Από τις πρώτες ταινίες που ο Προμηθέας Αλειφερόπουλος θυμάται να βλέπει παιδί, ήταν στη δευτέρα δημοτικού, όχι κάποιο Ράμπο ή Terminator, αλλά το «My Left Foot» με τον Ντάνιελ Ντέι Λούις. «Δεν το λέω απαραίτητα για καλό» θα μου πει γελώντας σε μια από τις συζητήσεις μας για το πώς το σινεμά τον καθόρισε και υπήρχε στη ζωή του, από πάντα.
Ο ίδιος με τη σειρά του, υπήρξε με κάποιο τρόπο σε μικρό ή μεγαλύτερο βαθμό, στις ζωές όσων των παρακολουθούν μέσα από τις δικές του δουλειές. Αν όχι από πάντα, τα τελευταία δεκαπέντε σχεδόν χρόνια. Στον τελευταίο άνθρωπο που είπα ότι θα κάνω συνέντευξη με τον Προμηθέα Αλειφερόπουλο, ήρθε στο μυαλό του κατευθείαν ο ρόλος του Προμηθέα στην "10η εντολή" του Πάνου Κοκκινόπουλου, ομολογουμένως, η τηλεόραση είναι αυτή που πρώτα απ' όλα καθιστά τον ηθοποιό δημοφιλή και οικείο στο συλλογικό υποσυνείδητο.
Εγώ από την άλλη, στο άκουσμα του ονόματός του, από όλες τις διάχυτες σκέψεις, σίγουρα δεν μπορώ να μην ανατρέξω στην ερμηνεία του στην ταινία «Το Γάλα» από όπου τον είδα πρώτη φορά κι ύστερα σε όσα ακολούθησαν. Και είναι πολλά.
Στις συνεντεύξεις που ο Προμηθέας έχει κατά καιρούς δώσει, αναφέρεται στις δουλειές του, στον τρόπο που βλέπει το σινεμά, το θέατρο ή την τηλεόραση, για το τι του αρέσει να κάνει στη ζωή του. Λίγα πράγματα γνωρίζουμε για το πώς ξεκίνησε όλο αυτό το ταξίδι. Αυτή τη φορά, η αφορμή της συζήτησής μας ήταν η δουλειά του, η παράσταση «Festen» σε σκηνοθεσία Οδυσσέα Παπασπηλιόπουλου, που για πολλούς θεωρείται μια από τις παραστάσεις της χρονιάς και, όπως θα μου πει, η ιδέα για το ανέβασμά της, είχε συζητηθεί χρόνια πριν, όταν οι δυο τους έπαιζαν μαζί στο θέατρο.
Ήθελα πολύ όμως να τον ρωτήσω για όλα αυτά που υπάρχουν πίσω από τους ρόλους που τον έχουμε δει, για το πώς και γιατί επέλεξε την υποκριτική και για όλα αυτά που έχει εξερευνήσει μέσα από αυτήν. «Η ζωή και ό,τι κάνουμε έχει κάποια ρίσκα. Αν φοβάσαι να τα πάρεις, χάνεις σίγουρα κάποια πράγματα» ανέφερε κάποια στιγμή εκείνο το απόγευμα.

Από το Θέατρο Τέχνης όπου σπούδασε μέχρι και τον ρόλο του Κρίστιαν στο «Festen», δεν ξέρω αν πήρε τελικά όσα ρίσκα του έφερε ο δρόμος του, αλλά οι σημαντικές αποφάσεις της ζωής του, του έχουν βγει μάλλον σε καλό.
Πώς αποφάσισες να ασχοληθείς με την υποκριτική;
«Ήξερα να σου πω την αλήθεια τι ήθελα να κάνω από όταν ήμουν στο λύκειο. Έδωσα πανελλήνιες βέβαια γιατί ήθελα να μπω και στο πανεπιστήμιο για τη φοιτητική ζωή, αλλά και για τους γονείς μου, και όντως δεν το μετανιώνω γιατι τα δυο πρώτα χρόνια που ήμουν στο πανεπιστήμιο ήταν πολύ ωραία. Είχα μπει στην Θεατρολογία στη Φιλοσοφική και κατευθείαν βέβαια και στη θεατρική ομάδα. Στα 20 μου πέρασα στη Σχολή του Θεάτρου Τέχνης».
