Τα blogspot και τα wordpress, η λεγόμενη «μπλογκόσφαιρα», που διαβάζαμε τότε που πρωτοσχηματίζονταν οι πρώτες διαδικτυακές κοινότητες, μοιάζει πια με επίσκεψη σε ψηφιακούς αρχαιολογικούς χώρους. Στη συντριπτική τους πλειοψηφία, τα blogs έχουν εγκαταλειφθεί προ πολλού από τους διαχειριστές τους και είναι αφημένα, συνήθως χωρίς καν αποχαιρετισμό, με μία τελευταία ανάρτηση κάπου το 2012 και το 2013.
Κάποια ελάχιστα από αυτά προσπαθούν ακόμα να διατηρούν μία μίνιμουμ επαφή με το κοινό τους, που ούτως ή άλλως είναι αισθητά μειωμένο στην εποχή του Instagram και του TikTok. Υπάρχει όμως και ένα που σε πείσμα των καιρών επιμένει να ανανεώνεται καθημερινά.
Αφορά κυρίως ζητήματα γλωσσικά και γλωσσολογικά αλλά εμπεριέχει και σχολιασμό για λογοτεχνία, τέχνη και πολιτική. Διαχειριστής του είναι ο μεταφραστής Νίκος Σαραντάκος, σπουδαγμένος χημικός μηχανικός αλλά με τρομερό ενδιαφέρον για τη γλώσσα και τη λογοτεχνία.
Συναντηθήκαμε στην πλατεία Αυδή σε μία από τις συχνές επισκέψεις που κάνει στην Ελλάδα, αφού η έδρα του είναι εδώ και δεκαετίες στο Λουξεμβούργο όπου ζει και εργάζεται ως μεταφραστής. Μίλησα μαζί του για την αγάπη του για τη γλώσσα και τη λογοτεχνία, για το blog, τα νέα μέσα αλλά και για τα πλάνα του για το μέλλον.
Η λογοτεχνία, η γλώσσα και το Λουξεμβούργο
«Για εμένα, όπως και για τους περισσότερους, η ενασχόληση με τη γλώσσα ήρθε λόγω της ενασχόλησης με τη λογοτεχνία. Διάβαζα από μικρός πολλή λογοτεχνία και, εξάλλου, έχω γράψει λογοτεχνία και ο ίδιος.
Σημαντικό όμως είναι και ότι έζησα στο Λουξεμβούργο. Πρόκειται για μία πολύ ιδιαίτερη χώρα από την άποψη αυτή, διότι έχει τρεις επίσημες γλώσσες, χωρίς όμως να είναι το γλωσσικό τοπίο χωρισμένο γεωγραφικά, όπως για παράδειγμα στο Βέλγιο. Εδώ μιλάμε για μία πιο γνήσια μορφή πολυγλωσσίας.
Στο Λουξεμβούργο, οι κάτοικοι είναι κατά το δυνατόν τρίγλωσσοι, καθώς μιλάνε τη μητρική τους αλλά και γαλλικά και γερμανικά. Σε αυτό πρόσθεσε και ότι το 50% του πληθυσμού αποτελείται από ξένους που φέρνουν ο καθένας τη γλώσσα του.
Εκεί συνειδητοποίησα τις διαφορές και τις ομοιότητες ανάμεσα στις γλώσσες. Άρχισα, λοιπόν, να ενδιαφέρομαι περισσότερο και πιο εμπειρικά για τη γλωσσολογία. Είχα πρόσβαση και σε πόρους γλωσσικούς που εκείνη την εποχή, το 1988, ήταν ελάχιστοι για τα ελληνικά. Πήγαινα στις βιβλιοθήκες και έβλεπα τα λεξικά για τη γαλλική και τη γερμανική γλώσσα και σκεφτόμουν: Γιατί να μην έχουμε και εμείς για τα ελληνικά;».
