«Αυτό που μου αρέσει στη χώρα σας είναι το φαγητό - θα ήθελα να ξέρω περισσότερα για την ελληνική κουζίνα!» Ο Ι.*, 34 ετών, βρίσκεται στην Ελλάδα από το 2019. Φαινομενικά είναι ένας υγιής νέος άντρας που όπως πολλοί άλλοι έχει έρθει στη χώρα μας αναζητώντας μια καλύτερη ζωή. Λίγοι θα μπορούσαν να διακρίνουν ότι έχει περάσει βασανιστήρια.
Του Αλέξανδρου Κατσομήτρου
Στην προηγούμενη ζωή του, ο Ι. ήταν αστυνομικός σε μία μικρή χώρα της Δυτικής Αφρικής. Υπηρετώντας στο τμήμα ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όπου οι πολίτες συχνά κατήγγειλαν κακομεταχείριση από συναδέλφους του, κάποια στιγμή τα έβαλε με τους λάθους ανθρώπους: ανώτερους αξιωματικούς. «Δεν είναι το καλύτερο τμήμα. Είσαι διαρκώς σε κόντρα με την υπόλοιπη αστυνομία γιατί την ελέγχεις,» όπως εξηγεί. Η τιμωρία του ήταν αμείλικτη.
Στην τοπική αστυνομική αργκό, αυτό που του συνέβη ονομάζεται «εγκλεισμός σε κοιτώνα». Στην πραγματικότητα, ήταν φυλάκιση σε κελί ειδικού στρατοπέδου με τη συστηματική κακομεταχείριση να αποτελεί καθημερινότητα. Ίσως το λιγότερο ήταν ότι κάθε πρωί έπρεπε να πλένει τα πιάτα όλου του στρατοπέδου. Την υπόλοιπη ημέρα η τιμωρία του περιλάμβανε υποχρεωτικό κύλισμα στο έδαφος και άλλες εξευτελιστικές ασκήσεις, συχνά φορώντας χειροπέδες, μεταφορά βαρέων αντικειμένων, δέσιμο στα κάγκελα του κελιού του και στέρηση ύπνου. «Είναι μια μορφή τιμωρίας που για την αστυνομία θεωρείται φυσιολογική,» όπως λέει. «Σήμερα ξέρω ότι ήτανε βασανιστήρια, τότε δεν το είχα καταλάβει».

Σε μια μικρή χώρα όπου οι αστυνομικοί γνωρίζονται μεταξύ τους, η επιστροφή στη δουλειά του ήταν αδύνατη. «Αυτοί που με βασάνιζαν ήταν συνάδελφοι μου,» λέει ο Ι. «Δεν θα αισθανόμουν άνετα να είμαι ξανά στον ίδιο χώρο μαζί τους.» Το χειρότερο ήταν ότι θα έπρεπε να πάρει μέρος σε αντίστοιχες πρακτικές, με τα αντίποινα να είναι χειρότερα αν αρνούνταν. «Ένιωθα ότι έπρεπε να φύγω, όχι μόνο για να γνωρίσω νέους τόπους αλλά και για λόγους προσωπικής ασφάλειας,» εξηγεί.
