Μενού

Ο Βασίλης περιγράφει τη ζωή στις φυλακές

fylakes-korydallou
Eurokinissi
  • Α-
  • Α+

Ήταν μερικά δευτερόλεπτα, όμως ένιωσε ότι η ζωή του πέρασε μπροστά από τα μάτια του, σαν ταινία. Η ανάσα του είχε κοπεί, ο ιδρώτας κυλούσε στο πρόσωπό του και η καρδιά του χτυπούσε πιο δυνατά από ποτέ. Δεν έχει βιώσει ξανά αυτή την ένταση στη ζωή του, αισθανόταν πως όλα τελείωναν εκεί.

Σε λίγη ώρα, από το φως, θα μεταφερόταν σε ένα βαθύ σκοτάδι. Θα περιφερόταν άσκοπα ανάμεσα στους διαδρόμους, τις πτέρυγες, τα κελιά, ανάμεσα σε άλλες θολές και σκυρτές φιγούρες. Έκανε με το μυαλό του χιλιάδες σενάρια, βγαλμένα από τους πιο μεγάλους του φόβους.

Το όχημα σταμάτησε και τον έβγαλαν έξω. Οι καρποί του πάγωσαν από το κρύο μέταλλο, όταν του πέρασαν τις χειροπέδες. Η σιδερένια πόρτα έμοιαζε σχεδόν ασήκωτη. Ο Βασίλης κοιτούσε τριγύρω σα να ήταν χαμένος. Όλα ήταν άγνωστα. Το περιβάλλον, οι άνθρωποι, τα βλέμματα. Τον κατέκλυσε φόβος και ένιωσε ένα ελαφρύ ρίγος.

Μετά από πολλή ώρα που περπατούσαν, μετά από αμέτρητες πόρτες που ανοιγόκλειναν, έφτασαν μπροστά από το κελί του. Το ξεκλείδωσαν και εκείνος μπήκε μέσα. Δύο ακόμα άτομα βρίσκονταν εκεί και τον κοιτούσαν από πάνω μέχρι κάτω. Τον έκοβαν. Φυσιογνωμίες περίεργες, φαινόταν ότι είχαν ζήσει για χρόνια ανάμεσα σε αυτούς τους στενούς τοίχους, πίσω από αυτά τα χοντρά κάγκελα. Είπε μια τυπική καλησπέρα και μετά παρέμεινε αμίλητος.

fylakes korydallou
Φυλακές Κορυδαλλού. | EUROKINISSI/ΤΑΤΙΑΝΑ ΜΠΟΛΑΡΗ

Παρατηρούσε τριγύρω το περιβάλλον. Τοίχοι φθαρμένοι, με σοβάδες να κρέμονται, έντομα, βρωμιά. Ο χώρος του κελιού μύριζε κάτι μεταξύ μούχλας και κλεισούρας. Αποπνικτική μυρωδιά. Τότε ήταν τέλη Δεκέμβρη και το κρύο διαπερνούσε όλο του το κορμί, ακόμα και όταν σκεπάστηκε μέχρι το λαιμό με την κουβέρτα. Οι υπόλοιποι τον κοιτούσαν επίμονα, όμως είδαν πως δεν ήθελε πολλά πολλά. Άρχισαν να μιλούν και να γελάνε μεγαλόφωνα μεταξύ τους, όμως εκείνος δεν έδινε σημασία. Ήταν απορροφημένος στις σκέψεις του και οι φωνές τους, ακούγονταν μακρινές στο κεφάλι του, σαν να προέρχονταν από κάποιο όνειρο.

Τα φώτα έσβησαν και όλες οι πτέρυγες βυθίστηκαν στο μαύρο. Όσο περνούσε η ώρα, ένιωθε ότι κάποιος τον κρατά από τον λαιμό και τον πνίγει. Αργότερα, το κεφάλι του άρχισε να μουδιάζει και οι παλμοί του να αυξάνονται. Το στομάχι του έγινε κόμπος, ένιωθε ότι θα πεθάνει. Ήταν μία αίσθηση πρωτόγνωρη που του κλόνισε τα σωθικά. Προσπάθησε να πάρει βαθιές ανάσες και να μετράει καθώς φυσούσε και ξεφυσούσε.

