Μενού
kalogiannis
Αντώνης Καλογιάννης - Μίκης Θεοδωράκης | eurokinissi
  • Α-
  • Α+

«Τον φοβάμαι τον θάνατο. Είμαι άνθρωπος. Δεν πιστεύω ότι μπορώ να συμμαχήσω μαζί του. Δεν μπορώ να βρω αρμονική σχέση με το θάνατο. Με μισεί και τον μισώ. Γιατί θα μου στερήσει τον ήλιο, τη θάλασσα, τα βουνά, τις ωραίες γυναίκες να τις βλέπω, τους φίλους μου, το καφενείο, τον καβγά. Πώς να στο πω; Δεν τον πάω, δεν τον γουστάρω». Αυτό που φοβόταν ο Αντώνης Καλογιάννης έγινε μια ημέρα σαν σήμερα. Στις 11 Φεβρουαρίου του 2021 πέθανε εκεί που γεννήθηκε. Στην αγαπημένη του Καισαριανή. Είχε, όμως, προλάβει να ζήσει μια ζωή σαν καλογραμμένο μυθιστόρημα.

Από τσαγκάρης τραγουδιστής του αγώνα

Γεννήθηκε στην Καισαριανή στις 3 Αυγούστου 1940. Δεν ήταν γόνος κάποια πλούσιας οικογένειας και σε εκείνα τα μαύρα και δύσκολα χρόνια η βιοπάλη από μικρή ηλικία ήταν κάτι σαν μονόδρομος. Πριν καν ενηλικιωθεί, ο Αντώνης Καλογιάννης έπρεπε να βρει δουλειά προκειμένου να βοηθήσει οικονομικά την οικογένειά του. Είπαμε, όμως, πως η ζωή του ήταν μυθιστορηματική και αυτή η ανάγκη για δουλειά αποδείχθηκε τελικά πως ήταν η μεγάλη ευκαιρία στο δρόμο προς την επιτυχία.

Ο Αντώνης Καλογιάννης έπιασε δουλειά σε ένα τσαγκάρικο. Είχε μια υπέροχη φωνή. Το ήξερε αλλά δεν μπορούσε να κάνει κάτι για αυτό. Το να παρατήσει τη δουλειά για να προσπαθήσει να γίνει τραγουδιστής μπορεί να ήταν κάτι καταστροφικό. Έτσι έβγαζε το μεράκι του για τραγούδι την ώρα της δουλειάς αλλά και στις παρέες του όταν έπιναν το κρασάκι τους. Οι φίλοι και οι συνάδελφοί του αγαπούσαν τη φωνή του και του ζητούσαν συνέχεια να τους τραγουδάει και εκείνος δεν τους χαλούσε το χατίρι.

Το ίδιο έγινε και μια ημέρα, πίσω στο μακρινό 1966, όταν οι συνάδελφοι του Αντώνη Καλογιάννη στο υπόγειο εργαστήριο υποδημάτων στην περιοχή της Δεξαμενής, στο Κολωνάκι του ζήτησαν να τους πει ένα τραγούδι. Και εκείνος το έκανε. Και εκείνη την ώρα περνούσε απ' έξω ο σπουδαίος Μίκης Θεοδωράκης. Η ζωή του Καλογιάννη άλλαξε από τη μια στιγμή στην άλλη. Ο Θεοδωράκης κατέβηκε τα σκαλοπάτια, μπήκε μέσα στο μικρό τσαγκαράδικο και ζήτησε να μάθει ποιος είναι αυτός που τραγουδάει. Ο Καλογιάννης εμφανίστηκε μπροστά στον σπουδαίο συνθέτη και εκείνος του ζήτησε να βγουν λίγο έξω για να μιλήσουν.

Ο Θεοδωράκης ζήτησε από τον Αντώνη Καλογιάννη να κάνουν μερικές πρόβες. Ο Καλογιάννης δέχθηκε και κάπως έτσι ο Μίκης Θεοδωράκης πιστοποίησε αυτό που είχε ακούσει: Πως είχε μπροστά του ένα ακατέργαστο διαμάντι. Μετά από μερικές ακόμα πρόβες ο Θεοδωράκης ζήτησε από τον Καλογιάννη να αφήσει τη δουλειά στο τσαγκάρικο και να τον ακολουθήσει στην περιοδεία του στο εξωτερικό!

