Μενού
kavvadias
Νίκος Καββαδίας | YouTube
  • Α-
  • Α+

Ποιητής του ταξιδιού, της φυγής, της θάλασσας και της περιπέτειας. Για όσα ταξίδια έχουμε κάνει με το μυαλό αλλά όχι με το σώμα, ο Νίκος Καββαδίας ευθύνεται. Αυτός ο άνθρωπος που είχε την ικανότητα να σε παίρνει από το χέρι, να σε οδηγεί σε μέρη που δεν έχεις πάει ποτέ και, όμως, σου έμοιαζαν τόσο γνώριμα σαν να έπαιζες εκεί από μικρό παιδί. Είναι ο ποιητής που σε έκανε να νιώθεις ναυτικός ακόμα και αν δεν είχες μπει ποτέ σου σε καράβι. Ένιωθες πως τα ήξερες όλα. Για τα μεθύσια, τους καβγάδες, τους σουγιάδες που έβγαιναν για ψύλλου πήδημα μέσα σε υπόγεια μπαρ που ήταν γεμάτα από τον καπνό και τη μυρωδιά του αλκοόλ. Ο Νίκος Καββαδίας είναι αυτός που σου μίλησε για την αγάπη και τον έρωτα ακόμα και αν αυτός ήταν πληρωμένος. Αλλά σου μίλησε και για τον θάνατο και (κυρίως) τα ναυάγια. Τον ορίζοντα και τα λιμάνια. Γιατί πάντα στο τέλος ένα λιμάνι μας περιμένει όλους. Ή σχεδόν όλους.

«Τι κι αν οι κάβοι σου σκληρύναν την παλάμη...»

Γεννήθηκε στις 11 Ιανουαρίου 1910 στο Χαρμπίν της Μαντζουρίας που τότε ήταν στρατιωτική βάση. Ο πατέρας του, Χαρίλαος, ήταν επιχειρηματίας. Έξυπνος άνθρωπος. Όταν ο Νίκος ήταν μόλις 4 ετών, ο πατέρας του πήρε την οικογένειά του και επέστρεψε στην Ελλάδα επειδή έβλεπε τη θύελλα που ερχόταν. Ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος είχε ξεκινήσει και η μεγάλη Οκτωβριανή Επανάσταση φαινόταν ήδη στην ορίζοντα. Η Κεφαλλονιά, τόπος καταγωγής της μητέρας του Νίκου Καββαδία, έμοιαζε και ήταν ένα λιμάνι για την οικογένεια. Ένα μέρος μακριά από κινδύνους. Έπρεπε να ταξιδέψουν για 15 ολόκληρες ημέρες μέσα από τα Ουράλια Όρη για να φτάσουν κάποια στιγμή στην Κωνσταντινούπολη και από εκεί στο καταπράσινο νησί του Ιονίου.

Διαβάστε ακόμη: Τι σημαίνουν οι «άγνωστες» λέξεις στα ποιήματα του Νίκου Καββαδία

Όταν εγκαταστάθηκαν στην Κεφαλλονιά, ο πατέρας επέστρεψε στη Ρωσία για να «κλείσει» τις δουλειές του. Εγκλωβίστηκε μέσα στη θύελλα που ο ίδιος έτρεμε. Για επτά ολόκληρα χρόνια χάθηκαν τα ίχνη του. Διώχθηκε, φυλακίστηκε, έχασε όλα του τα χρήματα. Όλοι τον νόμιζαν πεθαμένο, πλέον, όταν κάποια στιγμή, το 1921, κατάφερε και επέστρεψε πίσω. Ήταν τσακισμένος. Άρρωστος. Σχεδόν νεκρός.

Θεωρητικά ο Νίκος Καββαδίας θα γινόταν γιατρός. Το 1928 έδωσε εξετάσεις αλλά εκείνη ήταν η χρονιά που η κατάσταση της υγείας του πατέρα του επιδεινώθηκε ραγδαία. Ο Νίκος τα παρατάει όλα και αναγκάζεται να δουλέψει. Μια από τις δουλειές που έκανε ήταν σε ένα ναυτικό γραφείο στον Πειραιά. Η σκέψη υπήρχε από πριν αλλά γιγαντώθηκε εκεί. Στο μεγαλύτερο επίνειο της χώρας. Όταν το 1929 πέθανε από καρκίνο ο πατέρας του η σκέψη θέριεψε και έγινε αμετάκλητη απόφαση.

Ο Νίκος Καββαδίας άφησε πίσω του τη στεριά και μπάρκαρε ως ναύτης σε φορτηγό. Όλα όσα έζησε τα μετέφερε στο χαρτί: Η θάλασσα, οι τρικυμίες, τα λιμάνια, οι γυναίκες, η νοσταλγία. Τον Ιούνιο του 1933 κυκλοφορεί την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο «Μαραμπού». Με δικά του έξοδα. Κατάφερε και τύπωσε μόλις 245 αντίτυπα.

