Τα τελευταία χρόνια οι συζητήσεις περί Μεταπολίτευσεις αφορούν κυρίως δύο πράγματα. Αφενός μία μόνιμη προαναγγελία ή κήρυξη του τέλους της και το πέρασμα σε μία νέα εποχή. Αφετέρου, και ιδιώς μέσα στην περίοδο και τους λόγους της κρίσης, μία μόνιμη κριτική στα λάθη της που δήθεν οδήγησε τη χώρα στα βράχια.
Στις 24 Ιουλίου, σε μία εθιμοτυπική τελετή που ομολογουμένως αφορά ελάχιστους, η Πρόεδρος της Δημοκρατίας παρέθεσε δεξίωση για τη συμπλήρωση των 50 χρόνων από την αποκατάσταση της Δημοκρατίας στην Ελλάδα, δηλαδή από την περίφημη στιγμή που ο Κωνσταντίνος Καραμανλής κατέβηκε από το αεροπλάνο φτιάχνοντας τη σκηνοθεσία της επιστροφής των πολιτικών στα πράγματα.
Δύο ημέρες πριν από τη δεξίωση, στο Κέντρο Τεχνών του Δήμου Αθηναίων παρουσιαζόταν για πρώτη φορά στους δημοσιογράφους η μεγάλη ιστορική έκθεση «1974 & 1994: Η Αθήνα γιορτάζει την ελευθερία της», μία έκθεση του ΟΠΑΝΔΑ που υλοποιείται μετά από συνεργασία της Τεχνόπολης του Δήμου Αθηναίων, των Γενικών Αρχείων του Κράτους αλλά και των ΑΣΚΙ.
Μέσα από αυτή την πολύ ενδιαφέρουσα έκθεση, που να τονίσουμε ότι είναι δωρεάν για το κοινό, δημιουργείται μία σύνδεση μεταξύ των δύο επετείων: Των 80 χρόνων από την απελευθέρωση των Αθηνών από τους ναζί κατακτητές και των 50 από την αποκατάσταση της Δημοκρατίας.
Με αφορμή τις δύο αυτές επετείους, μίλησα με έναν εκ των βασικών συντελεστών του έργου, τον ιστορικό Στάθη Παυλόπουλο, Συντονιστή Προγραμματισμού & Επιστημονικών Δράσεων στα ΑΣΚΙ και διδάσκοντα στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο για τη Μεταπολίτευση, τους λόγους για αυτή αλλά και για αυτή την πολύ σημαντική έκθεση.
Γιατί η 17η Νοεμβρίου αφορά τόσο πολλούς και η 24 Ιουλίου τόσο λίγους;
Νομίζω ότι είναι ένα άθροισμα παραγόντων. Αρχικά θεωρώ ότι έχει να κάνει με το πραγματικό φορτίο της Εξέγερσης, η οποία για πρώτη φορά τόσο ανοιχτά και μαζικά -ας μην ξεχνάμε εδώ και τον ρόλο του συγκεντρωμένου πλήθους έξω από το Πολυτεχνείο- αμφισβήτησε την παντοδυναμία του καθεστώτος. Και μάλιστα την αμφισβήτησε στο δημόσιο χώρο και στον δρόμο. Στο πεδίο δηλαδή όπου οι δικτάτορες με τα τανκς, τα μπλόκα, τους ελέγχους ταυτότητας και τις απαγορεύσεις θεωρούσαν ότι είχαν επιβάλει την απόλυτη κυριαρχία τους.
Σίγουρα, η 17η Νοεμβρίου είναι κι ένας συμβολικός τόπος μνήμης. Στα χρόνια που ακολούθησαν το 1974 και έως σήμερα, η Εξέγερση του Πολυτεχνείου έλαβε και όλο αυτό το συλλογικό φαντασιακό στοιχείο και τις ρομαντικές θεάσεις μιας νεολαΐστικης εξέγερσης που καταπνίγηκε στο αίμα, παράμετροι δηλαδή που συνέβαλαν περαιτέρω στη συμβολική μνημειοποίησή της.
Νομίζω τέλος ότι σχετίζεται και με την αυτόνομη ζωή της επετείου στη διάρκεια των χρόνων της Γ΄ Ελληνικής Δημοκρατίας, ανεξάρτητα δηλαδή από το ίδιο το γεγονός. Η 17η Νοεμβρίου αποτέλεσε μια σταθερή αναφορά του φοιτητικού κινήματος από το 1974 κι εξής· Ας σκεφτούμε το γνωστό σε όλους μας σύνθημα «Εμπρός για της γενιάς μας τα Πολυτεχνεία» το οποίο συγχρόνως μνημονεύει αλλά και υπερβαίνει το γεγονός που εορτάζεται.