Αργότερα, κάπως συνήλθε και άνοιξε τα μάτια. Κοιτούσε το ταβάνι, ούτε ξέρει για πόσες ώρες. Σκεφτόταν τη ζωή του, όλα όσα είχε ζήσει, αναβίωνε τις ευχάριστες στιγμές, ζύγιζε τις επιλογές του, ανέλυσε όλη του τη διαδρομή από το παρελθόν μέχρι το παρόν του, κάνοντας ένα νοητό χρονολόγιο. Το μέλλον του δεν μπόρεσε να το σκεφτεί, καθώς η σκέψη του σταματούσε στο τώρα και γινόταν βραχνή, όπως η φωνή του.

Συνειδητοποίησε ότι δεν μπορούσε να κοιμηθεί γιατί φοβόταν. Φοβόταν μήπως αυτό το αόρατο χέρι που του έπνιγε το λαιμό, θα τον σκότωνε. Φοβόταν τους συγκελίτες του. Φοβόταν τη φυλακή. Είχε ακούσει τόσα πολλά για αυτόν τον μικρόκοσμο, όλα σκοτεινά. Είχε ακούσει για μαχαιρώματα, αυτοκτονίες, εξεγέρσεις, εξαθλίωση.

Όλα αυτά έμοιαζαν πολύ μακρινά, όμως η πραγματικότητα τον έφερε και τον έριξε μέσα σε αυτόν τον κόσμο. Μετά πήρε το βλέμμα από το ταβάνι και άρχισε να παρατηρεί τα πρόσωπα των ανθρώπων που κοιμόντουσαν στις κουκέτες. Ο ένας ήταν μεγαλύτερος σε ηλικία, τα μαλλιά του ήταν λευκά και φαινόταν ταλαιπωρημένος. Ο δεύτερος είχε τατουάζ σε όλο του το σώμα, ήταν μυώδης και πανύψηλος, με μία ουλή πάνω από το μάτι, ενώ ο τρίτος, μικροκαμωμένος και αδύνατος. Έκανε διάφορα σενάρια για το τί μπορεί να έφερε όλους αυτούς τους ανθρώπους στη φυλακή.

fylakes korydallou
Φυλακές Κορυδαλλού. | EUROKINISSI

Οι αχτίδες του ήλιου εμφανίστηκαν στον ορίζοντα και σιγά-σιγά, διαπέρασαν τα κάγκελα και άρχισαν να διαχέονται μέσα στα μικροσκοπικά κελιά. Εκείνος ήταν άυπνος και ένιωθε εξαντλημένος. Μετά από λίγο, ο φύλακας ξεκλείδωσε τις πόρτες και εκείνος βγήκε έξω στο προαύλιο. Ένα γκρι, τσιμεντένιο, αδιάφορο προαύλιο, το οποίο πλαισιωνόταν από πανύψηλους τοίχους και συρματοπλέγματα. Ο ουρανός ήταν μουντός και έδενε απόλυτα με το τοπίο. Όταν πήγε για πρωινό, ένιωθε εκατοντάδες βλέμματα να τον γδύνουν.

Κάθισε σε ένα τραπέζι και ήρθαν αμέσως δίπλα του δύο άτομα και του έπιασαν κουβέντα. Δεν ένιωθε άνετα, όμως προσπαθούσε να δείχνει ατάραχος. Δεν ήξερε ποιοι είναι οι ρόλοι που παίζονται μέσα στη φυλακή. Τσιράκια, διπρόσωποι, εγκληματίες, αόρατοι, συμμορίες, κλίκες. Όλα αυτά τα έμαθε με τον καιρό. Τον ρώτησαν για ποιο λόγο μπήκε μέσα. Τους είπε ότι μπήκε για κατοχή και διακίνηση ναρκωτικών.

«Έμπλεξα άσχημα και με έδωσαν»

«Είχα μπλέξει», μου λέει και κουνά το κεφάλι με μία δόση ενοχικότητας. «Εκείνη την περιόδο, με είχαν διώξει από τη δουλειά και έπρεπε κάπως να ζήσω. Είχα χάσει και τους δύο γονείς μου, οπότε είχα τεράστια ανασφάλεια. Ήμουν πιτσιρικάς, μόλις 22 χρονών και ξεκίνησα να κάνω χρήση χασίς. Αργότερα έκανα κόκα, MDMA και μια φορά δοκίμασα και ηρωΐνη, όχι όμως ενδοφλέβια. Τότε αράζαμε όλο το βράδυ σε πλατείες, είχαμε πάρε δώσε με περίεργες παρέες και κάποιοι από τον περίγυρό μου με έχωσαν στη διακίνηση. Δεν λέω την ηλικία μου για να δικαιολογηθώ, όμως τότε δεν ήμουν καλά στα μυαλά μου. Τα ζύγισα λάθος τα πράγματα».

