Μενού
stayridis
Ο Νίκος Σταυρίδης σε σκηνή από την ταινία «Τα Κίτρινα Γάντια» | Finos Film
  • Α-
  • Α+

Αν κάποιος σας πει το όνομα «Νίκος Σταυρίδης» είναι δεδομένο πως αμέσως θα χαμογελάσετε. Στη συνέχεια θα θυμηθείτε κάποια από τις γνωστές ατάκες του ή εκείνο το τρανταχτό γέλιο που είχε που το συνδύαζε με την εκπληκτική ικανότητα να το «παγώνει» ανά πάσα στιγμή, δήθεν θυμωμένος, κάτι που προκαλούσε ακόμα μεγαλύτερο γέλιο. Και όμως, αυτός ο εξαίρετος κωμικός είχε μια ζωή εξαιρετικά δύσκολη και μεγάλες πίκρες. Ποτέ του, ωστόσο, δεν το έβαλε κάτω. Έσφιγγε τα δόντια και προχωρούσε.

Ο «γίγαντας» της κωμωδίας με την πικρή ζωή

Ο Νίκος Σταυρίδης γεννήθηκε στο Βαθύ της Σάμου του 1910. Η οικογένεια του ήταν φτωχή. Τα χρόνια εκείνα, άλλωστε, για τη συντριπτική πλειονότητα του λαού ήταν δύσκολα. Δεύτερο παιδί μία φτωχής πολύτεκνης οικογένειας, ο μικρός Νίκος πήγαινε στο μπακάλικο του πατέρα του προκειμένου να τον βοηθάει στις δουλειές του. Ταυτόχρονα, ωστόσο, έκανε και άλλες δουλειές του ποδαριού προκειμένου να συνεισφέρει στα οικονομικά του σπιτιού.

Η κομβική στιγμή ήρθε όταν αρχικά έγινε βοηθός καραγκιοζοπαίχτη και στη συνέχεια μηχανικός προβολής. Αυτές οι δυο δουλειές ήταν που τον έφεραν σε επαφή με τον χώρο του θεάματος. Ο Νίκος Σταυρίδης «μαγεύτηκε». Ήξερε πως αυτή ήταν η δουλειά που ήθελε να κάνει. Ήταν γεννημένος καλλιτέχνης. Άρχισε να «στήνει» διάφορες ερασιτεχνικές παραστάσεις στο Βαθύ. Έκανε και κάποιες (λίγες είναι η αλήθεια) εμφανίσεις ως τραγουδιστής. Όσο έβλεπε ότι αυτό που έκανε είχε αποδοχή από τον κόσμο, τόσο περισσότερο «φούντωνε» μέσα του η επιθυμία για να κάνει κάτι ακόμα μεγαλύτερο.

Κάπως έτσι το πήρε απόφαση και έφυγε από το αγαπημένο του νησί για να πάει στην Αθήνα ώστε να κυνηγήσει το όνειρό του. Στην πρωτεύουσα ο Σταυρίδης έφτασε το 1928. Προσπάθησε να βρει κάποια δουλειά στο θέατρο αλλά δεν τα κατάφερε και έτσι αναγκάστηκε να δουλέψει σε μια αποθήκη υλικού πολέμου στον Πειραιά. Αυτό που έπρεπε να κάνει είναι ανάμεσα σε χιλιάδες αρβύλες, να βρίσκει τα ζευγάρια. Όπως εύκολα μπορεί να αντιληφθεί κανείς η συγκεκριμένη δουλειά δεν του εξασφάλιζε ούτε τα προς το ζην και έτσι καθημερινά έκανε το δρομολόγιο Αθήνα – Πειραιά (και αντίστροφα) με τα πόδια!

Ούτε στιγμή, ωστόσο, δεν έπαψε να κυνηγάει το όνειρό του.  Για πρώτη φορά ανέβηκε στο σανίδι το 1929 στην παράσταση «Λοβιτούρα» όπου έκανε έναν λούστρο που γυάλιζε τα παπούτσια του Βασίλη Αυλωνίτη.  «Έπρεπε στο τέλος να του κολλήσω ένα χαρτόσημο στο παπούτσι, γιατί τότε έτσι γινόταν. Παντού κολλούσαν χαρτόσημο» είχε πει σε συνέντευξη του. Η ατάκα του ήταν «Μια δραχμή το καθάρισμα και 30 το χαρτόσημο…1,30».

