Ο κεντρικός δρόμος είναι η Δευτέρας Μεραρχίας, που συνδέει την ακτή Μιαούλη και το Λιμάνι του Πειραιά, με τη Μαρίνα Ζέας, το Πασαλιμάνι και τη Φρεαττύδα. Ενδιάμεσα συναντάμε το Γιαχνί Σοκάκι (γνωστή και ως οδός Αγίου Σπυρίδωνος) και τις οδούς Νοταρά και Φίλωνος.
Μέσα σε τρία δρομάκια γεννήθηκε και πλάστηκε ο μύθος της Τρούμπας, μιας περιοχής του Πειραιά που γέννησε αμέτρητες ιστορίες με μάγκες Πειραιώτες και τύπους μπαμπέσηδες, με αφελή ναυτάκια έτοιμα να στραγγίξουν το πορτοφόλι τους στα καμπερά, με καλντεριμιτζούδες περπατημένες και «σπόρους» με άγνοια κινδύνου, μέσα στη μαγεία της νύχτας του Πειραιά. Η Τρούμπα σήμερα δεν θυμίζει τίποτα απ' όλα αυτά, είναι περισσότερο μια γειτονιά που ακολουθεί το παράδειγμα του τουριστικού εξευγενισμού που έχει διαμορφώσει όλες τις συνοικίες του Πειραιά και της Αθήνας.
Εγώ όμως θέλω να μάθω γι' αυτά. Και κάπως έτσι ο δρόμος μου με έφερε στο μαγαζί του Βασίλη Πησιμίση, του καλύτερου ερασιτέχνη λαογράφου, του ανθρώπου που συλλέγει κειμήλια σαν να εξαρτάται η ζωή του από αυτό. Και το κατάστημα του, που εμπορεύεται ένα τμήμα της συλλογής του, έχει έναν ταιριαστό τίτλο: «Ενθυμήματα». Μίλησα λοιπόν με τον Βασίλη, συλλέκτη, λαογράφο και συγγραφέα βιβλίων που τιμούν την ιστορική μνήμη του Πειραιά, όπως το «Τρούμπα, Βούρλα, Λιμάνι».

Πώς αποφάσισες να φτιάξεις αυτό το μαγαζί;
Όλη μου τη ζωή σχεδόν καταπιάνομαι με το να συλλέγω κειμήλια. Ήθελα να φτιάξω ένα ιστορικό λαογραφικό μουσείο εδώ στο Κερατσίνι. Δεν τα κατάφερα. Πήρα σύνταξη και είπα, θα το κάνω μόνος μου. Μάζεψα μετά όλα μου τα κειμήλια και με ρώτησε ο γιός μου. Να κάνουν όλα αυτά δέκα χιλιάδες ευρώ; Εγώ του είπα, πενήντα λεπτα να βάλουμε το καθένα, αυτό και μόνο αρκεί. Κι έτσι φτιάξαμε αυτό τον χώρο».
Ένα μαγαζί-μουσείο...
«Αυτό ακριβώς!»
Πώς γεννήθηκε το βιβλίο, Βασίλη;
«Από μικρός, από 14 ετών δούλευα στον Πειραιά, και μου άρεσε να διαβάζω βιβλία για την ιστορία της πόλης. Εκεί είδα ότι είναι αδικημένο το θέμα με το οποίο ασχολήθηκα. Θες από αντίδραση, θες από το ότι δεν με ενδιέφερε να τσαλακωθώ, σίγουρα πάντως από πραγματικό ενδιαφέρον για να το φέρω στη σωστή δομή του, ασχολήθηκα με αυτό. Τώρα το αν ήταν κακό αυτό που έγραψα, ας το κρίνει το αναγνωστικό κοινό».
Αρχικά όμως, δεν ξεκίνησα να μαζεύω υλικό για την εποχή της Τρούμπας για να κάνω βιβλίο, αλλά για τη συλλογή μου. Στην πορεία γνώρισα τον (συγγραφέα, στιχουργό, ποιητή) Γιάννη Κακουλίδη, ο οποίος μου είπε "σοβαρά, έχεις αυτό το υλικό; Έ καν'το ένα βιβλίο!". Και κάπως έτσι αποφάσισα να γράψω το βιβλίο.
