Μενού
stella
Γιώργος Φούντας και Μελίνα Μερκούρη στη χαρακτηριστικότερη σκηνή της «Στέλλας» | Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης
  • Α-
  • Α+

Σε μια Ελλάδα που η γυναίκα ήταν δεύτερης κατηγορίας άνθρωπος, που ζούσε μέσα στο σπίτι, έκανε όλες τις δουλειές, μεγάλωνε το παιδί, δεν είχε άποψη και ήταν υποχείριου του συζύγου της, εμφανίστηκε η «Στέλλα». Η «Στέλλα» δεν ήταν μια απλή γυναίκα. Αυτό ακριβώς ήθελε να δείξει ο Μιχάλης Κακογιάννης. Ήταν μια γυναίκα που ήθελε να σπάσει όλα τα δεσμά. Να ζήσει σαν ελεύθερος άνθρωπος, μακριά από τα «καλούπια» που είχαν φτιάξει για εκείνη. Και ίσως για αυτόν τον λόγο αυτή η ταινία κατακρίθηκε (πριν τελικά αποθεωθεί) τόσο από τους Δεξιούς όσο και από τους Αριστερούς.

Η υπόθεση της «Στέλλας»

Η Στέλλα είναι τραγουδίστρια στο κέντρο Παράδεισος, που διευθύνει η Μαρία. Στο ίδιο κέντρο τραγουδά και μια άλλη τραγουδίστρια, η Αννέτα, που ζηλεύει τη Στέλλα. Το αγόρι της Στέλλας είναι ο Αλέκος, γόνος πλούσιας οικογένειας, που αντιδρά έντονα σε αυτή τη σχέση. Η Στέλλα όμως αποφασίζει να θέσει τέρμα στη σχέση τους, πριν έρθει η φθορά αλλά και επειδή έχει ήδη εμφανιστεί ο Μίλτος, ποδοσφαιριστής του Ολυμπιακού, που κέντρισε το ενδιαφέρον της.

Η Στέλλα αρχικά αποφεύγει τη στενή πολιορκία του Μίλτου, αργότερα όμως υποκύπτει στο πάθος και τη γοητεία του. Τον αγαπά, αγαπά όμως και την ελευθερία της. Θα χρειαστεί λοιπόν να κάνει μια σημαντική επιλογή, όταν εκείνος της κάνει πρόταση γάμου. Δέχεται μεν την πρόταση, αλλά με μισή καρδιά, αφού μια τέτοια απόφαση δεν είναι ταιριαστή με την ιδιοσυγκρασία της. Λίγο πριν από τον γάμο, την επισκέπτεται στο σπίτι της όπου βρίσκεται με την Αννέτα η μάνα του Μίλτου. Η γερόντισσα δίνει την ευχή της στη Στέλλα, η οποία, μόλις φεύγει η μέλλουσα πεθερά της, σηκώνεται και φεύγει και αυτή, αφήνοντας την Αννέτα πίσω της να φωνάζει. Περνά την υπόλοιπη μέρα αλλά και τη νύχτα της με τον νεαρό θαυμαστή της Αντώνη, μια τυχαία γνωριμία. Τα χαράματα, επιστρέφοντας στο σπίτι της, την περιμένει ο Μίλτος, ο οποίος τη μαχαιρώνει στη μέση του δρόμου και, αμέσως μετά, την αγκαλιάζει φιλώντας τη. Μαζεύεται κόσμος, ανάμεσά τους και η Αννέτα, η οποία φωνάζει στον Μίλτο να φύγει για να μη συλληφθεί, ενώ εκείνος συνεχίζει να αγκαλιάζει τη νεκρή Στέλλα, μοιάζοντας να μην ακούει τίποτα.

Το σπουδαίο αυτό έργο που φέρει την υπογραφή του Μιχάλη Κακογιάννη. Βασίζεται στο θεατρικό έργο του Ιάκωβου Καμπανέλλη «η Στέλλα με τα κόκκινα γάντια» το οποίο ο Καμπανέλλης έγραψε μετά από γνωριμία που είχε με τη Μελίνα. Το θεατρικό αυτό ανέβηκε μετά από πολλά χρόνια και αυτό γιατί μετά την ταινία ο Καμπανέλλης θεώρησε πως αυτό που αρχικά είχε γράψει, είχε, πλέον, ξεπεραστεί. Τη μουσική έγραψε ο αξέχαστος Μάνος Χατζιδάκις ενώ μπουζούκι έπαιζε ο Βασίλης Τσιτσάνης. Τη σκηνογραφία επιμελήθηκε ο Γιάννης Τσαρούχης. Τη Στέλλα υποδύεται η μοναδική Μελίνα Μερκούρη ενώ δίπλα της στέκεται ο «σκληρός» Γιώργος Φούντας αλλά και ο Αλέκος Αλεξανδράκης, η Τασσώ Καββαδία, ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος, ο Κώστας Κακκαβάς και βέβαια η θρυλική Σοφία Βέμπο! Ονόματα που από μόνα τους προκαλούν ανατριχίλα!

