Μενού
missios
Χρόνης Μίσσιος | YouTube
  • Α-
  • Α+

Ήταν περίπου 11 το πρωί της 20ης Νοέμβρη 2012, όταν ο Χρόνης Μίσσιος, κουράστηκε να παλεύει με τον καρκίνο. «Άφησε το κλειδί κάτω από γεράνι» και «έφυγε» από τη ζωή. Μπορεί, όπως έλεγε και ξαναέλεγε και ο ίδιος να μην κατάφερε να αλλάξει το σύστημα (και η αλήθεια είναι πως προσπάθησε πολύ) αλλά τουλάχιστον δεν άφησε το σύστημα να τον αλλάξει. Πριν 11 χρόνια πέθανε ο Μίσσιος αλλά ακόμα και σήμερα είναι επίκαιρος. Φαίνεται αυτό από το γεγονός πως καταφέρνει τα «τρυπώσει» μέσα σε τραγούδια του Βέβηλου, των Social Waste. Οι νέοι τραγουδώντας αυτά τα τραγούδια, τραγουδάνε Μίσσιο. Τον Μίσσιο που γεννήθηκε Νοέμβρη. Και πέθανε Νοέμβρη

«Η ζωή μας μια φορά μάς δίνεται, άπαξ, που λένε, σα μια μοναδική ευκαιρία…»

Στις 8 Νοεμβρίου 1930. Τότε γεννήθηκε ο Χρόνης Μίσσιος. Στην Καβάλα. Οι γονείς του ήταν καπνεργάτες. Μικρασιάτες πρόσφυγες. Ζούσαν στα Ποταμούδια. Σε ηλικία 6 ετών ο Χρόνης και η οικογένειά του εγκαταστάθηκαν στη Θεσσαλονίκη εξαιτίας των πολιτικών διώξεων της Μεταξικής δικτατορίας. Από μικρός έπρεπε να μπει στο μεροκάματο για να βοηθήσει την οικογένειά του. Έπαιρνε το κασελάκι του και πήγαινε στο λιμάνι της πόλης.

Στα μαύρα χρόνια της κατοχής, ο Ερυθρός Σταυρός, πήρε πολλά παιδιά και τα μετέφερε στα Γιαννιτσά προκειμένου να γλιτώσουν από την πείνα που θέριζε. Εκεί ο Μίσσιος ήρθε σε επαφή με αντάρτες του ΕΛΑΣ που τον χρησιμοποίησαν ως σύνδεσμο. Ήταν μικρός και κατάφερνε να ξεγλιστράει από τους Γερμανούς προκειμένου με ασφάλεια να μεταφέρει μηνύματα από τη μια αντάρτικη ομάδα στην άλλη.

Όταν οι Γερμανοί έφυγαν από την Ελλάδα, επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη. Εκεί, πλέον, εντάχθηκε στο Δημοκρατικό Στρατό Πόλεων (ομάδα Μαζική Λαϊκή Αυτοάμυνα) και είχε ενεργό συμμετοχή στον Εμφύλιο. Σε ηλικία 17 ετών συνελήφθη, βασανίστηκε φρικτά και καταδικάστηκε σε θάνατο. Έζησε μέσα σε ένα κελί εννέα μήνες περιμένοντας κάθε ημέρα να οδηγηθεί μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα. Κάθε ημέρα. Επί εννέα μήνες. «Βλέπεις, ρε μαλάκα; Ποιος νοιάζεται για σένα; Πας για εκτέλεση και είσαι μονάχα 16 χρονών», του ’λεγε ο χαφιές μέσα στο αυτοκίνητο, όπως είχε περιγράψει ο ίδιος. Κάθε ξημέρωμα που δεν τον έπαιρναν ανακουφιζόταν. Κάθε νύχτα έπεφτε να κοιμηθεί με τον φόβο πως το επόμενο πρωί θα τον ξυπνήσουν. Επί εννέα μήνες. Τελικά, του δόθηκε χάρη και αποφυλακίστηκε το 1953.

