Μπαίνοντας στη Μεταμόρφωση από την Εθνική Οδό και κινούμενος στη λεωφόρο Τατοΐου, σε κάποια διχάλα που κάνει ο δρόμος και στο δεξί σου χέρι θα δεις μία μαρμάρινη προτομή. Γύρω στα 10-15 μέτρα πιο κάτω βρίσκεται ένα άδειο οικόπεδο στο μέσο πυκνού αστικού ιστού, ένα από τα κομμάτια της πόλης όπου η απουσία τσιμέντου σε προϊδεάζει για κάποια ιστορία. Η προτομή ανήκει στον Παναγιώτη Πολυκανδριώτη και σε αυτό το οικόπεδο πράγματι κρύβεται μία οικογενειακή τραγωδία.
Ο Παναγιώτης Πολυκανδριώτης υπήρξε βαλκανιονίκης και πρωταθλητής Ελλάδος στην πυγμαχία. Το μεσημέρι της 7ης Σεπτεμβρίου του 1999, βρισκόταν μαζί με τα τρία του παιδιά στο σπίτι τους, μία πολυκατοικία κάλυπτε το σημερινό κενό οικόπεδο. Το κτίριο έπεσε μέσα σε δευτερόλεπτα και ο Παναγιώτης Πολυκανδριώτης έχασε τη ζωή του.
(Φωτογραφίες: Άκης Κατσούδας)
Η μοίρα όμως το έφερε έτσι ώστε το σώμα του να είναι αυτό που παρείχε την ασπίδα προστασίας στα τρία του παιδιά τα οποία στοιβάχτηκαν στο κενό που δημιουργήθηκε μέσα στα χαλάσματα και τελικά κατάφεραν να ζήσουν. Τελευταίος, μετά από 24 ώρες προσπαθειών της ΕΜΑΚ, απεγκλωβίστηκε ο 11χρονος Τζανής.
Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα είχε χάσει το δεξί του πόδι και είχε τραυματιστεί σοβαρά στο αριστερό. Είχε καταφέρει όμως να ζήσει. Εικοσιπέντε χρόνια μετά από εκείνη την ημέρα που έχει σημαδέψει τη ζωή του το συναντήσαμε, προκειμένου να μας αφηγηθεί την ιστορία του
Βλέποντας το παιδικό του σπίτι να καταρρέει μπροστά στα μάτια του
Ώριμος άνδρας πια και πατέρας ο ίδιος ενός μικρού κοριτσιού. Δεν ζει πλέον στη Μεταμόρφωση αλλά περνάει σχεδόν καθημερινά μπροστά από το μέρος που βρισκόταν το σπίτι των παιδικών του χρόνων και η προτομή του πατέρα του.
«To να είμαι είμαι εδώ και να μπορώ να τα λέω είναι το καλύτερο πράγμα για τον εαυτό μου πρώτα από όλα. Να μην είμαι άνθρωπος που έχει χίλια δύο προβλήματα και να τα κρύβω. Δεν έχω θέμα να μιλάω για αυτό, στο κάτω-κάτω είναι εμπειρίες αυτές», μού λέει καθισμένος σε ένα παγκάκι στην κεντρική πλατεία της Μεταμόρφωση. Λίγα μέρα πιο κάτω έφηβος είχε πάρει τη φλόγα των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας ως λαμπαδηδρόμος.
Ο Τζανής έζησε κάτι που μοιάζει με τον μεγαλύτερο εφιάλτη πολλών ανθρώπων όντας ακόμα σε παιδική ηλικία. «Έζησα κάτι τραγικό, ναι. Υπήρχαν βέβαια και οικογένειες που έζησαν ακόμα μεγαλύτερη τραγωδία, έχασαν περισσότερους ανθρώπους. Παιδιά έχασαν γονείς και γονείς τα παιδιά τους εκείνη την ημέρα».
Του ζητάω να μου αφηγηθεί λίγο εκείνες τις στιγμές. «Ήμασταν εγώ οι αδερφές μου και ο πατέρας μου στο σπίτι. Εγώ στην κουζίνα, ο πατέρας μου με τις αδερφές μου έβλεπαν τηλεόραση και η μητέρα μου ήταν στη δουλειά. Όταν άρχισε ο σεισμός, πήγα προς το δωμάτιο και μετά άκουσα βουητό και κρότους. Οι κολόνες έσπαγαν και οι τοίχοι του σπιτιού άνοιγαν στη μέση».
