Ο κύριος Φρανκ επιμένει, χρησιμοποιεί διαφορετικές λέξεις, αλλά ουσιαστικά λέει το ίδιο πράγμα ξανά και ξανά στην κουβέντα μας. Θεωρεί πως είναι ένας απλός Βρετανός συνταξιούχος, ένας όχι και τόσο καλός κιθαρίστας. Μόνο που, ό,τι κι αν πιστεύει ο ίδιος, μια γρήγορη, τυχαία - αλήθεια εντελώς τυχαία - ματιά στα σχόλια των συνδρομητών του αρκεί για να καταλάβει κανείς πως μάλλον αδικεί τον εαυτό του.
«Απλά ένας άνθρωπος που δίνει την ψυχή του. Διαχρονικό, αγέραστο, όμορφο. Σου παγιδεύει την ψυχή», του γράφει κάποιος κάτω από τη δική του έκδοση του No Surprises των Radiohead στο YouTube.
Ακριβώς από πάνω μια κοπέλα τού λέει: «Ξέρω ότι είμαι απλά ένα νέο κορίτσι που κάθεται στο δωμάτιό του, αλλά ήθελα να σου πω πως τραγουδάς πανέμορφα, πάντα χρησιμοποιώ τη φωνή σου για να ξεφύγω από μια κρίση πανικού. Δεν θα μάθεις ποτέ πόσο σημαντικό είναι αυτό για εμένα. Σε ευχαριστώ Φρανκ. Συνέχισε να τραγουδάς». Όχι κι άσχημα για έναν «όχι και τόσο καλό κιθαρίστα», έτσι;
Η αγαπημένη του ακουστική κιθάρα έμεινε για χρόνια σκονισμένη σε μια γωνιά του σπιτιού του, μέχρι η βαρεμάρα της συνταξιοδότησης να χτυπήσει, να τον πείσει να παίξει ξανά τα μελαγχολικά κομμάτια που πάντα λάτρευε και να τα αφήσει ελεύθερα στον μαγικό κόσμο του διαδικτύου. Αυτό ήταν.
Μια μέρα, ο 72χρονος Φρανκ Γουότκινσον ξύπνησε και είχε 1 εκατομμύριο συνδρομητές στο YouTube. Ή μάλλον 1 εκατομμύριο «ψηφιακά εγγόνια», όπως αποκαλεί τους subscribers του καναλιού του. Όντως, κανείς δεν είπε ποτέ ότι είναι ο καλύτερος τραγουδιστής, ο καλύτερος κιθαρίστας. Όμως επίσης, κανείς ποτέ δεν μπόρεσε να μείνει ασυγκίνητος ακούγοντάς τον.
Ούτε και το Reader, που τον άκουσε να μιλά για την απροσδόκητη δημοφιλία του, για την αγάπη που λαμβάνει και τη σχέση του με τον κόσμο, για μουσική, για virality, για τον θάνατο.
«Όλα ξεκίνησαν ένα βαριεστημένο απόγευμα, δεν ξέρω γιατί αρέσω στον κόσμο»
«Κάποια στιγμή που έφτασα τις πρώτες εκατοντάδες χιλιάδες subscribers, κυριολεκτικά τους έβλεπα ζωντανά στην οθόνη μου να αυξάνονται, να κάνουν τικ και να γίνονται περισσότεροι. Γύρισα και είπα στη γυναίκα μου ότι είναι σαν να έσπρωξα μια χιονοστιβάδα σε μια κατηφόρα. Δεν μπορώ να τη σταματήσω και γίνεται όλο και μεγαλύτερη. Δεν ξέρω πού πηγαίνει», μας λέει γελώντας.
Όταν έπιασε το εκατομμύριο, η σύζυγός του τον χτύπησε συγκαταβατικά στην πλάτη και του είπε: «Σκέψου να μπορούσες να τραγουδήσεις κιόλας». Αθάνατο βρετανικό χιούμορ. Ούτε η ίδια μπορούσε να το φανταστεί όλο αυτό, τόσα χρόνια ζούσε δίπλα σε έναν άνθρωπο που δεν περίμενε ποτέ πως θα γίνει κάτι σαν σταρ. Ο Φρανκ γεννήθηκε και ζει μέχρι σήμερα στο Χάντινγκτον, μια μικρή, ήσυχη πόλη στα προάστια του Κέιμπριτζ.
