Υπάρχουν κάποιες στιγμές στη ζωή που μοιάζουν σαν να έχουν ξεπηδήσει από κάποια παλιά ταινία, από αυτές που βλέπαμε σε ασπρόμαυρες τηλεοράσεις. Κάπως έτσι έμοιαζε το σκηνικό εκείνο το μουντό μεσημέρι του Φλεβάρη, που μας βρήκε στα στενά του Πειραιά. Στη συμβολή των οδών Δεληγιώργη και Σκυλίτση, ανάμεσα σε ψηλές πολυκατοικίες στέκει ένα ισόγειο γωνιακό κτίσμα: το Μπακάλικο του Φίλιππα.
Ένα ψηλοτάβανο κτίριο, αναλλοίωτο στο χρόνο, βαμμένο με κιτρινωπά χρώματα, παλιακό, με σκούρα καφετί ξύλινα κουφώματα. Πλάι στην είσοδο είναι τοποθετημένο ένα μαύρο μεταλλικό τραπεζάκι με δύο ψάθινες καρέκλες και, ακριβώς από πίσω, μια χειρόγραφη επιγραφή σε ξύλινη ταμπέλα: «Παραδοσιακό Μπακάλικο», που από κάτω ενημερώνει για τα καλούδια της ημέρας.
Μόλις περνάμε το κατώφλι, το σκηνικό μοιάζει σαν από άλλη εποχή: Χρωματιστά τελάρα γεμάτα ζαρζαβατικά στ' αριστερά, μια παλιά ζυγαριά, πανύψηλα μεταλλικά ράφια κατά μήκος του τοίχου με διάφορα προϊόντα -από κονσέρβες μέχρι όσπρια, ζυμαρικά, καθαριστικά και ελαιόλαδο-, τρία - τέσσερα ξύλινα τραπεζάκια στα δεξιά, ένα μεγάλο ψυγείο με τυριά στο βάθος, κορνίζες με παλιές φωτογραφίες, ζωγραφιές και vintage αφίσες απ' άκρη σ' άκρη στους τοίχους. Και ένα καπέλο του Ολυμπιακού κρεμασμένο δίπλα στην είσοδο.

Θαμώνες μερικοί παππούδες της γειτονιάς, που κάθονται και παίζουν με το κομπολόι τους, πίνοντας κρασί με μεζέ και συζητούν. Το μωσαϊκό και οι ξεθωριασμένοι, ξεφτισμένοι τοίχοι προδίδουν κάτι από την αίγλη του και φέρουν μαζί την ιστορία που κουβαλά. Το 1908 άνοιξε εκεί το πρώτο μπακάλικο, που τη δεκαετία του '50 πέρασε στα χέρια ενός γνωστού μπακαλόγατου του Πειραιά, του Σκυλόδημου, ενώ πλέον το κουμαντάρει ο γιος του. Ο αέρας του είναι αυθεντικός, θυμίζει κάτι από αυτή την παλιά πειραιώτικη αύρα, δεν έχει τίποτα δήθεν ή στημένο. Οι μυρωδιές από τα κεφτεδάκια που σιγοτηγανίζονται, προδίδουν ότι οι μεζέδες που θα γευτείς είναι σίγουρα πεντανόστιμοι.
Στο βάθος του μαγαζιού, μια βαριά ξύλινη πόρτα λειτουργεί ως χώρισμα για έναν ακόμα μεγαλύτερο χώρο με τραπεζοκαθίσματα, πέτρινους τοίχους, παλιά όργανα, κορνίζες και διάφορα μικροαντικείμενα.
Οι κάμερες στήνονται περιμετρικά γύρω από ένα τραπέζι για να ξεκινήσει το γύρισμα για το ντοκιμαντέρ του Gazzetta: Ένα αφιέρωμα στα 100 χρόνια του Ολυμπιακού. Έπειτα από λίγη ώρα, ο Γιώργος Μπαρτζώκας μαζί με τον Γιάννη Μπέζο, δύο φαινομενικά ασύνδετες -θα σκεφτεί κανείς- προσωπικότητες, έρχονται και κάθονται αντικριστά. Με ένα ποτήρι κόκκινο κρασί στο χέρι και μερικούς μεζέδες για τη μέση, χωρίς πολλά πολλά, ξεκινούν, από τη δική του σκοπιά ο καθένας, να συζητούν για αυτό που τους συνδέει με έναν ουσιαστικό τρόπο: Tη βαθιά τους αγάπη για τον Ολυμπιακό. Και κάπως έτσι, οι δρόμοι τους συναντιούνται μέσα από αυτό το αόρατο νήμα της ομάδας.

