώς κατάφεραν να διαφύγουν από τους αστυνομικούς και πόσο κοντά έφτασε μια ένοπλη συμπλοκή:

«Έφυγα από το πίσω μέρος της καμιονέτας και πήγα μπροστά. Ζήτησα από τον οδηγό να ξεκινήσει ήρεμα. Πίσω μας οι τρεις ασφαλίτες μπήκαν στο Fiat και μας ακολούθησαν. Ίσως, κατάλαβαν τη σοβαρότητα της κατάστασης και δεν πλησίασαν πολύ. Δυο αυτόματα τους είχαν κάτω από την κάννη τους, τρεις χειροβομβίδες είχαν βγει από τη θήκη τους»!

Τα 13 εκατ. δραχμές, η πληροφοριοδότης και η ΕΥΠ

Το τι πραγματικά έγινε εκείνη την ημέρα και οδήγησε σε αυτό το απόλυτο φιάσκο, μάλλον, δε θα το μάθουμε ποτέ. Ή καλύτερα, δε θα δει ποτέ το φως της δημοσιότητας. Από σενάρια πολλά. Άλλα σοβαρά, άλλα αστεία. Σε κάθε περίπτωση, το μόνο σίγουρο είναι πως γύρω από αυτή την υπόθεση στήθηκε ένας χορός εκατομμυρίων. Για την ακρίβεια 13 εκατομμυρίων όσο και το ποσό που θα λάμβανε όποιος οδηγούσε τις Αρχές στα ίχνη της 17Ν.

Είναι δεδομένο πως από τη φύση του το συγκεκριμένο επεισόδιο στη δράση της 17Ν είναι αυτό που εξάπτει τη φαντασία περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο. Είναι πολλά εκείνα τα στοιχεία που το κάνουν πιο «πικάντικο» από οτιδήποτε άλλο. Έχει μέσα παρακολούθηση, αντι-παρακολούθηση, λεφτά, μυστικές υπηρεσίες και φυσικά... «άρωμα» γυναίκας.

Αρχικά ένα από τα σενάρια που είχαν πάρει τότε μεγάλη διάσταση ήταν αυτό που ήθελε τη γυναίκα που τηλεφώνησε στις αρχές να είναι ερωμένη μέλους της 17Ν που όταν έμαθε πως είχε πέσει θύμα απιστίας θέλησε με τον τρόπο αυτό να πάρει εκδίκηση. Ωραία σενάριο, κανείς δεν το αμφισβητεί, αλλά είναι περισσότερο ταιριαστό με χολιγουντιανή ταινία.

Στη δίκη της 17Ν ο Στέφανος Μακρής είπε πως η γυναίκα πίσω από το τηλεφώνημα ήταν η Μαρία Τσιντέρη, ο σύζυγος της οποίας ήταν αξιωματικός της ΕΛΑΣ. Σύμφωνα με αυτό το σενάριο ο άνδρας της Τσιντέρη με κάποιο τρόπο έγινε κοινωνός μιας εξαιρετικά κρίσιμης πληροφορίας την οποία αντί να τη δώσει στην υπηρεσία του προτίμησε να την πουλήσει, ώστε, να καρπωθεί το ποσό της επικήρυξης. Ο Μακρής είπε πως ο ίδιος πήγε σε μια μυστική τοποθεσία τα χρήματα στην Τσιντέρη! Η ίδια η Τσιντέρη αρνήθηκε κάθε ανάμειξη και ποτέ δεν αποδείχθηκε κάτι σε βάρος της.

Ένα δεύτερο σενάριο (που η αλήθεια είναι πως μοιάζει αρκετά με το πρώτο) ήθελε την ΕΥΠ να έχει μάθει τα σχέδια της οργάνωσης αλλά αντί να επιχειρήσει να συλλάβει τα μέλη της 17Ν,  να δίνει την πληροφορία προκειμένου (μέσω ενός φαινομενικά άσχετου ανθρώπου) να λάβει τα 13 εκατομμύρια ευρώ. Σε αυτό το σενάριο η πληροφοριοδότης δεν είναι σύζυγος αξιωματικού της ΕΛΑΣ, αλλά στέλεχος της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών. Ούτε αυτό αποδείχθηκε ποτέ.