«Έκανα μια πρώτη έκδοση το 2010 (το βιβλίο λεγόταν «Βούρλα - Τρούμπα: Μια περιήγηση στον χώρο του υποκόσμου και της πορνείας του Πειραιά (1840-1968) και μέχρι να κάνω την παρουσίαση είχε εξαντληθεί. Τέσσερις εκδόσεις κάναμε συνολικά με τον Τσαμαντάκη (βιβλιοπωλείο - εκδοτικός οίκος του Πειραιά), μετά το πήρε άλλος εκδοτικός οίκος και το έβγαλε (εκδόσεις Μωβ) και μετά κάναμε μια ανανεωμένη έκδοση, αυτή που έχεις μαζί σου («Τρούμπα, Βούρλα, Λιμάνι: Χώρος και μνήμη του πειραϊκού περιθωρίου στον 20ο αιώνα»). Έχω γράψει κι άλλα δύο, ένα με στιχάκια και τραγούδια της εποχής εκείνης κι ένα για το Ρολόι του Πειραιά (κλασικό τοπόσημο της πόλης του Πειραιά).
Ποιο ήταν το πιο δύσκολο κομμάτι της έρευνας σου;
«Με ρώτησε ο Κακουλίδης στην παρουσίαση το ίδιο! Και του λέω, θα στο πω λαϊκά, με τα λόγια της Τρούμπας, το καλντερίμι. Να ψάξεις δηλαδή να βρείς ανθρώπους να σου μιλήσουν για όλα αυτά, να σου ανοίξουν την πόρτα τους, να σε εμπιστευτούν. Δεν ήταν καθόλου εύκολο, έπρεπε να τους προσεγγίσεις με τον τρόπο το δικό τους, να γίνεις φίλος τους, και χίλια δύο πράγματα, για να πάρεις στοιχεία της προκοπής.
Είναι άνθρωποι με περηφάνια, με εγωισμό, δεν μιλάγανε εύκολα. Πήγαινα στα καφενεία, τα περισσότερα από αυτά δεν υπάρχουν σήμερα και ρώταγα τον καφετζή, έχεις εδώ κανένα πελάτη σου που δούλευε ή που σύχναζε σ' εκείνα τα μέρη; Του λέγα, θα με φέρεις σε επαφή; Μου έλεγε όχι.
Ε κι εγώ καθόμουνα εκεί πέρα και του έδινα 1 ευρώ για τον καφέ, και 10 για να μείνω όλη μέρα και να μου δίνει πληροφορίες. Τα λέγαμε λοιπόν και μας έβλεπε ένας που δούλευε στην Τρούμπα, μπράβος όταν ήταν νέος. Έλεγα εγώ "αυτό το τάδε μαγαζί δεν ήταν εκεί;" και πεταγόταν αυτός που μας άκουγε κι έλεγε ξαφνικά "όχι δεν ήταν, θα σου πω εγώ που ήτανε! και σημείωνα εγώ».

Σε κόβανε, ότι είσαι έμπιστος, ότι δεν πουλάς φιγούρα
«Μα ναι! Και δεν ήταν εύκολο. Έχουν γίνει ένα σωρό σκηνικά. Θυμάμαι μια φορά, είχε έρθει μια δημοσιογράφος από μια τηλεοπτική εκπομπή να κάνουμε γύρισμα. Της δίνω ραντεβού σε ένα καφενείο στη Φίλωνος, να καθίσουμε να μιλήσουμε για το βιβλίο. Έρχεται ένας τύπος από μια ναυτιλιακή, ένας φίλος, μας ρωτάει τι κάνουμε εδώ, του λέει η δημοσιογράφος, "α θα γυρίσετε ντοκιμαντέρ δηλαδή!", λέει ο καφετζής και ο φίλος απαντάει "είναι κι ένας εδώ που έχει γράψει ένα βιβλίο για τον Πειραιά, λέει διάφορα, του κεφαλιού του μέσα, μπούρδες".
Μου λέει η κοπέλα, "θέλεις να φύγουμε;". Εγώ άλλο που δεν ήθελα! Της λέω, κάτσε και τώρα ξεκινά το πανηγύρι. Πάω να πλύνω τα χέρια μου και εσύ παίξ' τον λίγο αυτόν τον ψηλό. Γυρίζω πίσω, ο τύπος τα 'χε κανει πάνω του. Συγνώμη φίλε, δεν ήξερα μου έλεγε κι έκανε κολοτούμπες. "Τι συγγνώμη ρε μαλάκα" του λέω, το έχεις διαβάσει το βιβλίο"; Μου λέει όχι! Και μου εξήγησε μετά, ότι "να ρε φίλε, ένας δικός μου λέει ότι έγραψες διάφορα γι' αυτόν και δεν του άρεσαν και διάφορα τέτοια". Ε ωραία, του είπα, να έρθει να μας το πει αν τον αδικήσαμε, να τον αποκαταστήσουμε στην επόμενη έκδοση.