Το 1939 παίρνει το δίπλωμα του ασυρματιστή. Ήθελε να γίνει καπετάνιος αλλά δεν τα κατάφερε. Μένει, πλέον, στην Κυψέλη. Στην οδό Αγίου Μελετίου 10. Εκεί τον βρίσκει το ξέσπασμα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Φεύγει για το μέτωπο. Υπηρέτησε στο Αλβανικό μέτωπο. Την περίοδο της ναζιστικής κατοχής εντάχθηκε στο ΕΑΜ. Εκείνος ήθελε να ταξιδεύει, να γνωρίζει καινούργιες θάλασσες, νέους τόπους. Οι καιροί ήταν σκληροί, ωστόσο, και αυτός ζούσε με μοναδικό στόχο να μένει μακριά από το κολαστήριο της οδού Μέρλιν, που βρισκόταν η έδρα της Γκεστάπο που είχαν μαρτυρήσει τόσοι και τόσοι αντιστασιακοί.

Ο Νίκος Καββαδίας ήταν αρχικά μέλος του ΕΑΜ Ναυτικών και στη συνέχεια ένα από τα πλέον δραστήρια μέλη του ΕΑΜ Λογοτεχνών – Ποιητών. Είναι η εποχή που γράφει τα λεγόμενα αντιστασιακά ποιήματα, μια πτυχή της ζωής του Καββαδία που δεν είναι τόσο γνωστή. Και ο ίδιος άλλωστε δεν μιλούσε πολύ για εκείνη την περίοδο. Υπέγραφε τα ποιήματά του με το ψευδώνυμο Α. Ταπεινός! Γράφει ποιήματα όπως «Αθήνα 1943», «Στον τάφο του ΕΠΟΝιτη», «Αντίσταση» και το «Federico Garcia Lorca» στο οποίο γίνεται αναφορά στον αντιφασιστικό αγώνα στην Ισπανία. Το ποίημα αυτό δημοσιεύθηκε το 1947 στην ποιητική συλλογή «Πούσι». Αλλά ήδη από το 1944 ο Νίκος Καββαδίας είχε επιστρέψει στη μεγάλη του αγάπη. Τη θάλασσα.

«Μα ο ήλιος αβασίλεψε κι ο αητός απεκοιμήθη...»

Από το 1944 και μετά ο Νίκος Καββαδίας, ως ασυρματιστής και ως ποιητής, ταξιδεύει αδιάκοπα, γυρίζοντας όλο τον κόσμο και κάνοντας όλο τον κόσμο να ταξιδεύει μαζί του. Απόλυτα βιωματικός ποιητής ζει και γράφει αυτά που έζησε. Πολλές είναι οι ιστορίες από εκείνα τα χρόνια.

Διαβάστε ακόμη: «Εσείς τσιγάρα Camel να καπνίζετε, κι εγώ σε μια γωνιά να πίνω ουίσκι» - Ποιος είναι ο Καίσαρ Εμμανουήλ στο ποίημα του Καββαδία

Όπως εκείνη στην Αργεντινή. Όταν «έπιασαν» Μπουένος Άιρες ο Νίκος Καββαδίας αποφάσισε να περάσει τη νύχτα του σε ένα από τα κακόφημα μπαρ του λιμανιού. Θέλησε να βρει μια γυναίκα. Εκεί μια νεαρή κοπέλα του τράβηξε αμέσως την προσοχή. Τη φώναξε κοντά και πήγαν μαζί στο δωμάτιό της. Εκεί ο Νίκος Καββαδίας πρόσεξε πως στο κομοδίνο που βρισκόταν δίπλα στο κρεβάτι της κοπέλας, υπήρχαν αρκετές ελληνικές εφημερίδες. Ο Καββαδίας τη ρώτησε αν είναι Ελληνίδα και η κοπέλα αμέσως έπεσε πάνω του κλαίγοντας και ζητώντας βοήθεια. Του είπε πως ήταν Ελληνίδα που είχε πάει για σπουδές στη Γαλλία. Εκεί ερωτεύτηκε έναν τύπο ο οποίος της έταξε παραμυθένια ζωή και την πήρε μαζί του στην Αργεντινή όπου την εξανάγκασε να δουλεύει ως πόρνη.

