Μενού
xiotis
Μανώλης Χιώτης | Finos Film
  • Α-
  • Α+

Ο Μανώλης Χιώτης ήταν από εκείνους τους ανθρώπους που κατόρθωσαν και έζησαν πολλές ζωές σε μια.

Έζησε μια ζωή μέσα στα φώτα. Το τέλος της πορείας του γράφτηκε μια ημέρα σαν σήμερα, ανήμερα των γενεθλίων του. Οι συνθήκες του θανάτου του, ωστόσο, παραμένουν στο σκοτάδι.

Ο άνθρωπος που έβαλε το μπουζούκι στα «σαλόνια»

Ο Μανώλης Χιώτης γεννήθηκε, μια ημέρα σαν σήμερα, στις 21 Μαρτίου του 1920 στη Θεσσαλονίκη. Αντίθετα, με αυτό που θα περίμενε κανείς (επηρεασμένος σίγουρα από τις παλιές καλές ελληνικές ταινίες), ο Χιώτης δεν έζησε φτωχικά παιδικά χρόνια. Ίσα - ίσα το αντίθετο.

Ήταν γόνος ευκατάστατης οικογένειας σε μια εποχή εξαιρετικά δύσκολη για τον ελληνικό λαό. Η μητέρα του είχε ένα από τα πλέον αριστοκρατικά μπαρ εκείνης της εποχής.

Ο Μανώλης που από μικρός βρέθηκε μέσα στη μουσική, από μαθητής ακόμα άρχισε να μαθαίνει κιθάρα, μπουζούκι και ούτι δίπλα στον σπουδαίου μουσικοδιδάσκαλο Γεώργιο Λώλο. Ήταν τέτοιο το ταλέντο του που ήδη πριν κλείσει τα 15 χρόνια έκανε και τις πρώτες του εμφανίσεις σε νυχτερινά μαγαζιά της συμπρωτεύουσας.

Στα 16 του χρόνια τον εντόπισε ο Στράτος Παγιουμτζής ο οποίος τον έβαλε να εμφανίζεται μαζί του στο «Δάσος» και κυρίως τον σύστησε στην Columbia με την οποία ο ανήλικος ακόμα Χιώτης υπέγραψε συμβόλαιο! Στη συνέχεια γνωρίζεται και με τον Μπαγιαντέρα και έχει διαρκώς ανοδική πορεία μέχρι που πλέον φτάνουμε στη δεκαετία του 1940 και γράφει τη μια επιτυχία μετά την άλλη.

Στα μέσα της δεκαετίας του 1950 γνωρίζει τη Μαίρη Λίντα με την οποία θα δημιουργήσουν ένα εκρηκτικό δίδυμο που καταγράφει ανεπανάληπτες επιτυχίες και εισάγει στα μπουζούκια ένα πιο... λάτιν ρυθμό που ξεσηκώνει τους πάντες. Είναι η ίδια εποχή που δίνει τρομερά σουξέ στον Στέλιο Καζαντζίδη.

Στο διάστημα εκείνο αν άκουγες μια επιτυχία τότε το πιθανότερο είναι πως με κάποιο τρόπο εμπλεκόταν και ο Μανώλης Χιώτης! Ήταν τέτοια η λατρεία του κόσμου που είχαν «γεννηθεί» και διάφορες... ωραίες ιστορίες. Μία από αυτές θέλει τον Jimi Hendrix να έχει συναντηθεί με τον Μανώλη Χιώτη και να τον έχει αποθεώσει για το ταλέντο του. Η αλήθεια είναι πως οι δυο τους δε συναντήθηκαν ποτέ. Όλο αυτό, αποδεδειγμένα πλέον, είναι ένας αστικός μύθος. Αλήθεια είναι όμως πως αν αυτοί οι δυο είχαν βρεθεί τότε σίγουρα ο Hendrix θα είχε αποθεώσει το παίξιμο του Χιώτη! 