Από εκεί και πέρα όλα είχαν πάρει το δρόμο τους. Ο τσαγκάρης με την υπέροχη φωνή, φόρεσε τα καλά του ρούχα, στάθηκε δίπλα στον Μίκη Θεοδωράκη και τραγουδούσε, πλέον, μπροστά σε γεμάτα στάδια και θέατρα. Σοβιετική Ένωση, Ευρώπη, Αμερική. Ο Καλογιάννης κέρδιζε το χειροκρότημα ερμηνεύοντας με μοναδικό τρόπο ποιήματα που μελοποιούσε ο Μίκης: Σικελιανό, Ρίτσο Σεφέρη. Το παραμύθι για τον Καλογιάννη συνεχίστηκε μέχρι που «μπήκαν στην πόλη οι εχθροί». Με την επιβολή της χούντας των συνταγματαρχών και τη σύλληψη του Μίκη Θεοδωράκη, ο Αντώνης Καλογιάννης ήξερε πως ίσως σύντομα έρθει και η δική του σειρά αφού ήταν ο βασικός τραγουδιστής του συνθέτη που αποτελούσε «κόκκινο πανί» για το καθεστώς.

Έτσι, μαζί με τη Μαρία Φαραντούρη, αποφασίζουν να φύγουν στο εξωτερικό. Εκεί δημιουργούν μια λαϊκή ορχήστρα με ένα και μοναδικό στόχο: Να παίζουν μόνο αγωνιστικά τραγούδια του Μίκη με σκοπό να αφυπνίσουν συνειδήσεις και να κάνουν γνωστό το τι γίνεται στην Ελλάδα. Πραγματοποιούν δεκάδες συναυλίες σε όλη την Ευρώπη. Όταν ο Θεοδωράκης αποφυλακίστηκε, οι τρεις τους ενώθηκαν και πραγματοποίησαν πάνω από 500 συναυλίες σε Αμερική, Αυστραλία και βέβαια στην Ευρώπη. Το 1972 ο Καλογιάννης επέστρεψε στην Ελλάδα και ξεκίνησε τις εμφανίσεις στις θρυλικές μπουάτ της Πλάκας. Η χούντα δεν του συγχώρεσε ποτέ το ότι συνεργάστηκε με τον Θεοδωράκη και τραγουδούσε αντιστασιακά τραγούδια και έτσι ο Αντώνης Καλογιάννης βρέθηκε στα κρατητήρια της ΕΑΤ -ΕΣΑ.

Όταν κατέρρευσε το καθεστώς των συνταγματαρχών, ο Καλογιάννης συμμετείχε στις μεγάλες συναυλίες (στο Καραΐσκάκη, στη Λεωφόρο και αλλού) συνδέοντας για πάντα τη φωνή του με τον αντιδικτατορικό αγώνα και με εμβληματικά τραγούδια όπως «Το σφαγείο» και το «Είμαστε δυο, είμαστε τρεις».

«Κράτησα τη ζωή μου...»

Στη μεταπολίτευση ο Αντώνης Καλογιάννης συνεργάζεται με τον Μίμη Πλέσσα και τον Δημήτρη Χριστοδούλου στο δίσκο «Τα τραγούδια της γειτονιάς» ενώ το 1981 κάνει στροφή στην καριέρα του με τον δίσκο «Τα σημερινά». Σταδιακά ο Καλογιάννης από τραγουδιστής του αγώνα, γίνεται τραγουδιστής του έρωτα. Το 1984 ηχογραφεί ίσως την μεγαλύτερη επιτυχία του. Σε μουσική του Μάριου Τόκα και στίχους του Σαράντη Αλιβιζάτου τραγουδά για την «Αννούλα του χιονιά»! Το τραγούδι είναι γραμμένο για μια Άννα με την οποία είχε σχέση ο Αλιβιζάτος. Οι δυο τους ήταν στους Ιαχωβάδες αλλά όταν ο συνθέτης έφυγε εκείνη εξαφανίστηκε από τη ζωή του και δεν επικοινώνησε ποτέ ξανά μαζί του.