Ήτανε κι ένας κοντοκουρεμένος εκεί, τον έκοψα για μπάτσο, Μανιάτη. Ακούει το επώνυμο μου, μου λέει τον γιατρό από το Τζάνειο, τι τον έχεις, του λέω ότι είναι συγγενής μου κοντινός, τον διευθυντή στην Ιωνίδειο; Κι αυτός! Και λέει στον ψηλό, "πώς γίνεται να τα λες αυτά για έναν Πειραιώτη;". Αυτός ήταν ανιψιός ενός παλιού χωροφύλακα, που δούλευε στην Τρούμπα.
Ο άνθρωπος ήρθε τελικά και κάθισε μαζί μας, με χαιρέτησε, του είπανε ποιος είμαι και τι έχω γράψει, μου λέει μπράβο παιδί μου, σ' ευχαριστώ πολύ. Τον ρωτούσα τότε μήπως έγραψα κάτι που τον αδίκησε. Μου έλεγε "όχι, ούτε καν, με σκιαγραφείς, αλλά δεν με φωτογραφίζεις". Ο άλλος έχει κάνει παιδιά, έχει κάνει οικογένεια, οφείλεις να τον σεβαστείς όταν γράφεις σχετικά με τη ζωή του. Σε αυτούς που τους έπαιρνα συνέντευξη, πάντα τους τη ξαναδιάβαζα, μήπως είπανε κάτι εν θερμώ, μήπως άλλαξαν γνώμη για κάτι».
Υπάρχει όμως και μια ιστορία που συνδέει το βιβλίο σου με τον Βαρδή Βαρδινογιάννη
«Είμαστε στην έκθεση βιβλίο στο Πασαλιμάνι, περνάει η ανίψια του, βλέπει ότι γράφει κάτι για τον θείο της. Λίγο μετά με πήρε τηλέφωνο ο Βαρδής Βαρδινογιάννης. Ενενήντα χρονών, με πήρε τηλέφωνο, μου λέει να μιλάμε στον ενικό; Του λέω "εσείς μπορείτε, εγώ όχι". Μου εξηγεί, έχω διαβάσει ένα σωρό πράγματα για εκείνη την εποχή, το βιβλίο σου είναι το μόνο που λέει την αλήθεια. Η έρευνα μου διήρκεσε δύο δεκαετίες, δεν ήταν καθόλου εύκολη δουλειά».
Ποιο είναι το πιο παράξενο πράγμα που έχεις διαβάσει για την Τρούμπα;
«Αρχικά θα σου πω κάτι. Εγώ λέω στους νέους ερευνητές, να γράψεις κάτι, αλλά να στέκει χρονικά, να λέει αλήθεια. Λένε ας πούμε για τον Ανέστη Δελιά και τη Σκουλαρικού, ότι πέρασαν πολλά χρόνια μαζί, ότι εκείνη τον έβαλε μέσα στην πρέζα και τελικά πέθανε. Και βγαίνει ένας νέος ερευνητής, και λέει ότι υπάρχει μια κυρία που την έλεγαν «Ρίκα Σκουλαρίκα» ή κάτι τέτοιο που έκανε αποτοξίνωση, που έκοψε από τον Δελιά όταν ήταν 16 ετών.
Λοιπόν, ο Ανέστης και η Σκουλαρικού τραβιόντουσαν έξι-επτά χρόνια, αν έκοψε μαζί της όταν ήταν 16 ετών, από πότε ξεκίνησε να την βλέπει; Απ' όταν ήτανε μωρό; Μα, στέκουν όλα αυτα; Πώς βγαίνεις και λες ότι οι νέες έρευνες δείχνουν αυτά; Τι να ασχοληθώ με αυτούς τους ανθρώπους; Τους καταλαβαίνω, τη μυρίζομαι την μπαρούφα που θα πετάξουν από δύο-τρεις ερωτήσεις που θα τους κάνω, για πράγματα διασταυρωμένα από εκατό μεριές».

Το νέο σου βιβλίο τι θα λέει;
«Τώρα γράφω για την Αθήνα ένα αντίστοιχο βιβλίο. Ξέρεις, όταν γράφεις τέτοια βιβλία, η έρευνα είναι σαν κρικάκια, που το ένα κουμπώνει με το άλλο και βγαίνει η αλήθεια. Όταν σου κάτσει ο κρίκος ο σωστός, και βγει το σωστό, το τεκμηριωμένο αποτέλεσμα, ε αυτό είναι μαγεία».