Από την Αφρική, βρέθηκε εν μία νυκτί στην Τουρκία όπου εργάστηκε σε ένα εργοστάσιο. Όταν ο εργοδότης του σταμάτησε να τον πληρώνει και τον απείλησε με όπλο, ήρθε στην Ελλάδα περνώντας στη Σάμο. Στη δομή προσφύγων του νησιού, τα πράγματα ήταν χειρότερα από ότι περίμενε. Η αίτηση του για άσυλο απορρίφθηκε επανειλημμένα, παρά τα βιώματα του. Σε ένα στρατόπεδο όπου το ιατρικό προσωπικό αποτελούνταν από τρία άτομα για πολλές χιλιάδες ανθρώπους, ήταν αδύνατη οποιαδήποτε ουσιαστική ιατροφαρμακευτική βοήθεια για όσα είχε περάσει, πόσο μάλλον ψυχολογική. «Ήταν δύσκολο να δεις γιατρό. Μπορούσαν να φροντίζουν μόνο πέντε ανθρώπους τη μέρα. Έπρεπε να ξυπνήσεις στις 3:00 το πρωί και να σταθείς στην ουρά, και τότε ακόμα δεν ήξερες αν θα έβλεπες γιατρό.» Ο ίδιος δεν είδε ποτέ ψυχολόγο στον οποίο θα μπορούσε να εξηγήσει τι είχε περάσει. Όταν προσπάθησε να εξηγήσει την κατάσταση στην Υπηρεσία Ασύλου, του απάντησαν ότι η κυβέρνηση στη χώρα του είχε αλλάξει και ότι θα μπορούσε να γυρίσει πίσω. «Δεν θέλω να ξαναπεράσω κάτι παρόμοιο επιστρέφοντας,» λέει. «Όταν έχεις βασανιστεί, το πρώτο που θα σου πουν είναι ότι πρέπει να δεις ειδικό για να σε βοηθήσει. Στην Ελλάδα δεν συμβαίνει αυτό.»

Βασανιστήρια, ένα παγκόσμιο πρόβλημα δίπλα μας
O I. είναι ένας από τους πολλούς πρόσφυγες που ζουν στην Ελλάδα και έχουν υποστεί βασανιστήρια στη χώρα τους. Υπολογίζεται ότι περίπου 30% των προσφύγων παγκοσμίως έχουν υποστεί κάποιο είδους βασανισμού, είτε στη χώρα τους είτε στη διαδρομή. Σύμφωνα με τη Διεθνής Αμνηστία, 141 κράτη χρησιμοποιούν βασανιστήρια ως μέθοδο καταναγκασμού. Παρότι οι ελληνικές αρχές δεν συλλέγουν στοιχεία για τον αριθμό προσφύγων που έχουν υποστεί βασανισμό, είναι σαφές ότι οι περισσότεροι προέρχονται από εμπόλεμες ζώνες και ολοκληρωτικά καθεστώτα στην Ασία και την Αφρική. Χαρακτηριστικό παράδειγμα οι πρόσφυγες από τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, όπου υπολογίζεται ότι έως και 50% έχουν βασανιστεί για πολιτικούς λόγους. Σύμφωνα με γιατρό που δουλεύει σε προσφυγική δομή, τα τελευταία χρόνια πολλές γυναίκες από την Υποσαχάρια Αφρική καταγγέλλουν βασανισμό, κυρίως σωματική κακοποίηση, στη Λιβύη. Ωστόσο, όπως διευκρινίζει, υπάρχουν και πιο ιδιαίτερες περιπτώσεις, όπως μια Χριστιανή Κινέζα που υπέστη κακοποίηση λόγω θρησκευτικών πεποιθήσεων.
Άλλες δύο εθνικότητες προσφύγων που διαχρονικά είναι θύματα βασανιστηρίων είναι οι Κούρδοι και οι Παλαιστίνιοι. Για τις συγκεκριμένες εθνικότητες, όπως λέει ο γενικός γραμματέας της ΜΚΟ Γιατροί του Κόσμου και παιδίατρος με μακρά εμπειρία στην περίθαλψη θυμάτων βασανιστηρίων Άγης Τερζίδης, ο βασανισμός αντιμετωπίζεται σχεδόν ως τίτλος τιμής. «Έχουν μια σπάνια ανθεκτικότητα. Λένε τι περάσαν ξανά και ξανά για να το καταγγείλουν. Τους δίνει δύναμη αυτό.» Αντίθετα, πολλές γυναίκες θεωρούν σχεδόν αυτονόητο το βασανισμό από το σύζυγο, την οικογένεια ή και κρατικούς λειτουργούς και παραλείπουν ή ντρέπονται να τον αναφέρουν στις ελληνικές αρχές και το ιατρικό προσωπικό. Εξάλλου, αρκετά θύματα φοβούνται για αντίποινα στις οικογένειες τους, καθώς κάποια καθεστώτα έχουν πληροφοριοδότες στις χώρες υποδοχής, ενώ μερικοί βρίσκονται ακόμα και στο ίδιο καμπ υποδοχής με τους πρώην βασανιστές τους.

