«Η φυλακή είναι σαν μικρογραφία της κοινωνίας». Αυτή είναι η πιο χαρακτηριστική φράση όσων έχουν βιώσει τον εγκλεισμό και έχουν δει την αθέατη πλευρά του, η οποία μπορεί να φαντάζει μακρινή, όμως στην πραγματικότητα δεν διαφέρει και πολύ από την πολυπλοκότητα και την πολυσυλλεκτικότητα της ελεύθερης κοινωνίας.
Η βασική διαφοροποίηση όμως, είναι πως μέσα στα κελιά, τίποτα από τα κατοχυρωμένα δεν θεωρείται δεδομένο. Οι κώδικες μεταξύ των κρατουμένων, διέπονται από τους «άγραφους νόμους» της φυλακής, που ξεκινούν και τελειώνουν ανάμεσα στους δικούς τους κύκλους. Ακόμα και μέσα σε αυτό το κλειστό σύστημα, υπάρχει ένα ιεραρχικό καθεστώς, που διαχωρίζει τους κρατούμενους.
Για να επιβιώσουν, πολλοί προτιμούν να μπαίνουν σε μια διαδικασία ομαδοποίησης, να γίνονται ένα αναπόσπαστο κομμάτι των συμμοριών που υφίστανται, να ιδρυματοποιούνται και ως «αντάλλαγμα» να κάνουν διάφορα θελήματα στους ανώτερους. Αλλιώς, οφείλουν να είναι αόρατοι και συνεργάσιμοι στην εκαστοτε αγέλη λύκων που θα τους πλησιάσει για να ζητήσει ο,τιδήποτε.

«Υπάρχουν αρκετοί κρατούμενοι εκεί μέσα που προσπαθούν με τη χειριστικότητά τους να σε παγιδεύσουν με διάφορα πράγματα, όπως αποθήκευση ή εμπόριο ναρκωτικών, κομπίνες, πληροφορίες. Οι απατεώνες με διασκέδαζαν αφάνταστα όταν στρατολογούσαν από τις ορδές των τοξικοεξαρτημένων, εύκολη λεία για να έχουν μπροστινούς στις εταιρείες τους», μου λέει ο Σωτήρης, ο οποίος κατά διαστήματα έχει περάσει από διάφορες φυλακές, μεταξύ των οποίων ήταν και ο Κορυδαλλός.
Μπορεί κάθε κατάστημα κράτησης να έχει το δικό του πλαίσιο, ωστόσο, αυτοί οι «νόμοι», η ομερτά, η σιωπή, η ομαδοποίηση, η εκδίκηση ως αποτέλεσμα της έλλειψης εμπιστοσύνης στη δικαιοσύνη, είναι ορισμένες συνθήκες που είναι απαράλλακτες στο σύνολο των φυλακών.
«Άμα δεν ξέρεις κανέναν στη φυλακή, ο αρχιφύλακας θα σε στείλει σε μία πτέρυγα που είναι "δική του", ελεγχόμενη, στην οποία έχει βάλει τους ρουφιάνους του. Ειδάλλως, προσπαθεί να ανακαλύψει με ποιες ομάδες τα λες καλά.
Γενικά, οι Έλληνες δεν πάνε πολύ με συμμορίες, πάνε κυρίως solo, όμως οι υπόλοιπες συμμορίες είναι ομαδοποιημένες ανάλογα με την εθνικότητά τους, τη γλώσσα και το θρήσκευμα τους. Αλλά ακόμα και σε κάθε ομάδα υπάρχουν διαχωρισμοί, όπως στην αλβανικής καταγωγής υπάρχουν 'βόρειοι' και 'νότιοι' .
Οι μπράβοι και όσοι ανήκουν σε ένοπλες οργανώσεις που κατηγορούνται με τον 187Α για παράδειγμα, έχουν τις δικές τους ομαδοποιήσεις, αλλά χωρίζονται σε ξεχωριστές πτέρυγες. Κάποιες απο αυτές τις ομάδες στον έξω κόσμο σκοτώνονται μεταξύ τους, οπότε εκ των πραγμάτων δεν γίνεται να είναι στον ίδιο χώρο στη φυλακή», μου λέει ο Σωτήρης, περιγράφοντας την ανθρωπογεωγραφία των φυλακών.