Και αυτή η συνύπαρξη αποκτά μεγαλύτερο νόημα από ποτέ, γιατί αυτό το ερυθρόλευκο σύμπαν ενώνει διαφορετικούς κόσμους, αλλιώτικους μεταξύ τους ανθρώπους, που ξαφνικά βρίσκουν ένα σημείο αναφοράς, που ξεπερνά τη διαφορετικότητά τους. Και αυτό δεν ισχύει μόνο στο μικρό μπακάλικο που βρισκόμαστε στη γειτονιά του Πειραιά.
Η συζήτηση περιστρέφεται γύρω από τον Ολυμπιακό, την ιστορία και τη δημιουργία του, τα χρώματα, τους παίκτες που τον διαμόρφωσαν, τους σπουδαίους θριάμβους και τις μεγάλες ήττες, την εξέδρα, τα συναισθήματα που έκαιγαν μέσα τους, όταν, παιδιά ακόμα, μπήκαν σε αυτές τις κερκίδες και είδαν 40.000 ανθρώπους να παθιάζονται και να βραχνιάζουν για την εντεκάδα στο γρασίδι.
Για τον Ολυμπιακό, την ομάδα της λαϊκής τάξης, των φτωχότερων κοινωνικών στρωμάτων που ζούσαν γύρω από το Λιμάνι, που κοντραρίζονταν με το σύστημα, που ήταν πάντοτε εκείνοι με τα μεγάλα πάθη. Για την ομάδα που έσπασε πολύ γρήγορα τα στενά όρια του Πειραιά και απέκτησε ευρωπαϊκό αποτύπωμα, μεγάλωσε, όχι μόνο από τους τίτλους που κατέκτησε αυτά τα χρόνια, αλλά κυρίως από τους εκατοντάδες χιλιάδες που βρίσκονται κοντά της και τη στηρίζουν, για αυτά τα παιδιά που, στις κρισιμότερες φάσεις, είναι ο δωδέκατος παίκτης. Για τις στιγμές εκείνες που ο χρόνος μοιάζει να σταματά, που οι ζωές περιστρέφονται σαν άξονες γύρω από την ομάδα.

Λίγα μέτρα από εκεί που βρισκόμασταν, το 1925, ιδρύεται ο Ολυμπιακός, μέσα σε μια ταβέρνα. «Το ποδόσφαιρο μας συνδέει με τα νεανικά μας χρόνια, μας συνδέει με την καταγωγή μας και συνδέει τους πάντες οριζόντια, πέρα από κοινωνικές και ταξικές διαβαθμίσεις», λέει ο Γιάννης Μπέζος ξεκινώντας την κουβέντα.
Μας μεταφέρουν πίσω, στα χρόνια που ακόμα δεν υπήρχε τηλεόραση, και άκουγαν ως παιδιά την περιγραφή των αγώνων από το ραδιόφωνο – που ήταν κάτι μαγικό. Ακόμα και μέσα στα γήπεδα, οι φίλαθλοι κρατούσαν ένα μικρό ραδιοφωνάκι στο χέρι, για να ακούν την περιγραφή των αγώνων που βίωναν εκείνη την ώρα ή τα άλλα παιχνίδια έπαιζαν παράλληλα. Οι Κυριακές ήταν πάντα αφιερωμένες στα γήπεδα, όπου πήγαιναν ορδές, με τα ερυθρόλευκα κασκόλ τους στο λαιμό, σαν ένα κατακόκκινο ποτάμι.
Και αυτό που σε δένει ως παιδί με μια ομάδα, είναι το οπτικό ερέθισμα. «Το κόκκινο χρώμα του Ολυμπιακού είναι για μένα μια παιδική ανάμνηση. Και όλο αυτό συνδέεται με την παιδικότητά μας, ο ηλεκτρισμός που ο αθλητισμός μας δίνει, μάς διαπερνάει και γινόμαστε ένα με αυτή την ομάδα, την υποστηρίζουμε, μας δημιουργεί χαρές, λύπες και αναμνήσεις», λέει από την πλευρά του ο Γιώργος Μπαρτζώκας.