«Ήμουν ένας κανονικός μπαμπάς και παππούς πριν το YouTube. Δούλευα ως τεχνικός τηλεπικοινωνιών, οπότε ανέβαινα σε στύλους, έσκαβα και τέτοια. Πάντα υπήρχε μια κιθάρα στο σπίτι κι εγώ ξεκίνησα γύρω στα 15-16 με μια παλιά που είχαμε αγοράσει από ένα ταξίδι στην Ισπανία ή κάτι τέτοιο».
«Ο ξάδερφός μου ήταν τρομερός κιθαρίστας και κάθε φορά που μπορούσα πήγαινα να τον βλέπω γιατί τότε δεν είχαμε Google. Μπορούσες να μάθεις να παίζεις μόνο από βιβλία ή παρακολουθώντας κάποιον, οπότε έτσι ξεκίνησα. Αλλά μετά η ζωή κάπως μπήκε στη μέση, οι δουλειές και όλα αυτά, όπως συμβαίνει με τους περισσότερους ανθρώπους.
Για πολλά χρόνια, η κιθάρα καθόταν ανέγγιχτη σε μια γωνία. Μόνο όταν μεγάλωσα εγώ και μεγάλωσαν και τα παιδιά μου, ξεκίνησα να παίζω ξανά. Αλλά δεν είμαι καλός κιθαρίστας, είμαι απλά ένας βασικός κιθαρίστας».
Μπορεί ναι, μπορεί και όχι. Σίγουρα κάποιος με μπόλικο ελεύθερο χρόνο και ακόμα περισσότερη περιέργεια.
«Όλα ξεκίνησαν λόγω της βαρεμάρας. Ήταν ένα βαριεστημένο απόγευμα που προσπαθούσα να μάθω το Always On My Mind του Willie Nelson. Αυτό ήταν και το πρώτο τραγούδι που ανέβασα, το ηχογράφησα στο κινητό και αναρωτήθηκα πόσο εύκολο θα ήταν να το δημοσιεύσω στο YouTube.
Είπα να του ρίξω μια ματιά και τελικά ήταν πολύ εύκολο. Κάπως έτσι έγινε, δεν υπήρχε καμία σκέψη πίσω από αυτό. Σιγά σιγά άρχισα να ανεβάζω κάποια βίντεο αλλά υποτίθεται πως δεν θα τα έβλεπε κανείς, ίσως κάποιοι φίλοι μόνο. Σίγουρα όχι εκατομμύρια κόσμου. Κάποιοι τα κοινοποίησαν και όλο το πράγμα εκτοξεύτηκε».

«Με ρωτάς αλλά δεν ξέρω ειλικρινά δεν ξέρω γιατί αρέσω στον κόσμο. Δεν είμαι πραγματικά καλός, απλά κάνω ό,τι κάνω στο σαλόνι μου. Δεν έχω παίξει ποτέ συναυλία στη ζωή μου και αμφιβάλλω αν θα το κάνω. Πολλοί βλέπουν σε εμένα τους παππούδες τους, μου το λένε συχνά αυτό, μου στέλνουν μηνύματα ότι πρόσφατα έχουν χάσει τον παππού τους και ότι τους τον θυμίζω».
«Κάποιος μου έγραψε ότι το κανάλι μου είναι το 'safe channel' του, οπότε νομίζω ότι ακούσια έχω φτιάξει έναν χώρο όπου όλοι νιώθουν ασφαλείς και επιθυμητοί. Είναι πολύ περίεργο, δεν μπορώ να το εξηγήσω, στον καθένα λειτουργεί διαφορετικά, γιατί τα δικά μου πραγματικά εγγόνια δεν με ακούνε. Έχω όμως πολλά ψηφιακά εγγόνια πια, για αυτό μου έχω βγάλει το ψευδώνυμο "ψηφιακός παππούς". Τόσοι πολλοί έγραφαν ότι εύχονταν να είμαι ο παππούς τους, οπότε είπα ότι θα γίνω ο παππούς όλων».
