Μενού
panagoulis
Δυο ασφαλίτες και ένας ένστολος κρατάνε τον Παναγούλη την ώρα της απολογίας | Τύπος της εποχής
  • Α-
  • Α+

«Τα δάκρυα που στα μάτια μας θα δείτε ν’ αναβρύζουν, ποτέ μην τα πιστέψετε απελπισιάς σημάδια. Υπόσχεση είναι μοναχά, γι’ αγώνα υπόσχεση». Ο Αλέκος Παναγούλης ήταν από εκείνη τη «πάστα» των ανθρώπων που ο αγώνας για την ελευθερία «κυλάει» μέσα στο αίμα τους. Δίνουν τα πάντα για τον κοινό σκοπό. Και δε λυγίζουν ποτέ. Κάτω από οποιαδήποτε συνθήκη. Ακόμα και μέσα στα κελιά. Το ποίημα που διαβάσατε στην αρχή, άλλωστε, ο Παναγούλης το έγραψε μέσα στη φυλακή. Εχθρός της χούντας, επιχείρησε να σκοτώσει τον δικτάτορα Παπαδόπουλο. Απέτυχε, συνελήφθη και βασανίστηκε σκληρά. Στη θέση του άλλοι θα είχαν λυγίσει. Εκείνος όχι. Περίμενε τη δίκη του. Και τη μετέτρεψε σε δίκη της χούντας.

Η απόπειρα κατά του Παπαδόπουλου

Στις 20 Φεβρουαρίου του 1975, ο Παναγούλης μίλησε στο περιοδικό «ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ» και τον Άρη Σκιαδόπουλο. Εκεί περιέγραψε ο ίδιος τα όσα έγιναν και δικαιωματικά ο λόγος ανήκει σε εκείνον που έπαιξε τη ζωή του κορώνα γράμματα. Στο κείμενο που ακολουθεί έχει διατηρηθεί η ορθογραφία όπως και στην αυθεντική συνέντευξη.

«Είχα προγραμματίσει στην αρχή να κάμω την πυροδότηση από ένα σημείο που ήταν κοντά στη θάλασσα και που απείχε από το μέρος που θα περνούσε ο Παπαδόπουλος διακόσια περίπου μέτρα. (σσ: Ο Παπαδόπουλος έμενε στη θερινή του κατοικία στο Λαγονήσι για να πάη στο γραφείο του διέσχιζε την λεωφόρο Αθηνών – Σουνίου). Από το σημείο εκείνο, είχα και ορατότητα αλλά και δυνατότητα να κρυφτώ. Στον δρόμο, ακριβώς στο 31ο χλμ. Αθνών – Σουνίου, υπήρχε μια πινακίδα.

Είχα διαπιστώσει ότι την ώρα που το αυτοκίνητο του Παπαδόπουλου έκρυβε από μένα την πινακίδα, ήταν ακριβώς πάνω στο σημείο που είχα τοποθετήσει τις νάρκες. Αυτό, ήταν ένα σημείο, που με διευκόλυνε, ώστε να μην γίνη σφάλμα.

Πήγα το πρωί της απόπειρας. Ένας σύντροφος ανέλαβε να βγάλη από το αυτοκίνητο το καλώδιο που θα πυροδοτούσα. Καθώς το έβγαζε όμως, το καλώδιο μπερδεύτηκε και, όπως είχε γίνει, δεν έφτανε στο σημείο απόκρυψης.

Έτσι όπως είχε γίνει, κόντηνε το καλώδιο κι αναγκάστηκα να κάμω την απόπειρα από ένα διαφορετικό σημείο. Το νέο σημείο ήταν κοντά στο μέρος που θα πυροδοτούσα. Περίπου δεκαπέντε μέτρα. Θα μπορούσα να είμαι πιο μακριά, αλλά δεν υπήρχε ενδιάμεσα άλλος χώρος που να μου προσφέρη απόκρυψη. Από το νέο όμως σημείο, είχα βέβαια μια σχετική απόκρυψη, όχι όμως καλή ορατότητα. Επί πλέον, δεν έβλεπα την πινακίδα. Μείωνα λοιπόν στο ελάχιστο τις πιθανότητες διαφυγής μου και υπήρχε περίπτωση να συλληφθώ πριν κάμω την απόπειρα.