Aυτό που εντυπωσιάζει τον κ. Τερζίδη είναι η ανθρώπινη ευρηματικότητα για την πρόκληση πόνου και ψυχολογικής πίεσης, ειδικά με τη χρήση της τεχνολογίας. «Σπάνια οι επιζήσαντες βασανιστηρίων επικαλούνται σωματικό πόνο. Πάντα θυμούνται αυτό που τους προσέβαλε,» εξηγεί. Όπως θυμάται, κατά τη διάρκεια του πολέμου στη Συρία ένα συχνό βασανιστήριο ήταν το λεγόμενο «ζωγραφισμένο ποδήλατο»: το γυμνό θύμα υποχρεωνόταν να μιμηθεί την κίνηση του ποδηλάτου παράλληλα με μια ζωγραφιά ποδηλάτου στον τοίχο και οι βασανιστές του γελούσαν και το φωτογράφιζαν ή βιντεοσκοπούσαν, ενώ αν δεν υπάκουε το ξυλοκοπούσαν. Αυτό που ενοχλούσε ιδιαίτερα τα θύματα ήταν ο εξευτελισμός. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση Σύριου επιζήσαντα του συγκεκριμένου βασανιστηρίου που είχε περιθάλψει ο κ. Τερζίδης. Παρότι τσακισμένος σωματικά, αυτό που τον πονούσε περισσότερο ήταν ότι είχε βιντεοσκοπηθεί, όπως θυμάται. «Δεν υπήρχε σημείο του σώματος του που να μην είχε ουλή και να μην πονάει. Εκείνο που πάντα μας έλεγε, και για αυτό αυτοκτόνησε τελικά, είναι ότι δεν άντεχε τη σκέψη ότι κάποιοι είχαν το σώμα του σε τέτοια κατάσταση δυστυχίας και πόνου στις κάμερες τους.»
Εξάλλου τα θύματα βασανισμού, σύμφωνα με τον κ. Τερζίδη, είναι συχνά ευάλωτα σε καταχρήσεις και εξαρτήσεις λόγω μετατραυματικού στρες, με κίνδυνο πολλές φορές να βλάψουν τον εαυτό τους ή οικείους τους, κάτι που καθιστά άμεση ανάγκη την αποκατάσταση των τραυμάτων τους. «Ο βασανισμός είναι βαθύ τραύμα, δεν ξεπερνιέται, πρέπει να μάθει να ζει με αυτό. Είναι πιο εύκολο το θύμα να ασκήσει βία χωρίς υποστήριξη. Η αναγνώριση βοηθά να προχωρήσεις, αλλιώς καταρρέεις.»
Πρωτόκολλο της Κωνσταντινούπολης και αδυναμία πιστοποίησης
To νομικό κείμενο που καθορίζει διεθνώς τις διαδικασίες αναγνώρισης, πιστοποίησης και αποκατάστασης θυμάτων βασανιστηρίων, καθώς και το δικαίωμα τους στο άσυλο σε ασφαλείς χώρες, είναι το Πρωτόκολλο της Κωνσταντινούπολης, το οποίο υιοθετήθηκε από τον Ο.Η.Ε. το 1999. Παρότι δεν είναι νομικά δεσμευτικό κείμενο, τα κράτη που το έχουν υπογράψει, μεταξύ αυτών και η Ελλάδα, υποχρεούνται να αναζητούν και να καταγράφουν θύματα βασανισμού, σε συνδυασμό και με τη σύμβαση κατά των βασανιστηρίων των Ηνωμένων Εθνών.