Όπως εξηγεί, οι συμμορίες από τη μία τους παρέχουν λεφτά, δικτύωση, κινητά και γενικά ό,τι χρειαστούν, αλλά από την άλλη, δεν σταματάνε να ζητάνε ποτέ ανταλλάγματα, δηλαδή να τους έχουν του χεριού τους. Ο ίδιος, όντας πολύ κοινωνικός, αλλά ήθελε να κινείται εντελώς μόνος στο περιβάλλον της φυλακής, απέφευγε με πείσμα να τον ελέγχει κάποιος συνεχώς.
«Είχα βρει την κατάλληλη ισορροπία, δηλαδή είχα καλές σχέσεις με πολλούς, αλλά δεν επέτρεπα σε κανέναν να με χειραγωγεί. Όμως στη μία από τις φυλακές που βρέθηκα, έκανα το λάθος να πλησιάσω παραπάνω μια ομάδα και αυτόματα θεωρήθηκε πως είμαι πιο κοντινός τους.
Μετά από ένα διάστημα αποφάσισα να αποστασιοποιηθώ και να κάνω τα δικά μου, γιατί είχα εντελώς διαφορετικές αντιλήψεις σε πολλά ζητήματα. Δεν ήθελα να με απασχολεί ο κάθε μικρόκοσμος, ήθελα να ασχοληθώ με τον εαυτό μου και να δώσω πανελλαδικές εξετάσεις για να μπω στο πανεπιστήμιο.
Αναγκάστηκα να συγκρουστώ σε μάχη σώμα με σώμα μέσα σ' ένα μικρό κελί με έναν μποξέρ 110 κιλά που τον έστειλε η συγκεκριμένη ομαδοποίηση. Δε τα κατάφερε ούτε ο συγκεκριμένος να με λυγίσει, κατέληξε να λαχανιάζει και να προσπαθεί να με χτυπήσει με ένα τηγάνι που άρπαξε απο το τραπέζι - το συνήθιζε αυτό με τα τηγάνια η συγκεκριμένη ομαδοποίηση. Απέτυχε σε όλα και βγήκα μαζί του εως την έξοδο του κελιού.
Προς τιμήν του -σε αντίθεση με αυτούς που τον έστειλαν- μου ζήτησε συγγνώμη μπροστά στον αρχηγό του. Τους έχω συγχωρέσει όλους, έμαθα να αφήνω τους χαρακτήρες γύρω μου να βουλιάζουν μέσα στα λάθη τους. Σαν παρατηρητής που αποφεύγει να κρίνει. Έτσι το ζω. Η φάση ήταν και είναι σόλο για μένα. Εξάλλου και όταν μπήκα να ληστέψω την τράπεζα, μόνος μου το έκανα, δε φώναξα κανέναν και αυτό έχει τη σημασία του για το πως σκέφτομαι και κινούμαι.

«Το θέμα με τις ομάδες, είναι ότι πάντα συγχωνεύουν όλες τις ασχήμιες τους και σε πείθουν ότι θα είσαι καλύτερα μαζί τους διότι θα προστατεύετε ο ένας τον άλλον. Δεν μου άρεσε όλο αυτό, γιατί αισθανόμουν ότι λερώνομαι μαζί τους. Δεν ήθελα να με ρουφήξει το σύστημα και να με βλέπουν να αράζω μαζί με αυτούς τους ανθρώπους.
Ήταν προτιμότερο να είμαι μόνος μου και να είμαι καθαρός και ήσυχος, παρά να ασχολούμαι με τις ασχήμιες που κάνουν μπροστά μου, το ξύλο για τα ναρκωτικά, τους εκβιασμούς κτλ. Από ένα σημείο και μετά επέλεγα να έχω πιο τυπικές σχέσεις και να κοιτάζω τη δουλειά μου», λέει.
Η σχέση των κρατουμένων και του κάθε υποκειμένου ξεχωριστά, διαφέρει ανάλογα με την περίσταση. Άμα κάποιος είναι anti-social, μπορεί να κάθεται στο κελί του και να μη λέει πολλά. Είναι οι λεγόμενοι 'αόρατοι κρατούμενοι', παίζει και να κάνουν εβδομάδες να βγουν από το κελί.