Σκεφθήτε πόσο κοντά βρισκόμουν που άκουγα τις κουβέντες των ανδρών του “εκατό”. Από εκείνο το σημείο πυροδότησα στις 8:20. Όπως αποδείχτηκε, δεν πέτυχα το αμάξι του δικτάτορα για ένα δέκατο του δευτερολέπτου. (…) Άλλαξα θέση και δεν μπόρεσα να προσδιορίσω ακριβώς την στιγμή που περνούσε από πάνω το αυτοκίνητο. H ενέργεια, ο τρόπος και ο χρόνος ήταν γνωστά μόνο στον Λεκανίδη, ένα από τα στελέχη της οργάνωσής μας. Υπήρχαν βέβαια και άλλα άτομα που γνώριζαν ότι θα ξεκινούσε στις 13 Αυγούστου μια ενέργεια εναντίον του Παπαδόπουλου, χωρίς όμως να ξέρουν ποια θάταν αυτή η συγκεκριμένη ενέργεια. Σε διάφορα σημεία των Αθηνών θα έπεφταν χιλιάδες καρφιά λυγισμένα με κομμένη την κεφαλή τους και λιμαρισμένη. Αυτά τα καρφιά θα έπεφταν σε διάφορα σημεία της Αθήνα πριν γίνη η απόπειρα. Θα έσκαγαν τα λάστιχα των αυτοκινήτων και θα προκαλούσαμε συμφώρηση κυκλοφοριακή, σ’ όλο το κέντρο της Αθήνας.

Την ίδια στιγμή, με βόμβες εκρηκτικές τύπου Μολότωφ θα προκαλούσαμε εκρήξεις στον Λυκαβηττό, στου Φιλοπάππου, στο Πέδιο του Άρεως και στον Εθνικό Κήπο. Οι πυροσβέστες δεν θα μπορούσαν να πάνε πουθενά, λόγω του φρακαρίσματος και έτσι το κέντρο βάρους των αρχών της χούντας θα έπεφτε στα διάφορα σημεία της Αθήνας που θα καίγονταν. Έτσι θα διευκολύνετο η διαφύγη μου από τον τόπο της απόπειρας. Οι ομάδες που είχαν αναλάβει να ρίξουν τα καρφιά, δεν τάρριξαν. Αν έχη π.χ. ο Παναγούλης ή ο Πετρόπουλος να κάμουν μια ενέργεια και είναι η πρώτη ενέργεια που κάνουν, είναι πολύ πιθανόν να υπάρξη ο δισταγμός την τελευταία στιγμή.

Σε απόσταση λιγώτερη από πενήντα μέτρα ήταν ένας ορμίσκος. Εκεί με περίμενε η περίφημη βενζινάκατος που έψαχναν να την βρουν με ελικόπτερα δίχως να την εντοπίσουν. Οπωσδήποτε πρόφταινα να φθάσω στην βενζινάκατο από το πρώτο σημείο. Από το άλλο δοκίμασα να πάω, αλλά η βενζινάκατος ξεκίνησε αμέσως. Σιγά- σιγά βέβαια, αλλά είχε απομακρυνθή όταν έφθασα εγώ.

Δεν μπορώ να κατηγορήσω τον άνθρωπο. Δεν μπορούσε να κάμη διαφορετικά. Φεύγοντας μάλιστα προχώρησε για μεγάλο χρονικό διάστημα κατά μήκος της παραλίας και στην συνέχεια ανοίχτηκε μέσα. Οι άλλοι, βλέποντας την βενζίνα να φεύγη νόμισαν ότι έφευγε και ο δράστης. Mε ανακάλυψαν κατά τύχη. Κάτω από ένα βραχάκι. Εκείνη την στιγμή ο μοίραρχος Κεκιλής πούταν εκεί, είπε στους χωροφύλακες: “Κοιτάξτε εκείνα τα σχίνα και πάμε από την άλλη μεριά”. Την στιγμή εκείνη, ενώ έφευγαν, ένας χωροφύλακας είδε το πόδι μου κάτω από τον βράχο»!  