«Όταν το ξεκίνησα, είχα πείσει τον εαυτό μου ότι θα το σταματήσω όταν βγάλω κάποια χρήματα. Όμως όλα τα κινεί το χρήμα, το ξέρεις αυτό; Το χρήμα σου κάνει το μυαλό κιμά. Όταν πιάνεις χρήμα στα χέρια σου, θέλεις απλά να το πολλαπλασιάσεις. Κάπως έτσι, έλεγα ότι θα το κάνω για λίγο ακόμα και μετά τέλος. Όμως όλο αυτό δεν είχε τελειωμό. Έμπλεξα άσχημα».

«Κάποιος από τους δικούς μου με έδωσε στεγνά. Ήταν μεταμεσονύχτιες ώρες, όταν η Δίωξη Ναρκωτικών μπούκαρε σε ένα υπόγειο που νοίκιαζα τότε στο κέντρο της Αθήνας. Βρήκαν μεγάλες ποσότητες κάνναβης και κοκαΐνης και δύο ζυγαριές ακριβείας. Έψαξαν τα πάντα μέσα στο σπίτι. Από το πλυντήριο, μέχρι τους καναπέδες που έσκισαν με μαχαίρια, τα ντουλάπια της κουζίνας και το κουτί του κλιματιστικού. Όλα. Με πήραν σηκωτό και την επόμενη πέρασα από ανακριτή. Η συνέχεια είναι γνωστή», λέει ο Βασίλης, που σήμερα είναι 38 ετών.

φυλακη
Ελληνική φυλακή | Eurokinissi - ΑΡΧΕΙΟ

Κορυδαλλός. Εκείνο λοιπόν το πρωινό, το πρώτο του πρωινό στη φυλακή, αφού περιέγραψε σε αυτούς τους δύο την ιστορία του, εκείνοι κάπως ανοίχτηκαν και μοιράστηκαν τις δικές τους. Ήταν και οι δύο σε μία από τις λεγόμενες «ομάδες» μέσα στη φυλακή και τον πήραν κοντά τους. Μπήκε και αυτός στην κλίκα, γιατί, έτσι ένιωθε κάπως πιο ασφαλής.

«Στη φυλακή ή θα κρατάς χαμηλούς τόνους και θα είσαι εντελώς αόρατος, ή θα μπεις σε μία ομάδα, θα έχεις ένα δίκτυο ανθρώπων οι οποίοι θα σε προστατεύουν. Έτσι κάπως πάει. Τις πρώτες ημέρες ήμουν περισσότερο καχύποπτος. Πάντα εκεί μέσα έχεις μία συνεχή αίσθηση απειλής και φόβου και άγχους. Τα μυαλά σου είναι στο μίξερ και δεν μπορείς να ησυχάσεις καθόλου. Όποιος δεν το ζήσει, δεν μπορεί ούτε στο ελάχιστο να το καταλάβει. Είναι σα να ζεις έναν μόνιμο εφιάλτη».

Το πρόσωπό του ήταν χλωμό και είχε χάσει πολλά κιλά. Δεν μπορούσε να φάει το φαγητό της φυλακής. Μύριζε άσχημα, είχε περίεργη υφή, ήταν άνοστο, χειρότερο και από φαγητό νοσοκομείου. Έτρωγε λίγες μπουκιές, ίσα-ίσα για να μην σωριαστεί κάτω. Από ένα σημείο και μετά το έτρωγε με το ζόρι, εξάλλου δεν είχε άλλη επιλογή. Και δεν είχε λεφτά για να κάνει παραγγελίες όπως άλλοι κρατούμενοι. Ούτε οικογένεια για να του στέλνει πού και πού ένα φαγητό μαγειρευτό.

Χριστούγεννα στις φυλακές

Σε λίγες ημέρες ήταν Χριστούγεννα. Μόνο που αυτή τη φορά, οι γιορτές είχαν εντελώς διαφορετική όψη. «Όταν ήμουν πιτσιρικάς, γούσταρα πολύ τις γιορτές, πάντα τις πέρναγα με φίλους, αλητεύαμε, κάναμε βόλτες. Στη φυλακή αναγκάστηκα να ζήσω για χρόνια τα Χριστούγεννα κλεισμένος.  Δε μπορώ να πω ότι δεν είχε την πλάκα του, γιατί μαζευόμασταν πολλοί μαζί, έπαιζαν φαγητά που τους έστελναν απ' έξω, τα έβαζαν στη μέση και ήταν σα χριστουγεννιάτικο τραπέζι».