Οι περιπέτειές του, ωστόσο, δεν τελείωσαν εκεί. Ίσα – ίσα. Όταν αποφυλακίστηκε, τον κάλεσαν για να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία. Μόλις παρουσιάστηκε τον μετέφεραν αμέσως στο στρατόπεδο του Άη Στράτη και μετά στη Μακρόνησο. Απελευθερώθηκε το 1962! Δεν επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη. Έφυγε για την Αθήνα. Εντάχθηκε στη νεολαία της ΕΔΑ ενώ ήταν και μέλος της πενταμελούς γραμματείας της Δημοκρατικής Νεολαίας Λαμπράκη.

Με την επιβολή της Χούντας το 1967 βγήκε στην παρανομία και μαζί με άλλους συντρόφους του ίδρυσαν, μόλις εννέα ημέρες μετά το πραξικόπημα, το Πατριωτικό Μέτωπο το οποίο στη συνέχεια μετονομάστηκε σε Πατριωτικό Αντιδικτατορικό Μέτωπο.

Συνελήφθη από όργανα της Χούντας τον Νοέμβριο του 1967. Δικάστηκε και καταδικάστηκε σε 18 χρόνια κάθειρξη. Ξανά φυλακές. Πρώτα στου Αβέρωφ, μετά στην Κέρκυρα, στον Κορυδαλλό. Οι περιπέτειές του τελείωσαν τον Αύγουστο του 1973, με τη γενική αμνηστία που χορήγησε ο Γεώργιος Παπαδόπουλος.

Εκείνα τα χρόνια, τα χρόνια της φυλάκισής του από την Απριλιανή Δικτατορία, δεν τα αφήνει να περάσουν ανεκμετάλλευτα. Τα γράμματα πάντα του άρεσαν αλλά δεν είχε καταφέρει να πάει σχολείο. Έμεινε μόνο μέχρι τη δευτέρα δημοτικού στα θρανία. Μετά έπρεπε να βγει να δουλέψει. Ήταν ευκαιρία, λοιπόν, κάποιοι συγκρατούμενοί του, μορφωμένοι οι ίδιοι, φρόντισαν, ώστε, ο Χρόνης Μίσσιος να μάθει γραφή και ανάγνωση. Και ο ίδιος «ρουφούσε» τις γνώσεις σαν το «σφουγγάρι».

Τα τελευταία χρόνια της ζωής του ο Χρόνης Μίσσιος τα έζησε σαν «κοσμοκαλόγερος». Αποσύρθηκε στο προσωπικό του καταφύγιο στο Μικροχώρι Καπανδριτίου. Εκεί ήταν το δικό του απάγκιο. «Το σπίτι του συγγραφέα» ή «το σπίτι του παππού» όπως το έλεγαν οι συγχωριανοί του και οι εκατοντάδες φοιτητές και σύντροφοί του που πέρασαν από εκεί γιατί απολάμβαναν τις κουβέντες μαζί του. Δίπλα του, σαν «βράχος», από τα χρόνια των Λαμπράκηδων ακόμα, η σύντροφος της ζωής του, φιλόλογος Ρηνιώ Παπατσαρούχα.

«Χαμογέλα ρε, τι σου ζητάνε;»

Με τη λογοτεχνία ο Μίσσιος ασχολήθηκε σε μεγάλη ηλικία. Το πρώτο του βιβλίο «…καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς» (Γράμματα, 1985) τον καθιέρωσε ως συγγραφέα στη συνείδηση κριτικής και κοινού από τους πρώτους ήδη μήνες της κυκλοφορίας του. Είναι ένα διαρκές best seller. Την ίδια ανταπόκριση βρήκε και το δεύτερο βιβλίο του «Χαμογέλα, ρε… τι σου ζητάνε;» (Γράμματα, 1988).

Ο Μίσσιος δεν έγραφε όπως όλοι οι γνωστοί συγγραφείς. Η γλώσσα των κειμένων του ήταν (είναι, δηλαδή) λαϊκή. Μακριά από λεξικούς συμβιβασμούς. Έγραφε όπως μίλαγε και έγραφε γι αυτά που έζησε. Μετέτρεψε τις σκληρές πολιτικές εμπειρίες του σε λογοτεχνική πανδαισία. Κατήγγειλε τους βασανιστές του, αποθέωσε τον άνθρωπο, κατακεραύνωσε τους κομματικούς γραφειοκράτες της Αριστεράς.