«Τα λυπητερά τραγούδια με κάνουν χαρούμενο, δεν με απασχολεί το virality»
Όντως, ο κύριος Φρανκ - αθώος αρνητής των ιντερνετικών aesthetics - ακόμα απορεί με αυτή την εκτόξευση, δυσκολεύεται να καταλάβει πώς ακριβώς κάτι που απλά έκανε στο σαλόνι του σπιτιού του ούτως ή άλλως, αγγίζει τόσο κόσμο. Τώρα είναι η σειρά μας να επιμείνουμε.
Σε έναν μουσικό κόσμο γεμάτο υπερπαραγωγές, χορτασμένο από εντυπωσιασμό, τα αρπίσματα μιας και μόνο κιθάρας μαζί με μια φωνή γεμάτη ειλικρίνεια και ζεστασιά έχουν ξεχωριστή δύναμη. Αλλά και ταυτότητα, προσωπικότητα, στοιχεία που οι άνθρωποι - είτε το ξέρουν, είτε όχι - αναζητούν απεγνωσμένα σε κάθε νότα που ακούν.
Έχει υπογραφή η μουσική του, τη δική του σφραγίδα. Δεν τον κυνηγά κανένας μετρονόμος, μας λέει ότι προτιμά να κάνει αργόσυρτες τις διασκευές του για να προλαβαίνει να νιώθει αυτό που τραγουδά.
«Αν περίμενα να μάθω κανονικά ένα τραγούδι, θα μου έπαιρνε πάρα πολύ χρόνο ή θα το έπαιζα και θα έκανα συνεχώς παύσεις, θα μου ήταν δύσκολο οπότε δεν θα ήταν και πολύ ωραίο. Άρα αυτό που κάνω είναι να απλοποιώ τα τραγούδια για να μπορώ να τα παίξω άνετα και να μπω μέσα σε αυτά. Κάποιες φορές αφήνομαι υπερβολικά, για αυτό και κάνω λάθη, μπορείτε να τα δείτε στα video που ανεβάζω.
Πάντα διαβάζω τους στίχους, θέλω να τραγουδάω κομμάτια που μου κάνουν κάτι. Αν είναι ένα τραγούδι χωρισμού ή για έναν θάνατο, προσπαθώ να γίνομαι ο άνθρωπος που έχει βιώσει αυτή την απώλεια. Βάζω τον εαυτό μου στη θέση του συνθέτη και προσπαθώ να ζήσω το τραγούδι. Έχω παίξει τραγούδια που μου έχει ζητήσει ο κόσμος επανειλημμένα, αλλά εμένα δεν με πιάνουν πάντα, είναι λίγο τυχαίο».
Συγκεκριμένο ρεπερτόριο δεν υπάρχει. Στο κανάλι του βρίσκει κανείς κάθε λογής covers. Από country και pop, μέχρι rock, punk και metal. Από κομμάτια που άκουγε ο ίδιος στα νιάτα του, μέχρι τεράστια σημερινά hits. «Τα πολλά διαφορετικά είδη προκύπτουν από τα τραγούδια που ζητάει ο κόσμος.
Τα περισσότερα δεν τα ξέρω, όπως έγινε με το Birds of a Feather της Billie Eilish. Το άκουσα, αφαίρεσα όλα τα ηλεκτρονικά στοιχεία και βρήκα τα ακόρντα για να τα παίξω αργά, ακριβώς όπως μου αρέσει να κάνω. Μου έχουν ζητήσει να παίξω τραγούδια από καλλιτέχνες που δεν έχω ακούσει ποτέ στη ζωή μου, πάντα όμως τα παίζω με τον δικό μου τρόπο».
Αυτό που περιγράφει ως «δικό του τρόπο» πηγάζει από την έμφυτη αδυναμία που ανέκαθεν είχε στα μελαγχολικά τραγούδια. Ούτε αυτός έχει την απάντηση στο αιώνιο ερώτημα: Γιατί ένα λυπητερό τραγούδι σε κάνει να νιώθεις καλύτερα;
«Δεν μπορώ να το εξηγήσω, αλλα τα λυπητερά κομμάτια με κάνουν λίγο πιο χαρούμενο. Είναι τρελό, είναι περίεργο, αλλά για εμένα έτσι είναι. Και πιστεύω ισχύει για πολλούς ανθρώπους. Ακόμα κι όταν είμαι χαρούμενος, θα βάλω να ακούσω ένα μελαγχολικό κομμάτι. Πάντα ήμουν έτσι.