«Αυτό πρέπει να κράτησε λίγα δευτερόλεπτα, μέχρι να πάω από την κουζίνα στο δωμάτιο. Το σπίτι άρχισε να καταρρέει, το καλοριφέρ έπεσε στα πόδια μου και μετά το απόλυτο σκοτάδι». Αυτό το βλέμμα που έριξε πριν το σκοτάδι ήταν η τελευταία φορά που είδε ζωντανό τον πατέρα του. Εκεί όμως ξεκινούσε μία νέα περιπέτεια για τον ίδιο και τις αδερφές του.
24 ώρες κάτω από τα χαλάσματα
«Θυμάμαι να λέω στην αδερφή μου να με χτυπήσει για να ξυπνήσω. Δεν γινόταν αυτό που ζούσα να μην είναι εφιάλτης». Οι αδερφές του έμειναν κάτω από τα χαλάσματα για 13 ώρες. Εκείνος για ένα ολόκληρο 24ωρο. Οι δυνάμεις της ΕΜΑΚ τους είχαν εντοπίσει αλλά έπρεπε να κάνουν πολύ προσεκτικές κινήσεις κατά τον απεγκλωβισμό τους.
«Το σώμα του πατέρα μου έγινε σωτήριο, γιατί έπεσε η πλάκα πάνω του και έτσι εμείς από κάτω μπορούσαμε να επιβιώσουμε. Ουσιαστικά στο κενό που δημιουργήθηκε βρεθήκαμε εγώ και οι αδερφές μου. Το κεφάλι μου ήταν λίγα εκατοστά μόλις από την πλάκα», αφηγείται σηκώνοντας το χέρι του για να αναπαραστήσει την απόσταση που είχε από την πλάκα, άνετος, σαν να περιέγραφε κάτι που είχε συμβεί σε κάποιον άλλο.
Πάντως από τα ρεπορτάζ της εποχής φαινόταν πολύ δυναμικός, παρά το μικρό της ηλικίας του. «Θυμάμαι ότι τους φώναζα “άντε πότε θα με βγάλετε;”, μου απάνταγαν “τώρα, τώρα”. Πέρναγε η ώρα και μετά τους ξαναφώναζα “ρε με κοροϊδεύετε;”. Είχα πετύχει έναν διασώστη των ΕΜΑΚ πολλά χρόνια μετά και θυμόταν που τους φώναζα και γελάγαμε».
«Δεν νομίζω να κοιμήθηκα ούτε λεπτό εκείνο το βράδυ. Το πέρασα ολόκληρο ξύπνιος και τελικά με έβγαλαν το επόμενο μεσημέρι, γύρω στις 15:00. Μου φόρεσαν ένα κράνος και με έβαλαν κατευθείαν στο ασθενοφόρο η Σοφία Μπεφόν, μία κοπέλα που σκοτώθηκε λίγα χρόνια μετά με το ελικόπτερο του ΕΚΑΒ». Αμέσως εισαγωγή στο νοσοκομείο όπου με περίμενε η μητέρα μου.
Μπήκε σε καταστολή για 40 μέρες και μετά πολύ καιρό ακόμα στην εντατική. «Μου έχει μείνει ότι γύρω μου είχα παιδάκια στην εντατική που ήταν εκεί για άλλους λόγους και δεν τα κατάφερναν. Έζησα παιδιά να είναι στο διπλανό κρεβάτι και να μην τα καταφέρνουν, να φεύγουν από τη ζωή».
«Περπάτησα μετά από έναν χρόνο. Μετά, μέχρι τα 18 μου, κάθε καλοκαίρι έκανα επεμβάσεις για να μπορέσω να σώσω και το δεύτερο πόδι μου». Τελικά το αριστερό του πόδι επανήλθε, αν και όχι στο 100%, ενώ για το δεξί χρησιμοποιεί ένα τεχνητό μέλος, δωρεά του Δημήτρη Χρονόπουλου που πλέον έχει φύγει από τη ζωή και του γιου του, Κώστα. «Ευχαριστώ πολύ αυτούς τους ανθρώπους γιατί μιλάμε για πολλά χρήματα».