Ανθρώπινα ναυάγια κλειδωμένα σε τέσσερις τοίχους, παραιτημένοι από τη ζωή, δυσκολεύονται να αρθρώσουν λέξη για οτιδήποτε. Στην αρχή ήταν η τηλεόραση, μετά τα παράνομα κινητά, τώρα πλέον και τα social media και έτσι, οι κρατούμενοι εθίστηκαν στο κυνήγι της ντοπαμίνης των ειδοποίησεων.
Κάθε ομάδα έχει το δικό της πλαίσιο και τους δικούς της κανόνες, ωστόσο, οι περισσότερες είναι αυταρχικές, για να αντέξουν το σκληρό ανταγωνισμό. Η αυταρχικότητα του καθενός μεταβάλλεται, ωστόσο γενικά υπάρχει αυστηρή ιεραρχία και όλες οι αποφάσεις λαμβάνονται κάθετα, όχι οριζόντια.
Κάποιες ομαδοποιήσεις, σύμφωνα με τον ίδιο, μπορεί να μην δίνουν χώρο στη λήψη αποφάσεων, όμως έχουν διαδικασίες, κάνουν συνελεύσεις, έχουν συλλογικά όργανα μέσω των οποίων μπορούν να εκφράσουν την άποψή τους για το τι νιώθουν και τι σκέφτονται μέσα στη φάση. «Και είναι σημαντικό να μπορείς να εκφράσεις άποψη. Έχουν κάπως ένα κοινό σημείο ταυτότητας, αυτό δηλαδή που αρέσει στους ανθρώπους -να ανήκουν κάπου».

Ο «νόμος της σιωπής», είναι μια αλυσίδα που απαρτίζει έναν ισχυρό κώδικα μεταξύ των κρατουμένων. Πολλοί θα προτιμήσουν να τιμωρηθούν από τους σωφρονιστικούς υπαλλήλους για κάτι, παρά να «δώσουν» κάποιο άλλο μέλος της ομάδας και να τιμωρηθούν πιο σκληρά από τους ίδιους τους συγκρατούμενούς τους.
Άλλοι, μπορεί να ρουφιανεύονται μεταξύ τους. Ωστόσο, επίσημα δεν το κάνει κανείς, δηλαδή, δύσκολα θα κάνει κάποιος αναφορά στον αρχιφύλακα για να 'καρφώσει' άλλο κρατούμενο. Θα προτιμήσουν να το πούνε άτυπα στην υπηρεσία μέσω μιας ασφαλούς οδούς και θα αφήσουν τον αρχιφύλακα να αξιολογήσει την κατάσταση.
«Αυτοί που θα θεωρηθούν ρουφιάνοι, δεν περνάνε καλά, με εξαίρεση όσους είναι αρκετά πονηροί και χειριστικοί. Αν καταλάβουμε ότι κάποιος συνεργάζεται με την υπηρεσία, ψάχνουμε να βρουμε σε ποιο βαθμό συνεργάζεται, ποιος είναι ρουφιάνος και ποιος διαχειρίζεται τις πληροφορίες.
Δεν ξέρουμε τι πληροφορίες μπορεί να δώσει ο καθένας. Στην ελληνική δικαιοσύνη, όταν οι έδρες βλέπουν ότι πάνε και ρουφιανεύουν ανοιχτά ο ένας τον άλλον, ιδιαίτερα στα ναρκωτικά, δίνουν σε όλους μεγάλες ποινές και τους καλούν ξανά στο Εφετείο μετά από τέσσερα χρόνια και τους βλέπουν να αναιρούν τα πάντα.
Ο νόμος της σιωπής, ξεκινάει από το γραφείο της προανάκρισης στο αστυνομικό τμήμα. Η φάση είναι να μπορείς να ανακατευθύνεις τη κουβέντα σε άλλες θεματικές, γιατί βαριέμαι με τις ερωτήσεις και τις απορίες τους. Αλλά είναι πολύ σκληρό να στερούν την ελευθερία σου.
Μέσα υπάρχει παράνομος τζόγος, εμπόριο ναρκωτικών, απόπειρες ανθρωποκτονίας και ανθρωποκτονίες. Όλα αυτά είναι καταστάσεις που χειρίζεται καθημερινά ο εκάστοτε αρχιφύλακας, οπότε προσπαθεί να μη δίνει έκταση. Δεν μπορεί καμιά ομαδοποίηση να ελέγξει μια πτέρυγα ή ακόμα και κομμάτι της φυλακής.
