Μενού
agrinio
Το σημείο που δολοφονήθηκε ένας από τους κυνηγούς | eurokinissi
  • Α-
  • Α+

Πολλές φορές στο παρελθόν έχει συμβεί ένας κυνηγός να πυροβολήσει κατά λάθος και να σκοτώσει έναν άλλο κυνηγό. Εκείνη την ημέρα, ωστόσο, στις 19 Νοεμβρίου 2006, η παρέα του κυνηγών μετατράπηκε σε «θηράματα». Η Ελλάδα σοκαρισμένη παρακολουθούσε μέσα από τους τηλεοπτικούς της δέκτες ένα μακελειό δίχως προηγούμενο και για ασήμαντη αφορμή. Ένας αγρότης και ο γιος του εκτέλεσαν ούτε ένα, ούτε δυο αλλά πέντε κυνηγούς επειδή πάτησαν τα βοσκοτόπια τους.

Μακελειό δίχως λόγο

Το ημερολόγιο έδειχνε 19 Νοεμβρίου 2006 όταν ο 33χρονος Λάμπρος Αντρέσσας, ο 23χρονος Βασίλης Νικολόπουλος, ο 21χρονός Χρήστος Νικολόπουλος, ο 17χρονος Αλέξης Νικολόπουλος και ο 32χρονος Ηλίας Πίππας, πήγαν για κυνήγι στον οικισμό Λεύκα, μια αγροτική περιοχή του στα Καλύβια Αγρινίου. Οι πέντε νεαροί άνδρες, μεταξύ τους είχαν συγγενική σχέση, ήταν είτε αδέρφια είτε ξαδέρφια, όπως συνήθως κάνουν οι κυνηγοί, «απλώθηκαν», έχοντας απόσταση ο ένας από τον άλλο για λόγους ασφαλείας, στην περιοχή και περίμεναν τα θηράματά τους να εμφανιστούν. Αυτό που δε γνώριζαν ήταν πως εκείνη ακριβώς την ίδια ώρα δυο άλλοι άνδρες έβλεπαν τους ίδιους σαν θηράματα.

Ένας κτηνοτρόφος της περιοχής, παρατήρησε πως οι πέντε κυνηγοί είχαν μπει μέσα στο βοσκότοπο ενός φίλου του. Έτρεξε, λοιπόν, να τον ειδοποιήσει και να του πει πως είναι πολύ πιθανό τα πρόβατά του να βρίσκονται σε κίνδυνο. Τους είπε, μάλιστα, πως ήταν εκνευρισμένος γιατί και ο ίδιος είχε τσακωθεί μαζί τους όταν τους είπε πως βρίσκονται εντός ξένης περιουσίας. Ο ιδιοκτήτης του βοσκότοπου Λυσίμαχος Φούκας μαζί με τον γιο του Διονύση, χωρίς να χάσουν χρόνο, παίρνουν τις καραμπίνες τους και πηγαίνουν να δουν τι συμβαίνει.

Όταν πατέρας και γιος έφτασαν στο βοσκοτόπι τους δε βρήκαν κανέναν. Υπέθεσαν πως οι κυνηγοί, μετά τον τσακωμό με τον κτηνοτρόφο, θα έφυγαν από το συγκεκριμένο σημείο. Έτσι ο πατέρας παραμένει στο βοσκοτόπι για να κάνει κάποιες δουλειές και ο γιος φεύγει για να πάει να κυνηγήσει μπεκάτσες.

Πριν προλάβει να απομακρυνθεί, ωστόσο, ακούει φωνές. Καταλαβαίνει πως οι κυνηγοί τελικά δεν είχαν φύγει και αρχίζει να τρέχει προς το βοσκοτόπι του προκειμένου να μην είναι μόνος ο πατέρας του. Όταν επέστρεψε είδε κάποιους από τους κυνηγούς να μαλώνουν με τον πατέρα του. Ο Λυσίμαχος Φούκας τους φώναζε πως καταστρέφουν την περιουσία του. Όπως κατέθεσε αργότερα ο Διονύσης Φούκας, ένας από τους κυνηγούς σήκωσε την καραμπίνα και σημάδεψε τον πατέρα του.