Η δίκη του Παναγούλη που έγινε δίκη της χούντας

Τα όσα βίωσε ο Αλέκος Παναγούλης μετά τη σύλληψη του είναι, μάλλον εύκολο να τα αντιληφθεί κανείς. Ο ίδιος, ωστόσο, δε λύγισε για δυο λόγους. Ο πρώτος ήταν γιατί δεν ήθελε να δώσει αυτή την ικανοποίηση στους εχθρούς του. Δεν ήθελε να νομίζουν ότι μπορεί να τον «σπάσουν». Ο Παναγούλης ένιωθε και ίσως να ήταν άτρωτος. Ότι και να του έκαναν. Οι χειροπέδες δεν έβγαιναν σχεδόν από τα χέρια του αλλά εκείνος πάλευε. Ο Παναγούλης δεν ήταν ελέγξιμος. Εκεί που περίμεναν πως θα ομολογήσει, εκείνος γελούσε μαζί τους. Εκεί που περίμεναν πως θα καταδώσει τους συνεργάτες του, εκείνος τους έβριζε. Όπως τότε που ο δικτάτορας Ιωαννίδης εκνευρίστηκε επειδή ο Παναγούλης γελούσε (αντί να κλαίει) και τους έβριζε (αντί να ομολογεί): «Εγώ ο ίδιος θα σε τουφεκίσω» του είπε εξοργισμένος ο Ιωαννίδης και του τράβηξε με δύναμη το μουστάκι. Μετά, θυμωμένος, στράφηκε στον διαβόητο βασανιστή της χούντας Θεοφιλογιαννάκο και του είπε: «Δε θα μιλήσει. Είναι η μία περίπτωση στο εκατομμύριο».

Ο δεύτερος λόγος έχει να κάνει με το ότι ο Παναγούλης γνώριζε πολύ καλά πως η δίκη του μπορεί να είχε προδιαγεγραμμένο αποτέλεσμα, ωστόσο, ήταν η μεγάλη ευκαιρία που είχε να μιλήσει ελεύθερα και να πει αυτά που ήθελε να πει για το δικτατορικό καθεστώς.

Η δίκη του από το έκτακτο στρατοδικείο της Αθήνας ξεκίνησε μια ημέρα σαν σήμερα. Στις 3 Νοεμβρίου 1968. Στην αρχή της διαδικασίας, όταν ο πρόεδρος του δικαστηρίου κάλεσε τον «στρατιώτη Παναγούλη Αλέξανδρο» να δηλώσει αν δέχεται ή αρνείται την ενοχή του, εκείνος πέταξε τον μπερέ του με δύναμη προς την έδρα του στρατοδικείου και απάντησε πως δεν είναι στρατιώτης και πως αρνείται να υπηρετεί τον στρατό που πρόδωσε την πατρίδα. Έτσι ξεκίνησε η δίκη του Παναγούλη. Όλοι ήξεραν πως θα εξελιχθεί. Ο Παναγούλης αυτόματα από κατηγορούμενος, μετατράπηκε σε κατήγορο. «Είστε οι εκπρόσωποι της τυραννίας και ξέρω πως θα με στείλετε στο εκτελεστικό απόσπασμα» τους λέει και αποδομεί την απόφαση που ακόμα δεν έχει βγει.

«Πιστεύω στον διάλογο και τη δημοκρατική αντιπαράθεση των ιδεών. Πιστεύω στην ειρηνική επίλυση των πολιτικών διαφορών. Και όταν υπάρχει έστω και η ελάχιστη δυνατότητα ειρηνικής διεξόδου… τότε η βία είναι απαράδεκτη. Ταυτόχρονα, όμως, πιστεύω ότι… όταν μια κατάσταση ανερχόμενη διά της βίας εδραιώνεται, όταν κάθε προσπάθεια απομάκρυνσης αυτής της κατάστασης αποδεικνύεται περιττή, διά της βίας επιδιώκεται η ανατροπή της», εξηγεί.