Το είχες συζητήσει με την οικογένεια σου αυτό;
«Υπήρχε πολλή υποστήριξη σε αυτήν την επιλογή μου. Επειδή και η θεία μου, η Μαρία Αλειφέρη, είναι ηθοποιός, το είχαν πολύ φυσικό, τουλάχιστον από εκείνη τη μεριά της οικογένειας. Η μητέρας μου από την άλλη με την οποία και μεγάλωσα, αγαπούσε πολύ το θέατρο και το σινεμά και αυτό έπαιξε μεγάλο ρόλο καθώς με διαμόρφωσε σε μεγάλο βαθμό, το τι μου έφερνε να δω σπίτι από ταινίες κλπ».
Σκέψου σαν παιδί δεν είχα δει κανένα Ράμπο, ή Terminator. Δεν το λέω αναγκαστικά για καλό αυτό βέβαια, αλλά αυτά δεν παίζανε στο σπίτι. Μια από τις πρώτες ταινίες που θυμάμαι ήταν το "Αριστερό μου Πόδι" που το είδα στη δευτέρα δημοτικού και σκέψου νόμιζα ότι όντως ο ηθοποιός είχε κινητικό πρόβλημα. Η μητέρα μου εν τω μεταξύ λέει και μια ιστορία, πως όταν με είχε πάει να δω τον Μορμόλη, της είχα πει εκεί που όλοι γελούσαν στο θέατρο πως “μαμά και εγώ μπορώ να το κάνω και εγώ».
Οπότε όλα βγάζουν νόημα...
«Ναι, από όταν μπήκα στη σχολή, ασχολούμαι όλα αυτά τα χρόνια με την υποκριτική, με ένα διάλειμμα βέβαια στα 30 μου, όταν έφυγα για την Αγγλία με την γυναίκα μου - τότε κοπέλα μου -, η οποία σπούδαζε τότε σινεμά και το σπούδαζα κάπως και εγώ από δίπλα της».

Θέλει ισχυρό κίνητρο πάντως να φύγεις από τη χώρα και σε μια περίοδο που κάνεις πράγματα στον χώρο...
«Όταν έφυγα από την Ελλάδα τότε, είχα κάνει τότε ήδη δυο ταινίες, το «Tungsten» (2011) και το «Γάλα» (2011) και ενώ είχα πάρει πολύ καλά σχόλια, εγώ ένιωθα ότι δεν ήξερα να παίζω για την κάμερα, έκανα ό,τι μου έλεγε ο σκηνοθέτης εκείνη την ώρα. Δεν είχα δική μου τεχνική, οπότε αυτό το δούλεψα πολύ εκείνα τα δυο χρόνια που έκανα ένα off από το θέατρο και με βοήθησε πολύ. Πειραματίστηκα και έμαθα πολλά, παρόλο που ήταν δύσκολα χρόνια για το κομμάτι της ψυχολογίας μου».
Είχες ξεκινήσει εξίσου δυναμικά και στο θέατρο.
«Στο Θέατρο Τέχνης όπου σπούδασα, είχα την τύχη να δουλέψω και εκεί ήδη από σπουδαστής. Στο δεύτερο κι όλας έτος έπαιξα στην Επίδαυρο. Με το που τελείωσα τη σχολή, έκανα μια οντισιόν στο Εθνικό Θέατρο, με πήραν εκεί. Ήταν οι πρώτες μου δουλειές μετά τη σχολή και έκανα θυμάμαι 3 παραστάσεις σε μια σεζόν. Που ήταν φυσικά ένα τεράστιο μάθημα».
Εκείνη την περίοδο ήρθε η συνεργασία με τον Κοκκινόπουλο;
«Ο Κοκκινόπουλος με είδε από μια παράσταση που έκανα το 2008 που λεγόταν «Με τη Σιωπή» με τη Μίρκα Παπακωνσταντίνου και ήταν ο πρώτος μεγάλος ρόλος που πήρα ποτέ στο θέατρο. Τότε ήμουν 25 και ήταν επίσης ένας σημαδιακός ρόλος για μένα, υποδυόμουν ένα αυτιστικό παιδί. Και έτσι ήρθε ο ρόλος που έκανα τότε σε ένα επεισόδιο».
Προσπαθώ να σκεφτώ τις κωμωδίες που σε έχω δει...
