Μενού

Αλέξανδρος Λογοθέτης: «Με γοητεύουν και οι απατεώνες και οι τζέντλεμεν»

Logothetis
  • Α-
  • Α+

Στην Παραλία, που επιστρέφει με β’ κύκλο την Κυριακή 8 Σεπτεμβρίου, είναι ο Διονύσης Αρχοντάκης, ένας love to hate ήρωας για τα social media. Στους «Φόνους της Κίσσας» (Magpie murders), την επιτυχημένη σειρά που βασίστηκε στο ομώνυμο μπεστ σέλερ του Άντονι Χόροβιτς και προβλήθηκε στο αμερικανικό PBS και στο αγγλικό BBC, είναι ο Αντρέας, σύντροφος της πρωταγωνίστριας, ο οποίος κρύβει μυστικά. 

Λίγο πριν την επιστροφή της σειράς (στις 15/9) με β’ κύκλο, βασισμένο στο βιβλίο του Χόροβιτς «Οι φόνοι του νυχτολούλουδου» (Moonflower murders), ο Αλέξανδρος Λογοθέτης, σε μια απολαυστικά ειλικρινή συνομιλία στο Reader.

Mιλά για την εμπειρία της συνεργασίας με ηθοποιούς σταρ του Χόλιγουντ και του Game of Thrones, για τις διαφορές μεταξύ ελληνικών και ξένων παραγωγών, για το stardom, την επιτυχία και το βουητό των social media, για την ελληνική τηλεοπτική μυθοπλασία, το σινεμά, τα σωματεία, για τον σπουδαίο Ηλία Λογοθέτη και το μαγικό του φίλτρο, για τους αγαπημένους του ήρωες και για τον έρωτα, που μπορεί να ανατρέψει τα πάντα.

Πόσο απέχει μια ελληνική τηλεοπτική παραγωγή μυθοπλασίας από μια αντίστοιχη αγγλική – αμερικανική; Ποιες είναι οι μεγαλύτερες διαφορές;

Πάρα πολλές. Μιλάμε για οργανωμένες παραγωγές, χρήματα, δικαιώματα. Σε επίπεδο οργάνωσης, όλα είναι στη θέση τους, τακτοποιημένα. Ο ηθοποιός δεν χρειάζεται να κάνει τίποτα άλλο, απ' το να είναι εκεί και να παίξει.

Όλα είναι ρυθμισμένα με ακρίβεια, με καταναγκαστική ακρίβεια, θα έλεγα. Υπάρχει τέτοια διανομή του χρήματος στη διαδικασία παραγωγής, που αμέσως νιώθεις λίγο σαν τον φτωχό συγγενή, όταν δουλεύεις στην Ελλάδα.

Οι ηθοποιοί; Όταν μιλάμε για ονόματα όπως π.χ. η Λέσλι Μάνβιλ, πώς είναι η συμπεριφορά τους απέναντι στους υπόλοιπους;

Η συγκεκριμένη γυναίκα είναι πολύ αφιερωμένη στη δουλειά. Θα έλεγα ότι είναι μια σκληρή γυναίκα, σκληρή επαγγελματίας, που μπορεί να κάνει την πλάκα της εκεί που θέλει αυτή, όταν θέλει αυτή, με όποιον θέλει αυτή. Δεν χωράνε όλοι μέσα στο πλαίσιο της.

Στον πρώτο κύκλο ήταν μια καλή συνεργασία, περάσαμε καλά, όλα ήταν ωραία, στον δεύτερο ήταν λίγο πιο δύσκολα για μένα, γιατί προφανώς και από δική μου παράλειψη, ίσως επειδή δεν διάβασα σωστά το δωμάτιο -read the room που λένε και στο χωριό μου- προέκυψε μια μικρή, περίεργη, ας πούμε κόντρα μεταξύ μας, η οποία κράτησε μέχρι το τέλος. 

Όμως άλλο η δουλειά, άλλο το τι εγώ μπορεί να νιώθω για σένα και πώς μπορεί να με κάνεις να νιώθω. Αυτά διαχωρίζονται πολύ καλά. Είναι τόσο σπουδαία στη δουλειά της και τόσο καλή επαγγελματίας που δεν θα ριψοκινδύνευε το αποτέλεσμα για το καπρίτσιο της.

