Το αυτοκινητό μας, ένα παλιό ή ένα πιο καινούργιο Opel, είχε μπει μόλις στο καραβάκι από Ρίο για Αντίρριο ή από Αντίρριο για Ρίο. Δεν θυμάμαι ακριβώς. Η γέφυρα είναι υπό κατασκευή αλλά ο βασικός σκελετός είναι πια στη θέση του σχηματίζοντας ήδη ένα θέαμα εντυπωσιακό για το μάτι του μη «εκσυχρονισμένου» ακόμα Έλληνα.
Σε κάποια στιγμή ο πατέρας μου ή ο θείος μου, δεν θυμάμαι ακριβώς, αναφωνεί «Α ρε Σημιτάκο μας έκανες Ευρώπη» μεταξύ σοβαρού και αστείου. Δεν θυμάμαι ακριβώς ούτε πόσο σοβαρό ή αστείο ήταν. Μάλλον, όπως πάντα, η απάντηση βρίσκεται κάπου στη μέση.
Πιθανότατα αυτή ήταν μία από τις πρώτες επαφές μου με τον Κώστα Σημίτη, σε ένα σύνολο από σποραδικές μνήμες που δεν μπορώ να ξέρω καν αν είναι αληθινές στο σύνολό τους. Επαναλάμβανα φαντάζομαι, όπως συνήθως κάνουν τα παιδιά, όσα μου έλεγαν οι μεγάλοι γύρω μου.
Από τη μία σχημάτιζα για τον Σημίτη μία εικόνα από γονείς και φίλους γονιών, από τις λεγόμενες παραγωγικές ηλικίες, που τον έβλεπαν με ένα αρκετά θετικό μάτι ως τον Πρωθυπουργό που θα αναβάθμιζε το βιωτικό επίπεδο της Ελλάδας προς κάτι που έμοιαζε λίγο περισσότερο με ευρωπαϊκή χώρα. Είχα όμως και δεύτερη πηγή γνώμεων για τον Σημίτη.
Μού ερχόταν από τις επισκέψεις στη γιαγιά, περισσότερο εθνικών φρονημάτων εκείνη, που είχε ανοιχτή την τηλεόραση και έβλεπε τον Χριστόδουλο σε μία από τις μαζώξεις εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων που ήθελαν ντε και καλά να αναφέρεται το θρήσκευμά τους στην ταυτότητες. Δεν ήταν ιδιαίτερα φανατική αλλά κάπως είχε αποτυπωθεί μέσα της η πεποίθηση ότι η πίστη της βρισκόταν υπό απειλή.
Η γιαγιά εκπροσωπούσε εκείνη την άλλη Ελλάδα που ο Σημίτης -ας μην το κρύβουμε στο πλαίσιο μίας ευγενούς νεκρολογίας- είχε βάλει απέναντι, μέσα στη ζέση του εκσυγχρονισμού. Εξάλλου, εκσυγχρονισμός χωρίς την κατασκευή ενός φαντάσματος της «παλιάς Ελλάδας» δεν μπορεί να συντελεστεί στο ιδεολογικό επίπεδο. Κι ο Χριστόδουλος πρόσφερε στον Σημίτη μπόλικες εικόνες παλιάς και δύσκαμπτης Ελλάδας.
Όχι ακριβώς Πρωθυπουργός εθνικής ενότητας
Αυτή η διχαστική βάση, υπήρξε και ο τρόπος που επέλεξε να πολιτευτεί ο Σημίτης από την αρχή: Η «Ελλάδα του αύριο», την οποία είχε επιτυχημένα συνδέσει με το δικό του ΠΑΣΟΚ και η «Ελλάδα του χθες», την οποία είχε (λιγότερο) επιτυχημένα συνδέσει με τη Νέα Δημοκρατία. Τελείως λογικά, στο πιο εντυπωσιακό έργο της θητείας του, έδωσε το όνομα του Χαριλάου Τρικούπη.