Κανείς δεν μπορεί να ξέρει αν το έκανε για εκφοβισμό ή αν όντως το έκανε. Και δε θα μάθουμε ποτέ γιατί μέσα σε ελάχιστο χρόνο ο Διονύσης Φούκας είχε σηκώσει τη δική του καραμπίνα και είχε σκοτώσει και τους πέντε κυνηγούς. Κατά τη διάρκεια της ανταλλαγής των πυροβολισμών μία από τις σφαίρες των κυνηγών πέτυχε τον Διονύση Φούκα ψηλά στο στήθος, στη δεξιά κλείδα, ο οποίος μέσα στην ένταση των στιγμών δεν το κατάλαβε.

Στην πραγματικότητα κανείς δεν μπορεί να ξέρει τι έγινε εκείνα τα δραματικά λεπτά καθώς αυτόπτες μάρτυρες δεν υπήρχαν. Μόνο οι θύτες και τα θύματα. Και από τη στιγμή που τα θύματα δεν μπορούσαν να υπερασπιστούν τους εαυτούς τους, ο Λυσίμαχος και ο Διονύσης Φούκας προσπάθησαν να φέρουν την ιστορία στα μέτρα τους. Αρχικά, μάλιστα, επιχείρησαν να καλύψουν τα ίχνη τους και να κάνουν πως δεν ξέρουν το παραμικρό

Μετά το μακελειό, πατέρας και γιος, επέστρεψαν στο σπίτι τους. Εκεί ο Διονύσης διαπίστωσε πως έχει τραυματιστεί κοντά στη μασχάλη. Αφού περιποιήθηκε το τραύμα τους, οι δυο άνδρες έβγαλαν τα ρούχα τους και τα πέταξαν στον βόθρο. Σα να μην τρέχει τίποτα, αφού άλλαξαν, πήγαν στο καφενείο του χωριού προκειμένου να πιουν τον καφέ τους μαζί με τους υπόλοιπους συγχωριανούς τους για να δουν τον ποδοσφαιρικό αγώνα ΑΕΚ - Αιγάλεω. Την επόμενη ημέρα, μάλιστα, πήγαν κανονικά στις δουλειές τους. Σα να μην τρέχει τίποτα.

Η αποκάλυψη του μακελειού και η θλιβερή «αυλαία» στο δράμα

Το θέμα, ωστόσο, είναι πως πέντε νέοι άνθρωποι δεν είχαν επιστρέψει στα σπίτια τους και οι δικοί τους άνθρωποι είχαν αρχίσει να ανησυχούν καθώς είχαν χάσει κάθε επικοινωνία μαζί τους.

Ο πατέρας του 17χρονου Αλέξη Νικολόπουλου ήταν αυτός που κινητοποίησε και όλους τους υπόλοιπους καθώς την προηγούμενη ημέρα (την ημέρα του μακελειού) είχε δεχθεί ένα περίεργο και άκρως ανησυχητικό τηλεφώνημα από τον γιο του. Ο μικρός πριν πέσει νεκρός από τις σφαίρες του Διονύση Φούκα, είχε προλάβει να τον καλέσει. Το μόνο που πρόλαβε να του πει, ωστόσο, ήταν «πατέρα»... Και μετά σιωπή. Όσες φορές και αν προσπάθησε ο πατέρας του 17χρονου να επικοινωνήσει μαζί του δεν τα κατάφερε. Ο νους του, φυσιολογικά, πήγε στο κακό.

Οι συγγενείς των κυνηγών ήξεραν που είχαν πάει οι άνθρωποί τους να κυνηγήσουν και έτσι πήγαν μόνοι τους να τους βρουν και να δουν τι έχει συμβεί. Το πρώτο κακό σημάδι ήταν ότι με μια μικρή έρευνα κατάφεραν και εντόπισαν το φορτηγό με το οποίο είχαν μεταβεί εκεί οι κυνηγοί.