Πρώτη επιλογή για τη «Στέλλα» δεν ήταν η Μελίνα

Η Μελίνα Μερκούρη είναι αυτή που καθηλώνει με την ερμηνεία της. Ίσως, εκείνη την εποχή, καμία άλλη Ελληνίδα ηθοποιός δε θα μπορούσε να παίξει τόσο πειστικά της «Στέλλα». Και όμως. Στην αρχή ο ρόλος αυτός δεν πήγαινε στη Μελίνα Μερκουρη αλλά στην τότε νεαρή ηθοποιός Νίνα Σγουρίδου. Τελικά, όλα έγιναν όπως έπρεπε. Η Μελίνα ήταν αυτή που πήρε τον ρόλο. Κανείς δεν ξέρει τι έγινε και «προσπέρασε» στην τελική ευθεία τη Σγουρίδου. Το μόνο σίγουρο είναι πως η «Στέλλα» χωρίς τη Μελίνα θα ήταν μια άλλη «Στέλλα».

Ίσως, η απάντηση να βρίσκεται στα λόγια της ίδια της Μελίνας. «Ο κινηματογράφος για μένα ήρθε αργά, γιατί δε με ήθελαν. «Δεν τους άρεσε το στόμα μου, το έβρισκαν μεγάλο και προκλητικό. […] Ήμουν ήδη ηθοποιός του θεάτρου και με λέγανε ''Ελληνοπαρισινή'' γιατί είχα παίξει και στο Παρίσι, στο θέατρο και, αν θέλεις, είχα μια καριέρα ευρωπαϊκή. Ήταν η εποχή που ο Φίνος ήταν ο τσάρος, ο βασιλιάς, ο εμπνευστής του ελληνικού κινηματογράφου. Ήταν η εποχή που οι κοπέλες έπρεπε να έχουν ένα μικρό μπουμπουκένιο στόμα, να είναι ξανθιές, να είναι ενζενί. Εγώ ποτέ δεν ήμουν ενζενί, ούτε όταν ήμουν πέντε χρονών. Δεν θεωρούσαν - ο Φίνος και όλοι - ότι θα άρεσα στο ελληνικό κοινό. Με βρίσκανε όλοι πολύ - πολύ προκλητική. Όχι με την έννοια της σεξουαλικότητας, αλλά με την έννοια της ασχήμιας. Είχα βέβαια αυτά τα μάτια, αλλά υπήρχε και αυτό το στόμα. Έτσι σκέφτηκα να κάνω στο εξωτερικό ένα τεστ. Να τραβούσα κάποιες φωτογραφίες. Με φωτογράφισε ο Marpass που ήταν ο φωτογράφος της Μichelle Morgan. Δε βρέθηκε ρόλος για μένα. Βρέθηκε ευτυχώς ο Κακογιάννης, ο οποίος ερχόταν από την Αγγλία και είχε δει και άλλες γυναίκες με μεγάλο στόμα. Είχε δει τη Joan Crawford που εδώ δεν είχαν δει ποτέ. Κάναμε ένα υπέροχο τεστ. Με φωτογράφησε πολύ άγρια, δηλαδή πήρε την κάμερα και την έβαλε μέσα στο στόμα μου. Τώρα με αυτό που θα πω θα γίνει σκάνδαλο, αλλά φαίνεται πως της κάμερας της άρεσε. Έτσι έγινε η ''Στέλλα''» είχε πει η ίδια η Μελίνα, σε μια συνέντευξη στο «ΚΛΙΚ», και τον Πέτρο Κωστόπουλο.

Ίσως, λοιπόν, ο Κακογιάννης εκεί που οι άλλοι έβλεπαν ένα «μεγάλο και προκλητικό στόμα» εκείνος να είδε τη γυναίκα που θα μπορούσε να ενσαρκώσει τη γυναίκα – πρόκληση.