Από την εμπειρία μου, θεωρώ ότι υπάρχει μια άτυπη συναίνεση της υπηρεσίας στο σύνολό της. Φυσικά οι κρατούμενοι προσπαθούν μάταια να “τρυπήσουν” το σύστημα, επιστρατεύουν ακόμη τις μανάδες τους για να τους πασάρουν μερικά γραμμάρια ναρκωτικών σε κάποιο ελεύθερο επισκεπτήριο. Δε θέλουν να μπλέξουν με την υπερκοστολογημένη μαύρη αγορά που υπάρχει μέσα.
Αλλά οι διεφθαρμένοι υπάλληλοι μαζί με τους νταραβερτζήδες, έχουν το καρπούζι το μαχαίρι και έναν άνθρωπο που λέγεται εισαγγελέας και ασκεί διώξεις σε όλους όσους του φέρνουν μπροστά του. Αλάνθαστο σύστημα. Οι εισαγγελείς δίνουν άθελά τους κοινωνική νομιμοποίηση στο αλισβερίσι ναρκωτικών που γίνεται κάτω από τη μύτη τους.
Τους φαντάζομαι να πηγαίνουν σπίτια ή στην υπηρεσία τους και να θεωρούν ότι με πέντε κινητά και δέκα γραμμάρια πρέζα, νίκησαν το έγκλημα. Την ίδια στιγμή, κάποιοι από τους υφιστάμενούς τους, αγοράζουν εξοχικά και απολαμβάνουν την κοσμική νυχτερινή ζωή της Αθήνας με κόκα και ιερόδουλες.
Σίγουρα δε θα τους κρίνουν οι ταλαίπωροι τοξικοεξαρτημένοι που μπαινοβγαίνουν στο σύστημα. Δεν υπάρχει ούτε ένα συλλογικό όργανο μέσα στη φυλακή που να συμμετέχουν κρατούμενοι. Συνδικαλιστής δεν ήμουν ποτέ, αλλά δείχνει μια αντίληψη».

Ένας νέος κρατούμενος τι πρέπει να κάνει σε περίπτωση που δημιουργηθεί μία εκτεταμένη σύρραξη; «Όταν πρωτομπήκα στη φυλακή πριν από δεκαπέντε χρόνια, η πρώτη εικόνα που είχα, ήταν μια σύρραξη. Θυμάμαι ανέβηκαν στο δεύτερο όροφο οι Έλληνες και οι Αλβανοί και τσακωθήκαν με τους 'ταλιμπάν' - όπως λέγαμε τότε, όσους Ασιάτες ήταν στη Γ' Πτέρυγα».
«Βγήκαν μαχαίρια, σφάχτηκαν, έγινε της πουτάνας. Σε αυτή την περίπτωση, οι υπάλληλοι περιμένανε να τελειώσει η όλη φάση, να μαχαιρωθούν, να σκοτωθούν και μετά να μαζέψουν τους τραυματίες. Μέχρι να εκτονωθεί η ένταση, αυτοί κλειδώσαν τις πόρτες και απλά περιμέναν να τελειώσει το αιματοκύλισμα».
«Ένας κρατούμενος, καλό θα ήταν να παραμείνει αμέτοχος. Έχει συμβεί πολλές φορές να χτυπιούνται και να μαχαιρώνονται μπροστά μου και εγώ να προχωράω σα να μη συμβαίνει τίποτα. Τους έριχνα μια ματιά, σαν να τους έλεγα 'ξεκολλάτε ρε μαλάκες' και έφευγα. Πολλοί κάθονται και το κοιτάζουν αυτό».
«Το πρόβλημα ήταν και είναι ότι γίνονταν εγκλήματα εκεί μέσα και μας καλούσαν να μιλάμε με καταθέσεις είτε να ρουφιανεύουμε συγκρατούμενους. Όμως δε θυμάμαι να με ρώτησε κάποιος ποτέ για τα εγκλήματα που διαπράττονταν εις βάρος μου από το ίδιο το σύστημα».
Μέσα σε αυτή την μικρή κοινωνία, ο καθένας εξυπηρετεί το δικό του σκοπό και θέλει να χρησιμοποιήσει τους υπόλοιπους για να αποσπάσει πληροφορίες. «Ο τρόπος που κάνουν διαχέιριση πληροφοριών μέσα στη φυλακή, πρέπει να γίνει μάθημα στα σχολεία.