Στη συνέχεια άρχισαν να ψάχνουν την περιοχή. Η φρίκη άρχισε να ξεδιπλώνεται μπροστά τους. Μέσα στο χωράφι του Φούκα οι συγγενείς εντοπίζουν τα δυο πρώτα πτώματα. Δίπλα από το βοσκοτόπι σε έναν αγροτικό δρόμο, βρίσκουν το ένα μετά το άλλο και τα τρία άλλα πτώματα. Το σκηνικό του εγκλήματος δείχνει πως τελευταίο θύμα του Φούκα ήταν ο 17χρονος Αλέξης ο οποίος έτρεχε για να γλιτώσει και δέχθηκε τα πυρά πισώπλατα. Προφανώς, λίγο πριν δολοφονηθεί είχε προλάβει να κάνει και εκείνο το στερνό τηλεφώνημα στον πατέρα του.

Αυτό που επίσης αποκάλυψε το σκηνικό του εγκλήματος είναι πως τουλάχιστον τα τρια από τα θύματα δεν επιχείρησαν να εμπλακούν σε ένοπλη αντιπαράθεση με τον Φούκα. Αντίθετα, έσπευσαν να φύγουν αλλά ο εκείνος τους καταδίωξε. Σύμφωνα με την αστυνομία τα πέντε πτώματα βρέθηκαν σε μια απόσταση 100 μέτρων μεταξύ τους, ενώ ο δράστης αφού ολοκλήρωσε το φονικό του έργο και επιστρέφοντας στο σημείο της αρχικής συμπλοκής, στεκόταν πάνω από τα θύματά του και πυροβολούσε ξανά και ξανά όποιο νόμιζε πως ήταν ακόμα εν ζωή!

Επικεφαλής της αστυνομικής έρευνας τέθηκε ο τότε Γενικός Επιθεωρητής Νοτίου Ελλάδος (και μετέπειτα αρχηγός της ΕΛΑΣ) αντιστράτηγος, Βασίλειος Τσιατούρας ο οποίος τόνισε πως η εξιχνίαση δεν ήταν δύσκολη δεδομένου πως όταν οι αστυνομικοί εξέταζαν τους κατοίκους του χωριού βρέθηκε ο κτηνοτρόφος που είχε ειδοποιήσει τον Φούκα και τους είπε τι του είχε αναφέρει. Αυτό σε συνδυασμό με το γεγονός ότι δυο από τα πτώματα βρέθηκαν μέσα στο βοσκοτόπι του Φούκα, έβαλε πατέρα και γιο σχεδόν από την πρώτη στιγμή στο επίκεντρο της προσοχής της αστυνομίας.

Την ίδια ώρα, ωστόσο, ο Διονύσης Φούκας έβγαινε στα κανάλια και δήλωνε... εξαγριωμένος από το άγριο έγκλημα και ζητούσε τον εντοπισμό, τη σύλληψη και την παραδειγματική τιμωρία των δραστών. Όσο εκείνος έδινε... show μπροστά στις τηλεοπτικές κάμερες, οι αστυνομικοί μάζευαν τα στοιχεία που τους ήταν απαραίτητα και κάνουν την κίνησή τους. Προσαγάγουν πατέρα και γιο και σε έρευνες που κάνουν στο σπίτι τους βρίσκουν διάφορα κυνηγετικά όπλα.

Από τα εγκληματολογικά εργαστήρια της Αστυνομίας προέκυψε ότι κάλυκες που βρέθηκαν στο χώρο του εγκλήματος και συγκεκριμένα δώδεκα τον αριθμό, είχαν βληθεί από ένα όπλο. Το σκηνικό του όλου εγκλήματος έδειχνε ότι αυτό το ένα όπλο δολοφόνησε τους πέντε ανθρώπους. Το όπλο αυτό ήταν του Διονύση Φούκα.