Από τη γρήγορη ανασκόπηση της πλούσιας ζωής του Μανώλη Χιώτη που ήδη διαβάσατε έμειναν σκόπιμα εκτός δυο τεράστια κεφάλαια τα οποία χρίζουν ειδικής αναφοράς. Το πρώτο έχει να κάνει με μια καινοτομία που έφερε στο μπουζούκι επειδή ο ίδιος ήθελε να μπορεί να παίζει πιο γρήγορα σόλο.

Το 1946 στη δεύτερη εκτέλεση του «πασατέμπου» κάνει - σύμφωνα με την κυρίαρχη άποψη - την πρώτη του εμφάνιση το τετράχορδο (τέσσερις διπλές σειρές, δηλαδή) μπουζούκι, μία καινοτομία που εκτιμάται ότι πρώτος ο Μανώλης Χιώτης χρησιμοποίησε, αν και φαίνεται ότι τελικά το τετράχορδο μπουζούκι υπήρχε και νωρίτερα. Ακόμα και να υπήρχε, πάντως, ο Χιώτης είναι αυτός που ανεβάζει το επίπεδο και αλλάζει τα πάντα στο μπουζούκι το οποίο, πλέον, μπαίνει σε κάθε σπίτι ακόμα και στις... βίλες! Και το έκανε αυτό ο Χιώτης σε πείσμα των σκληροπυρηνικών λαϊκών που τον χλεύαζαν για το «κιθαρομπούζουκό» του. Ο χρόνος τον δικαίωσε απόλυτα.

Το δεύτερο έχει να κάνει με τον «Επιτάφιο». Το 1959 ο Μανώλης Χιώτης θα ενορχηστρώσει το εμβληματικό έργο του Γιάννη Ρίτσου, μελοποιημένο από τον Μίκη Θεοδωράκη, που έχει ήδη κάνει μια αποτυχημένη έκδοση, και το απογειώνει! Ο δίσκος μπαίνει στα στόματα όλων των Ελλήνων και κάνει τους συντελεστές του λαϊκούς ήρωες.

Με τη δουλειά αυτή, ουσιαστικά ο Χιώτης, πετυχαίνει πολλά περισσότερα. Ανοίγει τον δρόμο στο λεγόμενο «έντεχνο» λαϊκό τραγούδι αφού κανείς, πλέον, δε φοβάται να βάλει το μπουζούκι σε οποιαδήποτε σύνθεση. Αλλά ο Χιώτης δε σταματάει εκεί. Ενορχηστρώνει τους «Λιποτάκτες», την «Πολιτεία» και το «Αρχιπέλαγος», ενώ από κοινού με τις φωνές της Μαίρης Λίντα, του Μπιθικώτση, του Καζαντζίδη, της Μαρινέλλας και το «βαρύ πυροβολικό» Θεοδωράκη και Χατζιδάκι (του οποίου υπήρξε για καιρό σολίστας) σφραγίζουν το ελληνικό τραγούδι της εποχής. 

Πώς πέθανε ο Μανώλης Χιώτης;

Είναι δεδομένο πως ο σπουδαίος αυτός βιρτουόζος του μπουζουκιού είχε πολλά ακόμα να δώσει στη λαϊκή μουσική αλλά η μοίρα είχε άλλα σχέδια. Τα τελευταία πέντε χρόνια της ζωής του ήταν εξαιρετικά δύσκολα. Ο χωρισμός του από τη Μαίρη Λίντα του στοίχισε πολύ ενώ και το χτύπημα από τον καρκίνο ήταν δυνατό. Τελικά, ο Μανώλης Χιώτης, έφυγε από τη ζωή, μια ημέρα σαν σήμερα, στις 21 Μαρτίου 1970, ανήμερα των 50ων γενεθλίων.