Ξεκίνησε όμως ως χημικός μηχανικός
«Πρώτα σπούδασα χημικός μηχανικός, ναι. Τελειώνοντας τη σχολή μου διαπίστωσα, ή μάλλον υποψιάστηκα, ότι δεν μου αρέσει πολύ αυτό που τόσα χρόνια είχα σπουδάσει. Ίσως έβλεπα τους άλλους συμφοιτητές και συμμαθητές μου να έχουν μία πιο πρακτική γνώση και προσέγγιση. Εγώ αυτή δεν την είχα ποτέ.
Ακόμα και η διπλωματική μου είχε γίνει με έναν καθηγητή που τον είχα εκτιμήσει πολύ και αφορούσε ένα ζήτημα που ήταν πιο θεωρητικό. Αυτός έκανε ένα μάθημα που ήταν σαν προσομοίωση της χημικής βιομηχανίας με μαθηματικές μεθόδους. Ξεκίνησα διατριβή και ήμουν έτοιμος να φύγω στην Αμερική αλλά αποφάσισα ότι δεν είναι αυτό που θέλω να κάνω στη ζωή μου.
Πήγα στρατό και μετά αισθάνθηκα την υποχρέωση να επιστρέψω σε αυτό που σπούδασα. Μέσω ενός φίλου που δούλευε σε μία μεγάλη βιομηχανία τροφίμων, έκλεισα μία συνέντευξη καθώς έψαχναν για έναν χημικό μηχανικό. Πάω εκεί και κάνω τη συνέντευξη. Μέσα στο πρώτο δεκάλεπτο έχουμε συνειδητοποιήσει και εγώ και εκείνος που έκανε τη συνέντευξη ότι δεν κάνω για αυτή τη δουλειά. Όχι μόνο γι’ αυτή τη θέση. Γενικά για τη δουλειά στη βιομηχανία.
Χωρίσαμε σαν φίλοι και αποφάσισα πια οριστικά ότι δεν είναι για εμένα. Ασχολήθηκα με τη μετάφραση. Άρχισα με τη Σύγχρονη Εποχή στα λογοτεχνικά και με τον Κλειδαριθμο. Εβγαζε τότε τα βιβλία πληροφορικής που ήταν σε μεγάλη διάδοση. Ο κόσμος τότε δεν ήξερε τίποτα από υπολογιστές. Έβγαιναν, λοιπόν, βιβλία σε πολύ γρήγορους ρυθμούς και όλα ήταν γραμμένα στα αγγλικά, οπότε τα μεταφράζαμε με το τσουβάλι.
Ήμουν πολύ γρήγορος στις μεταφράσεις και έτσι έβγαζα αρκετά καλά λεφτά. Ίσως και περισσότερα από τους φίλους μου του μηχανικούς που ήταν στη βιομηχανία. Βέβαια για εκείνους υπήρχε η ανέλιξη, ενώ ως μεταφραστής η ιεραρχική εξέλιξη είναι πολύ στενότερη.
Κάποια στιγμή διάβασα μία προκήρυξη για έκτακτους υπαλλήλους στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Έδωσα εξετάσεις, πέρασα και ξεκίνησε αυτή να είναι η δουλειά μου».
Ο Δεκέμβριος του 2008 και μία διόρθωση
«Το 2008, τον Δεκέμβριο, ήταν η δολοφονία του Γρηγορόπουλου, οι πορείες και οι διαδηλώσεις. Είχε βγάλει τότε ο Ελεύθερος Τύπος ένα πρωτοσέλιδο που έλεγε «Η Δημοκρατία μας αυτοκαταστρέφεται» υποστηρίζοντας ότι ήταν ρήση του Ισοκράτη. Θα το θυμάσαι σίγουρα.
Το πρόβλημα όμως είναι ότι η ρήση δεν ήταν του Ισοκράτη. Ήταν fake. Έτσι, γράφω στο site μου ένα ανασκευαστικό κείμενο. Μετά από λίγο, βλέπω ότι το κείμενο αυτό είχε εκτιναχθεί στα views και έχει τρομερή διάδοση.