Ήταν μόλις πέντε χρονών όταν πάτησε το πόδι του για πρώτη φορά στο Καραϊσκάκη και έχει την εικόνα από τα σκαλιά του παλιού γηπέδου, από το γρασίδι, τα χρώματα της κερκίδας, την ομάδα που έκανε ζέσταμα. Και το θυμάται σαν να ήταν χθες.
Ο Γιάννης Μπέζος, μας μεταφέρει πίσω στο 1965. Ημιτελικός κυπέλλου Ολυμπιακός – ΑΕΚ. «Θυμάμαι η ομάδα είχε Γιούτσο, Σιδέρη, Ζαντέρογλου, Μποτίνο. Ήταν μαγικό. Δεν είχα δει ξανά ποδόσφαιρο αφού δεν υπήρχε τηλεόραση. Δε θα ξεχάσω ποτέ ότι έπαιζαν με μια μπάλα κόκκινη. Και ένα γκολ που έβαλε ο Σιδέρης με ανάποδη κεφαλιά. Και θυμάμαι πως οι οπαδοί χτύπαγαν τα πόδια στο τσιμέντο και δονούταν ολόκληρο το γήπεδο».
Η ομάδα αυτή που πήρε υπόσταση στο Λιμάνι, πάντα εξέφραζε τους ανθρώπους του μεροκάματου, τις λαϊκές τάξεις, τις φτωχογειτονιές σε αντίθεση με τον Παναθηναϊκό, που είχε μια αστική συμπεριφορά και ήταν συνυφασμένος την ελίτ της κοινωνίας. Και αυτό στον Ολυμπιακό, είναι εμφανές από τον τρόπο που φέρονται οι οπαδοί του, από το πάθος που ξεχειλίζει, από τις αντιδράσεις τους. Εκείνη τη στιγμή μου ήρθε flashback από το δικό μου σπίτι, από τον δικό μου παππού που κάθε Κυριακή έβλεπε τον Ολυμπιακό και κάπνιζε άπειρα τσιγάρα για να καταλαγιάσει το άγχος.
Οικοδόμος, άνθρωπος της εργατιάς, και αυτό ήταν το μοναδικό του πάθος. Αν και το πρώτο μας σπίτι, πριν γεννηθώ εγώ, ήταν στους Αμπελόκηπους, κοντά στη Λεωφόρο, εκείνος λάτρευε την ομάδα του Πειραιά. Ήταν η πρώτη μου επαφή με την ομάδα και με το ποδόσφαιρο, που αργότερα όταν μεγάλωσα λίγο, κατάλαβα πόσο με είχε επηρεάσει.

Ο Γιώργος Μπαρτζώκας, βγαίνει για λίγο από τη θέση του coach και μιλά από την πλευρά του φιλάθλου, με αγνή αγάπη και ρομαντισμό για την ομάδα. «Οι θρίαμβοι και οι στεναχώριες που έχει ο αθλητισμός, έχουν συχνά το ίδιο αποτύπωμα – και ίσως οι στεναχώριες να έχουν ακόμα μεγαλύτερο».
Εξάλλου και εκείνος κάθισε πέρυσι στις κερκίδες του Opap Arena και βίωσε μια από τις πιο σημαντικές στιγμές της εκαντονταετούς ιστορίας – την κατάκτηση του Conference. Με δυο φίλους παλιούς, ένιωσε ξανά αυτό το συναίσθημα που τον πήγε πίσω στα χρόνια της αθωότητας, δεν ήταν πια ο προπονητής που πρέπει να προσέχει τις αντιδράσεις του.
Ήταν ένας ακόμα από τους πολλούς χιλιάδες που ήθελε να βιώσει το απόλυτο. Και το έκανε. Τα συναισθήματα του αθλητισμού ασφυκτιούν εάν δεν εκδηλωθούν. Γιατί οι φωνές, οι βρισιές και το ξέσπασμα, είναι μέρος του θεάματος. «Η στεναχώρια και η χαρά που δίνει ο Ολυμπιακός είναι παραπάνω από το φυσιολογικό και παραπάνω απ' οτιδήποτε άλλο. Επηρεάζει τις ζωές μας, γιατί είναι ένα πολύ σημαντικό κομμάτι των παιδικών μας χρόνων».
«Και βέβαια η σχέση της εξέδρας με το παιχνίδι μέσα στο γήπεδο είναι πολύ σημαντική. Τη στιγμή που παρακολουθείς 22 ανθρώπους στο πεδίο, είναι σαν να σταματά ο χρόνος. Και αυτό είναι πολύ μεγάλη ευθύνη για το ίδιο το γεγονός αλλά και για τους αθλητές -στη συμπεριφορά μέσα και έξω από το γήπεδο- επειδή όλο αυτό έχει γιγαντωθεί», λέει ο Μπέζος.

