Μενού

Επτά μέρες χωρίς νερό: Η οδύσσεια του Πάμπλο Βαλέντσια στην έρημο

scull desert
SHUTTERSTOCK
  • Α-
  • Α+

Ήταν το καλοκαίρι του 1905, όταν ο Πάμπλο Βαλέντσια, περιπλανήθηκε στην έρημο, νοτιοανατολικά της Γιούμα, χωρίς νερό, μόνος και με το όνειρο της εξεύρεσης χρυσού να μοιάζει με εφιάλτη. Έμοιαζε να έχουν περάσει αιώνες από το ξεκίνημα εκείνου του ταξιδιού και ο μόνος «χρυσός» που αναζητούσε πια, ήταν λίγες γουλιές νερό.

Τα κατάφερε τελικά; Βγήκε νικητής από αυτή τη μάχη; Μέχρι τότε, οι περισσότεροι περιηγητές, μετά από δύο μέρες στην έρημο δεν άντεχαν άλλο, πέθαιναν μαρτυρικά. Εκείνος όμως κατάφερε και άντεξε σχεδόν επτά μέρες. Πώς; Θα ρωτήσετε.  Αυτό δεν είναι μια απλή ιστορία αφυδάτωσης. 

Η αφήγηση του ερευνητή και φίλου του, Γουόλτερ ΜακΓκί, μας δίνει όλες τις απαντήσεις. 

Η περιοχή Τινάχας Άλτας ήταν γεμάτη από πηγές με πόσιμο νερό, ήταν το μοναδικό σημείο σε ακτίνα τουλάχιστον 50 χιλιομέτρων που μπορούσαν οι περιηγητές της ερήμου του Μεξικό να βρουν καθαρό νερό.

Εκεί είχε κατασκηνώσει ο ΜακΓκί, με σκοπό να ερευνήσει τη μετεωρολογία και τη βιολογία της περιοχής. Εκεί υποδέχθηκε δύο περιηγητές, τον Χέσους Ρίος και τον Πάμπλο Βαλέντσια, που είχαν ένα πολύ φιλόδοξο σχέδιο.

Ο Ρίος και ο Βαλέντσια είχαν ξεκινήσει εδώ και αρκετές μέρες το ταξίδι τους  με προορισμό ένα στρατηγικής σημασίας σημείο στα σύνορα του Μεξικό, που ο Βαλέντσια πίστευε πως εκεί υπάρχει χρυσός. Στο δρόμο τους συνάντησαν τον ΜακΓκί, του ζήτησαν μια γενναία ποσότητα νερού, για τουλάχιστον τρεις μέρες και έπειτα χαιρετήθηκαν ξανά. Η ανυπομονησία για το χρυσό τους είχε θολώσει τα μυαλά και είχαν ήδη κάνει ένα μεγάλο λάθος. 

Είχαν μαζί τους έξι γαλόνια νερό, για να καταναλώσουν σε τρεις μέρες. Μετά την πρώτη μέρα του ταξιδιού τους, ο Βαλέντσια κατάλαβε πως χρειάζονταν τουλάχιστον δύο γαλόνια για τον καθένα, ανά ημέρα. Έστειλε τον Ρίος πίσω, στο Τινάχας Άλτας, για να πάρει κι άλλο νερό. Ο νέος στόχος ήταν να συναντηθούν στο σημείο Σιέρα Χορναντέϊ. 

Δεν τα κατάφεραν ποτέ. 

Ο Βαλέντσια προχώρησε μακριά από το σημείο συνάντησης τους. Ο Ρίος έχασε τον Βαλέντσια και αναγκάστηκε να γυρίσει ξανά πίσω στο σημείο τροφοδοσίας τους. 

Ο Βαλέντσια βρέθηκε σε ένα τραγικό σταυροδρόμι: είχε «στεγνώσει» από προμήθειες, τόσο για να γυρίσει πίσω, όσο και για να προχωρήσει προς το σημείο που πιθανώς υπήρχε χρυσός. Προχώρησε προς την περιοχή Τούλε Τανκς, αλλά δεν κατάφερε να βρει νερό.