Γενικά, άμα σχολιάζεις πράγματα δεξιά κι αριστερά, σίγουρα θα φας το κεφάλι σου. Εγώ όταν άνοιγα ευτύτερες συζητήσεις, αφορούσαν ιδέες και πνευματικά θέματα, δεν άγγιζα τα γεγονότα, επέλεγα να τα προσπερνώ».
«Δεν ισχύει αυτό που λέγεται, ότι πρέπει να ανταποδίδεις κάθε χάρη που θα σου κάνουν. Εξάλλου όλοι στη στραβή ήμασταν και πολλές φορές βάζαμε πλάτη ο ένας στον άλλον. Και εγώ είχε τύχει να βοηθήσω κρατούμενους – είτε για νομικά ζητήματα, είτε σε ανθρώπινο επίπεδο. Παίζει δηλαδή και αλληλεγγύη, έχω νιώσει ζεστασιά και φροντίδα πίσω από κλειδωμένες πόρτες.
Όταν με έβλεπαν ταλαιπωρημένο, από μεταγωγή σε μεταγωγή, που ήμουν με τις χειροπέδες για πολλές ώρες, καθισμένος σε ένα καράβι ή σε ένα λεωφορείο, έτυχε να με βοηθήσουν παιδιά που δεν με γνώριζαν καν. Υπάρχουν και τα δύο, όπως στην κοινωνία. Άλλοι δίνουν για να πάρουν κάτι πίσω, άλλοι δίνουν αφιλοκερδώς. Δεν έχει να κάνει με τον εγκλεισμό, έχει να κάνει περισσότερο με την κουλτούρα του καθενός», εξηγεί ο Σωτήρης.
Εάν κάποιος μπει στη φυλακή για ένα βίαιο αδίκημα σεξουαλικής ηθικής που έχει τραβήξει το φως της δημοσιότητας- υπάρχει η τάση των αυτόκλητων τιμωρών οι οποίοι ενίοτε παίρνουν τη θέση της δικαιοσύνης και επιδιώκουν να αποδώσουν εκείνοι δικαιοσύνη, επειδή το ίδιο το σύστημα το καλλιεργεί κάτω από το τραπέζι.
Πίσω από αυτό τον «άγραφο νόμο», κρύβεται και η ανοχή των σωφρονιστικών, οι οποίοι στρέφουν αλλού το βλέμμα τους και αφήνουν τις ομάδες να δρουν ανενόχλητα. Υπάρχουν και περιπτώσεις που μπορεί να μην στοχοποιηθούν αυτού του είδους κρατούμενοι, ακριβώς επειδή ενδέχεται να τους οδηγήσουν σε φυλακές με 'στοχοποιημένους', κρατούμενους δηλαδή που κατηγορούνται για σεξουαλικά αδικήματα -συνήθως σε Τρίπολη και Γρεβενά- ξεχωριστά δηλαδή από το γενικό πληθυσμό.
«Υπάρχει μια ηθική που άπτεται σε ό,τι έχει να κάνει με σεξουαλικά εγκλήματα και σεξουαλικότητα και θέλουν να δείξουν πως είναι κάτι που δεν ανέχονται. Εάν ο εισαγγελέας στείλει στον Κορυδαλλό κάποιον που κατηγορείται για παρεμφερή αδικήματα με το που μπαίνει μέσα, ενημερώνονται διάφοροι στο αρχιφυλακείο για το αδίκημα, τον μαγειρεύουν.
Μάλιστα, πολλές φορές τους στέλνουν επίτηδες σε κελιά που ελέγχει η υπηρεσία και μετά πάνε οι υπάλληλοι στους κρατούμενους και τους λένε περί τίνος πρόκειται. Επειδή οι υπάλληλοι δεν θέλουν να το κάνουν, το λένε στους κρατούμενους γιατί ξέρουν ότι εκείνοι θα το κάνουν, θα τον χτυπήσουν, θα περάσει δύσκολα. Αυτό είναι κανιβαλισμός.