Άρα η Εξέγερση του Πολυτεχνείου με κάποια έννοια έγινε κι ένα ευρύτερο ταυτοτικό ορόσημο για το φοιτητικό και νεολαιίστικο κίνημα και τις διεκδικήσεις του στη διάρκεια των 50 ετών δημοκρατίας. Από την άλλη πλευρά νομίζω ότι σταδιακά η 24η Ιουλίου έλαβε μια πιο έντονα θεσμική υπόσταση και συνδέθηκε με μια λογική ενός πιο εθιμοτυπικού εορτασμού της δημοκρατίας από το ελληνικό κράτος, με μια μάλλον πιο χαμηλή κοινωνική γείωση και περιορισμένη λαϊκή συμμετοχή.
Γιατί είναι σημαντικό να μιλάμε σήμερα για τη Μεταπολίτευση, τα λάθη αλλά και τις κατακτήσεις της;
Υπό την οπτική μου το να συζητάμε και να στοχαζόμαστε γύρω από την δημοκρατία και την Μεταπολίτευση έχει από μόνο του σημασία και αυταξία. Μια τέτοια συζήτηση εκτός άλλων ενθυλακώνει παγιωμένες ή νέες αντιλήψεις γύρω από την έννοια της δημοκρατίας και τους μετασχηματισμούς της, κοινωνικές δυναμικές του σήμερα, ρητά και άρρητα αιτήματα της κοινωνίας που σχετίζονται με το παρόν και γενικότερα ζητήματα που όλοι και όλες γενικώς και ειδικώς οι ιστορικοί, οφείλουμε να τα ακούσουμε και να κατανοήσουμε το περιεχόμενό τους.
Άρα συμφωνώ, με αυτό που σημειώνεις στην ερώτησή σου, ότι η συζήτηση γύρω από την πτώση της δικτατορίας και τη Μεταπολίτευση μόνο κριτικά και αυτοκριτικά μπορεί να γίνει. Ώστε να είναι και παραγωγική, να μας βοηθήσει δηλαδή να συναισθανθούμε, θέτοντας τον εαυτό μας στη θέση άλλων ανθρώπων που έζησαν σε μια άλλη εποχή, προγενέστερη αλλά ήταν κι εκείνοι άνθρωποι· με φόβους, ανασφάλειες, αγωνίες να βλέπουν τους αγαπημένους τους και να ζουν τη ζωή τους.
Μόνο έτσι νομίζω θα μπορέσουμε να αντιληφθούμε το μη αυτονόητο και το υπερβατικό κάποιων πράξεων, μόνο έτσι θα κατανοήσουμε ότι στα χρόνια της δικτατορίας και του αντιδικτατορικού αγώνα, οι άνθρωποι είχαν να διακινδυνεύσουν πολλά πράγματα, κατεξοχήν τη ζωή και τη σωματική τους ακεραιότητα από την ενεργή αντίσταση κατά του καθεστώτος. Ένα καθεστώς που επίσης δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι κατεξοχήν στηρίζονταν στο δόγμα νόμος και τάξη και στην με κάθε μέσο συντριβή της αντίδρασης και της αντίστασης.
Το δόγμα αυτό συνοψίζεται σε ένα ανατριχιαστικό ηχητικό απόσπασμα από έναν λόγο του Γ. Παπαδόπουλου που ακούγεται στην έκθεση: «ούτε κουνούπι δεν κουνιέται καθ’ άπασα την επικράτεια». Είναι νομίζω η πεμπτουσία της βιαιότητας και της επιβολής. Άρα λοιπόν μια συζήτηση για τη δημοκρατία και τη Μεταπολίτευση αφενός μας θυμίζει το τι προηγήθηκε και πόσο μαύρο ήταν συγχρόνως όμως την πάντα ίδια -διαχρονικά και διατοπικά- συνθήκη ανελευθερίας και καταπάτησης των δικαιωμάτων από τα ολοκληρωτικά καθεστώτα.
Αφετέρου μας θυμίζει ότι η περίοδος της Μεταπολίτευσης με την ευρεία έννοια του όρου ή της Γ΄ Ελληνικής Δημοκρατίας πιο τυπικά, με όλα τα λάθη, τις παραλείψεις και τις κρίσεις είναι η πιο μακρά περίοδος δημοκρατίας και κοινοβουλευτισμού στην ελληνική ιστορία που επίσης χτίστηκε μέρα τη μέρα και όχι ως μια ιστορική νομοτέλεια. Φαντάζει αυτονόητο επειδή ζούμε μέσα σε αυτή τη συνθήκη ελευθερίας, αλλά δεν είναι. Όπως βλέπουμε γύρω μας σε πολλές περιπτώσεις η ανθρωπότητα ούτε με τον ολοκληρωτισμό, ούτε με τον πόλεμο και την βία έχει τελειώσει, δυστυχώς.
