Μενού
  • Α-
  • Α+

Το ανεκτίμητο καλλιτεχνικό έργο του Μίκη Θεοδωράκη αποτελεί οικουμενική παρακαταθήκη και η πολιτική διαδρομή του άφησε το δικό της ανεξίτηλο στίγμα στην μεταπολεμική Ελλάδα. Πάνω από όλα όμως ο Μίκης Θεοδωράκης υπήρξε βαθιά δημοκράτης και ανθρωπιστής προσεγγίζοντας τα πράγματα με βασικό γνώμονα τις ελευθερίες του ανθρώπου χωρίς να διστάζει να καταδείξει τις παθογένειες της πολιτικής από όπου και αν αυτές προέρχονταν.

Στην ομιλία, που εκφώνησε τον Φεβρουάριο του 1987 στο Διεθνές Συνέδριο «Ελεύθερων καλλιτεχνών», στην τότε Δυτική Γερμανία και δημοσιεύτηκε αυτούσια στη γερμανική εφημερίδα Frankfurter Rundschau ενώ εκδόθηκε στην Ελλάδα με τον τίτλο, «Αντιμανιφέστο», ο μεγάλος δημιουργός εντόπιζε τους μηχανισμούς με τους οποίους καπιταλισμός αλλά και σοσιαλισμός συνθλίβουν τον άνθρωπο. Περιγράφοντας γλαφυρά 35 χρόνια πριν εικόνες, που απαντώνται και στη σημερινή καθημερινότητα, ο Μίκης Θεοδωράκης κατέθετε τη δική του πρόταση για μία δημιουργική εργασία.

Οι «ανθρωπομονάδες» εξαφανίζονται στον καπιταλισμό και στο σοσιαλισμό

Στην έναρξη της ομιλίας του ο Μίκης Θεοδωράκης προσδιόριζε τον όρο «ανθρωπομονάδες», ένα σύνθετο και αρκετά πολύπλοκο σύστημα καταμέτρησης της ανθρώπινης ενέργειας, βιολογικά, πνευματικά, ψυχικά. «Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία πως όσο το σύστημα είναι περισσότερο δημοκρατικό, φιλελεύθερο, όσο το επίπεδο της ζωής υψηλότερο, οι δυνατότητες μόρφωσης και πληροφόρησης περισσότερες, εξασφαλισμένη η πραγματική συμμετοχή σε συλλογικές αποφάσεις, όσο ο πολίτης νιώθει και είναι υπεύθυνος, όσο... όσο... κ.λπ., τόσο αυξάνουν μέσα του οι ανθρωπομονάδες, μεγαλώνει η ανθρώπινη ενέργεια. Ομως, η ιστορική περίοδος που διανύουμε μας δείχνει ότι μέσα και στα δύο κυρίαρχα συστήματα, στον καπιταλισμό και στο σοσιαλισμό, όλες οι κυρίαρχες σχέσεις και κυρίως οι σχέσεις παραγωγής τελικά παίρνουν από τον μέσο πολίτη πολύ περισσότερες ανθρωπομονάδες απ’ αυτές που δίνουν».

Εχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον η ανάλυση του για το πως τα δύο κυρίαρχα συστήματα εκκινώντας από διαφορετικές αφετηρίες δημιουργούσαν τελικά ένα ασφυκτικά καταπιεστικό πλαίσιο για τον άνθρωπο. «Στον προηγμένο καπιταλισμό, το κύριο γνώρισμα είναι, αναμφισβήτητα, οι μεγάλες δυνατότητες που προσφέρει το σύστημα σε υλικά αγαθά. Όμως για την κατάκτησή τους - που η διαφήμιση τα μεταβάλλει σε είδη πρώτης ανάγκης - ο πολίτης είναι υποχρεωμένος να καταβάλλει πολύ περισσότερες δυνάμεις από όσες τελικά του προσφέρουν αυτά τα, υλικά κυρίως, αγαθά, με αποτέλεσμα να χάνει, αντί να κερδίζει, σε ανθρωπομονάδες.