Κατά από το βάρος των αποδεικτικών στοιχείων, μετά από πολύωρη ανάκριση, πατέρας και γιος ομολογούν το έγκλημα. Ο πατέρας, μάλιστα, προσπαθεί να πείσει τους αστυνομικούς πως αυτός ήταν που πυροβόλησε και σκότωσε τους πέντε κυνηγούς. Δεν έπεισε κανέναν. Οι κάτοικοι του χωριού έλεγαν εκείνη την εποχή πως ο Λυσίμαχος Φούκας στα νιάτα του ήταν νταής, δημιουργούσε συνέχεια προβλήματα. Μια φορά είχε μαχαιρώσει κάποιον πάνω σε τσακωμό για τα πρόβατα. Αντίθετα, ο γιος του ήταν ένα ήσυχο παιδί που πήγαινε στο κατηχητικό και γενικά ήταν της Εκκλησίας. «Ο Διονύσης τους σκότωσε αλλά ο Λυσίμαχος πατούσε τη σκανδάλη» έλεγαν χαρακτηριστικά, ενώ κάποιοι είχαν θυμηθεί και το... πολιτικό παρελθόν της οικογένειας. Ο παππούς Φούκας στον εμφύλιο ήταν «Χίτης», ενώ επί δικτατορίας η οικογένεια είχε ισχυρά ερείσματα και στενές επαφές με αξιωματούχους της χούντας.

Στη δίκη ο εισαγγελέας Ευριπίδης Νικολάου ήταν καταπέλτης για τους δύο δράστες. Χαρακτήρισε το Διονύση Φούκα ως «εξολοθρευτή, παιδί του μπαμπά» και τον Λυσίμαχο Φούκα ως «τον αφέντη, τον άνθρωπο που κινούσε τη φονική μηχανή που είχε άριστα εκπαιδευμένη». Το δικαστήριο καταδίκασε σε πέντε φορές ισόβια τόσο τον γιο όσο και τον πατέρα. Ο 37χρονος Διονύσης ως φυσικός αυτουργός και ο 73χρρονος Λυσίμαχος ως ηθικός. Η ίδια απόφαση παρέμεινε και στο εφετείο. Οι Αρχές απέρριψαν δυο φορές αίτηση αποφυλάκισης που έχει καταθέσει ο υπερήλικας, πλέον, Λυσίμαχος Φούκας. Πατέρας και γιος βρίσκονται στις φυλακές Μαλανδρίνου.

Το δράμα, ωστόσο, δεν είχε τελειώσει εκεί. Τέσσερα χρόνια μετά το μακελειό, λίγο μετά τα μεσάνυχτα της 22ας Μαρτίου 2010 η μητέρα του 17χρονου Αλέξη Νικολόπουλου, Κατερίνα, που δεν κατάφερε ποτέ να συνέλθει από το χαμό του παιδιού της, πίνει μια δόση ισχυρού εντομοκτόνου και αυτοκτονεί. Στο τελευταίο σημείωμα που άφησε έγραφε: «Δεν μπορώ άλλο τη ζωή μου χωρίς τον μικρό μου τον Αλέξη. Θα σας βλέπω μαζί με τον Αλέξη από ψηλά. Σας ζητάω συγγνώμη…». 

Το άψυχο σώμα της μητέρας της βρίσκει η 16χρονη κόρη της οικογένειας, Νάντια, η οποία μη αντέχοντας το θέαμα της νεκρής μάνας, πίνει και αυτή από το ίδιο εντομοκτόνο και πεθαίνει. «Βρήκα τη μαμά νεκρή. Δεν μπορώ άλλο αυτή τη ζωή, θα πεθάνω και εγώ. Βασίλη, να είσαι δυνατός και να προσέχεις» έγραψε στο σημείωμα που άφησε στον αδερφό της ο οποίος βρήκε νεκρές τη μάνα και την αδερφή του όταν επέστρεψε στο σπίτι ξημερώματα μετά από εκδρομή που είχε κάνει στην Αθήνα για να δει από κοντά το ντέρμπι Παναθηναϊκός – Ολυμπιακός. Η τραγωδία για την οικογένεια Νικολόπουλου ολοκληρώθηκε στις 4 Ιανουαρίου 2023 όταν ο 62χρονος Γιώργος Νικολόπουλος, ο πατέρας του 17χρονου, άφησε την τελευταία του πνοή ξαφνικά την ώρα που εργαζόταν. 

Google News

Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.

BEST OF LIQUID MEDIA