Σε κάθε ευκαιρία που του δίνεται μετατρέπει τη δίκη του σε δίκη της χούντας. Οι ανταποκριτές των ξένων ΜΜΕ που φυσικά ήταν ελεύθεροι να γράφουν ότι ήθελαν αφού δεν τους «έπιανε» η λογοκρισία, γράφουν διθυραμβικά σχόλια για τον αγωνιστή της Δημοκρατίας που στέκεται άφοβα μπροστά στους στρατοδίκες οι οποίοι πολλές φορές δείχνουν σαστισμένοι και δεν ξέρουν πως να αντιδράσουν. Από την αρχή είχαν βάλει τον Παναγούλη ανάμεσα σε δυο ασφαλίτες οι οποίοι ήταν κολλημένοι πάνω του και δεν τον άφηναν να πάρει ανάσα. Ακόμα και όταν μιλούσε του κρατούσαν τα χέρια. Αλλά εκείνος δε λύγιζε. Σηκωνόταν όρθιος, απέφευγε το «στενό μαρκάρισμα» των ασφαλιτών και κατακεραύνωνε τη χούντα. Καταγγέλλει στο δικαστήριο τη δικτατορία και τον  βασιλικό επίτροπο Ιωάννη Λιαπή: «Είστε ο δημόσιος κατήγορος. Με βασανίσατε και ενεργείτε σύμφωνα με τις εντολές της χούντας».

Η απολογία του εξακολουθεί και παραμείνει μνημείο αντίστασης. «Θα ανατραπεί  η κατάστασις. Δεν έχει σημασίαν ότι ημείς απετύχαμεν. Άλλοι έρχονται μετά από μας. Θα ανατραπεί η κατάστασις δια της βίας. Άλλη οδός δεν υπάρχει. Ο αγών χρειάζεται προσπαθείας. Διότι αυτή την στιγμήν, και δεν έχω καμία αμφιβολία περί αυτού, γνωρίζω ποίαι είναι αι ποιναί αι προβλεπόμεναι υπό του νόμου και γνωρίζω και πιστεύω ότι αυταί αι ποιναί θα επιβληθούν αλλά δεν υποχωρώ, διότι κ.κ. δικασταί, γνωρίζω ότι το ωραιότερον κύκνειο άσθμα οιουδήποτε πραγματικού αγωνιστού είναι ο επιθανάτιος ρόγχος προ του εκτελεστικού αποσπάσματος μιας  τυραννίας και αυτήν την θέσιν αποδέχομαι».

Η δίκη ολοκληρώνεται στις 17 Νοεμβρίου. Ο Παναγούλης καταδικάστηκε τελικά σε «δις εις θάνατον», αλλά η ποινή του δεν εκτελέστηκε ποτέ, λόγω των πιέσεων που δέχθηκε ο Παπαδόπουλος από σύσσωμη τη διεθνή κοινή γνώμη. Το πρωτοφανές για πολιτικό κρατούμενο είναι ότι κινητοποιήθηκαν ταυτόχρονα για να τον σώσουν προσωπικότητες όπως ο πρόεδρος των ΗΠΑ, ο πρόεδρος της Γαλλίας, ο καγκελάριος της Γερμανίας, ο πρωθυπουργός της Βρετανίας, ο γ.γ. του ΟΗΕ και ο Πάπας της Ρώμης!

Οι χουντικοί ήθελαν αλλά δεν μπόρεσαν να τον εκτελέσουν. Και αφού δεν μπόρεσαν να τον εκτελέσουν, έστησαν μια εικονική εκτέλεση, στις 20 Νοεμβρίου, προκειμένου να τον φέρουν σε τέτοιο σημείο ώστε να ζητήσει ο ίδιος χάρη. Του το είπαν άλλωστε. «Υπέγραψε πως ζητάς χάρη και θα σωθείς». Ο Παναγούλης, όμως, τους χλεύασε και πάλι. Ζητά από έναν στρατιώτη, σχεδόν γελώντας, να του ψάλει τη νεκρώσιμη ακολουθία. Πλέον, οι βασανιστές του είναι αυτοί που έχουν λυγίσει. Αυτός το καταλαβαίνει και τους λεει: «καλά, θα το κάνω μόνος μου». Και αρχίζει να ψέλνει... τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη.

Google News

Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.

BEST OF LIQUID MEDIA