Οπότε η δεύτερη σεζόν ήταν λίγο πιο δύσκολη, αλλά εντάξει, το αντιμετωπίσαμε. Ήταν και για μένα ένα μάθημα μεγάλο, το τι σημαίνει stardom τι σημαίνει star και τι σημαίνει είμαι ταπεινός και το βουλώνω και πάω παρακάτω.

Έχετε πει ότι όταν σας προτάθηκε ο ρόλος, σας διάλεξε ο σκηνοθέτης, ενώ οι παραγωγοί ήθελαν κάποιον άλλο.

Μου είπε η παραγωγός off the record ότι οι Αμερικανοί ήθελαν ή πρότειναν τον Γεωργούλη, καθώς έχει κάνει πράγματα, έχει κάνει και το Durrells, είναι δικτυωμένος. Αλλά η τελική επιλογή γίνεται από το σκηνοθέτη πάντα σε σχέση και με την πρωταγωνίστρια. Το self tape, που έστειλα, τους άρεσε και προχώρησαν όλα πολύ γρήγορα.

Θα συνεχιστεί αυτή η διαδρομή, εννοώ θα επιμείνετε, θα το κυνηγήσετε;

Όχι. Δεν ξέρω αν θα συνεχιστεί η σειρά με τρίτο κύκλο, αλλά κι αν γίνει, δεν νομίζω να είμαι. Δεν θα ήθελα να είμαι, θα ήθελα να προχωρήσω σε κάτι άλλο, γιατί όπως είπα, ήταν δύσκολα για μένα στο “Moonflower”. 

Από εκεί και πέρα, φυσικά και με ενδιαφέρουν οι ξένες παραγωγές, αλλά είναι πολύ δύσκολο, όταν κάνεις ένα καθημερινό 150 επεισοδίων όπως η “Παραλία”. Το ιδανικό σενάριο θα ήταν να μπορώ να κάνω μικρές σειρές, καλά αμειβόμενος και με τη δυνατότητα να κάνω και θέατρο, γιατί μου λείπει πολύ. 

Απλώς επιλέγω να μην το κάνω, γιατί δεν θέλω να κάνω 15 πράγματα μαζί, να είμαι στο ένα λίγο καλός, στο άλλο καθόλου και στο τρίτο χάλια. 

Μια που αναφέρατε την “Παραλία”, τι μπορείτε να μας πείτε για τον β’ κύκλο, χωρίς να αποκαλύψουμε spoiler;

Μόνο μία πρόταση: Ανίερες συμμαχίες. Αλλάζουν πολλά και μετά ανατρέπονται πολλά.

Διάβασα ότι ο Κόνλεθ Χιλ, ένας εξαιρετικός ηθοποιός, που πολλοί γνωρίσαμε ως Βάρις στο “Game Of Thrones”, σε διάλογο σας στα γυρίσματα του “Moonflower Murders”, είπε ότι κρίνει την επιτυχία ενός ηθοποιού, με βάση τη διάρκεια. Εσείς -σε σχέση με τα ελληνικά δεδομένα- πώς την κρίνετε;

Στη χώρα αυτή που ζω, την κρίνω μόνο μέσα από το αν καταφέρνω να επιβιώνω από αυτό που κάνω. Αν είμαι πολύ καλός ηθοποιός και κάνω και θέατρο και τηλεόραση και σινεμά και δεν έχω να πληρώσω το νοίκι μου ή το σχολείο του παιδιού μου, δεν ξέρω αν αυτό είναι επιτυχία. Η καλλιτεχνική επιτυχία είναι τελείως διαφορετική από την επαγγελματική.

Για μένα επιτυχία είναι η επαγγελματική, που μου επιτρέπει να έχω και την καλλιτεχνική μου ικανοποίηση. Δυστυχώς αυτό δεν συμβαίνει πάντα. 

Σπάνια έχεις και τα δύο μαζί, για να πεις εδώ είμαι ευτυχής και καλλιτεχνικά και επαγγελματικά και μπορώ να χαίρομαι τη δουλειά μου και να μπαίνει το μηνιάτικο μου και να μη νιώθω αδικημένος, λίγος ή φτωχός συγγενής. 