Η Μεταπολίτευση έφερε μαζί της και μία πραγματική αποχουντοποίηση ή αυτή αφορά μόνο τα ανώτατα κλιμάκια του στρατού και τον ακαδημαϊκό χώρο;
Χωρίς να είμαι ειδικός στα άλλα ευρωπαϊκά παραδείγματα όπως π.χ. της Ισπανίας ή της Πορτογαλίας για να έχω ένα ουσιαστικό πλαίσιο σύγκρισης, στην ελληνική περίπτωση θεωρώ ότι η αποχουντοποίηση προχώρησε γρήγορα και αποφασιστικά, όπως έχει καταδειχθεί και από τη σύγχρονη βιβλιογραφία.
Αυτό συνέβη τόσο μέσα από τις πρωτοβουλίες της κυβέρνησης Καραμανλή, όσο κυρίως από την κοινωνική πίεση που ασκήθηκε για «κάθαρση» και «τιμωρία των προδοτών» της χούντας. Στην έκθεση υπάρχει μια πολύ χαρακτηριστική φωτογραφία από το αρχείο των ΑΣΚΙ όπου δεσπόζει ένα πανό με τη φράση «Αποχουντοποίηση» κατά τη διάρκεια πορείας, ενόψει των δικών των χουντικών. Το μήνυμα της φωτογραφίας είναι τόσο ηχηρό υποδεικνύοντας το βάρος αυτής της κοινωνικής έντασης και της ανάγκης για «Νέμεση».
Η «Ύβρις» δεν ήταν μόνο το βάρος της 7χρονης καταπίεσης και ανελευθερίας ήταν και τότε, πολύ νωπό και βαθύ τραύμα της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο που η κοινωνία δεν μπορούσε να συγχωρέσει στους δικτάτορες. Όλα αυτά για να επανέλθω στο ερώτημά σου δεν σημαίνουν ότι κατά την επόμενη περίοδο οι νοσταλγοί του καθεστώτος ή οι ακροδεξιοί θύλακες ήταν ανύπαρκτοι κοινωνικά και πολιτικά, σε κάθε περίπτωση συνιστούσαν ένα κατεξοχήν περιθωριακό φαινόμενο, ενάντια στην κοινωνική ανοχή.
Παρότι η Μεταπολίτευση ξεκινάει με τον Καραμανλή, τελικά συνδέθηκε εν πολλοίς με το ΠΑΣΟΚ. Είναι αλήθεια αυτό;
Εκεί κάπου επανέρχεται η γνωστή και εν πολλοίς αξεδιάλυτη συζήτηση για τη στιγμή και τη διάρκεια της Μεταπολίτευσης. Η Μεταπολίτευση με τη στενή έννοια του όρου, ως μια πολιτική διαδικασία δηλαδή που διαρκεί περίπου έναν χρόνο από τον Ιούλιο του 1974 έως το καλοκαίρι-φθινόπωρο περίπου του 1975 με την ψήφιση του νέου Συντάγματος της χώρας και την Δίκη των πρωταιτίων του καθεστώτος ή η Μεταπολίτευση ως μια μακρά περίοδος μεταβολών και κατακτήσεων πολύ μεγαλύτερη της στενής αυτής ερμηνείας των ορίων.
Στη δεύτερη διευρυμένη αυτή ανάγνωση, πράγματι το ΠΑΣΟΚ είναι πιο ταυτισμένο με την εποχή αυτή γιατί το 1981 σηματοδότησε και το κλείσιμο αυτού του πρώτου κύκλου κυβερνήσεων του Κ. Καραμανλή και την ομαλή εναλλαγή δύο κομμάτων στην εξουσία. Νομίζω όμως ότι η σύνδεση αυτή Μεταπολίτευσης-ΠΑΣΟΚ είναι εν πολλοίς μεταγενέστερη, και προέρχεται κυρίως από την εποχή της πολιτικής αμφισβήτησης της Μεταπολίτευσης, στις αρχές της δεκαετίας του 1990 κι εξής, συζήτηση που αναζωπυρώνεται και ανανοηματοδοτείται στα πρόσφατα χρόνια της οικονομικής κρίσης οπότε η Μεταπολίτευση ως έννοια αποκτά κυρίως αρνητικό πρόσημο.
Με τα γνωστά σε όλους μας συμφραζόμενα μιας εποχής σπατάλης, τρυφηλής ζωής χωρίς κόπο, διασπάθισης του δημόσιου πλούτου και αλόγιστων προνομίων. Είναι μια εννοιολόγηση άρα που πρέπει να τη δούμε στην εποχή παραγωγής της και στο πλαίσιο ενός τέτοιου ισοπεδωτικού κατά τη γνώμη μου λόγου.