«Όμως, κάθε φυλακή είναι ξεχωριστή. Θεωρώ ότι γίνονται εξαναγκάσεις σε σεξ ή ακόμα και βιασμοί πίσω από κλειστές πόρτες, ιδιαίτερα σε ανθρώπους που έλκονται από το ίδιο φύλο. Αυτοί γίνονται βορά στους σεξουαλικά πεινασμένους λύκους που εκτρέφει καθημερινά το σύστημα, πριν τους αμολήσει ελεύθερους ένα πρωί και το ίδιο βράδυ τους ξανασυναντήσει με χειρότερα αδικήματα».
«Η δική μου δικαιοσύνη και ο τρόπος που αντιλαμβάνομαι τα πράγματα, είναι εντελώς διαφορετικός από το καθεστώς που υπάρχει στη φυλακή. Η 'απόδοση δικαιοσύνης' στη φυλακή υπήρχε από πολύ παλιά. Όμως δεν είναι δική μας δουλειά να γινόμαστε οι ηθικοί τιμωροί της κοινωνίας, να λερώνουμε εμείς τα χέρια μας και να λειτουργούμε σαν όχλος, πέντε - δέκα μαζί και να κοπανάμε. Δεν μου αρέσουν αυτά. Δεν τα έκανα ούτε τότε στη φυλακή, δεν λειτουργώ έτσι», προσθέτει.
«Γενικά, θεωρώ ότι κάποιος κρατούμενος που μπαίνει μέσα, καλό θα ήταν να μιλήσει με την κοινωνική υπηρεσία, ώστε να εξερευνήσει τί θέσεις εργασίας υπάρχουν στη φυλακή και ταυτόχρονα να βρει προγράμματα - είτε εκπαιδευτικά, είτε πολιτιστικά - για να περάσει το χρόνο του. Και άμα δεν τα βρει, θα έλεγα να τα δημιουργήσει, να βρει άλλους κρατούμενους και να προτείνει να κάνουν κάτι μαζί.
Όταν παίρνεις τέτοιες πρωτοβουλίες, οι υπεύθυνοι της φυλακής ακολουθούν. Πολλοί είναι δημόσιοι υπάλληλοι που κάνουν αυτή τη δουλειά είκοσι χρόνια, οπότε, από ένα σημείο και μετά, βαριούνται να ασχοληθούν. Είναι σαν να βγάζουν και εκείνοι τη δική τους φυλακή. Χαρτιά, αποφυλακίσεις, μιζέρια, πόνος, κλάματα, αυτοκτονίες. Έχουν γίνει και λίγο αναίσθητοι από αυτό το κοκτέιλ της καθημερινότητας και έχουν και το δίκιο τους», επισημαίνει ο Σωτήρης.
«Όταν μπήκα φυλακή την πρώτη φορά, υπήρχαν ελάχιστες υποδομές. Παλέψαμε να πάρουν υποτροφία οι κρατούμενοι στο Ελληνικό Ανοιχτό Πανεπιστήμιο, να έχουμε ένα ΙΕΚ, να γίνει η φυλακή εξεταστικό κέντρο για Πανελλαδικές. Επειδή την επισκέπτομαι ξανά, βλέπω πως έχει φτιαχτεί δημοτικό, ενώ πλέον στον Κορυδαλλό και σε άλλα καταστήματα, υπάρχουν Σχολεία Δεύτερης Ευκαιρίας που ανοίγουν πόρτες στους ανθρώπους.
Και το λέω σε όλους τους γνωστούς μου που είναι έγκλειστοι. Εδώ είναι Ελλαδιστάν, δεν είναι Ευρώπη να μας βγάζουν στα εργοστάσια να δουλεύουμε σαν σκλάβοι στις βιομηχανίες τους. Δε θα μας βγάλουν για σεζόν έξω από τη φυλακή. Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε, είναι να σπουδάσουμε και να έχουμε μεροκάματα από ανούσιες δουλειές εντός των τειχών».
«Μόνο την προσωπικότητά σου μπορείς να χτίσεις ή να διαλύσεις ολοκληρωτικά στη φυλακή. Έχω συμμετάσχει δυο εξεγέρσεις όσο ήμουν μέσα, όμως δε κέρδισα πολλά, πέρα από πλαστικές σφαίρες, ξύλο και χημικά. Από την ενασχόλησή μου με τις τέχνες και ακαδημαϊκά ζητήματα, έχω βγει καλύτερος άνθρωπος εντός εκτός και επί ταυτά».
Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.