Στο σοσιαλιστικό σύστημα, χωρίς να έχουν αλλάξει οι σχέσεις μέσα στην παραγωγή, ούτε και η ποιότητα της ζωής - που παραμένει σε επίπεδα κατώτερα από τις χώρες του προηγμένου καπιταλισμού - κυριαρχεί ένα νέο φαινόμενο: o Γενικός Νόμος που προσωποποιεί και εκφράζει το Κόμμα ή, πιο σωστά, η ηγεσία του. Πώς εκφράζεται αυτός ο Γενικός Νόμος; Εκφράζεται με την επίσημη ιδεολογία, που καταλήγει σε έναν κολοσσιαίο ηθικο-κοινωνικό καταναγκασμό. Διαμορφώνει ένα νέο τύπο τρόπου συμπεριφοράς και ζωής. Τελικά καταλήγει στην αόρατη κρατική βία και ηθικό καταναγκασμό. Η ανθρώπινη ενέργεια ελαττώνεται. Ο πολίτης συμμετέχει όλο και λιγότερο στην παραγωγή. Έτσι χάνει, από άλλο δρόμο κι αυτός, σε ανθρωπομονάδες».

Φυσικό επακόλουθο αυτών των καταστάσεων είναι ο άνθρωπος να έρχεται αντιμέτωπος με σωματική, ψυχική και πνευματική κούραση ανίκανος να σκεφτεί, να οραματιστεί, να γυμνάσει το μυαλό του, να πάρει αποφάσεις, πρωτοβουλίες, να φτιάξει κάτι δικό του, να δημιουργήσει. Ειδικά ως προς το σώμα, «ο άνθρωπος της πόλης είναι υποχρεωμένος να επαναλαμβάνει καθημερινά τις ίδιες κινήσεις ή να υποβάλλεται στην ίδια ακινησία, στη μεταφορά στο εργοστάσιο, στο κατάστημα, στο γραφείο, ενώ δεν έχει δυνατότητες για άθληση, μακρινούς περιπάτους, εκδρομές μέσα στη φύση. Ο αέρας που αναπνέει γίνεται όλο και πιο μολυσμένος. Δε νιώθει καλά. Η τροφή του, με τα τυποποιημένα προϊόντα, παύει να είναι υγιεινή. Η περίθαλψη στα νοσοκομεία είναι ελλιπής. Πάσχει από μικροαρρώστιες όταν δεν είναι άρρωστος σοβαρά». Βομβαρδίζεται από έναν τεράστιο όγκο μηνυμάτων. «Χιλιάδες μηνύματα, διαφημιστικά, πολιτικά, ερωτικά, αθλητικά, που όμως τα διέπει σχεδόν όλα η ίδια λογική. Η κυρίαρχη λογική του κάθε συστήματος. Ο Γενικός Νόμος της Αγοράς στη Δύση. Ο Γενικός Νόμος της Πολιτικής Θρησκείας στην Ανατολή.

Χαμένοι μέσα στην καθημερινότητά μας

Στο σημείο αυτό ο Μίκης Θεοδωράκης ζητά από το ακροατήριο του να φανταστεί τον μέσο πολίτη της Ευρώπης. «Να τον δούμε την ώρα που ξεκινά για τη δουλειά του. Άλλος πηγαίνει στη στάση του λεωφορείου, άλλος στο σταθμό του μετρό, ενώ κάποιος τρίτος μπαίνει στο ιδιωτικό του αυτοκίνητο. Γενικά, είναι κουρασμένος από το πρωινό ξύπνημα, νυστάζει, το κεφάλι του είναι μουδιασμένο. Αυτός που οδηγεί, βάζει το ραδιόφωνο. Όποιο σταθμό κι αν ψάξει, θ’ ακούσει την ίδια περίπου τυποποιημένη μουσική της εποχής. Τα ίδια διαφημιστικά σποτς. Το δελτίο καιρού ή τις πολιτικές ειδήσεις σε ρυθμό 'χωρίς ανάσα'.