«Τις κωμωδίες λατρεύω. Και θέλω πολύ να κάνω. Και οι λόγοι που ξεκινάς να γίνεις ηθοποιός και το τι κάνεις τελικά, μπορεί να έχουν μεγάλη απόσταση. Εμένα μ’ άρεσε να διασκεδάζω τους ανθρώπους, δεν ήθελα να τους κάνω να κλαίνε ή να τους συγκινώ. Φυσικά τότε ήμουν και 18 χρονών, αλλά αυτό μου άρεσε. Αλλά κάπως τα έφερε έτσι η ζωή και έχω παίξει όλους τους κατατρεγμένους ή τους καταθλιπτικούς της ζωής (σ.σ. γέλια). Σκέψου όταν στη σχολή μπήκα μόνο κωμικά κομμάτια και με πήραν αλλά με ένα ερωτηματικό, γιατί έλεγαν ότι δεν τον είδαμε αυτόν σε κάτι δραματικό».
Με το δράμα πώς ξεκίνησε η σχέση;
«Στη σχολή άρχισαν να μου δίνουν δραματικούς ρόλους, τους δοκίμασα, μου πήγαιναν και η αλήθεια είναι ότι και εγώ πράγματι συνδέθηκα και είδα και το ενδιαφέρον που μπορεί να υπάρχει σε αυτό το σκοτάδι των ρόλων».
Πώς βιώσες αυτό το ταξίδι της ανακάλυψης τέτοιων ρόλων;
«Κάποια στιγμή μπορεί να μην ξέρεις ακριβώς τα όρια, δεν ξέρεις ποιο είναι το δικό σου σκοτάδι, ποιο των χαρακτήρων, τι φέρνει η ζωή και τι επιλέγω, τι προβάλλω ή τι προβάλλουν οι άλλοι πάνω μου… Όλα αυτά μάς διαμορφώνουν και τα διαμορφώνουμε. Είναι και πράγματα που περνάς στη ζωή σου και σε επηρεάζουν ή οι ρόλοι που παίζεις και σε επηρεάζουν».
Μπορεί να συμβεί και το αντίθετο, να βρεις μέσα από τους ρόλους ένα «καταφύγιο» για να ξεφύγεις από τα πιο δύσκολα της πραγματικής ζωής;
«Μεγαλώνοντας και δουλεύοντας περισσότερα χρόνια, αρχίζω να βλέπω ότι υπάρχουν πολλοί τρόποι να προσεγγίσεις έναν σκοτεινό ρόλο. Υπάρχουν οι τρόποι που βουτάνε και σένα στο σκοτάδι αλλά υπάρχει και ο τρόπος να βουτήξεις στο σκοτάδι ώστε να το φέρεις πάλι πάνω στο φως. Και αυτό για μένα έχει το ενδιαφέρον. Υπάρχουν οι φωτεινοί τρόποι να εξερευνήσεις αυτούς τους σκοτεινούς ρόλους».
Και πώς τους βρίσκεις;
«Όσο πιο γρήγορα το καταλάβει ο ηθοποιός αυτό, είναι το μεγαλύτερο κέρδος και για τον καλλιτέχνη και για τον άνθρωπο».

Η τέχνη από μόνη της μπορεί να φέρει σε εμάς το φως, ή, είναι κάπως κλισέ να το λέμε τελικά;
Και ένας να αλλάζει κάθε φορά, κάτι είναι. Στο «Festen» ας πούμε, εμείς το νιώθουμε αυτό. Δεν είναι αυτοσκοπός, αλλά είναι το ζητούμενο. Θέλουμε να δούμε κάτι για να λυτρωθούμε. Να σκαλίσουμε κάτι για να ενεργοποιήσουμε κάτι που είναι μουδιασμένο. Γιατί η ζωή και το scrolling μάς κάνει απαθείς. Το Festen είναι από τις δουλειές που νιώθω ότι μπορεί να δημιουργήσει μια μικρή έστω μετακίνηση. Γιατί αυτό θες στα αλήθεια. Κάτι που να σε κάνει πιο ανοιχτό και ευαισθητοποιημένο και να το κουβαλήσεις λίγες μέρες μαζί σου».
Μιας και αναφέρεις το «Festen», πότε ήρθες σε επαφή για πρώτη φορά με το έργο ;
«Η πρώτη φορά που ήρθα σε επαφή με το «Festen» ήταν όταν ήμουν πρωτοετής φοιτητής στη Φιλοσοφική ακόμη. Είχα περάσει μια περίοδο με το που τελείωσα το σχολείο, που πήγαινα συνέχεια στο βιντεοκλάμπ και έβλεπα τρεις ταινίες την ημέρα. Ξενυχτούσα βλέποντας ταινίες ως το πρωί. Εκείνη την περίοδο, είδα τις περισσότερες ταινίες που έχω δει στη ζωή μου.