Θέλω να πάω τώρα στο κομμάτι social media. Διαβάζετε σχόλια που γράφονται στα social, αντιδράτε σε ένα άδικο ή άστοχο ή ενδεχομένως και fake σχόλιο;

Όχι. Στην πρώτη σεζόν της “Παραλίας”, όταν βρίζανε τον ρόλο του Αρχοντάκη, έκανα like και γούσταρα πολύ, γιατί σήμαινε ότι έχω κάνει καλά τη δουλειά μου. Αλλά γενικά με τα σχόλια, δεν πολυασχολούμαι. Αν μια κριτική με βοηθάει να κατανοήσω, να συνειδητοποιήσω και να προχωρήσω παρακάτω ως καλλιτέχνης, είναι καλή κριτική για μένα. 

Αν μια κριτική είναι απλά για να κράξει δεν με απασχολεί. Όπως είχε πει και ο Μπέρναρ Σο σε θαυμάστρια, που του είπε ότι δεν της άρεσε το έργο του, “θα ήθελα πάρα πολύ να συμφωνήσω μαζί σας αλλά διαφωνούν όλοι οι υπόλοιποι...”. Θέλω να πω ότι όλα είναι σχετικά. Το θέμα είναι πόσο αφήνεις να σε αγγίζουν αυτά τα πράγματα.

Σήμερα όμως διανύουμε μια εποχή που και τα like και οι followers μετράνε…

Όσο πιο πολύ κινείσαι μέσα σε ένα “βουητό” ότι υπάρχεις κι είσαι επίκαιρος και μαζεύεις like και followers, προφανώς αποκτάς ένα άνοιγμα σε εταιρίες, παραγωγούς, που μπορεί να σκεφτούν ότι αυτός έχει 100.000 followers, άρα θα μου κάνει καλό στη δουλειά μου. Δεν ισχύει, όμως, είναι παραμύθι. Γιατί άμα ο άλλος δεν έχει σχέση με τη δουλειά, κανένα καλό δεν θα σου κάνει. 

Logothetis

Πιστεύετε πως η ελληνική τηλεοπτική μυθοπλασία μπορεί να κάνει το βήμα παραπάνω και να έχει μόνιμη παρουσία σε μεγάλες διεθνείς πλατφόρμες;

Πρέπει πρώτα να αλλάξουμε τρόπο σκέψης. Αν δεν αρχίσουμε να σκεφτόμαστε ότι οι δουλειές μας είναι δυνάμει δουλειές, που μπορούν να πωλούνται και να παίζονται παντού έξω και όχι μόνο παραγωγές για εγχώρια κατανάλωση, δεν θα αλλάξει τίποτα.

Αν δεν συμφωνήσουν οι παραγωγοί μεταξύ τους ότι θα κάνουμε πέντε δουλειές τον χρόνο, θα ρίξουμε αυτά τα λεφτά, θα απορροφήσουμε αυτό το δυναμικό, αλλά και οι πέντε θα πάνε στο Amazon, στο Netflix, στο Disney ή σε μια άλλη διεθνή πλατφόρμα, δεν θα έχουμε τη δυνατότητα να δείξουμε τη δουλειά μας στο εξωτερικό. 

Εκτός κι αν είσαι ένας δημιουργός όπως ο Λάνθιμος, ο οποίος κατάφερε να φύγει από την Ελλάδα, ακολούθησε το προσωπικό του όραμα κι έτσι μπόρεσε να κάνει αυτά που κάνει και να μιλάει όλος ο κόσμος γι' αυτόν. Το κλασικό ρητό ότι η Ελλάδα τρώει τα παιδιά της δεν είναι τυχαίο. Έχει βάση.

Τα τελευταία χρόνια η ελληνική μυθοπλασία έχει επιστρέψει στην τηλεόραση με πολλές σειρές. Υπήρξε κάποια που ξεχωρίσατε;

Δεν έχω προλάβει να δω πολλά. Έχω δει αποσπασματικά πολύ λίγα, οπότε δεν θέλω να ξεχωρίσω. Σίγουρα υπήρξαν σειρές αξιόλογες, αλλά υπάρχει και πάρα πολλή προχειρότητα. Βιαζόμαστε πολύ να παραδώσουμε το προϊόν για να καθηλώσουμε τον κόσμο στις οθόνες, αλλά έτσι τελικά χάνονται πολλά πράγματα.

Υπάρχει πολλή προχειρότητα, γιατί αυτό ζητάει η αγορά. Μπορεί να μην το ζητάνε οι παραγωγοί, αλλά την αγορά δεν τη νοιάζει, εφόσον ο κόσμος κάθεται και παρακολουθεί. Υπάρχει κατανάλωση, άρα κάνουμε πράγματα για να καταναλώνονται. Δεν νομίζω ότι πάσχουμε από ιδέες. Πάσχουμε στην εκτέλεση, τη φαντασία, τον οραματισμό μιας ιδέας και την απόφαση υλοποίησης της.