Στη συνέχεια συνεργάστηκε με τις αδερφές Καλουτά. Περίοδος που πάντα αναπολούσε με συγκίνηση. «Τι διάολος αυτή η Άννα. Φτερό ήμουν στα χέρια της. Με πετούσε από δω, με έφερνε από κει. Δε θα την ξεχάσω», έλεγε ο ίδιος. Το 1939 ασχολήθηκε με την οπερέτα, αλλά από το 1942 και μετά, σχημάτισε θιάσους επιθεώρησης σε συνεργασία με γνωστούς ηθοποιούς, όπως η Μαρίκα Νέζερ, ο Τάκης Μηλιάδης, ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος, η Καίτη Ντιριντάουα, η Ρένα Βλαχοπούλου, η Σοφία Βέμπο, ο Κώστας Χατζηχρήστος, παίζοντας σε περισσότερα από 100 έργα που απογείωσαν την επιθεώρηση.

Όλα, πλέον, είχαν πάρει το δρόμο τους. Το ντεμπούτο του στον κινηματογράφο το έκανε το 1950 στην κωμωδία του Νίκου Τσιφόρου «Έλα στο Θείο» σε παραγωγή της Φίνος Φιλμ. Αν και συνολικά έκανε περίπου 120 ταινίες ως πρωταγωνιστής, μόνο τρεις ήταν στον Φίνο. Η πρώτη «Έλα στον Θείο» στο ρόλο του μεγαλομπακάλη της εποχής, μαζί με τη Σμαρούλα Γιούλη, τον Μίμη Φωτόπουλο και τη Σπεράντζα Βρανά. Η δεύτερη «Τα Κίτρινα Γάντια» (1954), στον αξέχαστο ρόλο του ζηλιάρη συζύγου της Μάρως Κοντού. Η σκηνή με τον Γκιωνάκη στα «Κίτρινα Γάντια» που του ζητούσε πορτοκαλάδα (από πορτοκάλια) και λεμονάδα (από λεμόνια), είναι από τις πιο εμβληματικές στην ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου. Η τρίτη ταινία ήταν «Η Ωραία των Αθηνών» (1954), στο μοναδικό δίδυμο με τη Γεωργία Βασιλειάδου.

Η μεγαλύτερη επιτυχία του Σταυρίδη ήταν (μαζί με τα «Κίτρινα Γάντια») η ταινία «ο Εξυπνάκιας» με τον Δημήτρη Παπαμιχάλη. Ο Σταυρίδης ήταν το αφεντικό που έψαχνε απεγνωσμένα έναν…βλάκα γιατί είχε απογοητευτεί από τις πρωτοβουλίες των έξυπνων υπαλλήλων του και για τον λόγο αυτό φώναζε συνέχεια: «βλάκες, φέρτε μου βλάκες, μωρέ»!

Ενδεικτικό του μεγέθους του Νίκου Σταυρίδη ήταν το γεγονός πως άλλα ιερά τέρατα της χρυσής εποχή του ελληνικού κινηματογράφου όπως ο Ηλιόπουλος, ο Γκιωνάλης και ο Μουστάκας τον θεωρούσαν δάσκαλο. «Δεν φτάνει μόνο το χειροκρότημα του κοινού για να είσαι μεγάλος ηθοποιός. Χρειάζεται και το χειροκρότημα των συναδέλφων στο θέατρο. Μόνο αν κατακτήσεις κι αυτούς μπορείς να πεις ότι έγινες μεγάλος ηθοποιός» έλεγε ο ίδιος.

Μέχρι το τέλος της ζωής του και παρά την επιτυχία που είχε γνωρίσει έμεινε απλός και προσιτός. Δεν έκοψε ποτέ δυο αγαπημένες συνήθειες. Να πηγαίνει στο γήπεδο και να φωνάζει για τον αγαπημένο του Ολυμπιακό και να πηγαίνει να βλέπει τις ταινίες του μαζί με τον απλό κόσμο αποφεύγοντας τις επίσημες πρεμιέρες. Ο Νίκος Σταυρίδης πέθανε σε ηλικία 77 ετών, στις 12 Δεκεμβρίου του 1987, ενώ βρισκόταν σε επίσκεψη στην αγαπημένη του Σάμο. Δυο ημέρες αργότερα κηδεύτηκε στην Κηφισιά.

Η απόπειρα αυτοκτονίας και οι θάνατοι που τον σημάδεψαν

Όπως ήδη αναφέρθηκε η ζωή του Νίκου Σταυρίδη δεν ήταν καθόλου εύκολη. Ήταν τόσο δύσκολη που είχε αποφασίσει να βάλει ο ίδιος ένα τέλος. Και έφτασε ένα βήμα πριν το καταφέρει. Όταν ήταν ακόμα άγνωστος ηθοποιός, εποχή στην οποία οι θιασάρχες του έδιναν μικρούς ρόλους, έπαιξε κάποια στιγμή δίπλα στην Κούλα Γκιουζέπε στο θέατρο Έντεν του Θησείου. Οι εμφανίσεις ήταν απογοητευτικές. Στο κοινό δεν άρεσε καθόλου η παρουσία του και έτσι τον έδιωξαν από τον θίασο. Τότε εκείνος, απογοητευμένος, πήρε ένα μπουκάλι ούζο και ανέβηκε στην Ακρόπολη για να αυτοκτονήσει.