Αυτό είχε γίνει τον Δεκέμβριο του 2008. Λίγους μήνες μετά αποφάσισα να ξεκινήσω και με το blog. Τότε τα blog ήταν στα high τους αλλά βλέποντάς το τώρα, ίσως να είχε ξεκινήσει λίγο και η κατηφόρα τους. Εγώ εμφανίζομαι σε εκείνο το μεταβατικό σημείο. Ήταν μεν ακόμα πολύ δραστήρια αλλά η κορύφωσή τους είχε πια περάσει.
Βέβαια η διαδικτυακή παρουσία μου είχε ξεκινήσει από το 1997. Για ένα διάστημα είχα νοικιάσει και ένα domain σε έναν φτηνό host στην Αμερική, οπότε είχα και δικό μου site. Εκείνη την περίοδο δουλεύαμε πολύ με mailing list, δηλαδή στέλναμε mails, γιατί το το web ήταν πολύ πιο αργοκίνητο από αυτό που είναι σήμερα.
Εγώ στο site μου έβαλα ελληνική λογοτεχνία. Κατέγραψα τα links που υπήρχαν για αυτήν και σταδιακά άρχισα να γράφω διάφορες παρατηρήσεις και σχόλια. Μεταξύ άλλων και για τη γλώσσα.
Πήραμε έτσι και με την βοήθεια αναγνωστών, πολλά λογοτεχνικά κείμενα, συνήθως από αυτά που δεν είχαν copyrights και τα ανεβάζαμε. Κάπως έτσι ανεβάσαμε και Παπαδιαμάντη για πρώτη φορά στο ελληνικό ίντερνετ. Τώρα ξέρω ότι φαίνεται τελείως περιττό. Τότε όμως δεν υπήρχε τίποτα στο διαδίκτυο. Ουσιαστικά προσπαθούσαμε να πλουτίσουμε το ελληνικό ίντερνετ από βιβλία που είχαμε στις βιβλιοθήκες μας».
«Τώρα πια το ξέρω ότι είμαστε δεινόσαυροι»
«Φτιάχνοντας το blog έπρεπε να βάλεις κάπου τον κατάλογο των άλλων blogs με τα οποία συνομιλείς ή με τα οποία θέλεις να συνομιλείς. Είχα βάλει και εγώ καμιά 20αριά φίλους. Από αυτά τα 20, είναι ζήτημα αν δουλεύουν δύο ή τρία. Καθημερινά, όπως εμείς, δεν δουλεύει κανένα άλλο. Ας πούμε όμως ότι αυτά τα δύο ή τρία έχουν μία λογική συχνότητα.
Δεν σου κρύβω ότι μετά το 2020 έχει πέσει αρκετά η επισκεψιμότητα και σε εμάς. Οι περισσότεροι, πλην των τακτικών θαμώνων, με βρίσκουν στις αναζητήσεις του google για γλωσσικά θέματα.
Το αναγνωρίζω ότι είμαστε σαν δεινόσαυροι πια αλλά δεν πειράζει. Είναι κάτι που θέλω να υπάρχει.
Η αλήθεια είναι ότι είναι πια και κάτι που έχει μπει στη ζωή μου. Δεν μπορώ να αγνοήσω το γεγονός ότι υπάρχει αυτό το blog. Σήμερα, πρέπει να γυρίσω από εδώ και να γράψω το αυριανό άρθρο. Γιατί είπα «πρέπει»; Δεν θα «πρέπει», εγώ το θέλω.
Από τις 28 Ιανουαρίου του 2014 μέχρι σήμερα, δηλαδή κοντά στα 11 χρόνια, κάθε μέρα στο blog μου υπάρχει μία ανάρτηση. Δεν υπάρχει ούτε μία μέρα που να μην το έχω ανανεώσει.