Ένα τέτοιο παράδειγμα ήταν το “Milky Way”. Μια δουλειά που τη φαντάστηκαν, την οραματίστηκαν και δεν τους ένοιαξε πώς θα το πάρει ο κόσμος. Αυτό όμως δεν συμβαίνει συχνά, δεν μπορεί να συμβεί, διότι η αγορά δεν το σηκώνει κι ο παραγωγός θα πρέπει να ρισκάρει πάρα πολλά. Εάν όμως δεν πάρεις ρίσκα, δεν θα κερδίσεις ποτέ μακροπρόθεσμα. 

Πρέπει σε αυτή τη χώρα να μη σκεφτόμαστε μόνο βραχυπρόθεσμα. Αν σκέφτεσαι για το σήμερα μόνο, πηγαίνεις στη λογική του Διαλεγμένου που λέει “σα θα πεθάνω, χέσε με, τα κόλλυβά μου φάτα, και πάλι ξαναχέσε με και πάλι ξαναφάτα”. Δηλαδή, ό,τι αρπάξει ο κώλος μας. 

Πάμε σε αυτή τη λογική, αντί να πάμε σε έναν τρόπο σκέψης, ο οποίος θα δώσει έδαφος και χώρο στους επόμενους να χτίσουν πάνω σε αυτόν και να μπορέσουν σιγά σιγά να αναβαθμίσουν την παραγωγή μας στην τηλεόραση και στο σινεμά με έναν τέτοιον τρόπο, που θα την κάνουν καθαρά ανταγωνιστική με την αντίστοιχη του εξωτερικού. Και αυτό θα είναι το εξαγώγιμο υλικό μας. 

Όχι όμως ένα υλικό, το οποίο θα βάλλεται από ταυτοποιήσεις, ταυτότητες ελληνισμού, ελληνικότητας και όλα αυτά τα πράγματα. Γιατί πολλά πέφτουν στο τραπέζι για το πόση ελληνική μουσική θα έχει μια ταινία, πόσο εκείνο, το άλλο. Γίνονται, όμως, και παρατυπίες πολλές.

Logothetis

Όπως; Θα μου πείτε ένα παράδειγμα;

Όπως έγινε πρόσφατα στα βραβεία της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου. Κατά την προσωπική μου άποψη, έγινε μια μεγάλη παρατυπία, που αφορούσε την ταινία “Inside”. Βαφτίσαμε μια ταινία ελληνική, χωρίς αυτή να τηρεί τις προϋποθέσεις, αλλά λόγω υποπαραγράφων, που υπάρχουν στο άρθρο 3 στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, που λένε ότι σε εξαιρετικές περιπτώσεις δίνεται η ιθαγένεια. 

Ποια ήταν αυτή η εξαιρετική περίπτωση; Το ότι ο σκηνοθέτης ή ο παραγωγός είναι Έλληνας κι έτσι “βαφτίζεται” ελληνική μια ταινία που δεν μιλάει ελληνικά, δεν γυρίστηκε στην Ελλάδα, δεν έχει Έλληνα πρωταγωνιστή; Καλύτερα θα ήταν να πούμε ότι βγάζουμε την ταυτότητα από τους τίτλους “Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου”, “Ελληνική Ακαδημία Κινηματογράφου” κι αφήνουμε ένα Κέντρο Κινηματογράφου και μια Ακαδημία Κινηματογράφου και γινόμαστε διεθνείς.

Αλλά αυτό δεν γίνεται, γιατί κάθε χώρα έχει έναν προϋπολογισμό που διαθέτει στον κινηματογράφο, που πρέπει να πάει στους ανθρώπους που έχουν φάει τη ζωή τους στον ελληνικό κινηματογράφο και όχι στο εξωτερικό. Αυτοί δεν έχουν ανάγκη. 

Ο νέος άνθρωπος, όμως, ο σκηνοθέτης που παίρνει βραβείο στις Κάννες με τη σπουδαστική του ταινία και του αρνούνται χρηματοδότηση για την επόμενη ταινία του, ε ναι, με αυτό έχω πρόβλημα, γιατί όπως λέγαμε πριν η Ελλάδα τρώει τα παιδιά της. Αυτά πρέπει να αλλάξουμε στο χώρο. Αν δεν αλλάξουμε θεσμικά προβλήματα, δεν θα πάμε παρακάτω. 