Έως το 2023, ο οργανισμός που ήταν κυρίως υπεύθυνος στη χώρα μας για την αναγνώριση, ταυτοποίηση και πιστοποίηση βασανισμού σύμφωνα με το Πρωτόκολλο της Κωνσταντινούπολης ήταν η ΜΚΟ Μετάδραση. Η διεπιστημονική διαδικασία που ακολουθούσε η οργάνωση περιελάμβανε αξιολογήσεις από γιατρό, κοινωνικό λειτουργό, δικηγόρο και ψυχολόγο, μέσω μηχανισμών ανίχνευσης ευαλωτότητας. Όπως εξηγεί η κα Μαριάννα Καπή από τη Μετάδραση, χρειάζονται αρκετά ραντεβού για την τεκμηρίωση, ειδικά για τις πιο δύσκολες περιπτώσεις, καθώς απαιτείται ουδετερότητα αλλά και σχέση εμπιστοσύνης. Για πολλά θύματα το τραύμα είναι βουβό, χωρίς εμφανή σημάδια. «Αν κάποιος δεν είναι άμεσα διαγνώσιμος δεν σημαίνει ότι δεν είναι βασανισμένος. Μπορεί να κλαίει ή να καταρρέει συχνά,» όπως εξηγεί. «Χρειάζεται ένα συνεχές μοίρασμα. Οι άνθρωποι αναρωτιούνταν γιατί έπρεπε να ξαναπούν όσα είχαν περάσει ενώ χρειάζονταν άμεσα βοήθεια.» Αντίθετα, στο άλλο άκρο βρίσκονταν όσοι αντιμετώπιζαν ότι είχαν πάθει με μια αποστασιοποίηση, όπως λέει: «Πράγματα που για μας δεν θα ήταν σκληρά, δεν τα αξιολογούσαν ως κάτι σπουδαίο, π.χ. ξυλοδαρμούς με κοντάκι». Συνολικά, 1,877 πρόσφυγες έχουν πάρει το πιστοποιητικό βασανισμού, ένα ποσοστό περίπου 20% των παραπομπών, ενώ η διαδικασία έχει βοηθήσει αρκετούς να πάρουν άσυλο ενώ βρίσκονταν ένα βήμα πριν την απέλαση, όπως εξηγεί η κα Καπή.

Από το 2023 που το πρόγραμμα της Μετάδρασης σταμάτησε λόγω έλλειψης χρηματοδότησης, ουσιαστικά δεν υπάρχει διαδικασία πιστοποίησης βασανισμού. Σύμφωνα με την ελληνική νομοθεσία, τα δημόσια νοσοκομεία οφείλουν να πιστοποιούν θύματα βασανιστηρίων, χωρίς όμως να έχουν θεσμοθετηθεί αντίστοιχες διαδικασίες και μηχανισμοί, με αποτέλεσμα ελάχιστα νοσοκομεία να ανταποκρίνονται σε αντίστοιχα αιτήματα. Σύμφωνα με γιατρό που δουλεύει σε προσφυγική δομή, παρότι γίνονται κρούσεις σε νοσοκομεία για θύματα βασανισμού, αυτά απαντούν ότι δεν έχουν το προσωπικό και την αντίστοιχη εξειδίκευση για να ανταποκριθούν, εκτός των επειγόντων περιστατικών. Όπως αναφέρει ο κ. Τερζίδης, κάποιοι διοικητές νοσοκομείων και γιατροί αρνούνται να το κάνουν για ιδεολογικούς λόγους, ενώ μερικοί ιατροδικαστές λόγω της καθημερινής εμπλοκής τους με κρατικές υπηρεσίες διστάζουν να συνεργαστούν.
Οι περισσότεροι ειδικοί συμφωνούν ότι θα έπρεπε να υπάρχει ειδική ομάδα που να ασχολείται αποκλειστικά με τα θύματα βασανισμού, κυρίως με την εκπαιδευση του υγειονομικού προσωπικού. «Δεν υπάρχει νομικά αναγνωρισμένος φορέας για να πιστοποιεί και αναγνωρίζει θύματα βασανισμών, παρά την υποχρέωση που απορρέει από την υπογραφή και τη νομοθετική κατοχύρωση από το ελληνικό κοινοβούλιο του Πρωτοκόλλου της Κωνσταντινούπολης,» λέει η Ιωάννα Περτσινίδου, κοινωνική λειτουργός από τη ΜΚΟ Γιατροί Χωρίς Σύνορα.