Στη συνέχεια οι επιτυχίες διαδέχονταν η μια την άλλη και ο Αντώνης Καλογιάννης καθιερώθηκε ως ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες τραγουδιστές. Ο ίδιος έλεγε πως δεν ήταν σίγουρος πως ήθελε να γίνει τραγουδιστής, να εγκαταλείψει τη σίγουρη δουλειά του τσαγκάρη! «Η Φαραντούρη με έπεισε πως δεν ήμουν, πλέον, τσαγκάρης αλλά τραγουδιστής» είχε πει. Ο ίδιος θεωρούσε πως η μεγάλη του νίκη στη ζωή ήταν ότι... κράτησε τη ζωή του. «Κάποτε πήγα στη Θεσσαλονίκη να βοηθήσω το μαγαζί ενός φίλου. Περνούσε δύσκολα. Είχε σκυλάδικο, σκυλάδικο. Πήγα λοιπόν εκεί και τραγουδούσα τους ''Μοιραίους'' του Βάρναλη, το ''Στρώσε το στρώμα σου''. Μερικοί φώναζαν ''τι θα γίνει, θα ακούσουμε κι απ’ τα άλλα;''. Κάποιοι άλλοι όμως έλεγαν: ''πάψτε βρε, δεν ακούτε τον άνθρωπο τι μας λέει''. Έμεινα 15 ημέρες με αυτό το ρεπερτόριο σε ένα μαγαζί που απ’ έξω ήταν γεμάτο ντάτσουν. Όμως μέσα, συμπεριφέρονταν σαν να ‘ταν σε εκκλησία. Από δέος, από άγνοια, όμως άκουγαν. Αυτή η νίκη είναι ουσιαστική», όπως είχε πει σε συνέντευξή του στην «Καθημερινή».

Ο Αντώνης Καλογιάννης είχε εξηγήσει και γιατί φορούσε σχεδόν πάντα ολόλευκα ρούχα. «Στο μεσαίωνα το λευκό ήταν στοιχείο πένθους. Εγώ είχα πολλά να πενθήσω. Τη ζωή που φεύγει, αυτό που δεν πάει καλά, τους δικούς μου αγνοούμενους, τους άλλους στην εξορία. Λίγες ήταν οι χαρές».

Ο ξαφνικός θάνατος του γιου του, αρχές του 2007, σε ηλικία 47 χρόνων τον σημάδεψε για πάντα. Δεν ήθελε να μιλά για αυτό το τραγικό γεγονός. Ίσως τη μοναδική εξαίρεση την είχε κάνει σε συνέντευξη που είχε δώσει στη δημοσιογράφο Έλενα Κατρίτση. «Έχω πει να μη μιλάω για αυτό. Αλλά σήμερα διαφέρει αυτή η μέρα. Η απώλεια του γιου μου ήταν καθοριστική για τη ζωή μου. Δεν ήταν μόνο ένας γιος, ήταν ένας φίλος. Ένας σύντροφος. Ήμασταν δύο άνδρες που μιλούσαμε ως άνδρας προς άνδρα. Ο γιος μου ήταν ένα αρσενικό 100%. Συνοπτικά τα λέω, αλλά πιστεύω ότι είναι η καλύτερη αναφορά που μπορώ να κάνω στον γιο μου. Δεν έχω μιλήσει ποτέ και, πίστεψέ με, είναι η τελευταία φορά που μιλάω για αυτόν. Μου έρχονται θύμησες. Πονάνε όλα αυτά, αλλά δε φοβάμαι τον πόνο».

Μετά από εκείνη την απώλεια ο Αντώνης Καλογιάννης βυθίστηκε στη θλίψη. Πολλοί λένε πως στην πραγματικότητα ποτέ δε συνήλθε. Το χτύπημα ήταν ισχυρό.

Ο Αντώνης Καλογιάννης πέθανε μια ημέρα σαν σήμερα. Στην αγαπημένη του Καισαριανή την οποία όπως ο ίδιος έλεγε δεν αποχωρίστηκε ποτέ (με εξαίρεση εκείνα τα χρόνια της αυτοεξορίας). Φίλοι και συγγενείς των συνόδευσαν στην τελευταία του κατοικία υπό τους ήχους του μελοποιημένου ποιήματος του Γιώργου Σεφέρη που τόσο μοναδικά είχε ερμηνεύσει ο ίδιος: «Κράτησα τη ζωή μου».

Google News

Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.

BEST OF LIQUID MEDIA