Ο Καββαδίας συγκλονίστηκε από την ιστορία της κοπέλας και υποσχέθηκε να τη βοηθήσει. Έφυγε, επέστρεψε στο πλοίο και εκεί ενημέρωσε τους υπόλοιπους για την ιστορία της κοπέλας. Την επόμενη ημέρα, όλοι μαζί, πήγαν σε εκείνο το κακόφημο μπαρ, άρπαξαν την κοπέλα και την πήραν μαζί τους στο καράβι. Όταν μετά από καιρό «έπιασαν» ευρωπαϊκό λιμάνι, της έκαναν τα εισιτήρια για την Ελλάδα. Μετά από πολλά χρόνια, η κοπέλα αυτή συναντήθηκε τυχαία με τον Καββαδία σε ένα φιλικό σπίτι, στη διάρκεια μιας γιορτής. Ο Καββαδίας την πλησίασε για να της μιλήσει. Εκείνη, ωστόσο, έκανε πως δεν τον γνώρισε και του είπε πως σίγουρα την μπερδεύει με κάποια άλλη! Ήταν προφανές πως η κοπέλα είχε καταφέρει να κάνει ένα νέο ξεκίνημα στη ζωή της και δεν ήθελε να «ξυπνήσουν»... φαντάσματα από ένα παρελθόν που ήθελε να διαγράψει.

Τα ταξίδια για τον Καββαδία τελείωσαν τον Δεκέμβριο του 1974. Τότε γύρισε στην Αθήνα από το τελευταίο του ταξίδι και έριξε, οριστικά, άγκυρα. Αμέσως μετά έπεσε με τα μούτρα στη δουλειά προκειμένου να ολοκληρώσει την έκδοση της τρίτης του ποιητικής συλλογής. Δεν πρόλαβε να τη δει τυπωμένη. Μια ημέρα σαν σήμερα, το 1975, ανήμερα του Αγίου Χαραλάμπους, θα υποστεί ένα βαρύτατο εγκεφαλικό επεισόδιο και θα αφήσει την τελευταία του πνοή. Το προηγούμενο βράδυ είχε πει στην αδερφή του: «Αυτό που φοβόμουνα έγινε, πεθαίνω στη στεριά ενώ ήθελα να πεθάνω στη θάλασσα και να με ρίξουν στο νερό»...

Διαβάστε ακόμη: «Εδώ είναι τα μπουρδ**α»: Η ιστορία της φάρσας του Καββαδία που εξόργισε τον Σεφέρη

Στην ατζέντα του, βρέθηκαν τρεις στίχοι που προόριζε για την ποιητική συλλογή «Τραβέρσο» η οποία τελικά κυκλοφόρησε μετά το θάνατό του:

«Μα ο ήλιος αβασίλεψε κι ο αητός απεκοιμήθη
και το βοριά το δροσερό τον πήραν τα καράβια.
Κι έτσι του δόθηκε καιρός του Χάρου και σε πήρε
».

Αντί επιλόγου

Ο Νίκος Καββαδίας συστήθηκε στο ευρύτερο κοινό μέσα από τον «Σταυρό του Νότου», τον δίσκο - ορόσημο του Θάνου Μικρούτσικου που σημάδεψε ανεξίτηλα το ελληνικό τραγούδι. Πάντα, ωστόσο, ξεχωριστή θέση στην καρδιά όσων αγαπούν το έργο του Καββαδία, θα έχει το «Mal du départ» (με αυτό το ανατριχιαστικό, «προφητικό» τελευταίο τετράστιχο) από την ποιητική συλλογή «Μαραμπού», το οποίο μελοποιήθηκε από τον Γιάννη Σπανό και τραγουδήθηκε από τον Κώστα Καράλη.

«Θα μείνω πάντα ιδανικός κι ανάξιος εραστής, των μακρυσμένων ταξιδιών και των γαλάζιων πόντων,

και θα πεθάνω μια βραδιά, σαν όλες τις βραδιές, χωρίς να σχίσω τη θολή γραμμή των οριζόντων.

Για το Μαδράς, τη Σιγκαπούρ, τ' Αλγέρι, και το Σφαξ θ' αναχωρούν σαν πάντοτε περήφανα τα πλοία,

κι εγώ, σκυφτός σ' ένα γραφείο με χάρτες ναυτικούς, θα κάνω αθροίσεις σε χοντρά λογιστικά βιβλία.

Θα πάψω πια για μακρινά ταξίδια να μιλώ· οι φίλοι θα νομίζουνε πως τα 'χω πια ξεχάσει,

κι η μάννα μου, χαρούμενη, θα λέει σ' όποιον ρωτά: «Ήταν μια λόξα νεανική, μα τώρα έχει περάσει…».

Μα ο εαυτός μου μια βραδιάν εμπρός μου θα υψωθή και λόγο ως ένας δικαστής στυγνός θα μου ζητήση,

κι αυτό το ανάξιο χέρι μου που τρέμει θα οπλιστή, θα σημαδέψη, κι άφοβα το φταίστη θα χτυπήση.

Κι εγώ που τόσο επόθησα μια μέρα να ταφώ σε κάποια θάλασσα βαθιά στις μακρινές Ινδίες,

θα 'χω ένα θάνατο κοινό και θλιβερό πολύ και μια κηδεία σαν των πολλών ανθρώπων τις κηδείες».

Google News

Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.

BEST OF LIQUID MEDIA