Η οδύσσεια του ασύλου
Για τους πρόσφυγες που έχουν υποστεί βασανισμό, η απονομή ασύλου είναι ζήτημα ζωής και θανάτου, δεδομένου ότι ενδεχόμενη απέλαση στη χώρα προέλευσης τους ενδέχεται να οδηγήσει σε επαναβασανισμό ή ακόμη και θάνατο. Για τη διεθνή επιστημονική κοινότητα, βασανισμός θεωρείται οποιαδήποτε μορφή σωματικής ή ψυχολογικής κακομεταχείρισης έχει υποστεί κάποιος. Ωστόσο, για παροχή ασύλου στην Ελλάδα και την υπόλοιπη Ευρώπη λαμβάνεται υπόψη μόνο ότι συνέβη στη χώρα προέλευσης από κρατικούς λειτουργούς ή με προτροπή τους.
Το πρόβλημα ξεκινάει από την πρώτη συνέντευξη στην Υπηρεσία Ασύλου όπου ο υπάλληλος οφείλει να αναγνωρίζει συμπτώματα βασανισμού, σωματικά και ψυχικά, κάτι που σύμφωνα με γνώστες της διαδικασίας δεν γίνεται λόγω των συνθηκών των συνεντεύξεων, με αποτέλεσμα να απορρίπτονται πολλές αιτήσεις. «Στη συνέντευξη ασύλου σε πολύ μικρό διάστημα πρέπει να αναφέρουν πράγματα πολύ σοβαρά σε έναν άνθρωπο που δεν ξέρουν. Φοβούνται, ντρέπονται, συνήθως δεν λένε ανοιχτά ότι έχουν βασανιστεί,» εξηγεί η Αναστασία Βρυχέα, μέλος της νομικής ομάδας της ΜΚΟ Ελληνικό Συμβούλιο για τους Πρόσφυγες, η οποία παρέχει νομική υποστήριξη για αιτήματα ασύλου, καθώς και διερμηνεία και ψυχοκοινωνική υποστήριξη σε πρόσφυγες, ανάμεσα τους και θύματα βασανισμού.

Mε εξαίρεση πολιτικούς κρατούμενους, πολλοί πρόσφυγες δεν γνωρίζουν ότι ο βασανισμός είναι λόγος απονομής ασύλου και δεν ενημερώνονται για τα δικαιωματα τους. «Οι χειριστές της πρώτης συνέντευξης πρέπει να είναι συνειδητοποιημένοι, να ξέρουν να διακρίνουν τα σημάδια βασανισμού (red flags). Δεν γίνεται αυτό,» λέει ο κ. Τερζίδης από τους Γιατρούς του Κόσμου, προσθέτοντας ότι έμμεσα οι ίδιες οι αρχές αναγκάζουν τα θύματα να πουν ψέματα: «Είναι στη διακριτική ευχέρεια ενός χειριστή ο οποίος, όντας μη εκπαιδευμένος, θεωρεί ότι οι ανακρίβειες είναι ψέματα, ενώ συμβαίνει το αντίθετο. Μια στημένη ιστορία είναι αληθοφανής, ενώ η άλλη που δεν θυμάται κάποιος λεπτομέρειες είναι πιο πιθανό να είναι αληθινή γιατί το θύμα έχει μετατραυματικό στρες (PTSD).» Το πρόβλημα της αξιοπιστίας, όπως λέει, οφείλεται στον τρόπο αντιμετώπισης των θυμάτων. «Τους αντιμετωπίζουν ως ανθρώπους που λένε ψέματα, οπότε όσοι είναι πραγματικά θύματα βασανισμού δεν βρίσκουν κανάλι διεξόδου. Υπάρχουν κάποιοι που υποδύονται, για αυτό θα έπρεπε να υπάρχει αξιολόγηση με μια ειδική επιτροπή θα μπορούσε να αξιολογήσει ποιος είναι θύμα βασανισμού μέσω βαθμολογίας.»