Πάω στην έκθεση. Η σύνδεση μεταξύ των δύο επετείων (απελευθέρωση Αθηνών και αποκατάσταση της Δημοκρατίας), όπως την κάνετε στην έκθεση, πώς προέκυψε;
Το συνδετικό νήμα των δύο επετείων και των δύο διαφορετικών εποχών είναι οι έννοιες της Ελευθερίας και της Δημοκρατίας, έννοιες που συνδέουν τις δύο διαφορετικές εποχές και που έρχονται ως απόρροια της λαϊκής κινητοποίησης και των αγώνων: ενάντια στη ναζιστική Κατοχή και ενάντια στους δικτάτορες και το καθεστώς.
Το υπόβαθρο αυτών των εννοιών θέλαμε να είναι η πόλη της Αθήνας, ο δημόσιος χώρος, η μαζική διεκδίκηση και η πηγαία χαρά που εκδηλώνεται δημόσια στους ανθρώπους των γειτονιών και του κέντρου της πόλης.
Η ιδέα συνδιαμορφώθηκε μέσα από τις συζητήσεις όλων των συντελεστών της έκθεσης, των ανθρώπων δηλαδή της Τεχνόπολης του Δήμου Αθηναίων και του ΟΠΑΝΔΑ, των ΑΣΚΙ, των ΓΑΚ και του Ιστορικού Αρχείου του Δήμου Αθηναίων. Νομίζω το αποτέλεσμα της έκθεσης «1974/1944: Η Αθήνα γιορτάζει την Ελευθερία της» δικαιώνει αυτή τη τολμηρή σύζευξη δύο διαφορετικών στιγμών της σύγχρονης μας ιστορίας και της ιστορίας της πόλης.
Υπάρχει κάποιο έκθεμα που να το έχεις ξεχωρίσει;
Θα έλεγα ότι έχουν μια ξεχωριστή θέση στην έκθεση τόσο για την ενότητα της Απελευθέρωσης (1944) όσο και της Μεταπολίτευσης (1974) δύο κοινές αφιερωματικές ενότητες με τίτλο «Αυτοί/ες που δεν πρόλαβαν», όπου παρουσιάζονται ιστορίες και φωτογραφίες ανθρώπων που δεν πρόλαβαν, να ζήσουν την χαρά της δημοκρατίας και τη γιορτή της ελευθερίας γιατί μόνο πρόλαβαν να θυσιαστούν γι’ αυτές.
Εκτός από την ελευθερία, οι ίδιοι/ες, συγχρόνως θυσιάστηκαν για την πανανθρώπινη και διαχρονική ανάγκη των κοινωνιών για αυθόρμητη χαρά, πανηγυρισμούς και γλέντι. Υπό την έννοια αυτή οι ενότητες αυτές δεν συνιστούν ένα «μαρτυρολόγιο» αλλά ένα μικρό φόρο τιμής στους αφανείς της χαράς. Σε ανθρώπους που οι δικές τους ιστορίες παύουν να είναι ατομικές αλλά γίνονται συλλογικές, περικλείοντας πολλές και άλλων αγωνιστών/τριών.
Θα δούμε και άλλες παρόμοιες δράσεις από τα ΑΣΚΙ στο μέλλον;
Πρόθεση όλων μας στα ΑΣΚΙ είναι να παραμένουμε ενεργοί και παρεμβατικοί στο δημόσιο διάλογο και στον ιστορικό αναστοχασμό. Άρα ναι διοργανώνουμε ήδη και θα διοργανώσουμε αντίστοιχες δράσεις για διαφορετικές θεματικές που καλύπτει το αρχειακό απόθεμα, τα ενδιαφέροντα και το ερευνητικό δυναμικό των ΑΣΚΙ.
Ήδη ετοιμάζονται δύο μικρότερες εκθέσεις ακόμα, μια για την αλβανική μετανάστευση στην Ελλάδα κατά τη δεκαετία του 1990, ως συνέχεια ενός συναφούς ερευνητικού έργου, και μία ακόμη για την πρώτη μεταπολιτευτική περίοδο με μια άλλη όμως, ειδικότερη εστίαση στην αφίσα και την κοινωνική διεκδίκηση.
Άρα οι αναγνώστες/τριες μας ας παραμείνουν συντονισμένοι/ες φυσικά και ψηφιακά… Έως τότε μπορούν να πειρηγηθούν και στο άρτι ανασχεδιασμένο και εμπλουτισμένο Ψηφιακό αποθετήριο των ΑΣΚΙ που παρέχει ελεύθερη πρόσβαση σε περισσότερες από 300.000 ψηφιακές εικόνες γύρω από θεματικές του 20ου αιώνα.
Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.