Στο υπόγειο του βιντεοκλάμπ που πήγαινα λοιπόν, είχε και ανεξάρτητο σινεμά. Εκεί θυμάμαι ακόμη να βλέπω το εξώφυλλο της ταινιας «Festen - Οικογενειακή Γιορτή». Δεν ήξερα τίποτα γι’ αυτό ή τι είναι το Δόγμα 95… Μιλάμε τώρα για το 2001, οπότε δεν είχαμε την πρόσβαση που έχουμε τώρα στο ίντερνετ με το κινητό, ώστε να μπεις επί τόπου να ψάξεις κάτι. Ήρθαν τελείως ενστικτωδώς τα πράγματα, κάτι μου έκανε εκείνο το DVD και το πήρα.
Θυμάμαι είχα βάλει την ταινία τρελάθηκα. Στην αρχή δεν μπορούσα να καταλάβω τι γινόταν, νόμιζα ότι ήταν ντοκιμαντέρ, η κάμερα κουνιόταν, η ποιότητα ήταν χαμηλή, έβλεπες τα σημάδια και τους ερεθισμούς στο πρόσωπο. Αλλά έπαθα σοκ, την λάτρεψα την ταινία και την είδα πολλές φορές τότε».
Όταν το 2017 γνωρίστηκα με τον Οδυσσέα Παπασπηλιόπουλο, στην παράσταση “Φάρος” σε σκηνοθεσία Κωνσταντίνου Μαρκουλάκη, κάποια στιγμή θυμάμαι ότι έφερε η κουβέντα το έργο. Συζητούσαμε πόσο μας άρεσε η ταινία και λέγαμε ότι θα πρέπει αυτό να γίνει και στο θέατρο, αλλά να γίνει κάπως αλλιώς για να έχει νόημα. Θυμάμαι μου είχε πει τότε ο Οδυσσέας «Θα σου πήγαινε ρε φίλε αυτός ο ρόλος». Πριν από κάποια χρόνια, ήρθε ξανά εκείνη η κουβέντα μας, τότε όμως δεν μας βγήκε γιατί είχαμε κλείσει άλλες δουλειές και τελικά, ήρθε η στιγμή γι’ αυτό» .

«Όταν κάναμε τη συζήτηση του αν νόημα να πάρεις μια ταινία που είναι αυτό το αριστούργημα και να την πας στο θέατρο, ο Οδυσσέας μου είχε πει την θεωρία του πως για να το κάνεις, πρέπει να εκμεταλλευτείς τα παραπάνω όπλα που σου δίνει το θέατρο. Αυτά τα όπλα που έχει σε σχέση με το σινεμά, είναι πως είναι τρισδιάστατο και πως ο κόσμος είναι δίπλα σου. Αν το εκμεταλλευτείς πραγματικά, μπορεί και να έχει νόημα να το κάνεις. Και όντως η οπτική του Οδυσσέα, του έδωσε νόημα. Αλλιώς αφού είναι τόσο ωραία ταινία έτσι κι αλλιώς, γιατί να την πειράξεις…»
Πώς σου φάνηκε σαν ιδέα όταν άκουσες την οπτική αυτή για την παράσταση και είχες στο πίσω μέρος του μυαλό σου τα ελληνικά δεδομένα;
«Φυσικά σκεφτόμαστε κάθε φορά που κάνουμε κάτι αν θα πάει καλά και θα αρέσει. Άλλωστε το κάνεις για να το δουν άνθρωποι, δεν το κάνεις για την πάρτη σου. Από την άλλη, υπάρχουν κάποια project, τα οποία τα κάνεις γιατί νιώθεις ότι “σου μιλάει μέσα σου” τόσο πολύ, οπότε λες θα το κάνω. Σχετικά με το κοινό υπάρχει και ένα άλλο θέμα, καθώς μέχρι πριν μερικά χρόνια, ο μέσος όρος ηλικίας του κοινού στο θέατρο ήταν πιο μεγάλος. Αυτό αλλάζει τα τελευταία χρόνια, που ίσως είναι κι αυτό κάτι που επηρέασε, έγινε σε μια καλή περίοδο και όντως νιώθω ότι βρίσκει το κοινό του.