Έως και το 2023, μια ανεπίσημη μορφή αξιολόγησης παρείχε το έγγραφο πιστοποίησης βασανισμού της Μετάδρασης, ωστόσο οι ελληνικές αρχές το δέχονται στη διαδικασία ασύλου μόνο κατά περίπτωση. Τρανταχτό παράδειγμα αποτελεί ο πρώην αστυνομικός από τη Δυτική Αφρική Ι., ο οποίος παρότι είχε πιστοποίηση, αυτή δεν στάθηκε αρκετή για να λάβει άσυλο. «Ακόμα κι αν έχεις αποδείξεις ότι βασανίστηκες, δεν σου δίνουν άσυλο με τη δικαιολογία ότι η χώρα σου θεωρείται ασφαλής,» λέει. Τελικά ο ίδιος κατάφερε να πάρει προσωρινή άδεια παραμονής με πρόσφατο νόμο σχετικά με τη νομιμοποίηση εργαζόμενων προσφύγων και σήμερα δουλεύει ως μάγειρας. Συχνά η επιτροπή ασύλου απαιτεί πιστοποίηση από δημόσιο φορέα για να αναγνωρίσει ότι ένα θύμα βασανισμού δικαιούται άσυλο, παρότι τέτοιος φορέας δεν υπάρχει. «Κάποιος πρέπει να έχει τη δυνατότητα να ζητήσει την πιστοποίηση αν αμφισβητηθεί η αξιοπιστία του, αλλά όχι να οφείλει να προσκομίσει τέτοιου είδους πιστοποιητικά - αυτά είναι για τα δικαστήρια,» λέει η κα Βρυχέα από το Ελληνικό Συμβούλιο για τους Πρόσφυγες, προσθέτοντας: «Ούτε τις υπηρεσίες αποκατάστασης έχουν αυτοί οι άνθρωποι μέσω της αναγνώρισης, αλλά έχουν και ένα εμπόδιο παραπάνω για την αναγνώριση της προσφυγικής ιδιότητας.»
- Φωτό Μετανάστες σε σκάφος (Πηγή: Flickr)
«Πολυτέλεια» η ψυχική υγεία των θυμάτων βασανισμού
Σημαντικό κομμάτι της αποκατάστασης θυμάτων βασανιστηρίων είναι η ψυχική υγεία. Στη χώρα μας, σταθμός ήταν η ίδρυση του Ιατρικού Κέντρου Αποκατάστασης Θυμάτων Βασανιστηρίων από μια γενιά ψυχολόγων και νομικών πολλοί από τους οποίους είχαν βασανιστεί κατά τη διάρκεια της δικτατορίας, όπως η Μαρία Πίνιου Καλλή, ωστόσο αυτό έκλεισε το 2008. Σήμερα ο οργανισμός που κυρίως ασχολείται με αυτό το κομμάτι της αποκατάστασης είναι το Κέντρο Ημέρας Βαβέλ στην Αθήνα. Όπως λέει ο επιστημονικός υπεύθυνος της Βαβέλ και ψυχολόγος κ. Νίκος Γκιωνάκης, τα ψυχικά τραύματα είναι δύσκολο να επουλωθούν. «Δεν μπορούν τα θύματα να απαλλαγούν από αυτές τις εμπειρίες. Μπορούν όμως να τις νοηματοδοτήσουν, να τις μεταβολήσουν έτσι ώστε να μην είναι τόσο άγριες όσο ήταν τότε που τις βιώναν.» Συχνά ο στόχος του βασανισμού είναι τα θύματα να χάσουν τον έλεγχο του σώματος τους, όπως εξηγεί. «Ανοίγει η πόρτα στο κελί σου ξαφνικά και σε βαράνε, αλλά σε ακανόνιστες ώρες ώστε να μην μπορείς να το προβλέψεις.» Άλλες φορές ο βασανισμός μπορεί να μη συνδυάζεται με άμεσο πόνο, αλλά με αίσθηση αδυναμίας να αντισταθούν, όπως όταν ακούνε τα παιδιά τους στο διπλανό κελί να ουρλιάζουν.