Γίνεται συγκεκριμένος. «Αυτός που ταξιδεύει με το λεωφορείο ή το μετρό, όρθιος ή καθιστός, διαβάζει ανόρεχτα τους τίτλους της εφημερίδας ή κρυφοκοιτάζει την εφημερίδα του διπλανού του. Κανείς δεν βλέπει τον άλλον στα μάτια. Είναι όλοι συνωφρυωμένοι, κατσούφηδες, απελπισμένοι, γιατί σε λίγο θα κλειστούν για οκτώ ολόκληρες ώρες. Δεν τολμούν ακόμα να σκεφτούν, τη στιγμή που θα σχολάσουν. Την ώρα της επιστροφής. Αν μπει στο λεωφορείο ή στο βαγόνι μια πραγματικά ωραία γυναίκα, τότε οι άντρες ξυπνάνε, γουρλώνουν τα μάτια και τη φαντάζονται, οι περισσότεροι, γυμνή. Μια ωραία γυναίκα γι’ αυτούς δεν είναι παρά ένα γυμνό σώμα στο κρεβάτι, όργανο ερωτικής ηδονής. Γρήγορα όμως συνέρχονται, οι όψεις τους ξαναγίνονται βαριές. 'Αυτά είναι όνειρα', σκέφτονται και κατεβάζουν το κεφάλι. Βγαίνουν κατά ομάδες απ’ τους σταθμούς και βαδίζουν για να πάνε στη δουλειά τους».

Ο οδηγός του Ι.Χ. έχει άλλα προβλήματα. «Βρίσκει πως τα κόκκινα φανάρια ανάβουν ειδικά γι’ αυτόν. Ο ρυθμός της ροής γίνεται κάθε μέρα και πιο αργός. Αυτές οι συχνές στάσεις, η αργοπορία, του τεντώνουν τα νεύρα. Χτυπά νευρικά με τα δάχτυλα το τιμόνι. Σβήνει το ραδιόφωνο. Το ξανανοίγει. Αγριοκοιτάζει αυτόν που προσπαθεί να τον ξεπεράσει. Είναι έτοιμος για ένα μέτρο ασφάλτου να σκοτώσει ή να σκοτωθεί. Τέλος, έχει πρόβλημα στο parking. Θα βρει θέση; Παρκάρει εξουθενωμένος. Εξουθενωμένος κλείνει την πόρτα και η μόνη σκέψη που κάνει είναι «πότε θα τελειώσουν αυτές οι ατέλειωτες οχτώ ώρες ώσπου να ξαναβάλω το κλειδί για να ανοίξω την πόρτα και να γυρίσω στο σπίτι...».

Ο Μίκης Θεοδωράκης αναρωτιέται, τι περνάει, αλήθεια, απ’ το μυαλό αυτών των ανθρώπων, που κατευθύνονται στις δουλειές τους σπεύδοντας να δώσει ο ίδιος την απάντηση: «Τίποτε! Εκτός από τον απόηχο από κάποιο νυχτερινό καβγά, κάποιο πρόβλημα. Ή οι φευγαλέες εντυπώσεις, αν την προηγούμενη νύχτα είδαν στην T.V. κάποιο ενδιαφέρον ματς, σήριαλ ή βιντεοφίλμ. Το μυαλό είναι κουρασμένο, μουδιασμένο, τρομοκρατημένο μπροστά σε μια ακόμα μονότονη, άχαρη, κουραστική, χωρίς ενδιαφέρον, σε μια κυριολεκτικά χαμένη μέρα απ’ τη ζωή τους. Το μυαλό έχει παραλύσει, καθώς όλες αυτές οι εικόνες, οι αναμνήσεις, οι σκέψεις έρχονται και φεύγουν αστραπιαία. Το μυαλό μοιάζει σαν ένα κολοσσιαίο εργοστάσιο με σταματημένες μηχανές. Είναι ακίνητο. Το μυαλό δε δουλεύει. Μήπως όμως δουλεύει η ψυχή, το συναίσθημα;