Από εκείνη την βόλτα με την οικογένειά μου στο Ρίο-Αντίρριο, πέρασαν πολλά χρόνια. Ο Σημιτάκος, ο «Κινέζος» που έλεγαν στους αδυσώπητους προ της πολιτικής ορθότητας καιρούς, κυβέρνησε και ξανακυβέρνησε και στο τέλος του έμεινε μία ένταξη στην ΟΝΕ, ένα Χρηματιστήριο, οι μισοί Ολυμπιακοί Αγώνες και κάμποσα αστεία για τις ελιές στο πρόσωπό του.
Η είδηση του θανάτου του Κώστα Σημίτη δεν ξέρω πόσους κάτω των 40 επηρέασε πραγματικά. Ο Πρωθυπουργός της παιδικής σου ηλικίας είναι σαν τον Διευθυντή σου στο Δημοτικό. Δεν έχεις και πολλούς λόγους να τον θυμάσαι. Γράφτηκαν βέβαια πάρα πολλά. Κάποιες πολύ σκληρές κριτικές και μερικές αποθεώσεις.
Όλα τα παραπάνω, το μίσος ή η λατρεία προς το πρόσωπο του Σημίτη, φαντάζομουν σχεδόν επιτηδευμένα. Ο Σημίτης ως πολιτική περσόνα δεν είναι να πεις ότι δημιουργεί τα μεγάλα πάθη. Και δεν το λέω αυτό μόνο επειδή ήταν πιο «κρύος», πιο «τεχνοκράτης».
Το λέω κυρίως γιατί η διακυβέρνησή του ήταν η πιο εντοπισμένη από όλες μέσα στον χρόνο. Δίπλα στους άχρονους παρελθοντικούς Πρωθυπουργούς, τον Παπανδρέου, τον Καραμανλή και τον Μητσοτάκη που μοιάζουν στο μυαλό μας σαν να κυβερνούσαν 45 γενιές Ελλήνων, ο Σημίτης -ένας από τους ελάχιστους που δεν βγήκε από τζάκι- κυβέρνησε 8 χρόνια, πήρε τα μπογαλάκια του και έφυγε.
Κυβέρνησε μάλιστα συνδέοντας τη φιγούρα του με ένα πολύ συγκεκριμένο οικονομικό και πολιτικό πρόγραμμα, τον περίφημο εκσυγχρονισμό που συνδέθηκε με τη διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004, με τους οποίους πάντως όσοι τον γνώριζαν καλά λένε ότι ήταν πολύ επιφυλακτικός.
Ακόμα και μέσα στην κρίση, ο Σημίτης βγήκε αρκετά από τη συζήτηση. Οι μισοί τα έριχναν στον Καραμανλή και οι άλλοι μισοί στον Παπανδρέου, στα παιδιά και τα ανίψια των άχρονων Πρωθυπουργών. Κάπως είχε ξεμείνει σε ένα μεταίχμιο ανάμεσα στην περίοδο της ΠΑΣΟΚάρας των μπουζουκιών και των 80ς και στη βαθιά κρίση και μιζέρια του 2009.
Το όνομα του ελάχιστα ακουγόταν. Δεν μπήκε ποτέ στα σοβαρά στις συζητήσεις για Πρόεδρος της Δημοκρατίας, δεν είχε κύκλους που μιλούσαν εξ ονόματός του, δεν εμπλεκόταν ιδιαίτερα στα εσωκομματικά του ΠΑΣΟΚ, που δεν είναι ότι ήταν και λίγα όλον αυτόν τον καιρό που μεσολάβησε. Δεν χρειαζόταν και ιδιαίτερα να βγει και να υπερασπιστεί τη διακυβέρνησή του.
Τελικά, ο θάνατός του έγινε η αφορμή να επικαιροποιηθεί η περίοδος Σημίτη. Να σχολιαστεί, να φτιάξει τις αντιπαραβολές με το σήμερα και τελικά να σχηματίσει μία πιο συγκροτημένη εικόνα για το αποτύπωμα του ίδιου και της διακυβέρνησής του στη νεότερη ιστορία της χώρας.
Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.