Περπάτησε ασταμάτητα για σχεδόν πέντε μέρες, διασχίζοντας μια απόσταση 61 χιλιομέτρων (!). Τον χώριζαν άλλα 35 χιλιόμετρα για να φτάσει στο Τινάχας Άλτας.

Μέρες ατέλειωτες χωρίς νερό

Δεν άντεχαν τα πόδια του να σταθεί όρθιος. Το βάδισμα του ήταν αυτό του ανθρώπου που μοιάζει να μπουσουλάει, με κατεύθυνση προς το βέβαιο θάνατο.  Το μόνο υγρό που είχε καταναλώσει ως τότε, ήταν μερικές σταγόνες υγρασίας μέσα από το κουφάρι ενός σκορπιού και τα ίδια του τα ούρα.

Το σάλιο του είχε γίνει σαν κόμπος από βαμβάκι και είχε απαίσια γεύση. Είχε χάσει τον έλεγχο της γλώσσας του, που κόλλαγε στον ουρανίσκο ή στα δόντια του. Το να ψελλίσει ολόκληρες λέξεις του προκαλούσε πόνο. 

Η οδύσσεια του θύμιζε εκείνη των φαλαινοθήρων του καραβιού Έσεξ, το 1821, των οποίων η περιπέτεια κόντρα σε μια «εκτός εαυτού» φάλαινα, που είχε διαλύσει το σκαρί τους και η ατέλειωτη περιπλάνηση τους στις θάλασσες της Νότιας Αμερικής, είχε εμπνεύσει τον Ερμάν Μελβίλ στο να γράψει το θρυλικό «Μόμπι Ντικ».

Το θαλασσινό νερό με το οποίο προσπαθούσαν να βρέξουν τα χείλη τους, έμοιαζε να έχει γεύση δηλητήριο. Ο Βαλέντσια στην έρημο του Μεξικό, δεν είχε ούτε αυτό.

Δύο μέρες αργότερα, μέσα στη νύχτα, ο ΜακΓκί πίστεψε ότι άκουσε μια αγελάδα να μουγκρίζει από μακριά. Πίστεψε πως θα μπορούσε να είναι ο Βαλέντσια. Έτρεχε προς το μέρος του θορύβου.  Αυτό που βρήκε ήταν έναν άνθρωπο που θα έπρεπε να είχε πεθάνει εδώ και μέρες, αλλά είχε αρνηθεί. Ο ΜακΓκί γράφει:

«Ήταν τελείως γυμνός. Τα μυώδη πόδια και χέρια του είχαν γίνει λεπτά και αδύναμα. Τα χείλη του είχαν εξαφανιστεί λες και είχαν ακρωτηριαστεί, αφήνοντας μόνο χαμηλά περιγράμματα μαυρισμένου ιστού».

«Τα δόντια και τα ούλα του προεξείχαν σαν ζώου που έχει γδαρθεί, αλλά η σάρκα ήταν μαύρη σαν αποξηραμένο κρέας. Η μύτη του είχε μαραθεί και είχε συρρικνωθεί στο μισό του μήκους της».

«Οι πιο φρέσκες πληγές στο σώμα του έμοιαζαν με γρατζουνιές πάνω σε ξερό δέρμα, χωρίς ίχνος αίματος ή πύον. Τον βρήκαμε κουφό σε όλα εκτός από τους δυνατούς ήχους, και τόσο τυφλό που μπορούσε να ξεχωρίσει μόνο το φως από το σκοτάδι.»

Ο ΜακΓκί βοήθησε τον Βαλέντσια να αναπληρώσει υγρά και σάκχαρα.  Μέσα σε δύο μέρες ήταν ξανά ικανός να περπατήσει και να ιππεύσει. Η περιπέτεια του καταγράφηκε βήμα προς βήμα από τον ΜακΓκί και εκδόθηκε αργότερα ως μελέτη με τίτλο «Η Δίψα της Ερήμου ως Ασθένεια».

Η μελέτη παρουσιάστηκε σε καθηγητές πανεπιστημίου του Σεν Λίουις και έγινε σημείο αναφοράς για την ιατρική διαχείριση ανθρώπων που έχουν υποστεί κακουχίες στην έρημο.

Πηγές: altaonline,  tuckson weekly, Ναθάνιελ Φίλμπρικ «Στην Καρδιά της Θάλασσας».

Google News

Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.