Όταν ήμουν μικρός και οι Rolling Stones ήταν τεράστιοι, σε όλους άρεσαν τραγούδια όπως το Brown Sugar και τέτοια, αλλά εγώ ήθελα να ακούω τις μπαλάντες τους, το Wild Horses, το Angie. Ένιωθα πολύ καλύτερα ακούγοντάς τα, από το να ακούω τα πολύ ροκ τους. Οπότε παίζω ακριβώς αυτό που μου αρέσει. Ο κόσμος με ρωτάει αν έχω και κάτι πιο ζωντανό να παίξω, αλλά όχι, δεν έρχεστε σε εμένα για να χορέψετε. Αυτό είναι το στιλ μου, δεν λειτουργώ αλλιώς».
Πιστός στο στιλ του, λοιπόν, απαλλαγμένος από κάθε ενδοιασμό: «Δεν ασχολούμαι με το virality. Δεν μου κάνει τόσο εντύπωση γιατί η δουλειά μου ήταν να τοποθετώ μόντεμ, έζησα το ίντερνετ από την αρχή. Αλλά επειδή είμαι λίγο μεγαλύτερος, δεν με απασχολεί το virality. Δεν με νοιάζει αν θα γίνω ρεζίλι, αν θα φανώ χαζός και αυτός είναι ένας από τους λόγους που το ξεκίνησα αυτό.
Αν ήμουν έφηβος θα σκεφτόμουν αν πρέπει να ανεβάσω αυτά τα video, αν θα με κράξουν, αν θα έχω αρνητικά σχόλια. Οι λέξεις δεν μπορούν να με πειράξουν. Κι αν γελάσει ο κόσμος; Τι έγινε; Σιγά. Θα το ξεχάσουν.
Δεν έχω πολλά αρνητικά σχόλια βέβαια και με τα ελάχιστα που λαμβάνω δεν ασχολούμαι καν εγώ. Είμαι τυχερός γιατί το αντιμετωπίζουν οι πιστοί subscribers μου, εγώ απλά πατάω 'καρδούλα' για να δουν ότι το έχω διαβάσει και απαντούν εκείνοι”. Είναι σπάνια η έλλειψη τοξικότητας που υπάρχει στο κανάλι του στο YouTube, σαν φούσκα ενός άλλου ιντερνετικού κόσμου, όπου όλοι οι κάτοικοί του νιώθουν μια θαλπωρή. Αυτό είναι που μένει κιόλας στον κύριο Φρανκ, αφού φυσικά η διαδικτυακή του δημοφιλία δεν τον αγγίζει στο ελάχιστο.
«Ο κόσμος μού ανοίγει την καρδιά του, δεν μπορώ να τους αφήσω»
«Είμαι 'εγώ', ο εαυτός μου. Είμαι ακριβώς ο ίδιος. Ίσως η δημοφιλία να με επηρέαζε, αν όλοι αυτοί οι συνδρομητές μεταφράζονταν σε χρήματα. Όμως αυτό δεν συμβαίνει. Είμαι ακόμα ένας βασικός Βρετανός συνταξιούχος. Από την άλλη όμως, μου είναι πολύ σημαντικά όλα τα σχόλια που διαβάζω.
Είναι εκπληκτικό. Αισθάνομαι μια ταπεινοφροσύνη. Ο κόσμος μού ανοίγεται, μου λένε την ιστορία της ζωή τους. Είναι πολύ ωραίο. Πώς το λέμε; 'Οι πράξεις μας έχουν συνέπειες'. Ε η δική μου πράξη, όλο αυτό με το κανάλι, έχουν δημιουργήσει αυτόν τον χώρο στο YouTube, όπου ο κόσμος μού ανοίγει την καρδιά του.