Είναι δεδομένο πως ο Μανώλης Χιώτης έπασχε από καρκίνο. Αυτό δεν μπορεί να αμφισβητηθεί καθώς στα τελευταία του η κατάσταση της υγείας του είχε επιδεινωθεί στο μέγιστο βαθμό και αυτό ήταν κάτι που το έβλεπαν όλοι. Υπάρχουν πολλοί, ωστόσο, που εκφράζουν ανοιχτά τις αμφιβολίες του για την αιτία θανάτου του σπουδαίου βιρτουόζου και θυμίζουν μια άλλη ιστορία με πρωταγωνιστές των Χιώτη και τον Θεοδωράκη.

Όταν η χούντα φυλάκισε τον Μίκη στον Ωρωπό, ο Μανώλης Χιώτης, που έμενε στην περιοχή, θεώρησε πως έπρεπε να πάει να δει τον φίλο και συνεργάτη του. Τα όσα ακολούθησαν τα περιγράφει με τρόπο συγκλονιστικό ο ίδιος ο Μίκης Θεοδωράκης στον α' τόμο της αυτοβιογραφίας του.

«Δεν θα 'χα κοιμηθεί μισή ώρα όταν με ξύπνησαν. ''Στο μόλο μια παρέα τραγουδά τραγούδια σου και κοιτάζει κατά δώθε, θα 'ναι τίποτα φίλοι σου''.

''Και οι φρουροί''; ''Φαίνεται πως τους αρέσει. Χαζεύουν''. Ντύθηκα πρόχειρα και βγήκα. Ο σιγανός άνεμος κουβαλά στα φτερά του το ''Σε πότισα ροδόσταμο με πότισες φαρμάκι...''. Είναι δύο, είναι τρεις φωνές. Φωνές γνωστές. Πλησιάζω και κρεμιέμαι στο σύρμα. Κάποιος με χαιρετά. Σηκώνουμε τα χέρια μας ακόμα πιο ψηλά και γραπώνουμε το σύρμα. Ο φρουρός σκύβει και μου λέει: ''Δικό σας είναι το τραγούδι, κύριε Μίκη;''. ''Σαν ποιοι να 'ναι;'', με ρωτά ένας συγκρατούμενος. ''Η φωνή του κάτι μου θυμίζει. Για κοίτα τον πώς περπατά. Είναι ο Μανώλης Χιώτης''. Ο γνωστός ενωμοτάρχης που κυνηγά τους μακρινούς μας επισκέπτες ξεκίνησε από το διοικητήριο και βγήκε από την πύλη. Τους κάνουμε σήματα να φύγουν. Εκείνοι όμως συνεχίζουν αμέριμνοι το τραγούδι τους. Μερικοί φίλοι στο πλευρό μου σιγοτραγουδούν μαζί με τον Χιώτη: ''Της παγωνιάς αετόπουλο/ της ερημιάς γεράκι...''. Ανατριχιάζω. Οι τέσσερις φίλοι μας στο μόλο έχουν κάτι επίσημο. Κάτι ιερατικό. Βαδίζουν αργά. Στέκονται. Μας κοιτούν πάντα επίμονα. Ξαναπροχωρούν. Τραγουδούν με ακρίβεια, και ο γλυκός ανοιξιάτικος άνεμος άλλοτε φέρνει κοντά μας και άλλοτε απομακρύνει τους αέρινους ήχους.

Θυμάμαι την πρώτη μας συνάντηση με τον Χιώτη, στο μικρό δωματιάκι-στούντιο της Κολούμπια, στην οδό Λυκούργου, στα 1960. Και τώρα ο Χιώτης ξανάρθε να με δει. Εγώ κλεισμένος στο σύρμα, σαν αγρίμι, σαν κακούργος ή σαν πουλί. Κι αυτός ήρθε απ' όξω να μου τραγουδήσει το αγαπημένο μας τραγούδι. Ο ενωμοτάρχης τους πλησιάζει. Όμως, φαίνεται, όταν έμαθε την ταυτότητα του Χιώτη αρκέστηκε σε μια απλή σύσταση. Έτσι η παρέα φεύγει αργά, επίσημα, ιερατικά. Πριν την κρύψει το μικρό άσπρο ψαράδικο δίχτυ της παραλίας, σηκώνουν τα χέρια και μας χαιρετούν. Αφήνουμε το σύρμα κι η καρδιά μας είναι βαριά σαν σίδερο. Λες και το κορμί μας άδειασε από ψυχή κι έμειναν μόνο το αίμα και τα κόκαλα. Δε μιλάμε. Πονάμε. Δεν κοιτάζουμε ούτε τον ουρανό, ούτε τη θάλασσα. Μόνο τη γη. Την άλλη μέρα διαβάσαμε στον Τύπο τον αιφνίδιο θάνατο του Μανώλη Χιώτη. ''Χθες επεσκέφθη τον Ωρωπό και ευθύς μετά τον περίπατο είχε την πρώτη καρδιακή προσβολή''».