Πώς μπορεί να υπήρξε αρχικά αυτή η πληροφορία; Την απάντηση ίσως τη δίνει στο βιβλίο του ο Δημήτρης Κουφοντίνας. Εκεί, λοιπόν, ο «Λουκάς» λέει πως (κακώς) τα μέλη της οργάνωσης έδειξαν επιμονή στον σχεδιασμό του συγκεκριμένου χτυπήματος καθώς από την αρχή φάνηκε να τους δυσκολεύει αρκετά. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα, τα μέλη της οργάνωσης, να κυκλοφορούν ξανά και ξανά στο ίδιο μέρος. Κάπως έτσι φαίνεται πως ένας ηλικιωμένος κύριος κατάλαβε τις κινήσεις τους. Τι μπορεί να σημαίνει αυτό; Το πιθανότερο είναι πως αυτός ο ηλικιωμένος κύριος ειδοποίησε την αστυνομία, τους περιέγραψε τι ακριβώς είδε και τι ακριβώς έκαναν αυτοί οι άνδρες που έβλεπε (ίσως τους πέρασε για ληστές) και κάπως έτσι να προέκυψε η πληροφορία που κάποιοι στη συνέχεια τη χρησιμοποίησαν για να κερδίσουν τα 13 εκατομμύρια δραχμές. Ίσως, να έγινε έτσι. Ίσως, και να μην έγινε έτσι.

Ίσως, να μην ήθελε ούτε η ΕΛΑΣ αλλά ούτε και η ΕΥΠ να στεφθεί με επιτυχία η συγκεκριμένη επιχείρηση γιατί (όπως αναφέρει ένα από τα πολλά σενάρια) αν εξαρθρωνόταν η 17Ν τότε πολλοί θα έμεναν χωρίς... μεροκάματο αφού τα μυστικά κονδύλια από το ελληνικό κράτος αλλά και ξένες μυστικές υπηρεσίες ήταν τεράστια και κανείς, από αυτούς που τα διαχειρίζονταν, δε θα ήθελε να τα χάσει.

Η όλη ιστορία, πάντως, περιπλέχτηκε ακόμα περισσότερο όταν λίγο καιρό μετά το φιάσκο της Ριανκούρ ο τότε υπουργός Δημόσιας Τάξης, Θεόδωρος Αναγνωστόπουλος, παραχώρησε συνέντευξη Τύπου και εκεί άφησε αιχμές για τους αστυνομικούς που συμμετείχαν στην επιχείρηση: «Από ορισμένους αστυνομικούς διαρρέουν πληροφορίες όχι μόνο προς τον Τύπο αλλά και προς άλλες πλευρές» είχε πει και είχε τονίσει πως «καθιστά ακόμα πιο παταγώδη την αποτυχία της ειδικής ομάδος για την αντιμετώπιση της τρομοκρατίας το γεγονός ότι την όλη επιχείρηση ''παρακολουθούσαν'' κινηματογραφικές κάμερες οι οποίοι κατέγραψαν τη διαφυγή των υπόπτων όχι όμως και τις μορφές τους»! Πριν από αυτή τη συνέντευξη Τύπου ο επικεφαλής της ΕΚΑΜ, Μιχάλης Μαυρουλέας, είχε απομακρυνθεί από τη θέση του. 

Και ένα τελευταίο στοιχείο το οποίο έχει και αυτό την αξία του. Τα 13 εκατομμύρια δραχμές που υποτίθεται ότι δόθηκαν στην πληροφοριοδότη είναι ένα από τα δυο ποσά που είχαν ακουστεί εκείνη την εποχή. Το δεύτερο ποσό ήταν 200 εκατομμύρια δραχμές! Όπως γίνεται αντιληπτό ο χορός των εκατομμυρίων γύρω από το φιάσκο ήταν τεράστιος. Και απαντήσεις δε δόθηκαν ποτέ.

Google News

Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.

BEST OF LIQUID MEDIA