Αυτό βέβαια δεν μπορεί να γίνεται επ αόριστον. Κάποτε το ξέρω ότι θα κοπεί. Προς το παρόν όμως δεν υπάρχει λόγος. Είναι και το σερί που σε παρακινεί. Όποτε πηγαίνω κάπου, τα άρθρα τα έχω έτοιμα. Αυτό το κάνω και για τους αναγνώστες αλλά το κάνω και για εμένα.
Το βασικό στοιχείο που μένει ίδιο τώρα σε σχέση με το τι συνέβαινε όταν ξεκίνησα είναι η επιθυμία για αλληλεπίδραση.
Υπάρχουν κάποιοι τακτικοί θαμώνες του blog με τους οποίους συναντιόμαστε, έχουμε γίνει πια φίλοι και κάνουμε μαζώξεις. Είναι μία συνήθεια που την κρατάω. Ούτως ή άλλως το blog τροφοδοτεί και τις άλλες δραστηριότητές μου, όπως για παράδειγμα τα βιβλία που βγάζω».
Η προοπτική των νέων μέσων
«Yπάρχει μία τάση το κείμενο να γίνεται εικόνα και βίντεο. Πολλές φορές μου γράφουν ότι στο κινητό, εκεί που σε διαβάζουν οι περισσότεροι πια, τα μεγάλα κείμενα είναι πολύ δύσκολο να διαβαστούν. Το ξέρω αλλά εγώ έτσι γράφω. Τα τελευταία 12 χρόνια δεν έχω γράψει άρθρο κάτω από 600 λέξεις. Τα άρθρα μου είναι μεγάλα, είμαι μάλλον φλύαρος.
Το βίντεο και τα νέα μέσα, όχι, δεν τα απορρίπτω καθόλου αλλά δεν ξέρω αν μου ταιριάζουν. Σε αυτό που κάνω τώρα, νομίζω, είμαι καλός. Θα μου πεις ότι ο κόσμος αλλάζει και εγώ είμαι καλός σε κάτι που μπορεί πια να μην έχει πέραση. Τα σκέφτομαι όλα αυτά. Σίγουρα πάντως δεν απορρίπτω την προοπτική του YouTube ή του TikTok».
Ο θεσμός της Λέξης της Χρονιάς
«Η διαδικασία για τη λέξη της χρονιάς έγινε για πρώτη φορά το 2010. Τα διάφορα λεξικά στο εξωτερικό βγάζουν, τον Δεκέμβριο κυρίως, τις λέξεις της χρονιάς. Ίσως το σκεφτήκαμε έτσι, αλλά δεν είμαι βέβαιος γι’ αυτό. Δεν νομίζω να υπάρχει ακόμη κάτι αντίστοιχο στην Ελλάδα. Δεν είναι επιστημονική η μέθοδος γιατί βάζουμε και λέξεις που δεν είναι νεολογισμοί. Είναι περισσότερο σαν μία αναδρομή στη χρονιά.
Κάθε χρόνο δημοσιεύουμε γύρω στις 10 Δεκεμβρίου ένα άρθρο που ρωτάει τους αναγνώστες να δώσουν τις λέξεις της χρονιάς. Βάζω εγώ ένα έναυσμα προκειμένου να ξεκινήσει η κουβέντα. Διατυπώνονται γύρω στους 100 όρους. Με έναν συνεργάτη, ομογενοποιούμε τους όρους και συνήθως καταλήγουμε στους 40 με 50 από αυτούς. Γύρω στις 15 Δεκεμβρίου γίνεται η ψηφοφορία και στις 31 βγάζουμε τα αποτελέσματα.
Για τη φετινή λέξη της χρονιάς με πιάνεις αδιάβαστο. Είναι κάποιες χρονιές που ξέρεις από την αρχή ποια είναι η επικρατέστερη. Φέτος όμως είναι πολλές οι πιθανές».
Οι συγκρίσεις με τον Μπαμπινιώτη
«Αναγνωρίζω το έργο και το ταλέντο του Μπαμπινιώτη στη διδασκαλιά. Παρόλα αυτά γράφω συχνά επικριτικά για εκείνον και κυρίως δεν του συγχωρώ κάποιες πολιτικά κατευθυνόμενες τοποθετήσεις που έκανε το διάστημα το 2015-2019.
