Η οδύσσεια της Σταυρούλας Κατσαφαρέα έπαιρνε ένα κάποιο τέλος, όταν δήλωνε τα εξής: «Νιώθω πικρία γιατί ανάμεσα στους μάρτυρες κατηγορίας, στους ψευδομάρτυρες δηλαδή, υπήρξαν και συγγενικά μου πρόσωπα».
Είχε προηγηθεί ένας Γολγοθάς χωρίς Ανάσταση, ένα τραγικό έγκλημα που στέρησε τη ζωή από τους γονείς της, με τον πιο σκληρό τρόπο. Ήταν Κυριακή του Πάσχα, 14 Απριλίου 1990, όταν στο Οίτυλο Λακωνίας, ένα λουτρό αίματος συγκλόνιζε την τοπική κοινωνία.
Η Σταυρούλα Κατσαφαρέα μόλις είχε βρει νεκρούς τους γονείς της, τον 58χρονο αγροφύλακα Πούλο και την 57χρονη νοικοκυρά Κανέλλα, στο σπίτι τους στην όμορφη παραλιακή κωμόπολη της Μάνης και είχε ειδοποιήσει έντρομη την Αστυνομία.
Ένα τραγικό έγκλημα, Κυριακή του Πάσχα
Οι γονείς της Σταυρούλας είχαν πέσει νεκροί από πυροβολισμούς σε κοντινή απόσταση. Ένα σαρανταπεντάρι πιστόλι και ένα τριανταοκτάρι περίστροφο είχαν βρεθεί στον τόπο του εγκλήματος. Και συνήθως, σε αυτές τις περιπτώσεις, αυτοί που η αστυνομία αναζητά ως πρώτους ύποπτους, είναι οι κοντινοί συγγενείς. Η Σταυρούλα Κατσαφαρέα κλήθηκε για ανάκριση.
Στο χωριό ψιθυρίζονταν πώς η Κατσαφαρέα δεν τα πήγαινε καλά στους γονείς της και ίσως να καυγάδιζαν και για ένα ζήτημα κληρονομιάς ακινήτου, ενός διώροφου σπιτιού. Στο ισόγειο του βρισκόταν μια ταβέρνα και στον πρώτο όροφο έμεναν οι γονείς της Σταυρούλας.

Σύμφωνα με την ιατροδικαστική εξέταση, το έγκλημα είχε συμβεί γύρω στις 9 το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου. Ήταν εκείνη η χρονική στιγμή όπου η Σταυρούλα, σύμφωνα με όσα υποστήριξε, βρισκόταν βρισκόταν στο σπίτι της στην Αρεόπολη και έκανε Ανάσταση με την αδελφή και το γαμπρό της.
Η Ασφάλεια δεν πείστηκε. Έκλεισε το φάκελο της δικογραφίας και την παρέπεμψε κατηγορούμενη στον εισαγγελέα. Μάλιστα της «χρέωσε» το πολεμικό όπλο και τις σφαίρες που είχε ο πατέρας της στο σπίτι. Εισαγγελέας και ανακριτής συμφώνησαν στην προφυλάκισή της, αν και εκείνη ορκιζόταν ότι δεν είχε καμία σχέση.
Τον Νοέμβριο του 1991, η Σταυρούλα Κατσαφαρέα πάλεψε για την αξιοπρέπεια της, ως κατηγορούμενη στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Τρίπολης.
«Δεν είχα λόγο να τους σκοτώσω»
«Δεν είχα λόγο να σκοτώσω τους γονείς μου, ούτε ξέρω από όπλα», είπε στην απολογία της. «Με τη μητέρα μου είχαμε κάποιες προστριβές, αλλά τίποτα πέρα από τα συνηθισμένα. Είμαι αθώα, μακάρι να ήξερα τους δολοφόνους». Ωστόσο το δικαστήριο την έκρινε ένοχη και την καταδίκασε σε δύο φορές ισόβια κάθειρξη. Η 37χρονη γυναίκα επέστρεψε στις φυλακές Κορυδαλλού.
Τα βάσανα της όμως δεν είχαν τελειωμό.