Το δράμα της εργαζόμενης μητέρας

Η καθημερινότητα μιας εργαζόμενης σε σούπερ μάρκετ είναι ένας πραγματικός εφιάλτης. «Ας φανταστούμε τώρα την ταμία αυτή το βράδυ, ύστερα από οχτώ ώρες δουλειάς. Όταν έφυγε το πρωί από το σπίτι της ήταν σχεδόν νύχτα. Ενώ έξω ο ήλιος φωτίζει την πόλη, μέσα στο κατάστημα ο φωτισμός είναι ηλεκτρικός. Ο αέρας κοντισιονέ. Δηλαδή ζει μέσα σε μια τεχνητή ατμόσφαιρα και τεχνητό περιβάλλον. Δεν βλέπει γύρω της. Δεν βλέπει ούτε τους πελάτες, γιατί το μάτι της πρέπει να παρακολουθεί τα εμπορεύματα, μετά τις τιμές και, τέλος, τα χρήματα. Μέσα σε οχτώ ώρες πόσα εμπορεύματα είδε; Πόσες αθροίσεις έκανε; Πόσα χρήματα μέτρησε με το χέρι της; Αυτά τα τρία πράγματα, Εμπορεύματα - Αθροίσεις - Χρήματα, είναι ο κόσμος της για μιαν ολόκληρη μέρα. Στο διάλειμμα της εργασίας, στην καντίνα, είναι η μοναδική ανθρώπινη στιγμή. Κουρασμένη για ό,τι προηγήθηκε και για ό,τι θα επακολουθήσει, τρώει ανόρεχτα το σάντουιτς, πίνει με αργές γουλιές το αναψυκτικό, και κάπου κάπου ανταλλάσσει δύο λόγια αδιάφορα με τις διπλανές της. Για τι μιλούν; Προσωπικά προβλήματα, αρρώστιες, ακρίβεια, τα παιδιά τους, οι άντρες τους. Στην καλύτερη περίπτωση θα πουν πως πέρασαν το week-end ή πού θα το περάσουν. Ολα αυτά, μηχανικά, ανόρεχτα, χωρίς ενδιαφέρον. Γιατί η σκέψη της καθεμιάς γυρίζει στα δικά της».

Η επιστροφή στο σπίτι συνεπάγεται νέες υποχρεώσεις. «Όταν βγαίνει στο δρόμο, αρχίζει να βραδιάζει. Δύο βήματα στο πεζοδρόμιο. Καμιά βιτρίνα και να η είσοδος του μετρό. Είναι η ώρα της μεγάλης κίνησης. Μπαίνει όπως όπως. Στριμώχνεται. Αφήνει το κορμί της να λικνίζεται στο ρυθμό των τροχών και τις κινήσεις αυτών που μπαινοβγαίνουν. Δεν σκέφτεται τίποτε. Μόνο βιάζεται να φτάσει στο σπίτι. Αν είναι μητέρα, την περιμένουν νέα καθήκοντα. Κουζίνα, γεύματα, πιάτα, ρούχα, έγνοιες των παιδιών. Μετά είναι ο σύζυγος. Το ίδιο σκοτωμένος κι αυτός, δεν έχει όρεξη για κουβέντες. Διαβάζει μηχανικά την εφημερίδα του. Τρώνε. Τα παιδιά πλαγιάζουν. Κάθονται για λίγο μπροστά στην T.V. Αν είναι η καθορισμένη μέρα που πρέπει να κάνουν έρωτα, σηκώνονται και πλαγιάζουν. Αν όχι, μένουν λίγο περισσότερο μπροστά στο κουτί. Κάποιος κοιμάται επί τόπου. Δεν αντέχει. Τσακισμένοι βυθίζονται σε ύπνο χωρίς όνειρα, έχοντας το φόβο, από την ώρα που πλαγιάζουν του απαίσιου ήχου απ’ το ξυπνητήρι, που, ως συνήθως, δείχνει άγριες πρωινές ώρες».

Η λύση που πρότεινε ο Μίκης Θεοδωράκης πριν από 35 χρόνια

Σε αυτή την εξαιρετικά προβληματική κατάσταση η απόρριψη των πεπατημένων λύσεων θα πρέπει να είναι μονόδρομος. «Νομίζω ότι η αρχή θα πρέπει να γίνει με τον καθορισμό ενός ανώτατου χρόνου εργασίας, κατά κλάδο, μέσα στον οποίο ο εργαζόμενος αποδίδει, χωρίς να συνθλίβεται κάτω από το βάρος της σωματικής, πνευματικής και ψυχικής κόπωσης. Ας πούμε λοιπόν πως αυτός ο χρόνος της κοινωνικής, υποχρεωτικής εργασίας είναι τέσσερις ώρες. Και τότε, θα ρωτήσει κανείς: Τι θα γίνει με τις τιμές; Τι θα γίνει με τους κεφαλαιούχους, που θα είναι υποχρεωμένοι, είτε να μειώσουν την παραγωγή, ενώ θα δίνουν για μισθούς και μεροκάματα τα ίδια λεφτά, ή θα είναι υποχρεωμένοι να διπλασιάσουν το προσωπικό τους, διπλασιάζοντας και τα ημερομίσθια;Θα είναι έτσι όμως τα πράγματα; Φυσικά, αν τα δει κανείς στατικά, αν δηλαδή σήμερα θελήσει κάποιος να μειώσει τις ώρες εργασίας κατά 50% - ας υποθέσουμε πως μπορεί να γίνει κάτι τέτοιο - είναι βέβαιο πως η οικονομία θα τιναχτεί στον αέρα.