Σύμφωνα με την ελληνικη νομοθεσία, το κράτος θα έπρεπε να μεριμνά για τη ψυχική αποκατάσταση από δημόσια νοσοκομεία, ενώ έχει δεσμευτεί ότι θα δημιουργηθεί εξειδικευμένος φορέας αποκατάστασης θυμάτων βασανισμού, όμως όπως διευκρινίζει ο κ. Γκιωνάκης, κάτι τέτοιο δεν γίνεται. «Η Ελλάδα δεν κάνει τίποτα για υποχρεώσεις που το ίδιο έθεσε ψηφίζοντας τη σχετική νομοθεσία. Μιλάει για εκπαίδευση προσωπικού και υποστήριξη, αλλά δεν γίνεται τίποτα.» Οι γενικότερες συνθήκες που αντιμετωπίζουν οι πρόσφυγες, όπως εξηγεί ο κ. Γκιωνάκης, αναγκάζουν αρκετούς να δηλώσουν ότι είναι θύματα βασανιστηρίων προκειμένου να έχουν πρόσβαση σε υπηρεσίες που θα έπρεπε να έχουν έτσι κι αλλιώς. «Μόλις δημιουργείται μια λίστα αναμονής, αμέσως όλοι γίνονται θύματα βασανιστηρίων. Δεν είναι οι άνθρωποι πονηροί, εμείς τους αναγκάζουμε να προσαρμοστούν για να επιβιώσουν.»

Ένας παράγοντας που καθιστά δύσκολη την ανίχνευση βασανισμού είναι η έλλειψη ειδικών επιστημόνων στις δομές φιλοξενίας προσφύγων. «Υπάρχει μια τάση συρρίκνωσης των υπηρεσιών υγείας στους μετανάστες, οπότε η ψυχική υγεία αντιμετωπίζεται σαν πολυτέλεια. Η προσέγγιση έχει γίνει πιο ιατροκεντρική, άρα έχουμε λιγότερους ψυχολόγους και κοινωνικούς λειτουργούς στα καμπ,» λέει ο Δημοσθένης Παπαδάτος - Αναγνωστόπουλος, ειδικός στην πολιτική υγείας που διδάσκει στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση δομής σε νησί του Αιγαίου. Όπως αναφέρει ψυχολόγος που έχει εργαστεί εκεί, ενώ αρχικά υπήρχαν τέσσερις ψυχολόγοι και ένας κοινωνικη λειτουργός, εν τέλει κατέληξε να είναι η μοναδική ψυχολόγος της δομής για δύο χρόνια, όντας υπεύθυνη για 3.500 μετανάστες και αντίστοιχο αριθμό σε καμπ σε κοντινό νησί. «Όταν οι δομές είχαν αρκετό προσωπικό για καιρό και οι άνθρωποι είχαν καλύψει τις βασικές τους ανάγκες και αισθάνονταν ασφάλεια, μπορούσαν να πουν τα υπολοιπα,» εξηγεί. «Με τις συνεχείς αλλαγές στο προσωπικό και την επισφάλεια, αυτό ήταν πιο δύσκολο.» Όπως θυμάται, το ίδιο το προσωπικό πλήρωνε με δικά του έξοδα υπηρεσίες εποπτείας και εκπαίδευσης, ακόμα και φάρμακα για τους ασθενείς.