Ήταν 1993, όταν ο εισαγγελέας άσκησε ποινική δίωξη για την ίδια υπόθεση σε βάρος της 33χρονης αδελφής της Σταυρούλας Κατσαφαρέα και του συζύγου της. Σύμφωνα με το κατηγορητήριο, ο 44χρονος Αντώνης Τσατσούλης με την παρότρυνση της συζύγου του Μαρίας αποφάσισε να σκοτώσει τα πεθερικά του, μαζί με την Σταυρούλα.
Οι τρεις κατηγορούμενοι οδηγήθηκαν στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Καλαμάτας το Μάιο του 1995, αλλά, ελλείψει στοιχείων, αθωώθηκαν κατά πλειοψηφία. Ωστόσο ο αρμόδιος εισαγγελέας άσκησε έφεση κατά της απόφασης κι έτσι τρεις μήνες αργότερα οι τρεις κατηγορούμενοι ξανακάθισαν, όλοι μαζί αυτή τη φορά, στο εδώλιο του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Ναυπλίου, για να δικαστούν σε δεύτερο βαθμό.
ΑΡΝΟΥΜΑΙ

Η Κατσαφαρέα δεν σταμάτησε να επιμένει: «Όσο ζω θα αρνούμαι ότι σκότωσα τους γονείς μου», ακούγοντας τους μάρτυρες κατηγορίας να καταθέτουν εις βάρος της. Κανείς τους δεν είχε σαφή στοιχεία που να τη συνδέουν με τον φόνο, μόνο εκτιμήσεις πως δεν μπορούσε να είναι άλλος ο φονιάς εκτός από εκείνη. Ο γαμπρός της επίσης αναρωτιόταν πώς και γιατί είχε βρεθεί κατηγορούμενος. Ήταν και οι τρεις στην Αρεόπολη όταν είχε γίνει το έγκλημα, όμως κανείς δεν τους πίστευε.
Οι ιατροδικαστές μίλησαν και πάλι για «επαγγελματίες εκτελεστές με γνώσεις από όπλα» και ο εισαγγελέας ήθελε να βάλει τους τρεις κατηγορούμενος στη φυλακή. Όμως οι ένορκοι είχαν διαφορετική άποψη. Οι τέσσερις ψήφοι τους υπερίσχυσαν των τριών των μελών του δικαστηρίου και οι κατηγορούμενοι αθωώθηκαν.
Η Σταυρούλα έκλαιγε γοερά, έκλαιγε όπως δεν είχε κλάψει ποτέ. Πέντε χρόνια χαμένα στη φυλακή, μια οικογένεια ξεκληρισμένη από τις σφαίρες φονιάδων, μια ζωή διαλυμένη που έπρεπε να συναρμολογήσει ξανά. Το χειρότερο όλων, οι ψίθυροι σε όλη την Μάνη για την ενοχή της που δεν έλεγαν να κοπάσουν. Ειδικά όταν έμαθαν ότι ο Άρειος Πάγος άσκησε έφεση κατά της απόφασης του Εφετείου Ναυπλίου.
Ένα συμβόλαιο θανάτου
Ένα χρόνο αργότερα ήρθε η λύτρωση. Τότε η Ασφάλεια Αττικής ανακοίνωσε ότι το ζεύγος Κατσαφαρέα είχε σκοτώσει ο κακοποιός Βασίλης Σούφλας, μέλος της αδίστακτης συμμορίας που είχε χαρακτηριστεί ως «το συνδικάτο του εγκλήματος» και το οποίο κρυβόταν πίσω από αιματηρές ληστείες και πληρωμένα «συμβόλαια θανάτου».
Όμως ήταν και αυτός νεκρός από τις σφαίρες των ίδιων των συνεργών του κι έτσι ποτέ δεν μαθεύτηκε ποιος ήθελε νεκρούς τους γονείς της Σταυρούλας Κατσαφαρέα στο Νέο Οίτυλο.
«Κατηγορήθηκα άδικα για τη δολοφονία των γονιών μου, τους οποίους λάτρευα και κανείς πια δεν μπορεί να μου τους φέρει πίσω», θα πει η Σταυρούλα Κατσαφαρέα. Το 2005 προσπάθησε να διεκδικήσει αποζημίωση ύψους 1.5 εκατομμυρίων ευρώ από το Δημόσιο για την άδικη προφυλάκιση της, χωρίς επιτυχία.
Πηγές: bloko.gr - αφήγηση Νίκου Τσέφλιου.
Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.