Λίγες ημέρες μετά από εκείνη την ανατριχιαστική «καντάδα» ο Μανώλης Χιώτης πέθανε. Ο Γιώργος Αλτής στο βιβλίο του Λαϊκά Πορτρέτα ΙΙ (Εκδόσεις, Μετρονόμος) καταγράφει τη μαρτυρία του ερευνητή του λαϊκού τραγουδιού Κώστα Χατζηδουλή ο οποίος δίνει άλλη διάσταση στην υπόθεση: «Έφαγε πολύ ξύλο ο Χιώτης. Του είπανε άμα ξαναπάς θα σε σκοτώσουμε. Δεν τον πιάσανε το ίδιο βράδυ, την άλλη μέρα τον πιάσανε. Βασανιστήρια και ξύλο. Υπήρχε και μια ιατροδικαστική έκθεση για τα τραύματα που είχε, αλλά χάθηκε. Εγώ δεν την βρήκα, αλλά μου το είπανε δύο άνθρωποι που ξέρανε. Έφαγε πολύ ξύλο, όχι όμως στη μούρη, για να μη φαίνεται».

Από μαρτυρίες της εποχής ο Χιώτης μεταφέρθηκε αρχικά στον «Ευαγγελισμό» και στη συνέχεια στο «Ιπποκράτειο» (εκεί άφησε την τελευταία του πνοή). Ειδικά στον «Ευαγγελισμό» δεν επέτρεπαν κανέναν να πλησιάσει. Ούτε καν την κόρη του Βασίλη Τσιτσάνη που εργαζόταν σαν γιατρός στο νοσοκομείο. Πρακτικά για ένα διάστημα ο Χιώτης νοσηλευόταν φρουρούμενος.

Ένας από τους τελευταίους ανθρώπους που τον είδαν ζωντανό ήταν ο σπουδαίος ρεμπέτης Γιάννης Παπαϊωάννου ο οποίος περιέγραψε έναν άνθρωπο σε κακή κατάσταση. «Μην φοβάσαι, Μανώλη, είμαστε όλοι εδώ. Δεν θα σε πειράξει κανένας» του είχε πει. «Μου λένε ότι ο Μανώλης πέθανε από την καρδιά του. Τους ρωτάω πολλές φορές να μου το λένε συνέχεια, γιατί τ’ ακούω να σφυρίζει, στριφογυρνάει στ’ αυτιά μου και δεν μπορεί να μπει μέσα. Τους απαντάω μ’ ένα τραγούδι του ίδιου του Xιώτη, το ''Αυτά που λες τ’ ακούω βερεσέ''» έλεγε ο Παπαϊωάννου ο οποίος πέθανε δυο χρόνια μετά.

Για ιατρικά αρχεία, βέβαια, ούτε λόγος. Ακόμα και αν ο θάνατος του Μανώλη Χιώτη δεν ήταν θάνατος αλλά δολοφονία η χούντα δε θα άφηνε κάτι τέτοιο να δημοσιευτεί, ούτε θα άφηνε στοιχεία που να το αποδείκνυαν. Το επίσημο ιατρικό ανακοινωθέν από το Ιπποκράτειο, πάντως, έκανε λόγο για «αιφνίδιο θάνατο εξαιτίας καρδιακής ανεπάρκειας».

Google News

Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.

BEST OF LIQUID MEDIA