Γιατί γράφεις βιβλία;
«Για το κέφι μου το κάνω αυτό το πράγμα, για το μεράκι μου. Να σκεφτείς, ότι από τα 20 ευρώ που κοστίζει αυτό το βιβλίο, εμένα μου μένει μόλις ένα. Συνήθως βάζω κι από την τσέπη μου, για να βρώ τα σωστά στοιχεία για την έρευνα μου. Δεν γίνεται αλλιώς»
Ήρθε μια κοπέλα από το Πολυτεχνείο για να κάνει έρευνα και μου ζήτησε βοήθεια, της έδωσα υλικό που δεν έχει εκδοθεί. Ήρθες εσύ και μου ζήτησες να μιλήσουμε, όποιος κόσμος έρχεται, του δίνω κάτι, τον βοηθάω. Νιώθω πως ο κόπος μου για να γράψω αυτή την έρευνα, ανταμείφθηκε!»
Το καλύτερο απ' όλα το έχει πει ο καθηγητής του Πολυτεχνείου και γνωστός Πειραιώτης, Νίκος Μπελαβίλας, ο οποίος έγραψε τον πρόλογο στο βιβλίο μου: «Ρε Νίκο, έχεις καταλάβει τι έχεις κάνει; Έβαλες τα μπουρδέλα στα πανεπιστήμια!» (γελαέι...)
Μέρος δέυτερο, η Τρούμπα σήμερα

Eίναι πρωί Σαββάτου, περπατάμε μαζί με τον Βασίλη Πησιμίση στην Τρούμπα, προσπαθώντας να χαρτογραφήσουμε όλα τα στέκια της εποχής εκείνης, έξι δεκαετίες αργότερα. Ο Βασίλης το πετυχαίνει με άνεση, σχεδόν απαγγέλει απ' έξω τι συνέβαινε σε κάθε στενο.
Τι ακριβώς συνέβαινε με τα ναρκωτικά εδώ;
«Το λαθρεμπόριο του χασίς γινόταν στον Άγιο Κωνσταντίνο από πίσω. Και το έφερναν οι μάγκες στην Τρούμπα και το πουλούσαν τριπλή τιμή, Αγορά κανονική γινόταν εδώ.
Τα ξενοδοχεία, σαν κι αυτό που ήταν εδώ (γωνία Μπουμπουλίνας και Νοταρά, αναφέρεται στο κτίριο που στεγάστηκε το Youth Hostel no1, το ξενοδοχείο Πεντελικόν και το μπαρ Bambola) είχαν πολλά δωμάτια, πρόχειρα, μια τουαλέτα για έναν όροφο. Εδώ έμεναν οι ναυτικοί για λίγα βράδια και κατέβαιναν μετά στα καμπαρέ. Yπήρχαν και δύο σινεμά που έπαιζαν μόνο τσόνες, το Φως και τα Ιλίσια, έχουν γκρεμιστεί κι αυτά, όπως πολλά κτίρια της εποχής. Υπήρχε κι άλλο ένα σινεμά, το Ολύμπικ.
Φυσικά δεν είχε μόνο εδώ πορνεία. Υπήρχαν διάσπαρτα μέχρι το σταθμό του τρένου, υπήρχαν και στο Πέραμα, και σε μια γειτονιά, την Ανάσταση. Την περιγράφω στο βιβλίο μου, με τη βοήθεια μιας κυρίας που εργαζόταν εκεί.
Υπήρχαν δύο λογιών καμπαρέ, ένα που είχε μουσικό πρόγραμμα και πήγαινες να ακούσεις, να διασκεδάσεις, κι ένα που είχε μουσική από στέρεο, και κάτι καναπές ψηλούς. Μαξίμ, Μπραζίλ κι άλλο ένα (δεν θυμάται το όνομα εκείνη τη στιγμή), ήταν εδώ που περπατάμε. Γινόταν χαμός σε αυτούς τους δρόμους, όλο φωνή και φασαρία. Μουσικές δυνατές, φωνές και τραγούδια μέσα από τα μαγαζιά, κόσμος να περνάει απ' έξω, ναυτάκια, Πειραιώτες, μικροπωλητές με κωκ και σάμαλι, απίθανη ζωή. Καμία σχέση με τώρα, άλλη εποχή
Και γυναίκες
«Ε, κυρίως αυτό!»