«Τα πρώτα Χριστούγεννα μέσα στη φυλακή ήταν πολύ δύσκολα. Είχα μπει στο κελί και έκλαιγα με λυγμούς. Είχα μετανιώσει για όλα και κατάλαβα πόσα λάθη είχα κάνει. Σκεφτόμουν ότι δεν έπρεπε να εμπιστεύομαι κανέναν, γιατί στην ουσία, δικοί μου άνθρωποι με έδωσαν, άνθρωποι που θεωρούσα αδέρφια μου», εξηγεί ο Βασίλης.

«Κάπως έτσι πέρασε και η Πρωτοχρονιά. Μαζεύονταν γύρω – γύρω και ξεγελούσαν κάπως τους εαυτούς τους, είχαν μία αίσθηση ελευθερίας, συγκεντρώνονταν σαν να ήταν έξω, μαζί με τις οικογένειές τους. Όμως όλα αυτά σβήνονταν βίαια, μόλις αντίκριζαν την εικόνα της υποφωτισμένης φυλακής και των τοίχων, που φάνταζαν όλο και πιο στενοί και ασφυκτικοί».

Κελί φυλακής
Κελί φυλακής | Eurokinissi

«Προσπαθούσα να μη σκέφτομαι και να μην αναλύω, μπλόκαρα όλα τα συναισθήματά μου. Αλλιώς δε θα την πάλευα τις πρώτες μέρες. Προσπαθούσα να μην κοιτάζω την ώρα, μου φαινόταν μάταιο, εξάλλου έπρεπε να συνηθίσω πλέον έτσι. Δεν είχε νόημα να παρακαλάω να περάσει γρηγορότερα ο χρόνος. Δεν έχω αισθανθεί ποτέ ξανά τόσο πλήξη στη ζωή μου. Ένιωθα πως θα πεθάνω από την πλήξη και την ανοία», εξηγεί. Είχε αρχίσει να γίνεται ένα φάντασμα του εαυτού του, δεν είχε καθόλου ενέργεια, περιφερόταν τριγύρω άσκοπα και άψυχα.

Ο πρώτος καιρός κυλούσε κάπως έτσι, με αργούς ρυθμούς, σχεδόν βασανιστικά, με το αίσθημα του φόβου να τον ακολουθεί σε κάθε του βήμα που ηχούσε βαριά στο παγωμένο τσιμέντο. 'Ηταν μια περίοδος της ζωής του, που του άφησε πολλά κατάλοιπα. Εφιάλτες και κρίσεις άγχους. Όμως συναισθηματικά νιώθει κενός, ότι δεν τον αγγίζει τίποτα. «Είμαι ένας εντελώς διαφορετικός άνθρωπος, σαν να έχω ζήσει δέκα ζωές. Ο εγκλεισμός είναι μανίκι, δεν μπορεί να το καταλάβει όποιος δεν το έχει ζήσει».

Η ημέρα της απελευθέρωσης

Όταν ήρθε η μέρα της απελευθέρωσης, ένιωσε σαν πουλί που βγήκε από το κλουβί του. Πήρε το λεωφορείο και άρχισε να κάνει βόλτες για να δει την πόλη, τους δρόμους, τις γειτονιές, τους ανθρώπους. Το φως της ημέρας έμοιαζε διαφορετικό για εκείνον, ο ήλιος έλαμπε και η ζέστη του χαΐδευε το πρόσωπο. Εκείνη την μέρα περπάτησε πολύ. Και την επόμενη. Περπάτησε σε μέρη γνώριμα και μέρη άγνωστα, σε δρόμους μεγάλους και σε δρομάκια στενά, σε γειτονιές επικίνδυνες και σε γειτονιές πλούσιες. Παρατηρούσε τα πάντα γύρω του, αισθανόταν σε κάθε εκατοστό του σώματός του την ελευθερία.

«Έχω πιάσει δουλειά ως ντελιβεράς, δεν έχω κάποια άλλη γνώση ώστε να δουλέψω αλλού. Όμως βγάζω το ψωμί μου τίμια, αυτό έχει περισσότερη σημασία απ' όλα», μου λέει ο Βασίλης με περηφάνια. Έκανε πολλή δουλειά με τον εαυτό του, πλέον δεν αφήνει το παρελθόν του να τον καθορίζει. Είναι ένας ελεύθερος άνθρωπος.

 

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΙ ΤΩΡΑ

Google News

Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.