Οι τιμές θα φτάσουν σε μεγάλα ύψη με αποτέλεσμα να μειωθεί η αμοιβή των εργαζομένων. Οπότε, μαζί με την μείωση του χρόνου εργασίας κατά 50%, θα υπάρξει και μείωση της αγοραστικής αξίας επίσης κατά 50%. Έτσι, το τετράωρο καταντά δώρο άδωρο. Επομένως, αυτή την μείωση του χρόνου απασχόλησης θα πρέπει να τη δούμε μέσα σε μια προοπτική κατά την οποία θα πρέπει να γίνει μια σειρά από βαθιές αλλαγές. Όπως λ.χ. η ρομποτοποίηση - αυτοματοποίηση της εργασίας και για ποιον θα λειτουργεί. Ποιόν θα ωφελεί; Τον εργαζόμενο ή τον ιδιοκτήτη; Οι κεφαλαιούχοι στην Ευρώπη θα πρέπει να δεχτούν τουλάχιστον αυτήν την επαναστατική αρχή κατά την οποία τα σύγχρονα προϊόντα της ανθρώπινης μεγαλοφυΐας ανήκουν σε όλο το κοινωνικό σύνολο».

Για να φτάσουμε στη ρίζα του κακού χρειάζεται η μελέτη και η εκπόνηση δύο μοντέλων: Ενα μοντέλο μιας εντελώς νέας παιδείας, ανθρωποκεντρικής. Και ένα μοντέλο μιας νέας κουλτούρας, που να σπάει τα φτιαχτά σύνορα που τη χωρίζουν σε ελιτίστικη και λαϊκή, δηλαδή μιας σύγχρονης ενιαίας κουλτούρας, που από τη μια μεριά να συμφιλιώσει τον σύγχρονο πολίτη με την παγκόσμια πνευματική - καλλιτεχνική κληρονομιά κι από την άλλη να του δώσει τη δυνατότητα να ταυτιστεί με μια σύγχρονη πνευματική και καλλιτεχνική δημιουργία - τελετουργία, που να τον εκφράζει απολύτως».

Η παιδεία με ανθρωποκεντρική στόχευση προϋποθέτει την μετάθεση του κύριου άξονα και, «από παιδεία που πρέπει να κατασκευάζει πειθαρχημένους, καταπτοημένους και ανασφαλείς στρατιώτες της παραγωγής, να γίνει παιδεία που να προσπαθεί να δημιουργεί όσο γίνεται πιο ολοκληρωμένους, άφοβους, αυτοπειθαρχημένους και δημιουργικούς πολίτες. Είναι περίεργο που στα σχολεία μας δεν διδάσκεται η κοινωνική συμπεριφορά. Το παιδί δεν προετοιμάζεται ούτε για την κοινωνική ζωή, τις σεξουαλικές σχέσεις, τη θέση του μέσα στον κόσμο που θα ζήσει. Οπως δεν διδάσκεται η αληθινή δύναμη του ανθρώπου που είναι η πνευματική του δημιουργία». Κατά τον Μίκη Θεοδωράκη το σχολείο θα πρέπει να προετοιμάζει τα παιδιά ώστε να ώστε να ωφέλιμοι στην παραγωγική προσπάθεια της κοινωνίας. «Οχι όμως δούλοι της παραγωγής. Οχι πειθαρχημένους κάτω από τη σκιά της Εξουσίας, της βίας και της ανασφάλειας, στρατιώτες, μυρμήγκια μέσα στους χώρους της παραγωγής, αλλά αυτοπειθαρχημένους, ελεύθερους, ξεκούραστους και ψυχικά - πνευματικά και σωματικά ακέραιους και ολοκληρωμένους ανθρώπους, που συνειδητά μοιράζονται τον συνολικό κοινωνικό μόχθο, γιατί έτσι πρέπει να γίνει».

Google News

Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.

BEST OF LIQUID MEDIA