Για καλή του τύχη, ωστόσο, το ούζο τον «βάρεσε στο κεφάλι»! Μεθυσμένος προσπάθησε να... θυμηθεί γιατί είχε ανέβει μέχρι την Ακρόπολη αλλά αδυνατούσε να θυμηθεί οπότε μετά από αρκετή ώρα και «σκνίπα» στο μεθύσι αποφάσισε να κατέβει από τον Ιερό Βράχο. Όταν συνήλθε κατάλαβε τι είχε πάει να κάνει και αποφάσισε, ευτυχώς για όλους μας, να συνεχίσει να προσπαθεί προκειμένου να πετύχει το όνειρό του και άφησε στην άκρη τα σχέδια για να βάλει τέλος στη ζωή του.

Ο Νίκος Σταυρίδης είχε την ατυχία να βιώσει τέσσερις θανάτους που σημάδεψαν τη ζωή του. Ο πρώτος ήταν του πατέρα του. Βρισκόταν σε περιοδεία στην Κοζάνη όταν έμαθε τα άσχημα νέα. Έφυγε εσπευσμένα για την Αθήνα όπου για λίγα λεπτά τον πρόλαβε ζωντανό. Στη συνέχεια αναγκάστηκε να επιστρέψει στην Κοζάνη όπου το ίδιο βράδυ συμμετείχε κανονικά στην παράσταση. «Ο φοβερός νόμος του θεάτρου. Σ’ αυτό το θέμα, δεν υπάρχει σε κανένα άλλο επάγγελμα, τόσο σκληρό» έλεγε ο ίδιος.

Δυστυχώς, για τον Νίκο Σταυρίδη ήταν αναγκασμένος να βιώσει τον ίδιο νόμο άλλες δυο φορές. Η μια με τον αδερφό του και η άλλη με τη μητέρα του. Όταν πέθανε ο αδερφός του είχε πει στον θιασάρχη πως δεν μπορεί να παίξει στην παράσταση και εκείνος του απάντησε πως: «αν είναι έτσι να το κλείσουμε το θέατρο». Στο θάνατο της μητέρα του, τη νεκροφίλησε, την αποχαιρέτισε και πήγε στο θέατρο για να παίξει επιθεώρηση. Όταν βγήκε στη σκηνή έβαλε τα κλάματα αλλά δε διέκοψε το νούμερο του. Συνέχιζε να παίζει σαν να μη συμβαίνει τίποτα.

Η πιο δύσκολη ημέρα, ωστόσο, ήταν ο σπουδαίος κωμικός έχασε την πρώτη του σύζυγο. Λίγο καιρό μετά το γάμο τους, πληροφορήθηκαν από τους γιατρούς πως η 27χρονη Ντόρα Καριώτου είχε όγκο στον εγκέφαλο. Το πάλεψαν και οι δυο, ειδικά η νεαρή κοπέλα, αλλά το μοιραίο δεν άργησε να έρθει. Ο ίδιος ο Νίκος ο Σταυρίδης έλεγε πως δεν ξεπέρασε ποτέ εκείνη την απώλεια. Όπως είχε πει, μάλιστα, στην πρώτη του παράσταση μετά το θάνατο της συζύγου του την είδε στη σκηνή και έχασε τα λόγια του: «Πέθανε στην Αγγλία, μετά από μία εγχείρηση όγκου στο κεφάλι. Εγώ γύρισα στη Θεσσαλονίκη σωστό ράκος. Έπαιζα τότε στο θέατρο Μετροπόλιταν. Βγήκα στη σκηνή, ενώ το θέατρο ήταν κατάμεστο. Το γεγονός του θανάτου της γυναίκας μου είχε μαθευτεί. Ξαφνικά την είδα σαν όραμα μπροστά μου. Έχασα τα λόγια μου. Στην πλατεία φάνηκαν τα πρώτα μαντήλια που σφούγγιζαν κλαμένα μάτια. Έπαιζα κωμωδία και αντί να γελάει ο κόσμος, έκλαιγε, και μάλιστα με λυγμούς. Πλησίαζε στο τέλος το νούμερό μου, όταν άρχισε να φτάνει στην πλατεία ένα βουητό “Φτάνει, φτάνει, φτάνει”. Και μετά ένα ξέφρενο χειροκρότημα».

Google News

Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.

BEST OF LIQUID MEDIA