Αν δεν γίνει ένα σωματείο στο πλαίσιο της Αμερικής και της Ευρώπης, ώστε να μην μπορεί κανείς να παραγκωνίσει τον ηθοποιό ή τον τεχνικό, αν δεν δημιουργηθούν όργανα να καλύπτουν και νομικά και ηθικά και ψυχικά τα μέλη τους, τι νόημα έχει να έχουμε σωματεία; Για να λέμε τι; Τα ξέρω τα σωματεία από το 1988 που ήμουν στο Εθνικό μαθητής κι έβλεπα τους δημόσιους υπάλληλους - συνδικαλιστές πώς λειτουργούσαν. Δεν έχει αλλάξει αυτό το πράγμα εδώ και δεκαετίες.

 Δεν αλλάζει, γιατί αυτή είναι η Ελλάδα. Και οι κυβερνήσεις, που το παίζουν τόσο προοδευτικές και επιθυμούν να αλλάξουν τα πράγματα, τελικά καταλήγουν πάντα να κάνουν το ίδιο και το ίδιο και να αναπαράγουν ένα φολκλόρ, κι έτσι μένουμε με το τσαρούχι, τη φουστανέλα και την Ακρόπολη.

Πρέπει να προχωρήσουμε κι όχι να παριστάνουμε ότι δεν βλέπουμε τον ελέφαντα μέσα στο δωμάτιο. Εγώ δεν έπαιζα ποτέ μέσα στο πλαίσιο, δεν είμαι παιδί του συστήματος, ασχέτως αν το σύστημα αυτή τη στιγμή με τρέφει. Κάνω ένα καθημερινό, και τι έγινε; Αυτή είναι η δουλειά μου. 

Κάποτε δεν τολμούσαμε να σκεφτούμε ότι θα παίξουμε στη τηλεόραση, δεν μας περνούσε από το μυαλό ότι η τηλεόραση μπορεί να είναι πιο σημαντική από το θέατρο ή το σινεμά. Τώρα δεν υπάρχουν αυτά τα πράγματα, έχουν τελειώσει.

Γνωρίσατε τον χώρο από πολύ μικρός λόγω του πατέρα σας, του σπουδαίου Ηλία Λογοθέτη. Λίγους μήνες μετά την απώλεια του, θέλω να ρωτήσω τι σας λείπει περισσότερο από εκείνον;

Ακόμα διαπραγματεύομαι τι είναι αυτό τελικά, που μου άφησε ο Ηλίας. Νομίζω ότι όσα μου έχει εμφυσήσει, δεν μπορώ να τα εκφράσω με λόγια. Είναι αισθήσεις, είναι πράγματα υποσυνείδητα. Όπως, ας πούμε, μου λείπει πολύ το ότι είχαμε αρχίσει τα τελευταία χρόνια να επικοινωνούμε σε ένα επίπεδο αρκετά ισότιμο και υψηλό, αν και τον Ηλία δύσκολα μπορούσες να τον πιάσεις στο επίπεδο της σκέψης του. 

Ήταν ένας από τους ανθρώπους, που σπάνια περνάνε από τη ζωή του καθενός. Μπορεί και να μην περάσεις ποτέ δίπλα σε ένα τέτοιον άνθρωπο, ώστε να σου φυσήξει το μαγικό του φίλτρο. Όπως κάνουν οι ιθαγενείς στον Αμαζόνιο, που φυσάνε τη σκόνη στο πρόσωπό σου κι αρχίζεις να έχεις παραισθήσεις. 

Ο Ηλίας δημιουργούσε παραισθήσεις τέτοιου τύπου. Σου πέταγε αυτή τη “σκόνη” μέσα από τη μαγεία των λέξεων του, τη μαγεία της σκέψης του και σε άφηνε. Αν εσύ την άκουγες, είχες κερδίσει, αν δεν την άκουγες και πέρναγε χωρίς να σε ακουμπήσει, δεν έγινε τίποτα. 

Έδινε απλόχερα την σκέψη του, έδινε απλόχερα τον προβληματισμό του, τον μοιραζόταν και όποιος καταλάβαινε.