Πρέπει να προσέχω γιατί δεν μπορώ να τους αφήσω τώρα, είναι σοβαρό και σημαντικό για εκείνους. Οπότε κάπως έχω φτιάξει λίγη δουλειά για τον εαυτό μου, παρ'ότι έχω βγει στη σύνταξη. Παίζω, διαβάζω σχόλια, απαντώ. Όμως ακόμα, επειδή ζω εδώ που ζω, βγαίνω από την πόρτα του σπιτιού μου και δεν με ξέρει κανένας. Βγάζω βόλτα τον σκύλο μου και δεν θα έρθει κανείς να μου πει ότι 'ααα, είσαι ο Φρανκ από το YouTube'. Μου αρέσει αυτό».
Ακόμα θυμάται το καρδιοχτύπι των αγαπημένων του fans. Ο κύριος Φρανκ δεν παίζει μόνο covers, γράφει και τα δικά του τραγούδια και ένα από αυτό δημιούργησε έναν μικρό χαμό. Το “This could my last song” ανησύχησε τόσο τον κόσμο του, που αναγκάστηκε να προσθέσει το “just a title, not about me” στον τίτλο: «Αυτό θα μπορούσε να είναι το τελευταίο μου τραγούδι - Απλά ένας τίτλος, δεν είναι για μένα». Είναι ένα μωσαϊκό στίχων που αναρωτιούνται για τη ζωή, από έναν άνθρωπο που ξέρει πως βρίσκεται στα τελευταία του βήματα σε αυτή. Αλλά μόνο φοβισμένος δεν δείχνει. Μάλλον απόλυτα συμφιλιωμένος.
«Αρέσει πολύ στον κόσμο να αναλύει αυτό το τραγούδι, σκέφτεται πως είναι τα λόγια ενός ανθρώπου που φτάνει στο τέλος της ζωής του, ανησυχεί για το αν θα πεθάνει. Η αλήθεια είναι πως είχα σκεφτεί το ρεφρέν καιρό και έψαχνα το κουπλέ. Αυτό που με ένοιαζε βασικά ήταν η ομοιοκαταληξία, οπότε απλά βρήκα αυτές τις γραμμές. Υποθέτω πως ήταν το υποσυνείδητό μου, δεν είχα σκοπό να βγάλω κάποιο βαρύγδουπο νόημα, αλλά ο κόσμος άρχισε να μιλά για αυτό.
Η ζωή είναι έτσι, κάνεις καλά πράγματα, κάνεις κακά πράγματα. Κανείς δεν μπορεί να πει πως έχει ζήσει χωρίς να έχει κάνει κάποιο λάθος. Όπως λέω και στο τραγούδι 'ελπίζω να έχω κάνει καλά το δικό μου κομμάτι'. Το τραγούδι μιλά για κάποιον που δεν του έχει μείνει πολύ και δεν μπορεί να αλλάξει τίποτα. Το μόνο που μετανιώνει είναι ότι δεν μπορεί να πάρει πίσω κάποια πράγματα που έκανε. Αλλά τώρα είναι αργά. Ό,τι έγινε, έγινε. Όλοι κοιτάμε πίσω και ευχόμαστε να είχαμε κάνει πράγματα διαφορετικά, όλοι κουβαλάμε κάποιο 'αν ήξερα’.
Στη μουσική μου δεν το κάνω. Είμαι ο ίδιος. Θα μπορούσα να ηχογραφώ καλύτερα τα τραγούδια, με καλύτερη παραγωγή και εξοπλισμό, αλλά τότε το 50% του καναλιού θα έπρεπε να το σβήσω. Τα περισσότερα έχουν ηχογραφηθεί άσχημα, με πολύ φθηνά μικρόφωνα.
Ένα μικρόφωνο που είχα βούιζε λόγω του ψυγείου και έπιανε κάθε ήχο από τον δρόμο πιο δυνατά από ό,τι εμένα και την κιθάρα μου ακριβώς μπροστά του. Σκέφτομαι ότι ίσως έπρεπε να ξανακάνω κάποια κομμάτια, αλλά το αποφεύγω. Τη στιγμή που ανεβαίνει στο YouTube, τελείωσε».
«Ό,τι έγινε, έγινε», λέει ο κύριος Φρανκ. Ακόμη κι αν ο ίδιος ποτέ του δεν φαντάστηκε πως θα γίνει ο Φρανκ Γουότκινσον, ένας 72χρονος YouTuber με 1 εκατομμύριο subscribers.
Ακολουθήστε το Reader στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις και τα νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.