Ο κόσμος του βιβλίου αγάπησε ακόμα τα έργα του: «Τα κεραμίδια στάζουν» (1991) μέχρι τα «Το κλειδί είναι κάτω από το γεράνι» (1996) και «Ντομάτα με γεύση μπανάνας» (2001). Το έκτο και τελευταίο μυθιστόρημά του, που το έγραφε πριν από τον θάνατό του και κυκλοφόρησε τον Μάιο του 2019, έχει ως τίτλο το αινιγματικό «8-3=11». Οι περισσότεροι κριτικοί θεώρησαν πως αυτή η παράλογη αριθμητική πράξη θα μπορούσε να βρει την εξήγησή της μόνο στη λογική της προσφοράς. Ο Μίσσιος αν και περιέγραφε μια σκληρή πραγματικότητα, δεν έχανε ποτέ την ευκαιρία μέσα από τα κείμενα του να εκφράζει την αισιοδοξία του και να δηλώνει την πίστη του στις δημιουργικές δυνάμεις του ανθρώπου.

Μέσα από τα κείμενα του, εξυμνούσε τον έρωτα, εξέφραζε την απέχθειά του για την εξουσία και την αγωνία του για περιβάλλον, για τα αδιέξοδα στην πολιτική και την ήττα. «Έπρεπε να περάσω πολλά και να διαβάσω πολλά, για να καταλάβω πόσο μοναδικός και μοναχικός είναι ο δρόμος του επαναστάτη» έγραφε ο ίδιος.

Ο Χρόνης Μίσσιος έγραψε για όλα όσα πλήγωσαν τη γενιά του και το έκανε με τρόπο απλό, εξιστορώντας τη δική του ιστορία με ευθύτητα, τολμηρότητα αλλά και ευαισθησία.

Αντί επιλόγου...

«Η ζωή μας μια φορά μας δίνεται, άπαξ, που λένε, σα μια μοναδική ευκαιρία. Τουλάχιστον μ’ αυτή την αυτόνομη μορφή της δεν πρόκειται να ξαναϋπάρξουμε ποτέ. Και μεις τι την κάνουμε, ρε, αντί να τη ζήσουμε; Τι την κάνουμε; Τη σέρνουμε από δω κι από κει δολοφονώντας την… Οργανωμένη κοινωνία, οργανωμένες ανθρώπινες σχέσεις. Μα αφού είναι οργανωμένες, πώς είναι σχέσεις; Σχέση σημαίνει συνάντηση, σημαίνει έκπληξη, σημαίνει γέννα συναισθήματος

Έτσι, μ’ αυτή την κωλοεφεύρεση που τη λένε ρολόι, σμπρώχνουμε τις ώρες και τις μέρες μας σα να μας είναι βάρος, και μας είναι βάρος, γιατί δε ζούμε, κατάλαβες; Όλο κοιτάμε το ρολόι, να φύγει κι αυτή η ώρα, να φύγει κι αυτή η μέρα, να έρθει το αύριο, και πάλι, φτου κι απ’ την αρχή.

Χωρίσαμε τη μέρα σε πτώματα στιγμών, σε σκοτωμένες ώρες που τις θάβουμε μέσα μας, μέσα στις σπηλιές του είναι μας, στις σπηλιές όπου γεννιέται η ελευθερία της επιθυμίας, και τις μπαζώνουμε με όλων των ειδών τα σκατά και τα σκουπίδια που μας πασάρουν σαν «αξίες», σαν «ανάγκες», σαν «ηθική», σαν «πολιτισμό».

Κάναμε το σώμα μας ένα απέραντο νεκροταφείο δολοφονημένων επιθυμιών και προσδοκιών, αφήνουμε τα πιο σημαντικά, τα πιο ουσιαστικά πράγματα, όπως να παίξουμε και να κουβεντιάσουμε με τα παιδιά και τα ζώα, με τα λουλούδια και τα δέντρα, να παίξουμε και να χαρούμε μεταξύ μας, να κάνουμε έρωτα, ν’ απολαύσουμε τη φύση, τις ομορφιές του ανθρώπινου χεριού και του πνεύματος, να κατεβούμε τρυφερά μέσα μας, να γνωρίσουμε τον εαυτό μας και τον διπλανό μας…Όλα, όλα, τ’ αφήνουμε γι’ αυτό το αύριο που δε θα έρθει ποτέ…».

Απόσπασμα από το βιβλίο «Χαμογέλα ρε, τι σου ζητάνε;»

Google News

Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.

BEST OF LIQUID MEDIA