Το κράτος μετά από πολύ κόπο και τρέξιμο τους έδωσε ένα ποσό αποζημίωσης. Θυμάται ακόμα ότι πέρασε μία επιτροπή, παιδί ακόμη, για να του βγάλουν ποσοστό αναπηρίας και κάποιος από εκεί του είπε ότι μέχρι να μεγαλώσει θα πουλάνε τα βιονικά πόδια στα περίπτερα. Ακόμα και όταν μεγάλωσε έχασε το επίδομα του κράτους με το που έπιασε δουλειά. «Εγώ βέβαια δεν θα μπορούσα ποτέ να κάθομαι και να μη δουλεύω», μάς λέει χαμογελώντας.
«Το μυαλό μου πάει στο κακό αλλά πόσο άτυχος να είμαι;»
Σιγά-σιγά κατευθυνόμαστε από την Πλατεία της Μεταμόρφωσης προς το οικόπεδο στο οποίο βρισκόταν το σπίτι του και την προτομή του πατέρα του. «Και να ήθελα να το ξεχάσω δεν μπορώ. Κάθε πρωί που ανοίγω τα μάτια μου πρέπει να βάλω το τεχνητό μέλος» μου λέει όταν τον ρωτάω πώς νιώθει που κλείνουν πια 25 χρόνια από την ημέρα που άλλαξε η ζωή του.
Από το 1999 και μετά προφανώς ο ίδιος έχει ζήσει και άλλους σεισμούς. Πώς μπορεί να τους αντιμετωπίζει ένας άνθρωπος που σε παιδική ηλικία έζησε όλα αυτά που μου αφηγήθηκε; Με το που τον ρωτάω χαμογελάει: «Εντάξει, προφανώς και το μυαλό μου πάει στο κακό αλλά από την άλλη σκέφτομαι ότι πόσο πιθανό είναι να βρισκόμαι πάλι σε ένα σπίτι που θα καταρρεύσει;».
Αυτό που του συνέβη φυσικά δεν ήταν μόνο ζήτημα ατυχίας αλλά και κακοτεχνιών. «Αρχικά εδώ που βλέπεις υπήρχε ένα μαγαζί, ο πατέρας μου που ήθελε να χτίσει από πάνω, ρώτησε έναν μηχανικό. Εκείνος του είπε ότι οι βάσεις ήταν πολύ γερές και ότι θα μπορούσε να χτίσει μία πολυκατοικία από πάνω. Έτσι, εκείνος στερήθηκε πράγματα, πάλευε μία ζωή για να έχουμε εγώ και οι αδερφές μου ένα σπίτι να μείνουμε και όλα γκρεμίστηκαν σε λίγα δευτερόλεπτα».
Για αρκετούς μήνες μετά τον σεισμό τα χαλάσματα πολυκατοικίας ήταν εκεί. Ο ένας όροφος κολλημένος πάνω στον άλλο και ανάμεσα τους οι κόποι μίας ζωής. «Μία μέρα είχε περάσει η δασκάλα που είχα στο νηπιαγωγείο και χαζεύοντας στα χαλάσματα, βρήκε ένα άλμπουμ. Ήταν το άλμπουμ από τη βάπτισή μου και μου το έφερε στο νοσοκομείο. Το έχω ακόμα. Ήταν ένα από τα ελάχιστα πράγματα που καταφέραμε να σώσουμε». Λίγο πριν τον αποχαιρετήσω τον ρωτάω για το οικόπεδο.
«Όλα εδώ αυτά τα σπίτια που βλέπετε δίπλα από το οικόπεδο είναι από τότε», μου λέει κοιτώντας προς τα εκεί. «Στην αρχή να σου πω την αλήθεια τα κοίταγα και μπορεί να σκεφτόμουν “γιατί να συμβεί αυτό σε εμένα” αλλά μετά το ξανασκέφτομαι “γιατί σε κάποιον άλλον;”. Στα δέκα μου έχασα τον πατέρα μου, το πόδι μου και το σπίτι όπου ζούσα. Είναι πολύ σκληρό αλλά από την άλλη υπάρχει και αυτή η πλευρά της ζωής».
Η ώρα κόντευε πια 7 το απόγευμα. Ο Τζάνης μας έκανε μία πολύ φιλική χειραψία, μπήκε χαμογελαστός στο αμάξι του και πήγε να βρει την οικογένειά του αφήνοντας πίσω του για λίγο το μέρος όπου 25 χρόνια πριν του ανέτρεψε τη ζωή. Πιθανότατα, το ξαναβρήκε μπροστά του την αμέσως επόμενη μέρα. Ποιος είπε ότι η σχέση μας με το παρελθόν κινείται προς μία μόνο κατέυθυνση;
Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.