Τι ανταπόκριση λαμβάνεις πίσω;
«Το κοινό διαφέρει σε κάθε παράσταση, κάθε μέρα γίνεται ένας άλλος οργανισμός. Σε αυτήν την παράσταση το μεγάλο στοίχημα κάθε φορά είναι να πείσω το κοινό για το αν είναι αλήθεια αυτό που φέρνω ή όχι. Υπάρχουν τεράστιες αποκλίσεις σε αυτό από μέρα σε μέρα.
Υπάρχουν μέρες που το κοινό είναι τρομερά δύσπιστο και στην αρχή μπορεί απλώς να με γράφει, γιατί έχει έρθει να περάσει καλά. Εχει μεγάλη όμως σημασία το κοινό στην παράσταση γιατι ο ρόλος μου χρησιμοποιεί τον κόσμο για να εκφράσει αυτό που θέλει.

Θυμάσαι κάτι ακραίο που σου έχει συμβεί;
«Θυμάμαι μια κυρία στην παράσταση, σε ένα σημείο όπου ο πατέρας μου ψιθυρίζει κάτι στο αυτί και για μένα είναι κι από τις ζόρικες στιγμές στο έργο, να μου αρπάζει το χέρι τη στιγμή που έρχεται ο τελετάρχης και σηκώνει τον κόσμο, μου λέει εκείνη “Μην πιεις άλλο” (σ.σ. γέλια).
Ένας κύριος θυμάμαι μια φορά μου είχε δώσει το μαντήλι του. Συγκλονιστική στιγμή. Πολλά διαφορετικά τέτοια πράγματα. Τα πιο έντονα βεβαια απ’ όλα είναι τα βλέμματα. Σε αυτήν την παράσταση αναζητώ τα βλέμματα των θεατών. Και των σκληρών και αυτών που έχουν ήδη μπει μέσα σε αυτό. Πολλές αγκαλιές επίσης στο τέλος» .
Σ' αρέσει το κομμάτι της επαφής με το κοινό; Να έρθει κάποιος στο τέλος να σε χαιρετήσει και να "διεκδικήσει" λίγο από τον χρόνο σου;
«Ναι, βέβαια. Μ' αρέσει πολύ εμένα και το μετά, να ακούω έναν λόγο. Αν μιλήσει ο άλλος με την καρδιά του, φαίνεται, διαφέρει πολύ από ένα ξερό “εξαιρετικό” που θα ακούσεις τυπικά στο τέλος. Είναι μερικές λέξεις που τις χρησιμοποιούν σήμερα όλοι αβίαστα. Οι λέξεις όμως έχουν ένα ενεργειακό φορτίο. Όσο δεν βάζεις φορτίο στις λέξεις και τις χρησιμοποιείς άσκοπα, τόσο λιγότερη επίδραση έχουν πάνω στον άλλον.
Επίσης, το κοινό έχει έρθει να σε δει τη μια μόνο αυτή μέρα. Και το επάγγελμα αυτό έχει την ιερότητα ότι πρέπει κάθε μέρα να αποδώσεις στον μεγαλύτερο δυνατό βαθμό. Αυτό για μένα είναι και ο ψυχαναγκασμός της ζωής μου. Δεν επιτρέπεται να δώσω σήμερα κάτι λιγότερο απ΄ ότι μπορώ, γιατί ο άλλος ήρθε εκείνη τη μέρα για να με δει».
Όλα αυτά τα sold out, ο χαμός κλπ, πώς αποτυπώνονται τελικά μέσα σου στο τέλος της ημέρας;
«Αρχικά χαίρομαι πολύ που πάει καλά και θέλω να πάει καλά ό,τι κάνω γιατί είναι ένα επάγγελμα. Είναι σαν ένα εστιατόριο που λες προφανώς θέλω να γεμίζουν τα τραπέζια. Από εκεί πέρα το αν είμαι περήφανος για το πιάτο που έβγαλα, είναι κάτι άλλο.