Τι έχεις ζήσει εσύ στην Τρούμπα, πέρα από την έρευνα;
«Ήμουνα 15 ετών παιδί, πάω σε μια κοπέλα μέσα στο καμπαρέ. Της λεώ, εγώ γουστάρω να σε πάρω να φύγουμε μαζί. Μου λέει, κάτσε να πιούμε πρώτα ένα μπουκάλι μαρτίνι και ύστερα φεύγουμε. Ωραία, λέω εγώ. Ήπιαμε, τέλειωσε το μπουκάλι. Άρχισα να ζαλίζομαι εγώ, αλλά λέω θα την περιμένω. Μου λέει, περίμενε να αλλάξω ρούχα και φεύγουμε. Την περιμένω, αλλά τίποτα, πουθενά το κορίτσι.
Μπαίνω μέσα στα καμαρι΄νια να τη βρω, πουθενά, μου την είχε κάνει από την πίσω πόρτα (γελάει). Εμφανίζεται ένα ντερέκι, ένας τύπος θεόρατος, σκοτείνιασε τον ουρανό. Με ρωτάει τι θέλω, του λέω το και τό. Κι εκεί που νόμιζα ότι θα μου ρίξει καμία σφαλιάρα και θα με βάλει στη θέση του, μου λέει, οκ, μην ανησυχείς, θα βρεις άλλη. Λες και το 'ξερε. Με κοζάρει μια, μου λέει έτσι κάνει αυτή, μη της δίνεις σημασία, έλα να πιούμε παρέα κάτι. Κι ανοίγει άλλο μπουκάλι. Άντε παράτας μας λέω ρε, δεν την ξαναπατάω».
Μεροκάματο άφησες,
«Τι μεροκάματο, βδομαδιάτικο! 1200 δραχμές έκανε το μπουκάλι! Και κάθομαι που λες έξω και περιμένω την άλλη που μου την έκανε. Λέω, θα φανεί κάπου, δε γίνεται, θα πάρει ένα τηλέφωνο. Και με παίρνει ο ύπνος! Με ξυπνάνε οι σκουπιδιαραίοι το πρωί, μου λένε «φύγε ρε φιλαράκο, θέλουμε να πάρουμε τις κούτες!». Γελάμε τώρα, αλλά αυτό ήταν μια λογική αντίδραση ε; Πλήρωνες και ήθελες να δεις την κοπέλα. Αλλά
Δεν τα προλάβαμε τα μπουρδέλα, προλάβαμε τα καμπαρέ, και ερχόμασταν εδώ πολύ μικροί, 14-15 ετών, αλλά δεν φοβόμασταν. Ήμασταν πολύ μικροί, αλλά μεγαλοδείχναμε, δε νιώθαμε φόβο πουθενά, δουλεύαμε κιόλας. Τώρα βλέπεις, έρχεται ο 30άρης και λέει φόβαμαι να περάσω από εδώ. Τι φοβάσαι ρε, τριάντα χρονών γομάρι, μη σου κάνουν bullying; Αν είναι δυνατόν (γελάει)».
Ομοφυλόφιλοι υπήρχαν στη Τρούμπα;
«Υπήρχαν εκείνη την εποχή βεβαιώς, αλλά τα στέκια τους δεν ήταν εδώ, στην Τρούμπα, ήταν προς τη Μαρίνα Ζέας και τη Πειραϊκή».
Και πως τέλειωσε η Τρούμπα
Με τον δήμαρχο Πειραιά της Χούντας, το Σκυλίτση, με την επιχείρηση που έκανε τότε να «καθαρίσει» τον Πειραιά. Εντάξει, καθαρός Πειραιάς ότι πεις, φύγανε οι κοπέλες από τα καμπαρέ, κάποιες τρομάξανε, πήγανε στην επαρχία, άλλες έμειναν εδώ στα ξενοδοχεία, και οι αστυνομικοί της χούντας, που έκαναν ό,τι θέλανε, τις είχαν του χεριού τους. Ούτε ιατρικός έλεγχος που υπήρχε πριν, ούτε τίποτα. Η δουλειά συνέχισε , αλλά με διαφορετικά αφεντικά, καταλαβαίνεις».
Αποχαιρετιόμαστε και υπάρχουν ένα σωρό ιστορίες που έχω κρατήσει off the record, που δείχνουν τα αερικά, τους μάγκες που δεν καταλάβαιναν ούτε ιερό ούτε όσιο τους ανθρωπότυπους μιας άλλης εποχής, που χρειάζονται πολλά άρθρα για να αποτυπωθούν στις σωστές τους διαστάσεις. Ο Βασίλης χάθηκε στο πλήθος με κατεύθυνση το λιμάνι, με βιασύνη, σαν να ήθελε να συναντήσει ξανά τα σημειωματάρια του και τις έρευνες του και να χαθεί ξανά σε ενα ζόρικο κόσμο, που κάποτε υπήρξε και δεν αστειεύοταν καθόλου.
Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.