Ελλείψει παροχής υποστήριξης υπό την αιγίδα του κράτους, η μόνη εναλλακτική που έχουν τα θύματα βασανισμού είναι προγράμματα μη κυβερνητικών οργανώσεων. Ένα από αυτά είναι το πρόγραμμα «Εμπειρογνώμονες Αυτο-συνηγορίας (Experts by Experience)» της οργάνωσης Γιατροί Χωρίς Σύνορα στο οποίο συμμετέχει και ο πρώην αστυνομικός Ι. από τη Δυτική Αφρική και δίνει τη δυνατότητα σε μετανάστες που έχουν βασανιστεί να ανταλλάξουν εμπειρίες. Όπως εξηγεί ο ίδιος, «είναι ένα ασφαλές μέρος όπου μπορούμε να μιλήσουμε για το ψυχικό τραύμα με ανθρώπους με παρόμοιες εμπειρίες.» Σύμφωνα με την Ιωάννα Περτσινίδου, υπεύθυνη του προγράμματος με μακρά εμπειρία σε θέματα βασανισμού, σκοπός του προγράμματος είναι η ενδυνάμωση μέσω της προσωπικής αφήγησης, αλλά και η ευαισθητοποίηση του κοινού μέσα από τη φωνή των ίδιων των βασανισθέντων. «Για κάποιους είναι λύτρωση να μιλήσουν για το τραύμα,» όπως λέει. Εξάλλου, τα βασανιστήρια πλέον διεθνώς εστιάζουν στην ψυχολογική πίεση στα θύματα, όπως εξηγεί. «Οι τεχνικές έχουν εξελιχθεί σε τετοιο βαθμό που σπάνια αφήνουν σημάδια στο σώμα.» Παρόλα αυτά, η ίδια πιστεύει ότι πάντα υπάρχει ένα παράθυρο ελπίδας για τα θύματα. «Δεν είναι κατεστραμμένοι άνθρωποι. Με λίγη βοήθεια μπορούν να προσφέρουν στην κοινωνία. Αν κάποιος έφτασε μέχρι εδώ σημαίνει ότι έχει ανθεκτικότητα και κουράγιο.»

Δεύτερος γύρος βασανισμού στα καμπ
Για πολλά θύματα βασανισμού, η μεταχείριση που έχουν στις δομές φιλοξενίας στη χώρα μας συνιστά μια μορφή επανατραυματισμού, δεδομένης της αίσθησης ανασφάλειας και των συνθηκών στρατοπέδου. «Οταν έχουν βασανιστεί από κρατικούς φορείς στη χώρα τους, τους πειράζει η κατάσταση που συναντούν στα καμπ. Υπάρχει προσμονή ότι εδώ θα υπάρξει υποδοχή, και όχι μόνο δεν υπάρχει κάτι τέτοιο αλλά ταλαιπωρούνται επιπλέον,» εξηγεί η Βασιλική Κατριβάνου από το Ελληνικό Συμβούλιο για τους Πρόσφυγες.

Για τον πρώην αστυνομικό Ι. από τη Δυτική Αφρική, η παραμονή του στη δομή της Σάμου ήταν χειρότερο βασανιστήριο και από όσα πέρασε στην πατρίδα του. «Στη χώρα μου, η κακομεταχείριση μου ήταν τυπικά νόμιμη αλλά ενάντια στα ανθρώπινα δικαιώματα. Αυτό που έζησα στη Σάμο ήταν και παράνομο και παραβίαζε τα ανθρώπινα δικαιώματα,» εξηγεί. Όπως πολλοί φιλοξενούμενοι στη δομή, κοιμόταν σε σκηνή, με καθημερινό αντίπαλο φίδια, ποντίκια και σκορπιούς, αλλά και συνεχή θόρυβο από καυγάδες μεταξύ των υπολοίπων μεταναστών. Ο ίδιος θα ήθελε να γυρίσει κάποια στιγμή στη χώρα του όπου έχει ένα παιδί, ενώ και η σύντροφος του βρίσκεται στο εξωτερικό. «Δεν έφυγα γιατί μισώ τη χώρα μου. Θα ήθελα να γυρίσω όταν αισθάνομαι ασφαλής,» λέει. Ωστόσο η εμπειρία του από όλη αυτή την οδύσσεια έχει αφήσει ανεξίτηλα σημάδια. «Δεν θα ήθελα κανείς να περάσει ότι πέρασα. Όταν εξηγείς τι έχεις περάσει, οι απλοί άνθρωποι καταλαβαίνουν ότι δεν είναι φυσιολογικό. Με τις αρχές, είναι πάντα πιο δύσκολο.»
* Tα ονόματα όλων των πηγών που έχουν υποστεί βασανιστήρια είναι στη διάθεση της σύνταξης του Reader. Δεν δημοσιεύονται για προστασία των ιδίων και των οικογενειών τους.
Αυτό το ρεπορτάζ πραγματοποιήθηκε με την οικονομική στήριξη του οργανισμού Free Press Unlimited
Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.