Με ενδιαφέρει όμως περισσότερο να είμαι και περήφανος για το πιάτο που έβγαλα. Οταν συνδυάζεται αυτό που δίνω με τον κόσμο, είναι φανταστικό. Αν δεν εισαι περήφανος, είναι πάρα πολύ περίεργο και δυστυχώς σε κάνει να αμφισβητείς και τα άλλα σου κομμάτια. Αυτό είναι το σκληρό του πράγματος. Ένας καλλιτέχνης δεν μετριέται με τα sold out, αυτά μπορεί να είναι και συγκυριακά. Ειναι και εποχές που υπάρχουν πολλά sold out, είναι και εποχές που αλλάζουν οι άνθρωποι τον τρόπο διασκέδασης τους».
Είναι μια σύγχρονη μάστιγα πράγματι…
«Όταν εγώ ήμουν φοιτητής και έβλεπα πέντε παραστάσεις την εβδομάδα, μπορούσα να πάω οποιαδήποτε καθημερινή και να βρω θέση σε οποιοδήποτε έργο και θέατρο. Δεν υπήρχε sold out. Τώρα δεν μπορείς να πας πουθενά, στο Festen έπρεπε να έχεις κλείσει 3 μήνες πριν εισιτήριο».

«Δεν ξέρω αν φταίνε τα social media πάντως μου φαίνεται περίεργο και δεν ανεβάζω ούτε έχω βάλει ποτέ κάποιο story στο instagram με το “sold out”. Αρχικά μου φαίνεται ανούσιο γιατί οι άνθρωποι δεν μπορούν να έρθουν έτσι κι αλλιώς - οπότε δεν καταλαβαίνω γιατί πρέπει να τους το προβάλλω - και όταν βλέπεις να διαφημίζουν την παράσταση με το link με τα εισιτήρια, ακόμη και εγώ μπορεί να σκεφτώ ότι α μάλλον δεν πάει καλά η παράσταση. Καταλαβαίνω βέβαια ότι αυτό μπορεί να δουλεύει γιατί ότι κόσμος πάει και εκεί που είναι sold out, γιατί σου λέει θέλω να το δω και εγώ αυτό.
Εχω δει σαν θεατής, σε παραστάσεις θεατές να κοιμούνται και μετά χειροκροτούσαν όρθιοι. Αυτό για μένα βέβαια σαν ηθοποιό μπορεί και να με βοηθάει σε έναν βαθμό γιατί κάπως μου μειώνει και τη σημασία του πράγματος ώστε να καταλάβω ότι αυτό δεν είναι και το πιο σημαντικό πράγμα στον κόσμο. Είναι μια παράσταση».
Με το κομμάτι της αναγνωρισιμότητας, πώς είσαι;
«Γενικά απέφευγα τα πολλά φώτα πάντα. Όταν πήγαινε να γίνει το “μπαμ” εγώ έφευγα. Έπαιρνα off τέσσερις μήνες. Ασυνείδητα το έκανα. Δεν θυμάμαι πότε ήταν η πρώτη φορά που με έμαθαν οι περισσότεροι και με καταλάβαιναν στο δρόμο αλλά όταν με σταματάνε γενικά στο δρόμο σίγουρα με συγκινεί όταν θέλουν να πουν για κάποια ταινία ή θεατρικό».
Πώς βλέπεις το σινεμά στην Ελλάδα;
«Πέρασε μια περίοδος στο σινεμά του "δεν καταλαβαίνω τίποτα" και αυτό πιστεύω ότι απομάκρυνε τότε τον κόσμο από το σινεμά. Λείπει αυτή η πίτα του ποιοτικού mainstream. Γιατί και το σινεμά και το θέατρο είναι κάτι λαϊκό και πρέπει να είναι. Κι αυτό είναι το συγκινητικό στο θέατρο, να είναι το κοινό αυθεντικό, να μιλάνε, να σχολιάζουν».
Αυτό το στεγανό ποιοτικό / εμπορικό το βλέπεις στην Ελλάδα περισσότερο;
«Στην Αγγλία δεν το έζησα τόσο αυτό, εδώ ήταν περισσότερο. Αλλά γκρεμίζονται πια αυτά, ίσως και στο άλλο άκρο. Αλλά όπως όλα τα ακραία πράγματα, μπορεί να έγινε για καλό. Να πάμε από το ένα άκρο στο άλλο άκρο και τελικά να βρούμε την ισορροπία. Γιατί και η Επίδαυρος για παράδειγμα, δεν είναι μόνο για δέκα ανθρώπους».
Η φωτογράφιση της συνέντευξης πραγματοποιήθηκε στο Θέατρο Άλμα.
Ακολουθήστε το Reader στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις και τα νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.