Από εδώ και πέρα, τι; Όπως λέει ο Γ. Μπαρτζώκας, «θα ήθελα, πέρα από τίτλους, νίκες, καλές αποδόσεις, να κάνουμε τον Ολυμπιακό λίγο μεγαλύτερο. Είναι κάτι ήδη πολύ μεγάλο στα δικά μου μάτια και προφανώς στην Ελλάδα και την Ευρώπη αφού έχει πολλούς τίτλους ευρωπαϊκούς σε πολλά αθλήματα. Όμως θέλω να μεγαλώνει κάθε μέρα. Όχι μόνο με τις νίκες, αλλά με το να έρχονται καινούργιοι φίλαθλοι».
«Και να ευχηθούμε ένα ευγενέστερο αίσθημα και περισσότερη σκέψη στην εξέδρα την ώρα που παρακολουθεί τα παιχνίδια διότι οι αθλητές επηρεάζονται πάρα πολύ από την εξέδρα. Γιατί το ποδόσφαιρο είναι δημόσιο θέαμα, άρα μπορεί να γίνει μέχρι και πολιτική πράξη», καταλήγει ο Γιάννης Μπέζος.
Κάπου εκεί η συζήτηση τελειώνει. Τα φώτα σβήνουν, οι κάμερες ξεστήνονται και τα τραπέζια γεμίζουν με φαγητά. Καθόμαστε μαζί με τους δύο «πρωταγωνιστές» και μιλάμε με τις ώρες, για τον Ολυμπιακό, για την εξέδρα του, για τους φιλάθλους, τα φαινόμενα του γηπέδου, για τις επόμενες αγωνιστικές, με τη συζήτηση να επεκτείνεται από τις τέχνες μέχρι το θέατρο. Τα ποτήρια γεμίζουν συνέχεια με κρασί και στο τραπέζι καταφθάνουν το ένα πιάτο μετά το άλλο. Το κλίμα είναι ζεστό και πια η συζήτηση έχει μια διαφορετική υπόσταση. Όμως πάλι όλοι εμείς οι ασύνδετοι μεταξύ μας συνομιλητές, μοιραζόμαστε αυτό το κοινό πάθος.

Δείχνω στον coach ένα από τα δεκάδες τσατ που έχω στο messenger με το όνομα «Μπαρτζωκιστάν», που αφορά μια συνομιλία με φίλους Ολυμπιακούς όπου υπάρχει συνεχώς Live σχολιασμός αγώνων, φάσεων, ειδήσεων για την ομάδα. Γελάει, και με αυτή την ταπεινότητα που τον διακατέχει, αποκρίνεται πως «μετά από αυτό νιώθει μεγαλύτερη ευθύνη». Και το εννοεί.
Ίσως για πολλούς οι παιδικοί ήρωες να είναι βγαλμένοι μέσα από τις σελίδες ενός παραμυθιού ή τις εικόνες και τις φιγούρες ενός βιβλίου, από τη μεγάλη οθόνη και το σινεμά. Όμως, όσοι μεγαλώσαμε σε Ολυμπιακά σπίτια, οι αναφορές μας ήταν λίγο αλλιώτικες και οι ήρωες αυτοί μπορεί να προέρχονταν μέσα από τα σπλάχνα αυτής της ομάδας που μας προκαλεί τα πιο έντονα και εξωπραγματικά συναισθήματα. Ένας από αυτούς για εμένα είναι ο Γιώργος Μπαρτζώκας. Αν μου έλεγαν ότι θα έρθει η μέρα που θα κάτσω στο ίδιο τραπέζι μαζί του και θα πίνουμε κρασιά, δε θα το πίστευα. Κι όμως, ήρθε.
Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.