Όταν αναφέρεστε σε αυτόν, συνήθως δεν λέτε ο πατέρας μου, αλλά ο Ηλίας…

Οι άνθρωποι για μένα δεν είναι οι ιδιότητες τους, οι εξ αίματος ιδιότητες τους. Δεν λέω η μάνα είναι ιερή, ο πατέρας είναι ιερός. Τίποτα δεν είναι ιερό, εάν δεν είναι υγιές και όλα είναι υπό αναίρεση, αν δεν είναι αυτό που πρέπει να είναι.

Αν για παράδειγμα ένας γονιός είναι κακοποιητικός, δεν με νοιάζει τίποτα άλλο εμένα, ως παιδί του. Τι θα λέω, “ο μπαμπάς μου που πέθανε”; Ευτυχώς, θα λέω. Τι θα λέω; “Η μάνα που πέθανε και δεν ήταν ποτέ εκεί για μένα; Η μανούλα μου πέθανε, τι κρίμα;”.

Δυστυχώς ή ευτυχώς για μένα, εγώ δεν μεγάλωσα έτσι και δεν νιώθω καθόλου έτσι ούτε ως γονιός.                                                                                                                 

Ποιος είναι ο αγαπημένος σας κινηματογραφικός ήρωας;

Έχω πολλές εικόνες από πολλά πράγματα και είναι πολλοί αυτοί που με εξιτάρουν. Από τον ντετέκτιβ Deckard του Χάρισον Φορντ στο “Blade Runner” μέχρι τον “Ρόκκο Και Τα Αδέρφια Του” ή τον “Κλέφτη Ποδηλάτων” ή ακόμα και το ρόλο του “Il Postino”.

Δηλαδή, όλοι αυτοί οι χαρακτήρες, που κρύβουν μέσα τους μια ευαισθησία πίσω από μια μάσκα κι όταν η μάσκα πέσει, αποκαλύπτουν είτε ένα μεγαλείο ψυχής ή κι ένα τέρας.                                                        

Και από την πραγματική ζωή; Ποιες προσωπικότητες σας γοητεύουν;

Σε διαφορετικές περιόδους της ζωής μου, με έχουν γοητεύσει διαφορετικοί άνθρωποι. Ανάλογα με το τι έψαχνα εκείνη την περίοδο. Με έχουν γοητεύσει και απατεώνες, με έχουν γοητεύσει και τζέντλεμεν. 

Γενικά στη ζωή γοητεύομαι  από ανθρώπους, οι οποίοι έχουν έναν τυχοδιωκτισμό και γυρίζουν και ταξιδεύουν κι έχουν εμπειρίες και έρωτες και μπορεί να γίνουν και παραβατικοί, αλλά πάντα καταφέρνουν με έναν τρόπο να τη βγάλουν καθαρή και να συνεχίζουν το ταξίδι τους.

Τύπου Φρανκ Σινάτρα, ας πούμε;

Θα μπορούσε. Αλλά πιο πολύ σαν ιδέα ο Γκουρτζίεφ ή ο Γιουνγκ. Κάποιοι άνθρωποι, που κάνουν αδιανόητα πράγματα απλά και μόνο για να βοηθήσουν τους άλλους, από αλτρουισμό. Αυτό το “δεν με νοιάζει, δεν λογαριάζω τη ζωή μου, αλλά θα πέσω στη φωτιά για να σωθείς εσύ”, με ξεπερνάει. 

Και για πολλά χρόνια, στον χώρο μας έπαιρνα θέση και προσπαθούσα να “προστατεύσω” -με πολλά εισαγωγικά- τους “αδύνατους”. Συνειδητοποίησα τελικά ότι κανείς δεν θέλει να σωθεί. Το να προσπαθείς γενικά να σώσεις τον κόσμο και να μπαίνεις μπροστά, δεν ενδιαφέρει κανέναν. Γιατί οι άνθρωποι δεν θέλουν να σωθούν. 

Το λέω με πλήρη συναίσθηση. Οι άνθρωποι δεν θέλουν να σωθούν, αλλά να ζήσουν μια ζωή ήσυχη, βολεμένη, τακτοποιημένη, χωρίς πολλές συγκινήσεις και δυσκολίες. Κι εκεί που την πατάνε όλοι και τρελαίνονται και όλα αλλάζουν, είναι όταν ερωτεύονται. Εκεί καταλαβαίνεις ότι η φύση του ανθρώπου είναι αυτή η αβεβαιότητα, το ρίσκο. Εκεί βλέπεις πραγματικά τη δύναμη της ζωής. Στον έρωτα.

Google News

Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.