Άγνωστες πτυχές και βραβεία

Για τη «Στέλλα» η αμοιβή της Μελίνας, συμφωνήθηκε στα 2.000 δολάρια - το μεγαλύτερο ποσό που είχε πάρει ως τότε ηθοποιός για να εμφανισθεί σε ελληνική ταινία. Τα γυρίσματα του κέντρου Παράδεισος όπου τραγουδούσε η «Στέλλα» ήταν, όπως θυμάται ο Αλέκος Αλεξανδράκης, η Ταβέρνα του Κουλού στην οδό Καλλιδρομίου στα Εξάρχεια. Το τρίστρατο που φαίνεται στο φινάλε σχηματίζεται από τη συμβολή των οδών Καλλιδρομίου, Πλαπούτα και Τσαμαδού. Στη διάρκεια της ταινίας εμφανίζονται σκηνές που έχουν γυριστεί στον Πειραιά, την Καστέλλα και το Μικρολίμανο αλλά υπάρχει και η πλατεία Αβησσυνίας, η οδός Ηφαίστου, η πλατεία Μοναστηρακίου, η Πύλη της Ρωμαϊκής Αγοράς, το Α’ Νεκροταφείο και η οδός Αναπαύσεως, η Ερμού, η Όθωνος και η Αμαλίας στο Σύνταγμα, η Βουκουρεστίου, η Πανεπιστημίου, η Χαριλάου Τρικούπη, η Πεσματζόγλου, το Αρσάκειο, τα δικαστήρια της οδού Σανταρόζα, οι ανηφοριές του Λυκαβηττού. Σχεδόν ολόκληρη η ταινία, είναι σήμερα ένα διαμάντι όπου ο θεατής μπορεί να ανακαλύψει πως ήταν η Αθήνα εκείνη την εποχή.

Στις Κάννες έγινε και η γνωριμία του Ζιλ Ντασέν με τη Μελίνα Μερκούρη, η οποία έγινε η μούσα του στις επόμενες ταινίες του σπουδαίου δημιουργού. Τα κοστούμια ήταν της Ντένης Βαχλιώτη η οποία ήταν υποψήφια για Όσκαρ για τις ταινίες «Ποτέ την Κυριακή» το 1960 και «Φαίδρα» το 1962 με πρωταγωνίστρια και πάλι τη Μελίνα Μερκούρη, ενώ το 1975 κέρδισε το Όσκαρ Ενδυματολογίας για την ταινία «Μεγάλος Γκάτσμπι».

Βγήκε στους κινηματογράφος, σαν σήμερα, στις 21 Νοεμβρίου του 1955. Ήταν η τελευταία ταινία της «Μήλλας Φιλμ». Πέρα από την καλλιτεχνική επιτυχία σημείωσε και εμπορική αφού «έκοψε» πάνω από 134.000 εισιτήρια! Ήταν η κινηματογραφική πρεμιέρα τόσο για τη Μελίνα Μερκούρη όσο και για τον Κώστα Κακκαβά. Στην ταινία ακούστηκαν για πρώτη φορά τα τραγούδια «Εφτά τραγούδια θα σου πω» και «Το Φεγγάρι είναι κόκκινο». 

Επικρίθηκε έντονα από τον δεξιό Τύπο της εποχής επειδή η ηρωίδα ήταν «ελευθέρων ηθών» αλλά επικρίθηκε και από τον Αριστερό Τύπο επειδή «προέβαλε ό,τι χαμηλότερο, ό,τι πιο ''λούμπεν'', ό,τι πιο χυδαίο και καθυστερημένο στοιχείο υπάρχει στη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα»! Η ταινία ήταν φαβορί και για το Χρυσό Φοίνικα στις Κάννες ενώ και η Μερκούρη ήταν υποψήφια για το βραβείο καλύτερης ηθοποιού. Τελικά, δεν πήρε τίποτα από τα δύο και έτσι η εξοργισμένη η Ιταλία ντίβα, Ίσα Μιράντα, μέλος της κριτικής επιτροπής, αποφάσισε να δώσει στη Μερκούρη ένα ειδικό βραβείο ερμηνείας το οποίο αργότερα ονομάστηκε «βραβείο Ίσα Μιράντα»!

Google News

Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.

BEST OF LIQUID MEDIA