Άσε που ο Μπαμπινιώτης στο μυαλό του μέσου χρήστη φορτώνεται με πάρα πολλά κουσούρια που δεν τα έχει. «Ο Μπαμπινιώτης λέει ότι αν κάτι χρησιμοποιείται παύει να είναι λάθος». Δεν το λέει αυτό ο Μπαμπινιώτης, το λέει η γλωσσολογία. Και ίσα-ίσα ο Μπαμπινιώτης είναι πιο μαζεμένος ως προς αυτό.
Έχουμε ούτως ή άλλως με εκείνον μία διαφορά αντιλήψεων. Το να μου λέει, λοιπόν, κάποιος ότι εγώ και ο Μπαμπινιώτης κάνουμε το ίδιο πράγμα είναι σύνθετο. Από τη μία είναι τιμή. Ο άλλος είναι καθηγητής, έχει κάνει διδακτορικό, ενώ εγώ είμαι ένας ερασιτέχνης που τσαλαβουτάει. Από την άλλη, όμως είμαστε και τελείως αντίθετοι».
«Το να προσέχουν τη γλώσσα τους όταν μου μιλάνε, είναι προσωπική ήττα»
«Μου το γράφουν αυτό, ότι προσέχουν τι γράφουν όταν μου μιλάνε και εγώ το θεωρώ πρόβλημα για μένα. Το λέω γιατί έχω, νομίζω, μία πιο ανεκτική στάση στα λάθη.
Τα ορθογραφικά λάθη βέβαια είναι δεδομένα. Η ορθογραφία είναι μία σύμβαση, η σύμβαση λέει ότι το ρήμα τελειώνει σε -ω, επομένως, αν γράψω “γράφο” είναι λάθος. Τα ορθογραφικά λάθη όμως δεν δείχνουν κάτι. Ίσως μόνο κάποια τσαπατσουλιά ή αφηρημάδα.
Στα άλλα λάθη, πιστεύω ότι είμαι πιο ανεκτικός από άλλους που γράφουν για τη γλώσσα. Λένε ότι δεν πρέπει να λές “εξαπανέκαθεν” ή “όλους όσους” γιατί είναι λάθος. Εγώ δεν είμαι αυτής της λογικής.
Σε αυτό όμως έχω μία εξαίρεση. Στα social κοροϊδεύουμε πολύ τα λάθη του άλλου, ιδίως αν αυτός είναι πολιτικός. Αυτό, κατά τη γνώμη μου, έχει μία βάση. Το να κοροϊδεύεις τον πολιτικό είναι και δικαίωμά σου. Μην πω ότι είναι και υποχρέωση του πολίτη. Όταν βλέπω τον αρχαιομαθή Άδωνι να κάνει λάθη, δεν μπορώ να μην τα κοροϊδέψω. Από την άλλη, είναι μία επιφανειακή κριτική αυτή».
«Πάντως, επαναλαμβάνω πως, όταν μου λένε ότι φοβούνται πώς θα μιλήσουν μπροστά μου, εγώ το βλέπω σαν προσωπική ήττα»
***
Κλείνοντας τη συζήτησή μας με τον κύριο Σαραντάκο, τον ρώτησα για τα πλάνα του τώρα που βγήκε στη σύνταξη. Μου είπε ότι σκοπεύει να γυρίσει στην Ελλάδα όπου βρίσκεται και η οικογένειά του, για την οποία μου μίλησε με πολλή αγάπη. Έχει όμως ακόμη ανοιχτούς λογαριασμούς και στο Λουξεμβούργο. Ένα από τα προβλήματα που μου τόνισε ότι έχει είναι τι θα κάνει με όλον τον όγκο των βιβλίων που έχει στο εκεί διαμέρισμά του. Αυτός νομίζω είναι ο καλύτερος τρόπος για να κλείσει αυτή η συνέντευξη.
Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.